Μετά από πολύμηνη διαμάχη, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συμφώνησε επιτέλους στο «Klimaschutzplan 2050» (Σχέδιο Προστασίας του Κλίματος 2050). Στο τελευταίο στάδιο το επίμαχο θέμα αποτέλεσε το μέλλον του καταστρεπτικού για το κλίμα λιγνίτη.
Ενώ το κόστος της ενεργειακής μετάβασης συνεχίζει να αυξάνεται, σύμφωνα με μια μακροχρόνια μελέτη της McKinsey ο αριθμός των θέσεων εργασίας στην πράσινη ενέργεια μειώνεται. Αλλά η πολιτική έχει αποτύχει ακόμη και στον πιο σημαντικό στόχο, αυτόν της προσαρμογής.
Η οπτική γωνία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των συμβούλων δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική. Συγκεκριμένα, η νέα Γερμανίδα υπουργός Οικονομικών Brigitte Zypries (SPD) διένειμε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων ένα φυλλάδιο με τίτλο «Η ενεργειακή μετάβαση -η ιστορία της επιτυχίας μας» (Die Energie-wende - unsere Erfolgsgeschichte).
Εκεί, μέσα σε 20 σελίδες, επαινείται το ότι η Γερμανία έχει εν τω μεταξύ επιτύχει ένα ποσοστό πράσινης ενέργειας 32%, και ότι παράλληλα η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος εξακολουθεί να είναι η ασφαλέστερη στον κόσμο. Όπως υποστηρίζεται στο φυλλάδιο, η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για τα νοικοκυριά έχει σταθεροποιηθεί. Συνολικά, υποστηρίζει η Zypries, η ενεργειακή μετάβαση είναι «αειφόρος και ασφαλής, οικονομικά προσιτή και προγραμματίσιμη, αξιόπιστη και έξυπνη».
Εντελώς διαφορετική είναι η εικόνα που περιγράφει η εταιρεία συμβούλων McKinsey με τον επικαιροποιημένο «δείκτη ενεργειακής μετάβασής» της.
Η ομάδα εμπειρογνωμόνων γύρω από τον Senior Partner Thomas Vahlenkamp ελέγχει κάθε έξι μήνες, με βάση 15 ποσοτικά κριτήρια, το εάν εξακολουθούν να είναι εφικτοί οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης, οι οποίοι έχουν τεθεί σε πολιτικό επίπεδο. Τίτλος αυτής της μελέτης: «Οι δαπάνες συνεχίζουν να αυξάνονται».
Σχεδόν όλοι οι δείκτες έχουν επιδεινωθεί
Στην αξιολόγηση της McKinsey, ένδεκα από τους συνολικούς δεκαπέντε δείκτες έχουν αλλάξει σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα το φθινόπωρο του 2016 - προς το χειρότερο.
Παρ’ όλα αυτά, επτά στόχοι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την ενεργειακή μετάβαση εξακολουθούν να θεωρούνται «ρεαλιστικά» επιτεύξιμοι. Ωστόσο, οι εμπειρογνώμονες περιορίζουν την κρίση τους σε μια προσγειωτική οπτική. Γιατί επιτυχίες υπάρχουν μόνο εκεί όπου ρέουν άμεσες επιδοτήσεις. Η αυτοχρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης, ακόμη και 17 χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του νόμου περί Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, δεν προβλέπεται.
«Τα επικαιροποιημένα στοιχεία τεκμηριώνουν το ότι οι έως τώρα επιτυχίες της ενεργειακής μετάβασης έχουν αγοραστεί κυρίως με υψηλές επιδοτήσεις», σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης McKinsey: «Ταυτόχρονα, οι στόχοι που δεν βασίζονται για την επίτευξή τους στην άμεση χρηματοδοτική στήριξη, γίνονται όλο και λιγότερο ρεαλιστικοί - πρώτα και κύρια οι εκπομπές CO2».
Αυτό θα πρέπει να πόνεσε ιδιαίτερα την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Γιατί, οι υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, παράλληλα με το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα, ήταν ο σημαντικότερος λόγος για την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης. «Οι εκπομπές CO2 είναι πολύ πάνω από το όριο», συνοψίζει η McKinsey. Οι εκπομπές ανέρχονταν το περασμένο έτος περίπου σε 916 εκατομμύρια τόνους. «Αυτό αποτελεί μια μικρή αύξηση σε σύγκριση με τις τιμές του προηγούμενου έτους». Ο επιδιωκόμενος στόχος ήταν οι 812 εκατομμύρια τόνοι.
Μεγάλη απόκλιση από τον κεντρικό στόχο
Ο κεντρικός στόχος της μείωσης των εκπομπών CO2, σύμφωνα με τη McKinsey, συνεπώς «απομακρύνεται εξίσου από τον προκαθορισμένο στόχο, όπως και οι τιμές κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας και ηλεκτρικού ρεύματος». Γιατί ακόμη και το 2016, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία δεν υποχώρησε, παρά τα προγράμματα ενεργειακής απόδοσης. Ήταν 593 τεραβατώρες, σχεδόν όσο κατά το προηγούμενο έτος. Ο στόχος της κυβέρνησης, η μείωση μέχρι το 2020 σε μόλις 553 τεραβατώρες, «απομακρύνεται όλο και περισσότερο». Ο στόχος θα επιτυγχανόταν με μόλις το 54%.
Σε όλο τον κόσμο ενέργεια από τον ήλιο, τον άνεμο και το υδρογόνο
Και τώρα φαίνεται επίσης ότι οι υποστηρικτές της ενεργειακής μετάβασης χάνουν ένα από τα σημαντικότερα επιχειρήματά τους: ότι η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι μόνο οικολογικά καλή, αλλά και ένας μηχανισμός δημιουργίας θέσεων εργασίας για τη γερμανική οικονομία.
Τα στοιχεία της McKinsey μιλούν πάντως μια διαφορετική γλώσσα. «Για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά ο αριθμός των εργαζομένων στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μειώνεται - από 355.400 σε 330.000». Την εντονότερη υποχώρηση κατέγραψαν, σύμφωνα με τη μελέτη, οι κλάδοι των ανεμογεννητριών (μείον 8.000 εργαζόμενοι) και των φωτοβολταϊκών (μείον 7.000).
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε θέσει ως στόχο τη σταθερή αύξηση των θέσεων εργασίας στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ο αριθμός των θέσεων εργασίας στον οικοενεργειακό κλάδο δεν θα πρέπει να πέσει κάτω από το επίπεδο του 2008, όταν δραστηριοποιούνταν σε αυτόν 322.000 άτομα. Τώρα, όμως, η McKinsey σκιαγραφεί την πιθανότητα και αυτός ο στόχος «να τεθεί σε κίνδυνο μεσοπρόθεσμα», εάν η περικοπή των θέσεων εργασίας συνεχιστεί όπως μέχρι πρόσφατα.
Απώλεια θέσεων εργασίας στις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας
Ακόμη καθίσταται αργά αμφισβητήσιμη και η υπόσχεση ότι η ενεργειακή μετάβαση δεν θα κοστίσει θέσεις εργασίας κυρίως σε εκείνες τις βιομηχανίες, οι οποίες είναι προσανατολισμένες ιδιαίτερα προς την οικονομικά προσιτή ενέργεια. Επειδή, σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey, το 2016 παρατηρήθηκε «για πρώτη φορά υποχώρηση των θέσεων εργασίας στις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας». Τον Μάρτιο του 2016 υπήρχαν συνολικά 15.000 εργαζόμενοι λιγότεροι απ’ ό,τι μισό χρόνο πριν. Με έναν συνολικό αριθμό 1.650.000 εργαζομένων, ο στόχος της κυβέρνησης να υπάρχουν σταθεροί αριθμοί απασχόλησης στο επίπεδο του έτους αναφοράς 2008, θεωρείται όμως ακόμη εφικτός ως «ρεαλιστικός».
Και τέλος, το κόστος. Και εδώ η McKinsey δεν μπορεί προφανώς να μοιραστεί την αισιοδοξία της Ομοσπονδιακής Υπουργού Οικονομικών. Ακριβώς στο τέλος του προηγούμενου έτους αυξήθηκε και πάλι η εισφορά που καταβάλουν οι Γερμανοί με τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος . Αυτή τη φορά κατά 8,3% - στα 6,88 σεντ ανά κιλοβατώρα. «Η τάση είναι ανοδική», διαπιστώνει η McKinsey. «Μόνο κατά τα έτη μετά το 2020 οι παλαιότερες εγκαταστάσεις σε μεγαλύτερη κλίμακα θα τεθούν εκτός των ειδικών τιμολογίων τροφοδότησης (feed-in tariff) - από τότε θα πρέπει να αναμένεται ότι η εισφορά θα μειώνεται σταδιακά».
Προς το παρόν, όμως, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας των νοικοκυριών συνεχίζουν να αυξάνονται, πρόσφατα από τα 29,35 σεντ ανά κιλοβατώρα τώρα στα 30,38 σεντ. «Καθώς η ευρωπαϊκή μέση τιμή μειώθηκε ελαφρώς την ίδια περίοδο, η απόσταση από τις άλλες χώρες συνεχίζει να διευρύνεται», διαπιστώνει η McKinsey: «Εν τω μεταξύ, το επίπεδο τιμών του ρεύματος στα γερμανικά νοικοκυριά είναι κατά 47,3% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο». Ως εκ τούτου, το συνολικό κόστος θα συνεχίσει να αυξάνεται - κατά 14 δισ. ευρώ μέχρι το 2025. Το κόστος θα βρεθεί τότε στα 77 δισ. ευρώ.
«Το ζήτημα της κατανομής του κόστους», πιστεύει η McKinsey-Partner Vahlenkamp, «είναι πιθανό να καταστεί ένα καίριο ζήτημα της ενεργειακής μετάβασης τα επόμενα χρόνια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου