Οι τρεις τελευταίοι υπουργοί Άμυνας ιδιαίτερα,
Μεϊμαράκης, Βενιζέλος, Μπεγλίτης, δεν έκαναν κυριολεκτικά απολύτως
τίποτε, με αφορμή την οικονομική κρίση. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος διέπραξε
μάλιστα το απίστευτο λάθος να δεχθεί τις αξιώσεις της «τρόικας» για την
ένταξη και των αμυντικών δαπανών στα Μνημόνια, όταν το άρθρο 346 της
Συνθήκης της Λισαβόνας εξαιρεί τις αμυντικές δαπάνες από την ελεύθερη
Ευρωπαϊκή αγορά και τις αναγνωρίζει ως αποκλειστικά εθνική αρμοδιότητα,
εάν δεν συγχέονται με άλλες δραστηριότητες που δεν είναι αμυντικές.
Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα,
αναλαμβάνοντας μια σειρά πρωτοβουλιών για την ενίσχυση του αμυντικού
δυναμικού της χώρας. Οι εξαγγελίες όμως για την ενίσχυση του αρματικού
δυναμικού, του πυροβολικού MLRS, των μεταφορικών ελικοπτέρων, της
αναβαθμίσεως των F-16 έμειναν μετέωρες για λόγους που δεν είναι ακόμη
δημοσίως γνωστοί ή σαφείς. Ευτυχώς, από την περιπέτεια αυτή ολοκληρώθηκε
η κατασκευή από τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, με την απευθείας ανάμειξη του
Πολεμικού Ναυτικού, των τεσσάρων συγχρόνων υποβρυχίων, τα οποία
διαδραματίζουν σήμερα καίριο ρόλο στο ισοζύγιο δυνάμεων στο Αιγαίο και
στην ικανότητα αποτροπής της χώρας.
Χρειάσθηκε να φτάσουμε στο έσχατο όριο των κινδύνων για να αντιληφθούμε
ότι η άμυνα, όταν είναι πραγματική ανάγκη, δεν αναβάλλεται και μπορεί να
έχει κόστος που δεν συγκρίνεται με οποιαδήποτε οικονομικό κόστος, γιατί
η προκαλούμενη ζημιά δεν είναι ή πολύ δύσκολα είναι επανορθώσιμη.
Πολλοί δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη το πραγματικό νόημα των τελευταίων
δηλώσεων του Τούρκου πρωθυπουργού Γιλντιρίμ. Εκατόν τριάντα νησιά στο
Αιγαίο, είπε, μας ανήκουν και έχουμε τη δύναμη να τα πάρουμε. Μιλάμε για
προβολή απροκάλυπτης εδαφικής διεκδικήσεως σε βάρος της χώρας μας. Το
ίδιο επανέλαβε σύμβουλος του Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν με άλλα λόγια.
Αναφερόμενος στα Ίμια, εξήγησε ότι η διαμάχη γι’ αυτά δεν είναι,
προφανώς, γι’ αυτά. Είναι για το Αιγαίο, είπε. Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η
γενικότερη αναφορά του Ταγίπ Ερντογάν στη Συνθήκη της Λωζάννης. Η
αμφισβήτηση της Συνθήκης περιλαμβάνει όχι μόνο τα Δυτικά αλά και τα
Νότια σύνορα της Τουρκίας. Τα τελευταία όμως αποτελούν και τον εφιάλτη
της Άγκυρας, λόγω του Κουρδικού προβλήματος και της αβεβαιότητας της
πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων. Αντιθέτως, η Άγκυρα πιστεύει και
προετοιμάζεται εντατικά για την ανατροπή οποιασδήποτε ισορροπίας
δυνάμεων στο Αιγαίο και την «ειρηνική» προώθηση των στόχων της από θέση
στρατηγικής υπεροχής.
Η εξαγγελία, επιτέλους, τριών σημαντικών προγραμμάτων από το υπουργείο
Εθνικής Άμυνας, της αναβαθμίσεως δηλαδή των αεροσκαφών F-16, του
αιτήματος αγοράς μικρού έστω αριθμού F-35 και του εκσυγχρονισμού των
Ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων, που βρίσκονται στο Ελληνικό
οπλοστάσιο, περιλαμβανομένου του συστήματος S-300, είναι μια μικρή
ελπίδα ότι το υπουργείο άρχισε να τρέχει για να καλύψει το μεγάλο
εξοπλιστικό κενό, που αποτελεί νάρκη στην εθνική ασφάλεια της χώρας.
Η οικονομική στενότητα, οι αξιώσεις της «τρόικας» και
ψευδοϊδεολογίστικες εμμονές και αυταπάτες δεν πρέπει να εκφυλίσουν την
αμυντική προσπάθεια της χώρας σε κάτι εντελώς ανεπαρκές και χρονικά
εκπρόθεσμο. Θα ίσχυε στην περίπτωση αυτή το Αγγλο-Σαξωνικό «too little
too late» (πολύ λίγο, πολύ αργά). Η χώρα έχει συγκεκριμένο αμυντικό
πρόβλημα. Δεν χρειάζεται να κάνει ό,τι κάνει και η Τουρκία. Πρέπει όμως
να αναλάβει κατεπειγόντως κινήσεις οι οποίες θα ασφαλίσουν το Αιγαίο και
θα δώσουν στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις τις αναγκαίες αποτρεπτικές
δυνατότητες.
Η αναβάθμιση των F-16 θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και χρόνια. Έστω όμως
και τώρα πρέπει να γίνει στον συντομότερο δυνατό χρόνο και να περιλάβει
το σύνολο των αεροσκαφών. Προκαλεί προβληματισμό η εξαίρεση από τον
εκσυγχρονισμό των Γαλλικών αεροσκαφών τύπου Mirage 2000-5. Προβάλλεται
ως λόγος το υπέρμετρο κόστος ανά αεροσκάφος. Σε κάθε περίπτωση, η
Γαλλική παρουσία στην Πολεμική Αεροπορία (F-1 και 2000-5)
αντιπροσωπεύεται από κρίσιμα όπλα στο Ελληνικό οπλοστάσιο, όπως είναι ο
Exocet-39 (αέρος - θαλάσσης) και ο υποστρατηγικός πύραυλος Scalp με
βεληνεκές 1.000 περίπου χλμ.
Προφανώς, το αναβαθμισμένο F-16 δεν θα είναι σε θέση να αντιπαρατεθεί
στα Τουρκικά F-35, τα οποία θα αρχίσει να παραλαμβάνει η Τουρκία από το
2018. Η προμήθεια έστω ενός πολύ μικρού αριθμού F-35 από την Ελλάδα έχει
το μειονέκτημα ότι θα γίνει σε πολύ υστερότερο χρόνο η παραλαβή τους
(ένα ή δύο έτη τουλάχιστον). Για να αποφευχθεί το παράθυρο αυτό
τρωτότητας, όπως λέγεται, πρέπει η Ελλάδα να διαπραγματευθεί, με
πολιτικούς όρους, την παραχώρηση ενός μέρους, τουλάχιστον, της Ελληνικής
παραγγελίας από τη γραμμή παραγωγής της Αμερικανικής Αεροπορίας. Το
υπέρογκο κόστος του αεροσκάφους συμπιέζει επίσης δραματικά τον αριθμό
των παραγγελλομένων αεροσκαφών. Είναι προφανές όμως ότι υπάρχει στο θέμα
της ποσότητας ένα όριο, το οποίο δεν μπορεί με τίποτε να ξεπερασθεί,
χωρίς να ακυρώνει το νόημα της προμήθειας και της αποστολής που καλείται
το αεροσκάφος να επιτελέσει. Θεωρητικά, υπάρχει η δυνατότητα προμήθειας
ενός άλλου αεροσκάφους, σε πολύ χαμηλότερο κόστος και σε πολύ
μεγαλύτερους αριθμούς. Του Ρωσικού Σουχόι F-35, το οποίο, σύμφωνα
τουλάχιστον με τις υπάρχουσες πληροφορίες, είναι σε θέση να
αντιμετωπίσει το F-35. Υπάρχει όμως πάντα το γνωστό πρόβλημα και η
αντίφαση μέσα στην οποία είναι εγκλωβισμένη η Ελληνική πολιτική και
στρατηγική. Με αναφορά τη συμμετοχή της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ και την
Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα κατά τη σημερινή συγκυρία των κυρώσεων κατά
της Ρωσίας, με αφορμή την Ουκρανία, η Ρωσία υποδεικνύεται ως «εχθρός»,
ανεξάρτητα αν για την Ελλάδα είναι μια φίλη χώρα και αναγκαίος
στρατηγικός εταίρος για την αναχαίτιση της Τουρκικής επιθετικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, όσο και αν η Ελλάδα αισθάνεται υποχρεωμένη να κάνει
σπονδή στις επίσημες συμμαχίες της και να λαμβάνει υπ’ όψιν τους
διεθνείς γεωπολιτικούς συσχετισμούς και ανταγωνισμούς, ειδικότερα τις
σχέσεις της με τις ΗΠΑ, δεν πρέπει να λησμονεί ότι δεν υπάρχει κανένας
αυτοματισμός και καμιά εγγύηση της εθνικής της ασφάλειας από τους
επίσημους συμμάχους της. Η εθνική ασφάλεια είναι πρωτ’ απ’ όλα δική της
μέριμνα και ευθύνη. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα πρέπει να αναπτύξει μια
πιο πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και αμυντική στρατηγική.
Η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ δημιουργεί ένα πιο ευνοϊκό κλίμα για την
ανάπτυξη των Ελληνο-Ρωσικών σχέσεων, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες
των υποστηρικτών της γραμμής Ομπάμα - Κλίντον και της παγκοσμιοποίησης
να υπονομεύσουν την πολιτική Τραμπ και την προσέγγιση και εξομάλυνση
ειδικότερα των Αμερικανο-Ρωσικών σχέσεων. Στο πνεύμα αυτό, η συμφωνία
για τον εκσυγχρονισμό των Ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων πρέπει
επειγόντως να διευρυνθεί και να περιλάβει και άλλα συστήματα, που είναι
απολύτως αναγκαία για την κάλυψη κρισίμων κενών στο Ελληνικό αμυντικό
σύστημα. Σε πρώτη θέση είναι το σύστημα S-400, που έχει ικανότητα
αντιμετωπίσεως του F-35 αλλά και βαλλιστικές ικανότητες, με μικρές
τροποποιήσεις. Σε δεύτερη θέση, είναι ο πύραυλος Iskander, που θα
μπορούσε να εξισορροπήσει τις απειλητικές διαστάσεις που έχει προσλάβει
το Τουρκικό πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων. Σε τρίτη θέση είναι το
πολυπυραυλικό σύστημα Smerch, που έχει βεληνεκές 90 χλμ. Σε τέταρτη θέση
είναι η προμήθεια ΤΟΜΑ, ο εκσυγχρονισμός των Ελληνικών πολυπυραυλικών
συστημάτων RM-70, τα αυτοκινούμενα αντιαεροπορικά σύστημα βραχέος και
μέσου βεληνεκούς Pantsir-S1 και Buk (40 χλμ. βεληνεκές).
Η Τουρκία του Ερντογάν αντιμετωπίζει πολλά εσωτερικά και εξωτερικά
προβλήματα. Άγεται όμως από τη φιλοδοξία της εξελίξεως σε μεγάλη δύναμη,
με αναφορά το Οθωμανικό παρελθόν. Η Ελλάδα πρέπει κατεπειγόντως να
ενισχύσει την άμυνά της, γιατί μόνο αυτό είναι, υπό τις περιστάσεις,
εγγύηση ειρήνης και σταθερότητας. | | | | |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου