Του Σταύρου Λυγερού
Δώδεκα και πλέον χρόνια μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, είμαστε στην τελική ευθεία για την επιβολή λύσης τύπου Ανάν! Η εξέλιξη αυτή ήταν αναπόφευκτη. Το 2004 η ελληνοκυπριακή ηγεσία έχασε τη χρυσή ευκαιρία να αξιοποιήσει το συντριπτικό “όχι” για να δρομολογήσει μία αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση. Αυτό σημαίνει απεγκλωβισμό από τα στερεότυπα 40 ετών, τα οποία συντηρούν αυταπάτες. Σημαίνει ειδικά εγκατάλειψη του στερεοτύπου που φέρει τον τίτλο “δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία”.
Η δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία θα μπορούσε θεωρητικά να είναι λύση. Κάτω από αυτό τον τίτλο, όμως, έχει τις τελευταίες δεκαετίες συσσωρευθεί ένα διαπραγματευτικό κεκτημένο, το οποίο με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε λύση τύπου Ανάν. Αυτή η λύση στηρίζεται στον εθνικό-γεωγραφικό διαχωρισμό και προβλέπει μια ιδιότυπη και μη βιώσιμη συνομοσπονδία, διανθισμένη με ομοσπονδιακά στοιχεία, κυρίως σε πτυχές που συμφέρουν την τουρκική πλευρά.
Αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση σημαίνει αναστοχασμό για το περιεχόμενο της λύσης. Προϋπόθεση για να αλλάξει το πλαίσιο αναζήτησης λύσης είναι να ανοίξει η συζήτηση προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς ταμπού και εξ υπαρχής απορριπτέες λύσεις. Προφανώς, στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, με τα τετελεσμένα που έχει δημιουργήσει η μακρόχρονη κατοχή και με τη στάση που έχει υιοθετήσει η Δύση (και συνολικότερα η διεθνής κοινότητα) για το Κυπριακό, δεν είναι ρεαλιστική λύση που να ανταποκρίνεται στους εθνικούς πόθους του Ελληνισμού.
Οι πραγματικές επιλογές είναι και περιορισμένες και εθνικά επώδυνες. Οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονται υπό τη διαρκή πίεση και απειλή των κατοχικών στρατευμάτων, αρκετά μακριά από την Ελλάδα, η οποία, για τους γνωστούς λόγους, είναι στα γόνατα. Οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονται στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, σε μια γεωπολιτικά ασταθή περιοχή, όπου τα σύνορα ρευστοποιούνται και ήδη έχουν δρομολογηθεί τεκτονικές αλλαγές. Το σημαντικότερο είναι, όμως, ότι η πολυετής κατοχή έχει δημιουργήσει πολλαπλά τετελεσμένα στη βόρειο Κύπρο. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι η μαζική εγκατάσταση Τούρκων εποίκων και η εδραίωση τουρκοκυπριακής κρατικής δομής.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το ζητούμενο πρέπει να είναι η με ορθολογικό τρόπο ανεύρεση της συγκριτικά καλύτερης δυνατής λύσης, ώστε ο κυπριακός Ελληνισμός να επιβιώσει και να αναπτυχθεί στις πατρογονικές εστίες του. Ρεαλιστική πρόταση για λύση δεν είναι, βεβαίως, η πρόταση που γίνεται αποδεκτή από την τουρκική πλευρά. Είναι η πρόταση που μπορεί να βρει ανταπόκριση και να αποκτήσει ερείσματα στη διεθνή κοινότητα.
Δεδομένου ότι η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. κατέβασε οριστικά το Κυπριακό από το ράφι, μεσοπρόθεσμα δεν υφίσταται η επιλογή “παράταση του σημερινού status quo με την ελπίδα ότι στο μέλλον μπορεί να έλθουν καλύτεροι καιροί”. Το πραγματικό δίλημμα που τουλάχιστον από το 2004 τίθεται στους Ελληνοκυπρίους είναι “ή λύση τύπου Ανάν, ή αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση”.
Η ατταβιστική εμμονή της Λευκωσίας στη “δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία” (με το περιεχόμενο που αυτός ο τίτλος έχει αποκτήσει) ισοδυναμεί με εμμονή σε λύση τύπου Ανάν, δηλαδή στη λύση που απέρριψαν με 76% οι Ελληνοκύπριοι. Αυτό δεν είναι καθόλου πρόβλημα γαι τους κάθε λογής “ανανικούς”. Είναι, όμως, πρόβλημα για όλους όσους πιστεύουν ότι μία τέτοια λύση θα υποθηκεύσει την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού. Χωρίς αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση, οι “απορριπτικοί” το καλύτερο που μπορούν να επιτύχουν είναι να καθυστερήσουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν καταστροφικό. Η ιστορία μας διδάσκει πως όποιος δεν καταθέτει ρεαλιστική πρόταση είναι καταδικασμένος σε ήττα. Στην εξωτερική πολιτική η άμυνα είναι απαραίτητη, αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετή από μόνη της.
Στην περίπτωση του Κυπριακού, όσο δεν πέφτει στο τραπέζι μία εναλλακτική στρατηγική, οι διαπραγματεύσεις θα διεξάγονται στο γνωστό πλαίσιο και με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγούν σε σχέδια τύπου Ανάν. Η περιόδος που μεσολάβησε από το δημοψήφισμα το αποδεικνύει περίτρανα. Δώδεκα χρόνια μετά, ο κυπριακός Ελληνισμός θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα σχέδιο τύπου Ανάν. Αυτή τη φορά, μάλιστα, το “όχι” θα ειπωθεί πιο δύσκολα.
Η προοπτική μιας νέας απόρριψης και ενός νέου αδιεξόδου θα ήταν λόγος οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι να ακούσουν και εναλλακτικές προτάσεις. Δυστυχώς, ούτε ο Παπαδόπουλος, ούτε ο Χριστόφιας και βεβαίως ούτε ο Αναστασιάδης κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε.
Η αναθεώρηση στρατηγικής είναι διαδικασία. Προϋποθέτει, δηλαδή, την κατάθεση εναλλακτικών προτάσεων ως προς τα σχέδια τύπου Ανάν που καμουφλάρονται πίσω από τον όρο “δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία”. Ως δημοσιογράφος δεν είχα την υποχρέωση να καταθέσω πρόταση. Θεώρησα, όμως, ότι όφειλα να το κάνω, επειδή εάν έμενα μόνο στην ανάγκη αναθεώρησης στρατηγικής από μηδενική βάση θα έμενα στο επίπεδο της διαδικασίας. Ο λόγος μου θα ήταν δεοντολογικός και όχι ουσιαστικός.
Από το 2004 έχω επανειλημμένως γράψει σε άρθρα μου για το “βελούδινο ημιδιαζύγιο”. Την πρότασή μου ανέπτυξα αναλυτικά στο βιβλίο μου “Κυπριακό: Η αιρετική λύση” που κυκλοφόρησε το 2014 (εκδόσεις Πατάκη). Ο όρος “βελούδινο ημιδιαζύγιο” περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενο της πρότασης. Βελούδινο, λοιπόν, επειδή η πρόταση προσπαθεί να παντρέψει τα βασικά “θέλω” Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Και ημιδιαζύγιο επειδή, ενώ προβλέπει τη δημιουργία δύο ανεξάρτητων κυπριακών κρατών στη λογική “έδαφος έναντι αναγνώρισης”, δεν σταματάει εκεί. Ταυτοχρόνως τα υποχρεώνει θεσμικά όχι μόνο να συνεργάζονται στενά, αλλά και να διατηρούν μεταξύ τους μια πολλαπλή ισορροπία. Προβλέπεται, άλλωστε, η συμμετοχή και των δύο στην Ε.Ε. με κοινό καπέλο.
Η πρόταση για “βελούδινο ημιδιαζύγιο” επινοήθηκε με σκοπό να εκδιώξει την Τουρκία από την Κύπρο. Για να το επιτύχει, ικανοποιεί τα βασικά “θέλω” της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Προφανώς, οι Τούρκοι θα επιχειρούσαν να το τορπιλίσουν εάν ποτέ προτεινόταν από τη Λευκωσία. Θα είχαν, όμως, υψηλό πολιτικό κόστος εάν το απέρριπταν, επειδή ακυρώνει και τα δύο επιχειρήματά τους: Το “βελούδινο ημιδιαζύγιο” αφενός προβλέπει δύο κράτη, αφετέρου διαμορφώνει συνθήκες ασφάλειας για τους Τουρκοκύπριους. Στόχος του είναι να απομακρύνει το μικρό τουρκοκυπριακό κράτος από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Τουρκίας, βάζοντάς το να χορέψει σε ευρωπαϊκούς ρυθμούς. Είναι ποιοτικά διαφορετικό οι Ελληνοκύπριοι να έχουν δίπλα τους ένα τέτοιο κράτος, στο οποίο θα ισχύει απολύτως το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αντί να έχουν τα τουρκικά στρατεύματα και εμμέσως πλην σαφώς την Τουρκία.
Με απογοητεύει όταν ακούω ακόμα και καλοπροαίρετους να ταυτίζουν την πρόταση για “βελούδινο ημιδιαζύγιο” με την πρόταση για λύση του Κυπριακού με την αναγνώριση δύο κρατών. Αν πίστευα στη λύση των δύο κρατών δεν θα χρειαζόταν να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Η πρότασή μου, λοιπόν, κατατέθηκε ως προσωπική συμβολή στη ζωτικά αναγκαία διαδικασία αναθεώρησης στρατηγικής από μηδενική βάση. Δεδηλωμένος σκοπός μου ήταν να συμβάλω στο άνοιγμα ενός άλλου δρόμου. Θα ήμουνα ευτυχής εάν στο πλαίσιο ενός τέτοιου εθνικού αναστοχασμού άκουγα άλλη ρεαλιστική πρόταση που να υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων με καλύτερο τρόπο από το “βελούδινο ημιδιαζύγιο”.
Όσον αφορά την πρότασή μου, άλλωστε, δεν είχα ούτε στιγμή αυταπάτες ότι έστω θα εξετασθεί σοβαρά από τη Λευκωσία και την Αθήνα. Είχα, ωστόσο, την αμυδρή ελπίδα ότι μπορεί να συμβάλει στην έναρξη της ζωτικά αναγκαίας εθνικής συζήτησης για αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Ούτε αυτό, όμως, συνέβη.
Είχα συνείδηση ότι το “βελούδινο ημιδιαζύγιο” θα σοκάριζε πολλούς, επειδή παραβιάζει τα ταμπού τεσσάρων δεκαετιών. Εξ ου και ο τίτλος “Η αιρετική λύση”. Πίστευα και πιστεύω, όμως, ότι ο κυπριακός Ελληνισμός δεν έχει ούτε καλύτερη εναλλακτική λύση (που να έχει κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο), ούτε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Γι’ αυτό και εξέθεσα τον εαυτό μου σε στερεότυπες επιθέσεις όχι μόνο εκ μέρους των “ανανικών”, αλλά και εκ μέρους “απορριπτικών”.
Είναι ειρωνικό να ακούω “ανανικούς” να ξορκίζουν τη διχοτόμηση. Για να αντλήσουν λαϊκή υποστήριξη, καλλιεργούν την αυταπάτη της επανενοποίησης της Μεγαλονήσου. Στην πραγματικότητα, όμως, η λύση που προωθούν νομιμοποιεί τον έλεγχο της Άγκυρας στον Βορρά και εγγράφει τουρκικές υποθήκες στο Νότο. Με άλλα λόγια, εάν εφαρμοσθεί, όχι μόνο θα νομιμοποιήσει την υφιστάμενη διχοτόμηση, αλλά και θα καταστήσει όμηρο την ελεύθερη Κύπρο.
Οι “απορριπτικοί” δικαιούνται να αυτοπροβάλλονται ως αντίπαλοι της διχοτόμησης. Σε πρώτο επίπεδο, όμως, επειδή η χωρίς αντιπρόταση αυτάρεσκη απόρριψη λύσης τύπου Ανάν αντικειμενικά διευκολύνει όσους προωθούν τέτοια λύση. Με άλλα λόγια, η αντίφαση των “απορριπτικών” είναι ότι σε τελευταία ανάλυση παίζουν αντικειμενικά το παιχνίδι των αντιπάλων τους. Μόνο εάν αντιπαραθέσεις συγκεκριμένη ρεαλιστική πρόταση υπάρχει μία ελπίδα να σπάσει η διαπραγματευτική ομηρία στην οποία ο κυπριακός Ελληνισμός έχει περιέλθει εδώ και δεκαετίες.
Σήμερα, ωστόσο, φοβάμαι ότι και γι’ αυτό είναι αργά. Ο πρόεδρος Αναστασιάδης έχει πάει πολύ μακριά. Όταν η Αθήνα αρνήθηκε να συμπράξει σε λύση που να προβλέπει κατάργηση του παρωχημένου καθεστώτος των εγγυήσεων και αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, δεν δίστασε να την παγιδεύσει. Αποδέχθηκε ημερομηνία σύγκλησης της διάσκεψης για την εξωτερική πτυχή του Κυπριακού, αφενός χωρίς να έχει προκύψει συμφωνία για το εδαφικό, αφετέρου χωρίς να έχει μεσολαβήσει συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν. Τη συνάντηση αυτή είχε θέσει ως όρο η Αθήνα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας στο ζήτημα των εγγυήσεων. Η συνάντηση αυτή θα πραγματοποιηθεί μάλλον τις παραμονές της διάσκεψης, αλλά έχει χάσει τον ρόλο, για τον οποίον την είχε ζητήσει η Αθήνα. Θα γίνει περισσότερο για να τηρηθούν τα προσχήματα.
Στο σημείο που έχει φέρει τα πράγματα ο πρόεδρος Αναστασιάδης, είναι εξαιρετικά δύσκολο ο κυπριακός Ελληνισμός να απεμπλακεί, χωρίς να πληρώσει υψηλό πολιτικό-διπλωματικό κόστος. Κόστος δεν είναι μόνο να φορτωθεί στην ελληνική πλευρά η ευθύνη ενός ναυαγίου, ειδικά εάν φθάσουμε σε δημοψήφισμα και οι Ελληνοκύπριοι επαναλάβουν το “όχι”.
Ο Αναστασιάδης χρησιμοποιεί την απειλή της προσάρτησης των Κατεχομένων ως μέσο πίεσης προς όσους αντιδρούν σε λύση τύπου Ανάν, αλλά ούτε και αυτός την πολυπιστεύει, επειδή η Άγκυρα τα έχει ξαναπεί στο παρελθόν. Εκτιμώ πως αυτή τη φορά δεν πρόκειται για μπλόφα. Εάν ο Ερντογάν δεν πάρει αυτό που θέλει θα έχει μεγάλο πολιτικό πειρασμό να μεγαλώσει την εδαφική επικράτεια της Τουρκίας. Μία τέτοια κίνηση ταιριάζει απολύτως στο νεοοθωμανικό όραμά του και αναμφισβήτητα θα έχει υψηλό πολιτικό συμβολισμό. Η όλη ρητορική του, άλλωστε, για τη συνθήκη της Λωζάννης και τα χαμένα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ των πραγμάτων προετοιμάζει το έδαφος.
Εάν τα πράγματα φθάσουν εκεί, είναι δεδομένο ότι ο Αναστασιάδης θα επιχειρήσει να φορτώσει την ευθύνη σε όσους θα έχουν υποστηρίξει το “όχι”, εάν, βεβαίως, φθάσουμε στο δημοψήφισμα και το αποτέλεσμά του είναι αρνητικό. Η πραγματικότητα είναι, ωστόσο, ότι την ευθύνη έχει ο ίδιος, που έκανε τα πάντα για να δημιουργήσει τετελεσμένα και να παρασύρει τους Ελληνοκύπριους σ’ έναν δρόμο που πριν 12 χρόνια είχαν απορρίψει με το συντριπτικό 76%.
ΠΗΓΗ "ΑΠΟΨΕΙΣ"
Δώδεκα και πλέον χρόνια μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, είμαστε στην τελική ευθεία για την επιβολή λύσης τύπου Ανάν! Η εξέλιξη αυτή ήταν αναπόφευκτη. Το 2004 η ελληνοκυπριακή ηγεσία έχασε τη χρυσή ευκαιρία να αξιοποιήσει το συντριπτικό “όχι” για να δρομολογήσει μία αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση. Αυτό σημαίνει απεγκλωβισμό από τα στερεότυπα 40 ετών, τα οποία συντηρούν αυταπάτες. Σημαίνει ειδικά εγκατάλειψη του στερεοτύπου που φέρει τον τίτλο “δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία”.
Η δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία θα μπορούσε θεωρητικά να είναι λύση. Κάτω από αυτό τον τίτλο, όμως, έχει τις τελευταίες δεκαετίες συσσωρευθεί ένα διαπραγματευτικό κεκτημένο, το οποίο με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε λύση τύπου Ανάν. Αυτή η λύση στηρίζεται στον εθνικό-γεωγραφικό διαχωρισμό και προβλέπει μια ιδιότυπη και μη βιώσιμη συνομοσπονδία, διανθισμένη με ομοσπονδιακά στοιχεία, κυρίως σε πτυχές που συμφέρουν την τουρκική πλευρά.
Αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση σημαίνει αναστοχασμό για το περιεχόμενο της λύσης. Προϋπόθεση για να αλλάξει το πλαίσιο αναζήτησης λύσης είναι να ανοίξει η συζήτηση προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς ταμπού και εξ υπαρχής απορριπτέες λύσεις. Προφανώς, στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, με τα τετελεσμένα που έχει δημιουργήσει η μακρόχρονη κατοχή και με τη στάση που έχει υιοθετήσει η Δύση (και συνολικότερα η διεθνής κοινότητα) για το Κυπριακό, δεν είναι ρεαλιστική λύση που να ανταποκρίνεται στους εθνικούς πόθους του Ελληνισμού.
Οι πραγματικές επιλογές είναι και περιορισμένες και εθνικά επώδυνες. Οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονται υπό τη διαρκή πίεση και απειλή των κατοχικών στρατευμάτων, αρκετά μακριά από την Ελλάδα, η οποία, για τους γνωστούς λόγους, είναι στα γόνατα. Οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονται στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, σε μια γεωπολιτικά ασταθή περιοχή, όπου τα σύνορα ρευστοποιούνται και ήδη έχουν δρομολογηθεί τεκτονικές αλλαγές. Το σημαντικότερο είναι, όμως, ότι η πολυετής κατοχή έχει δημιουργήσει πολλαπλά τετελεσμένα στη βόρειο Κύπρο. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι η μαζική εγκατάσταση Τούρκων εποίκων και η εδραίωση τουρκοκυπριακής κρατικής δομής.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το ζητούμενο πρέπει να είναι η με ορθολογικό τρόπο ανεύρεση της συγκριτικά καλύτερης δυνατής λύσης, ώστε ο κυπριακός Ελληνισμός να επιβιώσει και να αναπτυχθεί στις πατρογονικές εστίες του. Ρεαλιστική πρόταση για λύση δεν είναι, βεβαίως, η πρόταση που γίνεται αποδεκτή από την τουρκική πλευρά. Είναι η πρόταση που μπορεί να βρει ανταπόκριση και να αποκτήσει ερείσματα στη διεθνή κοινότητα.
Δεδομένου ότι η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. κατέβασε οριστικά το Κυπριακό από το ράφι, μεσοπρόθεσμα δεν υφίσταται η επιλογή “παράταση του σημερινού status quo με την ελπίδα ότι στο μέλλον μπορεί να έλθουν καλύτεροι καιροί”. Το πραγματικό δίλημμα που τουλάχιστον από το 2004 τίθεται στους Ελληνοκυπρίους είναι “ή λύση τύπου Ανάν, ή αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση”.
Η ατταβιστική εμμονή της Λευκωσίας στη “δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία” (με το περιεχόμενο που αυτός ο τίτλος έχει αποκτήσει) ισοδυναμεί με εμμονή σε λύση τύπου Ανάν, δηλαδή στη λύση που απέρριψαν με 76% οι Ελληνοκύπριοι. Αυτό δεν είναι καθόλου πρόβλημα γαι τους κάθε λογής “ανανικούς”. Είναι, όμως, πρόβλημα για όλους όσους πιστεύουν ότι μία τέτοια λύση θα υποθηκεύσει την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού. Χωρίς αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση, οι “απορριπτικοί” το καλύτερο που μπορούν να επιτύχουν είναι να καθυστερήσουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν καταστροφικό. Η ιστορία μας διδάσκει πως όποιος δεν καταθέτει ρεαλιστική πρόταση είναι καταδικασμένος σε ήττα. Στην εξωτερική πολιτική η άμυνα είναι απαραίτητη, αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετή από μόνη της.
Στην περίπτωση του Κυπριακού, όσο δεν πέφτει στο τραπέζι μία εναλλακτική στρατηγική, οι διαπραγματεύσεις θα διεξάγονται στο γνωστό πλαίσιο και με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγούν σε σχέδια τύπου Ανάν. Η περιόδος που μεσολάβησε από το δημοψήφισμα το αποδεικνύει περίτρανα. Δώδεκα χρόνια μετά, ο κυπριακός Ελληνισμός θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα σχέδιο τύπου Ανάν. Αυτή τη φορά, μάλιστα, το “όχι” θα ειπωθεί πιο δύσκολα.
- Πρώτον, επειδή οι Ελληνοκύπριοι έχουν τραυματιστεί από την οικονομική κρίση και η αυτοπεποίθησή τους έχει κλονιστεί.
- Δεύτερον, επειδή “τερματοφύλακας” δεν είναι ένας Τάσσος Παπαδόπουλος, αλλά ο Αναστασιάδης, ο οποίος το 2004 είχε φανατικά υποστηρίξει το σχέδιο Ανάν.
- Τρίτον, επειδή οι δυτικές πιέσεις θα είναι ακόμα πιο ασφυκτικές, επειδή στις γεωπολιτικές σκοπιμότητες έχουν προστεθεί και ενεργειακού χαρακτήρα σκοπιμότητες.
Η προοπτική μιας νέας απόρριψης και ενός νέου αδιεξόδου θα ήταν λόγος οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι να ακούσουν και εναλλακτικές προτάσεις. Δυστυχώς, ούτε ο Παπαδόπουλος, ούτε ο Χριστόφιας και βεβαίως ούτε ο Αναστασιάδης κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε.
Η αναθεώρηση στρατηγικής είναι διαδικασία. Προϋποθέτει, δηλαδή, την κατάθεση εναλλακτικών προτάσεων ως προς τα σχέδια τύπου Ανάν που καμουφλάρονται πίσω από τον όρο “δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία”. Ως δημοσιογράφος δεν είχα την υποχρέωση να καταθέσω πρόταση. Θεώρησα, όμως, ότι όφειλα να το κάνω, επειδή εάν έμενα μόνο στην ανάγκη αναθεώρησης στρατηγικής από μηδενική βάση θα έμενα στο επίπεδο της διαδικασίας. Ο λόγος μου θα ήταν δεοντολογικός και όχι ουσιαστικός.
Από το 2004 έχω επανειλημμένως γράψει σε άρθρα μου για το “βελούδινο ημιδιαζύγιο”. Την πρότασή μου ανέπτυξα αναλυτικά στο βιβλίο μου “Κυπριακό: Η αιρετική λύση” που κυκλοφόρησε το 2014 (εκδόσεις Πατάκη). Ο όρος “βελούδινο ημιδιαζύγιο” περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενο της πρότασης. Βελούδινο, λοιπόν, επειδή η πρόταση προσπαθεί να παντρέψει τα βασικά “θέλω” Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Και ημιδιαζύγιο επειδή, ενώ προβλέπει τη δημιουργία δύο ανεξάρτητων κυπριακών κρατών στη λογική “έδαφος έναντι αναγνώρισης”, δεν σταματάει εκεί. Ταυτοχρόνως τα υποχρεώνει θεσμικά όχι μόνο να συνεργάζονται στενά, αλλά και να διατηρούν μεταξύ τους μια πολλαπλή ισορροπία. Προβλέπεται, άλλωστε, η συμμετοχή και των δύο στην Ε.Ε. με κοινό καπέλο.
Η πρόταση για “βελούδινο ημιδιαζύγιο” επινοήθηκε με σκοπό να εκδιώξει την Τουρκία από την Κύπρο. Για να το επιτύχει, ικανοποιεί τα βασικά “θέλω” της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Προφανώς, οι Τούρκοι θα επιχειρούσαν να το τορπιλίσουν εάν ποτέ προτεινόταν από τη Λευκωσία. Θα είχαν, όμως, υψηλό πολιτικό κόστος εάν το απέρριπταν, επειδή ακυρώνει και τα δύο επιχειρήματά τους: Το “βελούδινο ημιδιαζύγιο” αφενός προβλέπει δύο κράτη, αφετέρου διαμορφώνει συνθήκες ασφάλειας για τους Τουρκοκύπριους. Στόχος του είναι να απομακρύνει το μικρό τουρκοκυπριακό κράτος από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Τουρκίας, βάζοντάς το να χορέψει σε ευρωπαϊκούς ρυθμούς. Είναι ποιοτικά διαφορετικό οι Ελληνοκύπριοι να έχουν δίπλα τους ένα τέτοιο κράτος, στο οποίο θα ισχύει απολύτως το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αντί να έχουν τα τουρκικά στρατεύματα και εμμέσως πλην σαφώς την Τουρκία.
Με απογοητεύει όταν ακούω ακόμα και καλοπροαίρετους να ταυτίζουν την πρόταση για “βελούδινο ημιδιαζύγιο” με την πρόταση για λύση του Κυπριακού με την αναγνώριση δύο κρατών. Αν πίστευα στη λύση των δύο κρατών δεν θα χρειαζόταν να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Η πρότασή μου, λοιπόν, κατατέθηκε ως προσωπική συμβολή στη ζωτικά αναγκαία διαδικασία αναθεώρησης στρατηγικής από μηδενική βάση. Δεδηλωμένος σκοπός μου ήταν να συμβάλω στο άνοιγμα ενός άλλου δρόμου. Θα ήμουνα ευτυχής εάν στο πλαίσιο ενός τέτοιου εθνικού αναστοχασμού άκουγα άλλη ρεαλιστική πρόταση που να υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων με καλύτερο τρόπο από το “βελούδινο ημιδιαζύγιο”.
Όσον αφορά την πρότασή μου, άλλωστε, δεν είχα ούτε στιγμή αυταπάτες ότι έστω θα εξετασθεί σοβαρά από τη Λευκωσία και την Αθήνα. Είχα, ωστόσο, την αμυδρή ελπίδα ότι μπορεί να συμβάλει στην έναρξη της ζωτικά αναγκαίας εθνικής συζήτησης για αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Ούτε αυτό, όμως, συνέβη.
Είχα συνείδηση ότι το “βελούδινο ημιδιαζύγιο” θα σοκάριζε πολλούς, επειδή παραβιάζει τα ταμπού τεσσάρων δεκαετιών. Εξ ου και ο τίτλος “Η αιρετική λύση”. Πίστευα και πιστεύω, όμως, ότι ο κυπριακός Ελληνισμός δεν έχει ούτε καλύτερη εναλλακτική λύση (που να έχει κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο), ούτε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Γι’ αυτό και εξέθεσα τον εαυτό μου σε στερεότυπες επιθέσεις όχι μόνο εκ μέρους των “ανανικών”, αλλά και εκ μέρους “απορριπτικών”.
Είναι ειρωνικό να ακούω “ανανικούς” να ξορκίζουν τη διχοτόμηση. Για να αντλήσουν λαϊκή υποστήριξη, καλλιεργούν την αυταπάτη της επανενοποίησης της Μεγαλονήσου. Στην πραγματικότητα, όμως, η λύση που προωθούν νομιμοποιεί τον έλεγχο της Άγκυρας στον Βορρά και εγγράφει τουρκικές υποθήκες στο Νότο. Με άλλα λόγια, εάν εφαρμοσθεί, όχι μόνο θα νομιμοποιήσει την υφιστάμενη διχοτόμηση, αλλά και θα καταστήσει όμηρο την ελεύθερη Κύπρο.
Οι “απορριπτικοί” δικαιούνται να αυτοπροβάλλονται ως αντίπαλοι της διχοτόμησης. Σε πρώτο επίπεδο, όμως, επειδή η χωρίς αντιπρόταση αυτάρεσκη απόρριψη λύσης τύπου Ανάν αντικειμενικά διευκολύνει όσους προωθούν τέτοια λύση. Με άλλα λόγια, η αντίφαση των “απορριπτικών” είναι ότι σε τελευταία ανάλυση παίζουν αντικειμενικά το παιχνίδι των αντιπάλων τους. Μόνο εάν αντιπαραθέσεις συγκεκριμένη ρεαλιστική πρόταση υπάρχει μία ελπίδα να σπάσει η διαπραγματευτική ομηρία στην οποία ο κυπριακός Ελληνισμός έχει περιέλθει εδώ και δεκαετίες.
Σήμερα, ωστόσο, φοβάμαι ότι και γι’ αυτό είναι αργά. Ο πρόεδρος Αναστασιάδης έχει πάει πολύ μακριά. Όταν η Αθήνα αρνήθηκε να συμπράξει σε λύση που να προβλέπει κατάργηση του παρωχημένου καθεστώτος των εγγυήσεων και αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, δεν δίστασε να την παγιδεύσει. Αποδέχθηκε ημερομηνία σύγκλησης της διάσκεψης για την εξωτερική πτυχή του Κυπριακού, αφενός χωρίς να έχει προκύψει συμφωνία για το εδαφικό, αφετέρου χωρίς να έχει μεσολαβήσει συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν. Τη συνάντηση αυτή είχε θέσει ως όρο η Αθήνα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας στο ζήτημα των εγγυήσεων. Η συνάντηση αυτή θα πραγματοποιηθεί μάλλον τις παραμονές της διάσκεψης, αλλά έχει χάσει τον ρόλο, για τον οποίον την είχε ζητήσει η Αθήνα. Θα γίνει περισσότερο για να τηρηθούν τα προσχήματα.
Στο σημείο που έχει φέρει τα πράγματα ο πρόεδρος Αναστασιάδης, είναι εξαιρετικά δύσκολο ο κυπριακός Ελληνισμός να απεμπλακεί, χωρίς να πληρώσει υψηλό πολιτικό-διπλωματικό κόστος. Κόστος δεν είναι μόνο να φορτωθεί στην ελληνική πλευρά η ευθύνη ενός ναυαγίου, ειδικά εάν φθάσουμε σε δημοψήφισμα και οι Ελληνοκύπριοι επαναλάβουν το “όχι”.
Ο Αναστασιάδης χρησιμοποιεί την απειλή της προσάρτησης των Κατεχομένων ως μέσο πίεσης προς όσους αντιδρούν σε λύση τύπου Ανάν, αλλά ούτε και αυτός την πολυπιστεύει, επειδή η Άγκυρα τα έχει ξαναπεί στο παρελθόν. Εκτιμώ πως αυτή τη φορά δεν πρόκειται για μπλόφα. Εάν ο Ερντογάν δεν πάρει αυτό που θέλει θα έχει μεγάλο πολιτικό πειρασμό να μεγαλώσει την εδαφική επικράτεια της Τουρκίας. Μία τέτοια κίνηση ταιριάζει απολύτως στο νεοοθωμανικό όραμά του και αναμφισβήτητα θα έχει υψηλό πολιτικό συμβολισμό. Η όλη ρητορική του, άλλωστε, για τη συνθήκη της Λωζάννης και τα χαμένα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ των πραγμάτων προετοιμάζει το έδαφος.
Εάν τα πράγματα φθάσουν εκεί, είναι δεδομένο ότι ο Αναστασιάδης θα επιχειρήσει να φορτώσει την ευθύνη σε όσους θα έχουν υποστηρίξει το “όχι”, εάν, βεβαίως, φθάσουμε στο δημοψήφισμα και το αποτέλεσμά του είναι αρνητικό. Η πραγματικότητα είναι, ωστόσο, ότι την ευθύνη έχει ο ίδιος, που έκανε τα πάντα για να δημιουργήσει τετελεσμένα και να παρασύρει τους Ελληνοκύπριους σ’ έναν δρόμο που πριν 12 χρόνια είχαν απορρίψει με το συντριπτικό 76%.
ΠΗΓΗ "ΑΠΟΨΕΙΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου