ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Eλληνοτουρκικά ρεζιλίκια

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου



Μόνο ως εξωφρενική, παράλογη και εξευτελιστική μπορεί να χαρακτηριστεί η απόφαση να συνέλθει στην Αθήνα η επιτροπή συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, δηλαδή τα δύο υπουργικά συμβούλια σε κοινή συνεδρίαση. Πολύ περισσότερο που η σύγκλιση αυτή συμπίπτει με την κλιμάκωση της έμπρακτης παραβίασης της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας στη θάλασσα νοτίως του νησιού, κατά τρόπο πρωτοφανή μετά την εισβολή του 1974. Ουσιαστικά, η Αθήνα από τη μία αυτοεξευτελίζεται και από την άλλη δίνει, με τον τρόπο αυτό, «πράσινο φως» στην ‘Αγκυρα να συνεχίσει και να κλιμακώσει τις προκλήσεις της.



‘Εχουμε φτάσει στο σημείο να χρειάζεται τώρα να υπενθυμίσουμε – μην το ξεχάσουμε κι εμείς οι ίδιοι, όπως πάει η χώρα, οι πολιτικοί και τα «Μέσα» της - ότι η Τουρκία έχει καταλάβει και διατηρεί υπό κατοχή τη μισή Κύπρο, το 80% του πληθυσμού της οποίας είναι ‘Ελληνες, με μια στρατιωτική επιχείρηση που είχε (αναλογικά με τον πληθυσμό) περισσότερα θύματα από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. ‘Εδιωξε από τα σπίτια τους 250.000 ‘Ελληνες, δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και την απειλεί μονίμως με κατάλυση. Απειλεί λόγω και έργω την Ελλάδα και την Κύπρο με πόλεμο, ιδίως αν η Αθήνα εφαρμόσει τα δικαιώματά της που απορρέουν από τη διεθνή σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας (επέκταση χωρικών υδάτων). Παρατάσσει μια τεράστια στρατιωτική μηχανή από τον ‘Εβρο μέχρι την Κύπρο, περιλαμβανομένου και του μεγαλύτερου αποβατικού στόλου στον κόσμο που ελλιμενίζεται απέναντι από τα ελληνικά νησιά και γυμνάζεται ετησίως στην κατάληψή τους, υποχρεώνοντας επί τέσσερις δεκαετίες την Ελλάδα σε εξοπλιστικό ανταγωνισμό που την κατέστρεψε. ‘Εχει εδαφικές διεκδικήσεις σε όλο το ανατολικό Αιγαίο.




Πως είναι δυνατόν λοιπόν η Ελλάδα να κάνει με μια χώρα, που έτσι συμπεριφέρεται, κοινά υπουργικά συμβούλια, ωσάν όχι μόνο να μην τρέχει τίποτα, αλλά να είμαστε οι καλύτεροι δυνατοί φίλοι; Ποιος θα σεβαστεί μια χώρα που συμπεριφέρεται όπως η Ελλάδα; Πως είναι δυνατόν να κάνει η Αθήνα τέτοιες συναντήσεις – πολύ περισσότερο - τη στιγμή που η Τουρκία εμπράκτως αμφισβητεί την κυριαρχία της Κύπρου και μάλιστα νοτίως του νησιού, κάτι που δεν έχει ξανακάνει μετά το 1974; Είναι τόσο τραγελαφικά όλα αυτά που σχεδόν δεν επιτρέπουν τον σχολιασμό. Το μόνο συμπέρασμα που πολύ λογικά θα βγάλει η ‘Αγκυρα είναι ότι η Αθήνα είτε δεν ενδιαφέρεται για το τι κάνει η ‘Αγκυρα στην Κύπρο, είτε τρέμει την αντίδραση της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, διάφοροι που εργάζονται συστηματικά και υπογείως εδώ και δεκαετίες για την «απομάκρυνση» Κύπρου και Ελλάδας, για λογαριασμό ξένων δυνάμεων, θα χρησιμοποιήσουν και αυτό το γεγονός για να ενσταλλάξουν στο κυπριακό συλλογικό ασυνείδητο την άποψη ότι αλλού θα βρει «σωτηρία» το νησί, ενώ θα ενισχύουν στο ελλαδικό την εξοικείωση με την αδιαφορία για την Κύπρο.



«Διπλωματία εισαγωγής και υπαγόρευσης»



Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Αθήνα οργανώνει τέτοια «κοινά υπουργικά συμβούλια» μόνο με την Τουρκία και το Ισραήλ. Δεν έχει ποτέ οργανώσει με τη Κυπριακή Δημοκρατία, όπως θα ήταν πολύ λογικότερο, ούτε με κάποιον από τους Ευρωπαίους «εταίρους» ή τη Ρωσία αίφνης. Στην πραγματικότητα, η ελληνική διπλωματία δεν σκέφτηκε μόνη της τέτοια υπουργικά συμβούλια. Η ιδέα είναι εισαγωγής, όπως και πολλές άλλες. Η ιδέα σύγκλισης κοινών υπουργικών συμβουλίων με την Τουρκία (όπως και το Ισραήλ) αντανακλούν την πρόθεση του «διεθνούς παράγοντα», δηλαδή του άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ, να «ολοκληρώσει» την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου υπό την αιγίδα του. Ανοιχτό και αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης μεταξύ ‘Αγκυρας, Ουάσιγκτον και Τελ Αβίβ παραμένει το ερώτημα του ρόλου και ακριβούς μεριδίου της Τουρκίας, το αν δηλαδή Ελλάδα και Κύπρος θα υπαχθούν σε μια αμερικανο-τουρκική (όπως ήταν έως πρόσφατα το σχέδιο) ή σε μια αμιγώς αμερικανο-ισραηλινή ζώνη επιρροής. Και στις δύο περιπτώσεις, το βέβαιο είναι ότι προβλέπεται να μην ενταχθούν ως ανεξάρτητα, στοιχειωδώς κυρίαρχα κράτη.



‘Ετσι φτάσαμε στην εξής τραγελαφική κατάσταση. Ο ξένος παράγων έβαλε στον μηχανισμό της ελληνικής διπλωματίας το software της ελληνοτουρκικής προσέγγισης (εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων, αφού γίνεται με την Τουρκία σε πλήρη διεκδικητική-επιθετική διάταξη). Ταυτόχρονα, τούχωσε και τοsoftware της ελληνοϊσραηλινής προσέγγισης με υποτιθέμενη, δικαιολογητική βάση τη συμμαχία με το Τελ Αβίβ εναντίον της ‘Αγκυρας. ‘Όχι μόνο τα δύο «προγράμματα» είναι ξένα, εισαγωγής, αλλά και ανταγωνιστικά μεταξύ τους! Φυσικά, όπως και πολλά άλλα, αυτό ήταν το έργο του βασικού καταστροφέα της Ελλάδας και της Κύπρου στη δεκαετία του 2000, δηλαδή του «αμερικανού» Γιώργου Παπανδρέου, υπό την εποπτεία του ‘Αλεξ Ρόντος (όπως κάποτε του Τομ Καραμεσίνη ή του Αβρακώτου). Αρχιτέκτων και της ελληνοτουρκικής και της ελληνοισραηλινής φιλίας, όπως και της μνημονιακής υποδούλωσης, ο Ρόντος κατάφερε να έχει τις καλύτερες των σχέσεων τόσο με το «αμερικανικό» ΠΑΣΟΚ, όσο και με μια πτέρυγα της «εθνικής» ελληνικής και κυπριακής δεξιάς!



Τόσο η σύγκλιση της ελληνοτουρκικής επιτροπής σε μια τέτοια συγκυρία, όσο και η απουσία ευρύτερων αντιδράσεων, αντανακλά ένα είδος σχεδόν «εγκεφαλικού θανάτου» της χώρας (και της πολλαπλά αλληλεξαρτώμενης Κύπρου), την απουσία στοιχειωδών ρεφλέξ, την όλο και μεγαλύτερη αδυναμία και απροθυμία του πολιτικο-κρατικού προσωπικού της Ελλάδας να επιτελέσει τις πιο στοιχειώδεις λειτουργίες υπεράσπισης του ελληνικού έθνους-κράτους και των πιο ζωτικών συμφερόντων του ελληνικού λαού σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένου του τομέα των διεθνών οικονομικών, όσο και των «κλασικών» εξωτερικών σχέσεων.  Στον πέμπτο χρόνο του Μνημονίου το ελληνικό «κράτος-έθνος» σταδιακά παραλύει και «πεθαίνει», τουλάχιστο ως προς τις κάπως ανεξάρτητες λειτουργίες του – εξακολουθεί να υπάρχει μόνον ως τοπικός αποικιακός σταθμός της τρόικας και του μνημονίου. Στον τομέα της οικονομίας εφαρμόζει τις εντολές της τρόικας, στον τομέα της γεωπολιτικής των πιο «παραδοσιακών» Νταβατζήδων («ναυτικές δυνάμεις»).



Γεωπολιτική και Μνημόνιο



‘Όλα αυτά γίνονται σε περιβάλλον ακραίας σύγχυσης, είδος προϊούσης εθνικής άνοιας, τα συμπτώματα της οποίας είναι προφανή από καιρό και χωρίς άλλωστε την οποία δεν θα ήταν ποτέ δυνατή η εμφάνιση προτάσεων όπως το σχέδιο Ανάν για την «επίλυση του κυπριακού» με κατάλυση του κυπριακού κράτους (πολιτική που συνέχισε ο Χριστόφιας και τώρα ο Αναστασιάδης) ή της Δανειακής και του Μνημονίου, που προέβλεψαν την κατάλυση του ελληνικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικοί π.χ. οι διθύραμβοι μεγιστοποίησης των ελάχιστων ωφελών που μπορεί κανείς να αναμένει από τις τριμερείς ή τετραμερείς με τον Σίσι της Αιγύπτου, που εμφανίζεται στους «ιθαγενείς», εν Ελλάδι και εν Κύπρω, ως μία τεράστια επιτυχία, αλλά που κανείς δεν μπορεί να περιγράψει πολύ συγκεκριμένα τα οφέλη από αυτή.



Οι τουρκικές προκλήσεις επέτρεψαν στο μεταξύ στο Ισραήλ να εμφανιστεί ως «προστάτης» της Κύπρου, στην πραγματικότητα όμως μόνο του «οικοπέδου 12», όπου δρα η αμερικανοεβραϊκών συμφερόντων Νομπλ και η ισραηλινών Ντελέκ. Σήμερα όμως, ακόμα πιο σημαντική απειλή από οποιαδήποτε μπορεί να προέλθει από την Τουρκία (και συμπληρωματική αυτής στην πραγματικότητα) είναι η μετατροπή, δια των δανειακών και μνημονίων, σε αποικίες χρέους Ελλάδας και Κύπρου. Εκεί το Ισραήλ θα μπορούσε, με την επιρροή που διαθέτει στην ΕΕ, στα παγκόσμια μήντια και στον διεθνή χρηματοπιστωτικό τομέα να βοηθήσει πολύ την Αθήνα και τη Λευκωσία. Προς το παρόν όμως δεν έχουμε δει τίποτα τέτοιο. Από τότε που η Κύπρος σύσφιγξε τις σχέσεις της με το Τελ Αβίβ, διακήρυξε τη νέα πολιτική με τις ΑΟΖ και τα πετρέλαια και μισοκατέστρεψε τις σχέσεις της με τη Μόσχα, γνωρίζει τη μια καταστροφή μετά την άλλη. Το ότι αυτό θεωρείται επιτυχής πολιτική είναι ένα ακόμα σύμπτωμα της καθολικής «εθνικής άνοιας» του ελληνισμού.



Θα ήταν λοιπόν ευχής έργο, οι πολλοί, κάθε είδους οπαδοί της ελληνο-ισραηλινής συμμαχίας σε Κύπρο και Ελλάδα να στρέψουν εκεί την προσοχή τους. Να ζητήσουν από τον κ. Νετανιάχου και τις δυνάμεις που επηρεάζει παγκοσμίως να βοηθήσουν στην κατάργηση των αποικιακών δεσμών των δύο χωρών.



Για να ολοκληρώσουμε, και οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά υποδεικνύουν με τη σειρά τους πόσο κρίσιμα ζητήματα θέτει οποιαδήποτε προσπάθεια αποτίναξης των νεοαποικιακών μνημονιακών δεσμών. Μόνο μια δύναμη «τύπου ΕΑΜ» από την άποψη των δεσμών της με τον λαό, με πολύ επεξεργασμένη αίσθηση του διεθνούς περιβάλλοντος και στρατηγική, με βαθειά και ξεκάθαρη αντίληψη για τον ρόλο του έθνους στην εποχή και την περιοχή μας, με δίκτυο διεθνών συμμαχιών, αλλά και με αληθινή αίσθηση του ιστορικού καθήκοντος και των υποχρεώσεών της απέναντι στον λαό που την ανάδειξε θα μπορούσε να πάει σε διακοπή της μνημονιακής πορείας. ‘Οποιος δοκιμάσει να συμβιβαστεί με το Μνημόνιο ή δεν προετοιμαστεί όπως πρέπει για τη σύγκρουση μαζί του, κινδυνεύει να χαθεί σε χρόνο ρεκόρ, εν μέσω νέων φοβερών ερειπίων.




Επίκαιρα, 27.11.2014