Του Θέμου Χ. Στοφορόπουλου
H Ελλάδα
συνέπραξε, το 1974, στη συνωμοσία εναντίον του κυπριακού λαού και εξακολούθησε
να συμπράττει σε αυτήν. Επί τέσσερις δεκαετίες, η Ελλάδα έλαβε μέρος στη
διαδικασία για την μεταμφίεση διεθνών εγκλημάτων σε διακοινοτικές διαφορές και
για την επιβολή νεοαποικιακής λύσης του Κυπριακού. Έτσι η Ελλάδα έχει
συντελέσει στη δημιουργία και στη διατήρηση ενός διλήμματος, του οποίου και οι
δύο προτάσεις είναι τόσο ολέθριες, ώστε να στερείται νοήματος η αναζήτηση του
μη χείρονος. Αυτό το δίλημμα έχει ως εξής:
(1) Ή να γίνει δεκτή μια παραλλαγή του Σχεδίου Ανάν, με διάλυση της
Κυπριακής Δημοκρατίας σε δύο «συνιστώντα κράτη», παραβίαση βασικών δικαιωμάτων
των Κυπρίων, παραμονή εποίκων και μη κυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων,
διηυρυμένες παρεμβατικές εγγυήσεις, ξένες βάσεις και κατασκοπευτικές
εγκαταστάσεις. Με αυτά τα μέσα και με άλλα, λιγότερο εμφανή, η Τουρκία και η
Βρετανία θα ασκούν, στην πράξη, ουσιαστική κυριαρχία πάνω σε έναν κυπριακό λαό de jure διχοτομημένο, θεσμικά
και γεωγραφικά, σε ένα λαό αφοπλισμένο πολιτικά και στρατιωτικά. Αφοπλισμένο
και οικονομικά, αφού, λόγω της ξενοκρατίας, δεν θα έχει τον πραγματικό έλεγχο
των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας του, των υδρογονανθράκων
περιλαμβανομένων.
Η Τουρκία και η
Βρετανία θα εδέχοντο μόνον μια τέτοια παραλλαγή του Σχεδίου Ανάν, τόσω μάλλον
που το κατασκεύασμα εκείνο είχε παρουσιασθεί στην ανυποψίαστη κοινή γνώμη ως
έργο των Ηνωμένων Εθνών.
(2) Το δεύτερο σκέλος του διλήμματος είναι να συνεχίσει να
παγιώνεται η υφιστάμενη κατάσταση στην Κύπρο και να χειροτερεύει. Με την κατοχή
να διατηρείται στις βόρειες περιοχές και να ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω στις
νότιες. Με τις εκδηλώσεις σταδιακής de facto αναγνώρισης του ψευδοκράτους να πολλαπλασιάζονται. Με τη
Βρετανία (και τις Ηνωμένες Πολιτείες) να χρησιμοποιούν τη μεγαλόνησο εναντίον
των λαών της περιοχής και όχι μόνον. (Αυτό, βέβαια, θα γίνεται και με λύση
τύπου Ανάν.) Με την Τουρκία να διεκδικεί τα κυπριακά υποθαλάσσια κοιτάσματα. Με
τον εποικισμό να αυξάνεται. Ενώ θα μεγαλώνει ο αριθμός των καταπατημένων ακίνητων
περιουσιών και των παράνομων οικοδομήσεων.
Να συνεκτιμηθεί
ότι η Τουρκία και η Βρετανία δεν θέλουν ούτε επίσημα χωριστό ελληνοκυπριακό
κράτος.
Διότι δεν τις συμφέρει. Ούτε έναντι ανταλλαγμάτων, όπως αυτά που
ορισμένοι φίλοι εισηγούνται να προτείνουμε, πράγμα που θα μας έβλαπτε και
διαπραγματευτικά.
Η ελληνική
κυβέρνηση θα συνέβαλε στη δυνατότητα να αρθεί μελλοντικά το αδιέξοδο, εάν, έστω
και τώρα, ήθελε και μπορούσε να δηλώσει ότι, ανεξάρτητα από τη στάση του
εκβιαζόμενου κυπριακού λαού, ουδέποτε η Ελλάδα θα συνυπογράψει οιαδήποτε
περιστολή της ανεξαρτησίας του και των θεμελιωδών του ελευθεριών. Ότι ποτέ η
Ελλάδα δεν θα συγκατατεθεί στην παραμονή στρατευμάτων της Τουρκίας, μη εξαιρουμένης
της ΤΟΥΡΔΥΚ. Άρα, ότι θα αποσυρθεί και η ΕΛΔΥΚ, το άλλοθι της ΤΟΥΡΔΥΚ, η οποία
ενσωματώθηκε στις δυνάμεις εισβολής-κατοχής. Φυσικά, η Ελλάδα θα ετόνιζε,
επίσης, την άρνησή της να συναινέσει στη νομιμοποίηση των βρετανικών βάσεων,
των εποίκων και της, μοναδικής διεθνώς, Συνθήκης Εγγύησης, παράνομη παρερμηνεία
της οποίας επικαλέσθηκε το 1974 η Τουρκία για να εισβάλει στην Κύπρο. Της
Συνθήκης Εγγύησης, που η Ελλάδα σήμερα πάλι εφαρμόζει, με τη συμμετοχή της στις
χιαστί διαπραγματεύσεις, συνεχίζοντας έτσι να στηρίζει τις «εγγυήσεις» Τουρκίας
και Βρετανίας και παρέχοντας ένα ακόμη συγχωροχάρτι στον «Αττίλα».
Για να βοηθήσει
τον κυπριακό λαό, η Ελλάδα θα έπρεπε να δηλώσει ότι εφεξής θα μετέχει μόνο σε
προσπάθειες που θα στηρίζονται στο αναγκαστικό Διεθνές Δίκαιο και θα θέτουν ως
προκαταρκτικό όρο την ανάκληση του ψευδοκράτους σύμφωνα και με τις αποφάσεις
541/1983 και 550/1984 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες που
πλέον θα συναντούσε αυτή η θέση παντού και μάλιστα στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Διότι, επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, οι ελληνικές κυβερνήσεις δέχονται την
παραβίαση των πλέον στοιχειωδών κανόνων. Με δύο δικαιολογίες. Ότι είναι οι
Κύπριοι που πρέπει να αποφασίζουν. Και ότι απαιτείται ρεαλισμός. Όμως, όλοι οι
Κύπριοι είναι δέσμιοι του «Αττίλα», με το πιστόλι του στον κρόταφό τους, χωρίς
να έχουν πραγματική διπλωματική συμπαράσταση της Ελλάδας, όπως είναι αυτή που
προτείνουμε. Ενώ έχει πλήρως αποδειχθεί, εδώ και πολύν καιρό, πως η εφαρμοζόμενη
στρατηγική εμπεδώνει και επιδεινώνει αυτά που υποτίθεται ότι επιδιώκει να
βελτιώσει.
Η σημερινή
αποτελμάτωση των «διακοινοτικών συνομιλιών» υπογραμμίζει αυτή την αλήθεια και
παρέχει στην Ελλάδα πρόσθετο επιχείρημα και πολύτιμη ευκαιρία για να διορθώσει
την πολιτική της.
Δεν οφείλεται
σε ψευδαισθήσεις η πρόταση να αντιμετωπισθεί το Κυπριακό όπως πραγματικά είναι.
Αν αναφερόμαστε σε γενικές αρχές Δικαίου, είναι για να δείξουμε ότι υπάρχει
εννοιολογική βάση για μια αντικειμενική και ανιδιοτελή προσέγγιση του
Κυπριακού. Διότι ναι μεν και το Διεθνές Δίκαιο είναι εποικοδόμημα, αλλά οι
θεμελιώδεις του αρχές διαμορφώθηκαν και έγιναν δεκτές στη διάρκεια μακρών
ιστορικών περιόδων, κατά τις οποίες επικρατούσαν διαφορετικές ισορροπίες στο
διεθνές σύστημα. Επιπλέον, οι αρχές αυτές είναι γενικές, σε αντίθεση με τις
πρωτοφανείς ρυθμίσεις που εφευρίσκονται ειδικά για να υπηρετήσουν τα συμφέροντα
της Τουρκίας και της Βρετανίας.
Είναι όμως
πασίγνωστο ότι τις διεθνείς σχέσεις καθορίζουν οι συσχετισμοί δυνάμεων. Επειδή
η Ελλάδα βρίσκεται τώρα με αποδυναμωμένες όλες τις συνιστώσες της εθνικής της
ισχύος, και άρα ούτε τη δυνατότητα πραγματικών συμμαχιών έχει, το μόνο που
μπορεί κανείς να εύχεται είναι ότι θα χρησιμοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση τη
συμμετοχή της στις συνομιλίες για να υπενθυμίζει τις γενικές αρχές που
απαγορεύουν εισβολές, κατοχές, εθνοκαθάρσεις και εποικισμούς. Ώστε, να
αξιοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση τις αρχές αυτές αν χρειασθεί να μπλοκάρει ένα
Σχέδιο Ανάν νούμερο 6. Και, πάντως, για να προετοιμασθεί η επανατοποθέτηση της
ελληνικής πολιτικής.
Δυστυχώς, ακόμα και ένα τέτοιο πρώτο βήμα προϋποθέτει
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, όπως δεν υπάρχουν
και στην Κύπρο. Μόνον αν επικρατήσουν, και εδώ και εκεί, θα είναι δυνατή η
μοναδική ελπιδοφόρα προσπάθεια εξόδου από το αδιέξοδο: η αντίσταση του
κυπριακού λαού για την απελευθέρωσή του. Με την υποστήριξη και της Ελλάδας, αν
η Ελλάδα διαθέτει και την αναγκαία ισχύ.-
2-7-2014