ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Προς μια λαϊκή αντιμνημονιακή δημοκρατική κυβέρνηση της αριστεράς ή αλλαγή φρουράς στο πλαίσιο του μνημονίου;



                                                                     του Βασίλη Ασημακόπουλου[1]

Ο ειδικός καπιταλιστικός χαρακτήρας του σύγχρονου κράτους δομείται μέσα από τις ιδεολογικές, κατασταλτικές και οικονομικές του λειτουργίες. Υπάρχουν όμως συγκεκριμένες χωροχρονικές συνθήκες, θέσης του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, συγκεκριμένου τρόπου διεθνούς ενσωμάτωσης στο παγκόσμιο σύστημα, ειδικότερα σε υπερεθνικές υπεριμπεριαλιστικού χαρακτήρα περιφερειακές ολοκληρώσεις στο σύγχρονο στάδιο του καπιταλισμού, που προσδιορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κατεύθυνσης και λειτουργίας του κράτους. Διαφορετικά ειπωμένο η διαδικασία εσωτερίκευσης των κυρίαρχων μορφών συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα, προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά του κράτους, νοουμένου ως υλικό αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων. Ο Νίκος Πουλαντζάς έχει προχωρήσει σε ενδιαφέρουσες επισημάνσεις που αφορούν την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, τη σχέση μητροπολιτικών-κυριαρχούμενων κοινωνικών σχηματισμών, τη διαδικασία εσωτερίκευσης της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και συνάρθρωσης με τις «εθνικές», κομπραδόρικες (μεταπρατικές), εσωτερικές αστικές τάξεις και τους συμμάχους τους συγκροτώντας τον συνασπισμό εξουσίας. Συνήθως οι αναφορές στο έργο του Ν. Πουλαντζά, γίνονται κατά κύριο λόγο με αφορμή τη θεωρία του για το κράτος στους μητροπολιτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, το κράτος έκτακτης ανάγκης, την πάλη των τάξεων. Οι αναλύσεις του για την ιμπεριαλιστική αλυσίδα και κυρίως τη σχέση μεταξύ μητροπολιτικών- κυριαρχούμενων κοινωνικών σχηματισμών, είναι εξ ίσου γόνιμες, περιγραφικού χαρακτήρα, διαλεγόμενες και συμπληρωματικές των θεωριών της εξάρτησης των αρχών της δεκαετίας του ’70[2], αλλά λιγότερο γνωστές. Οι επίγονοι του πουλαντζικού έργου, πιθανόν λόγω ιδεολογικής επιλογής, αν δεν αποσιωπούν εντελώς, πάντως δεν εστιάζουν στη συγκεκριμένη διάσταση του έργου του Νίκου Πουλαντζά. Για το λόγο αυτό θα παραθέσουμε ενδεικτικά ένα σχετικά εκτεταμένο - στο πλαίσιο του περιορισμένου χώρου ενός άρθρου - απόσπασμα.  
 «Από τις αρχές ακόμα του ιμπεριαλισμού, μια βασική διάσπαση σημάδεψε την ιμπεριαλιστική αλυσίδα: εκείνη που χωρίζει τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις από τους εξαρτημένους, κυριαρχουμένους κοινωνικούς σχηματισμούς. Η διάσπαση αυτή οφείλεται στην ίδια τη δομή της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, διαφέρει ριζικά από τη σχέση αποικιακού τύπου...
Εδώ δεν έχουμε πια κοινωνικούς σχηματισμούς με σχετικά εξωτερικές σχέσεις μεταξύ τους. Η διαδικασία ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και εξάρτησης εμφανίζεται τώρα σαν αναπαραγωγή, μέσα στους κυριαρχημένους κοινωνικούς σχηματισμούς, και με ειδικές μορφές για τον καθένα τους, της σχέσης κυριαρχίας που τους δένει με τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.... Ένας κοινωνικός σχηματισμός είναι κυριαρχημένος και εξαρτημένος όταν η άρθρωση της οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής δομής του εκφράζει θεμελιακές και ασύμμετρες σχέσεις με έναν ή περισσότερους κυρίαρχους κοινωνικούς σχηματισμούς που κατέχουν, σε σχέση με τον πρώτο, μια θέση εξουσίας. Η οργάνωση των ταξικών σχέσεων και των κρατικών μηχανισμών στον κυριαρχημένο και εξαρτημένο κοινωνικό σχηματισμό αναπαράγει μέσα του τη δομή της σχέσης κυριαρχίας, εκφράζοντας, έτσι με ειδικό τρόπο τις μορφές κυριαρχίας που χαρακτηρίζουν την (ή τις) άρχουσα τάξη στον (ή στους) κυρίαρχο κοινωνικό σχηματισμό. Η κυριαρχία αυτή αντιστοιχεί τόσο σε έμμεσες (λόγω της θέσης του κυριαρχημένου σχηματισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα), όσο και σε άμεσες (λόγω των άμεσων επενδύσεων) μορφές εκμετάλλευσης των λαϊκών μαζών των κυριαρχημένων κοινωνικών σχηματισμών: εκμετάλλευσης συνδυαζόμενης μ’ εκείνην που υφίσταται από τις δικές του άρχουσες  τάξεις».[3]
          «Η σημερινή φάση του ιμπεριαλισμού, που διαμορφώθηκε βαθμιαία μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, σημαδεύεται κι αυτή από διάφορα στάδια ταξικού αγώνα. Σ’ αυτήν τη φάση, μέσα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, η κυριαρχία του μονοπωλιακού καπιταλισμού πάνω στις προκαπιταλιστικές μορφές και στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό ασκείται, σε διάφορους φυσικά βαθμούς, με διαλυτικές επιδράσεις που υπερτερούν των συντηρητικών επιδράσεων. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο ΚΤΠ, στη μονοπωλιακή του μορφή, τείνει να γίνει «αποκλειστικός» μέσα στις μητροπόλεις..... Η φάση αυτή αντιστοιχεί σε μεταβολές της σχέσης μητροπόλεων/κυριαρχημένων σχηματισμών. Ο ΚΤΠ κυριαρχεί τώρα σ’ αυτούς τους σχηματισμούς όχι απλώς «από τα έξω» και μέσω της αναπαραγωγής της σχέσης εξάρτησης, αλλά εδραιώνει την άμεση κυριαρχία του στο ίδιο το εσωτερικό τους: ο τρόπος παραγωγής των μητροπόλεων αναπαράγεται, με ειδική μορφή, στο εσωτερικό των κυριαρχημένων κι εξαρτημένων σχηματισμών. Αυτό, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις μητροπόλεις, δεν εμποδίζει την σε άνισους βαθμούς υπεροχή εδώ των συντηρητικών επιδράσεων έναντι των διαλυτικών στη διπλή τάση που η εσωτερική κυριαρχία του ΚΤΠ επιβάλλει στους άλλους τρόπους και μορφές παραγωγής των σχηματισμών αυτών. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό αυτής της φάσης είναι ότι αυτή η «εξ επαγωγής» αναπαραγωγή του ΚΤΠ μέσα σ’ αυτούς τους σχηματισμούς επεκτείνεται, με αποφασιστικό τρόπο, στον τομέα των κρατικών μηχανισμών και των ιδεολογικών μορφών τους...[4].
          Το μνημόνιο αποτελεί μια καθολική υλική συνθήκη διεθνούς ενσωμάτωσης νεοαποικιακού τύπου του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού στο διεθνοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα (ΗΠΑ/Ευρωγερμανία) και παράλληλα εσωτερίκευσης των συγκεκριμένων σχέσεων ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, αποτυπώνοντας τον διαμορφωθέντα συντριπτικό κοινωνικό συσχετισμό σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας. Μια ειδική εσωτερικευμένη μορφή της σχέσης κυριαρχίας και εξάρτησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Οι κυρίαρχοι μαζικοί κομματικοί σχηματισμοί, νοούμενοι ως αποτέλεσμα συγχώνευσης των σχέσεων εκπροσώπησης κοινωνικών τάξεων- σχέσεων νομιμοποίησης της κρατικής (καπιταλιστικής) εξουσίας[5], ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, τείνουν σταδιακά να μετατραπούν αποκλειστικά σε κόμματα σχέσεων νομιμοποίησης μέσω της κρατικοποίησής τους. Αυτό που χαρακτηρίσαμε σε προηγούμενα κείμενά μας εστία ενιαίου κόμματος[6], χρησιμοποιώντας τον σχετικό πουλαντζικό όρο. Η διαδικασία κρατικοποίησης αφορά κατά κύριο λόγο το ΠΑΣΟΚ, αντανακλώντας την εξέλιξη της εσωκομματικής του πάλης, καθώς στη ΝΔ οι σχέσεις νομιμοποίησης ήταν πάντοτε κυρίαρχες, αλλά δεν αφήνει ανεπηρέαστα και τμήματα της κομμουνιστογενούς αριστεράς τόσο στο υλικό, όσο και στο ιδεολογικό επίπεδο. Διαφορετικά ειπωμένο η ιδεολογική ενσωμάτωση έχει ως βάση τους υλικούς όρους της κρατικοποίησης. Η κρατικοποίηση των κομμάτων εγγράφει τον ευρωπαϊσμό ως κυρίαρχη στρατηγική. Ο εξευρωπαϊσμός γίνεται κυρίαρχη ιδεολογία και ηγεμονεύει τόσο στη δεξιά, καθώς ο αστικός εθνικισμός γίνεται υποσύνολό της λόγω του ολοένα και περισσότερο εξαρτημένου χαρακτήρα της εγχώριας αστικής τάξης από το διεθνοποιημένο χρηματιστικό κεφάλαιο, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στη διάσπαση και χειραγώγηση των λαϊκών τάξεων, όσο και στην αριστερά όπου η κυριαρχία και διευρυμένη αναπαραγωγή των διανοούμενων στρωμάτων της νέας μικροαστικής τάξης – σε μια τριτογενή οικονομία παροχής υπηρεσιών με σχετικά αργό ρυθμό συγκέντρωσης/συγκεντροποίησης κεφαλαίου στην προ μνημονίου περίοδο-  ενσωματώνεται στη στρατηγική του ευρωπαϊσμού μέσα από  ιδεολογικά υποσύνολα της μεταμοντέρνας αριστεράς όπως του πολιτισμικού φιλελευθερισμού, του δικαιωματισμού, του εθνομηδενισμού, αποξενώνοντας τις λαϊκές τάξεις. Η διάσπαση της ενότητας/ συνάρθρωσης του εθνικού με τον κοινωνικό αγώνα - ηγεμονική στρατηγική των λαϊκών τάξεων σε κυριαρχούμενους κοινωνικούς σχηματισμούς όπως ο ελληνικός ή οι εθνικοί κοινωνικοί σχηματισμοί της Λατινικής Αμερικής - συνιστά υλική και ιδεολογική πραγματικότητα την τελευταία 20ετία. Η ΕΑΜική παράδοση του δημοκρατικού πατριωτισμού[7] αποτελεί μια μακρινή ανάμνηση για τα δρώντα συλλογικά υποκείμενα.    
          Η διετής αντιμνημονιακή πάλη των κυριαρχούμενων κοινωνικών στρωμάτων την περίοδο 2010-2012, συρρικνώνει το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ., όπως αποτυπώνεται στις εκλογές Μαΐου-Ιουνίου 2012[8]. Εκτινάσσει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ως το κυρίαρχο κόμμα στο χώρο της αριστεράς και διαμορφώνει παράλληλα δύο σχήματα στο χώρο της δεξιάς, τους Ανεξάρτητους Έλληνες και τη Χρυσή Αυγή.
          Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ως απεύθυνση, ως κεντρικός πολιτικός λόγος, έδειχνε να συναρθρώνει τον εθνικό με τον κοινωνικό αγώνα σε μια αντιμνημονιακή, ανεξαρτησιακή και σοσιαλιστική κατεύθυνση. Ένα  ΠΑΣΟΚ της περιόδου ’77-’85 στις παρούσες συνθήκες ήταν μια από τις ενδεχόμενες κατευθύνσεις που μπορούσε να λάβει ο συγκεκριμένος σχηματισμός. Έτσι γινόταν αντιληπτό από τις λαϊκές τάξεις, αλλά και από τους ιδεολογικούς αντιπάλους του[9]. Αυτή ήταν η κυρίαρχη προεκλογική δημόσια εκφώνηση. Αυτός ήταν και ένας βασικός λόγος που ο Νέος Αγωνιστής προχώρησε στη διοργάνωση της εκδήλωσης για την 3η του Σεπτέμβρη, το 2012 στη Νίκαια[10].
          Μετά τις εκλογές του 2012, ξεκίνησε η διαδικασία πολιτικοργανωτικής ενιαιοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Στην αφετηρία της συγκεκριμένης διαδικασίας είχαμε επισημάνει τους κινδύνους συστημικής ενσωμάτωσης/ διάβρωσης ενός κόμματος που επαγγέλλεται την ανατροπή και μετατροπής του σε διαχειριστικό κόμμα εξουσίας. Πρόκειται για αντικειμενική τάση- πίεση που ασκεί ο συνασπισμός εξουσίας μέσω του καπιταλιστικού  (μνημονιακού) κράτους[11]. Η εμπειρία και η μελέτη των όρων σταδιακής μεταμόρφωσης του ΠΑΣΟΚ στο αντίθετό του μας είχε κάνει  «ευαίσθητους» στο συγκεκριμένο θέμα.
          Τη διετία που μεσολάβησε και ενώ η οικονομική κρίση συνεχώς οξυνόταν, η ένταση των κοινωνικών αγωνών μειώθηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ έτεινε προς την αποριζοσπαστικοποίηση, σε μια σχέση αλληλοτροφοδοτούμενη, προσδιοριζόμενη από την καθημερινή πίεση ενσωμάτωσης του μνημονιακού κράτους. Η διαδικασία ενιαιοποίησης μέσα από δύο κεντρικές συλλογικές διαδικασίες (Συνδιάσκεψη και Συνέδριο), οδήγησε στον οργανωτικό έλεγχο του ΣΥΡΙΖΑ από τον παλιό ΣΥΝ. Kινήσεις, συλλογικότητες, κινηματικές πρακτικές και αντιλήψεις που μορφοποιήθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν την περίοδο της διετούς αντιμνημονιακής πάλης δεν εκφράστηκαν κεντρικά στο νέο κομματικό σχηματισμό, περιθωριοποιήθηκαν ή και αποκλείστηκαν από τον κομματικό μηχανισμό με όρους γραφειοκρατικού ελέγχου. Όπως ορισμένες φορές χαρακτηριστικά λέχθηκε «το 27% ανήκει στο 4% και όχι το 4% στο 27%». Ο αντιμνημονιακός λόγος υποχώρησε και στη θέση του επανεμφανίστηκαν εντός του κομματικού σχηματισμού με ιδιαίτερη ένταση οι παλιές - προ  μνημονίου - ιδεολογικές ταυτότητες, απόρροια του ελέγχου του κομματικού μηχανισμού από συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες. Αυτό εκφράστηκε μέσα από το σχήμα ότι «κυριάρχησαν οι απόψεις μας που για χρόνια υποστηρίζαμε». Ο συγκροτούμενος κομματικός μηχανισμός δεν αντιπροσωπεύει ουσιαστικά τον ΣΥΡΙΖΑ του 27%, σχηματικά τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, αλλά αποτελεί τη φυσική συνέχεια ενός χώρου που κινούνταν γύρω στο 3%, αναπαραγόμενος ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά και εκλογικά ως τέτοιος για δεκαετίες. Η διαδικασία των συγκεκριμένων διαστάσεων πολιτικής αναπαραγωγής εγγράφει ανάλογες πρακτικές και λειτουργίες, συγκεκριμένους υλικούς και ιδεολογικούς όρους. Με θετικά και αρνητικά σημεία. Λ.χ. στα θετικά είναι η αντίθεση σε παλαιοκομματικά φαινόμενα και παραγοντισμούς. Στα αρνητικά η ελλιπής κοινωνική γείωση.
Οι ανωτέρω εξελίξεις είχαν σαν αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να ασκεί μια κατά βάση συστημικού χαρακτήρα αντιπολίτευση που εμπόδισε την περαιτέρω εκτίναξη της επιρροής του πολιτικά, οργανωτικά και εν τέλει εκλογικά. Το επιχείρημα ότι ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται την ριζοσπαστική μας γράμμη δεν ευσταθεί. Το αντίθετο  συμβαίνει.
 Ο εσωτερικός διάλογος για τη σχέση Ελλάδας- Ευρώπης και τη γραμμή μιας ριζοσπαστικής αριστεράς σε σχέση με την ομοσπονδιακή διαμόρφωση της νεοφιλελεύθερης Ε.Ε. υπό την κυριαρχία του γερμανικού ιμπεριαλισμού[12],  με αφορμή τις Ευρωεκλογές και ειδικότερα με την ευκαιρία της υποψηφιότητας του Αλέξη Τσίπρα για την προεδρία της Επιτροπής ως επικεφαλής του ΚΕΑ, ήταν περίπου ανύπαρκτος. Αυτό αποτυπώνεται και στο κείμενο της εκλογικής διακήρυξης για τις ευρωεκλογές που εγκρίθηκε από την Κ.Ε. Ένα κείμενο κατά τη γνώμη μου φτωχό, όχι κυρίως για αυτά που αναφέρει, αλλά για τις παραλείψεις και τις αποσιωπήσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανώς ο νικητής των Ευρωεκλογών. Η ψήφος του έχει έντονα ταξικά χαρακτηριστικά, επαναλαμβάνοντας βασικά ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία των εκλογών του Ιουνίου 2012[13]. Τείνει στην αναπαραγωγή των ταξικών εκλογικών χαρακτηριστικών του ΠΑΣΟΚ της περιόδου ’85-’93, κυρίως στις λαϊκές και εργατικές συνοικίες των αστικών κέντρων, χωρίς – ακόμα – τις ρίζες του ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου στην περιφέρεια, μολονότι διαφάνηκε μια τάση οριακής ανόδου σε ημιαστικές και αγροτικές περιοχές στις Ευρωεκλογές σε σχέση με τις εκλογές του Ιουνίου 2012. Το ζήτημα βεβαίως για ένα αριστερό κόμμα είναι πώς εγγράφεται στο εσωτερικό του η συγκεκριμένη σχέση εκπροσώπησης, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο.
  Η νίκη  όμως του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καταλυτική, δεν συγκροτεί μαζικό πλειοψηφικό ρεύμα. Τουλάχιστον επί του παρόντος. Η μείωση σε απόλυτους αριθμούς των ψήφων κατά 138.000 μεταξύ Ιουνίου 2012 και Μαϊου 2014, με ποσοστό συμμετοχής λίγο χαμηλότερο από τις βουλευτικές εκλογές από 62,49% σε 59,9% είναι μια ένδειξη. Το επιχείρημα του διαφορετικού χαρακτήρα των εκλογών, της χαλαρής ψήφου, της διασποράς των ψήφων λόγω των πολλών κομματικών σχηματισμών που συμμετείχαν, μόνο εν μέρει μπορεί να γίνει δεκτό. Είναι το κόμμα μας που πρωτοστάτησε στην απόδοση χαρακτήρα εθνικών εκλογών στις ευρωεκλογές. Αναλόγως συνεπώς πρέπει και να κριθεί[14]. Η συμμετοχή ήταν σημαντικά υπέρτερη του 52,54% των Ευρωεκλογών 2009. Τα αποτελέσματα των δημοτικών-περιφερειακών εκλογών ήταν αναλογικά χειρότερα από των Ευρωεκλογών, στο βαθμό που μπορεί να γίνει σύγκριση η οποία είναι παρακινδυνευμένη. Στον πρώτο γύρο το άθροισμα των ψήφων των κομματικών μας ψηφοδελτίων στις περιφερειακές αυτοδιοικήσεις ήταν ελαφρώς μικρότερο του αριθμού των ψήφων των βουλευτικών εκλογών του Μαΐου 2012, χωρίς τη δυναμική και τον ενθουσιασμό που αποτύπωνε το ιστορικό εκείνο αποτέλεσμα. Αν η σύγκριση περιφερειακών εκλογών με βουλευτικές είναι παρακινδυνευμένη, η σύγκριση αυτοδιοικητικών 2014 με αυτοδιοικητικές 2010 είναι προβληματική, καθώς αναφερόμαστε σε διαφορετική πολιτικά περίοδο για τον ΣΥΡΙΖΑ.  
Με αφορμή τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές δεν αναπτύχθηκε στο κόμμα, ένας ευρύς προβληματισμός, μια πλατειά ζύμωση για το κομβικό ζήτημα της περιφερειακής συγκρότησης του κράτους. Η κατάρτιση των ψηφοδελτίων στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές έγινε με κριτήρια διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο βασικών ομάδων με βάση το συσχετισμό του συνεδρίου, ελέγχου του κομματικού μηχανισμού επί των αυτοδιοικητικών σχηματισμών, επιβολής παλιών – προμνημονιακών- ιδεολογικών ταυτοτήτων ή αποτύπωσης χαρακτηριστικών μιας συστημικού τύπου αξιωματικής αντιπολίτευσης.  Η κίνηση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα πολλά ψηφοδέλτια να στερούνται μαζικότητας, να αποτυπώνουν έλλειψη κοινωνικής γείωσης ή ακόμα να προκαλούν σύγχυση, θολώνοντας την αντιμνημονιακή γραμμή.
Ενδεικτικά αναφέρουμε την επιλογή του γιωργακικού Βουδούρη για την Περιφέρεια Πελοποννήσου παρά τις εντονότατες αντιδράσεις του συνόλου σχεδόν των Ν.Ε. του κόμματος, την επιμονή στη συγκεκριμένη -ακατάλληλη όπως αποδείχθηκε- υποψηφιότητα, αλλά και τα επιχειρήματα που η επιλογή αυτή ενδύθηκε[15]. Το κόψιμο Καρυπίδη στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, με μάλλον ανεπαρκή στοιχεία, αδιαφορώντας για τη βούληση των τοπικών οργανώσεων, πληρώθηκε εκλογικά ακριβά, αλλά και η πρόκριση ενός καθ’ όλα σεβαστού σκηνοθέτη, κατοίκου όμως Βριλησσίων Αττικής, έναντι του Αγάπιου Γαβριηλίδη, ιατρού στην Κοζάνη, δείχνει αδιαφορία για το στοιχείο της κοινωνικής γείωσης, κρίσιμο σε εκλογική μάχη. Η αδυναμία μας να εισέλθουμε στον β΄ γύρο στην περιφέρεια της Κρήτης, λαμβάνοντας ποσοστό 18,64%, όταν μια εβδομάδα μετά επικρατούμε και στους τέσσερις νομούς με ποσοστό 31,78%, θα πρέπει να μας οδηγήσει σε σκέψεις για την προφανώς ανεπαρκή τοπική και οργανωτική δουλειά που έχει γίνει στην Κρήτη αυτό το διάστημα. Η κατάρτιση ενός πολύ κλειστού περιφερειακού ψηφοδελτίου στο νομό Ηλείας, είχε σαν αποτέλεσμα το ψηφοδέλτιο στο νομό να καταλάβει την 4η θέση με 13,91% στις αυτοδιοικητικές, παρ’ όλης της συμπάθειας που έχαιρε ο υποψήφιος περιφερειάρχης δυτ. Ελλάδας, ενώ μια εβδομάδα μετά ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται 1ος στις ευρωεκλογές στον ίδιο νομό με 28,63%, σημειώνοντας μάλιστα ποσοστιαία άνοδο  σε σχέση με τα αποτελέσματα του Ιουνίου 2012. Στα Βριλήσσια Αττικής ο κομματικός μηχανισμός προχώρησε σε διάσπαση της από το 2006 δημοτικής παράταξης που λάμβανε υψηλά εκλογικά ποσοστά, συγκροτώντας ένα ανταγωνιστικό στη δημοτική παράταξη αμιγώς και στενά κομματικό ψηφοδέλτιο εκπροσωπώντας μέρος των κομματικών μελών. Το αποτέλεσμα της διασπαστικής αυτής πρακτικής ήταν να «πετάξει» εκτός β΄ γύρου την «παραδοσιακή» δημοτική παράταξη, καθώς η κομματική παράταξη ‘Βριλήσσια  Ανοιχτή πόλη Αλληλεγγύης και Πολιτισμού’ έλαβε ποσοστό 8,80% καταλαμβάνοντας την 5η θέση, ενώ η «παραδοσιακή» δημοτική παράταξη ‘Δράση για μια άλλη πόλη- Κίνηση Δημοτών Βριλησσίων’ έλαβε ποσοστό 15,48% καταλαμβάνοντας την 3η θέση, έναντι του ψηφοδελτίου Βριλήσσια- Δήμος Δημιουργίας (ΠΑΣΟΚ) που έλαβε 20,25%, καταλαμβάνοντας τη 2η θέση και τελικά κερδίζοντας το Δήμο στον β΄ γύρο. Στο Δήμο Αγ. Δημητρίου η απερχόμενη και επιτυχημένη Δήμαρχος Μαρία Ανδρούτσου ζήτησε την υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς καμία αιτιολόγηση, τελικά υποστηρίχθηκε ο στενά κομματικός αυτοδιοικητικός σχηματισμός που κατέλαβε την 5η θέση με ποσοστό 12,16%, ενώ η Μαρία Ανδρούτσου με το αυτοδιοικητικό σχήμα ‘Αλλάζουμε την πόλη’ έλαβε 33,21%, κατέλαβε την 1η θέση στον α΄ γύρο και τελικά κέρδισε και τον Δήμο.  Στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου επελέγη μια υποψηφιότητα με συγκεκριμένα ιδεολογικά και αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά. Διατυπώθηκαν ενστάσεις ιδεολογικού χαρακτήρα απέναντι στον επικεφαλής του περιφερειακού ψηφοδελτίου Νησιώτικη Ανατροπή από συγκεκριμένες τάσεις του κόμματος, κατά τη γνώμη μας λανθασμένες και πάντως αντανακλούσαν τις ισχυρές στον κομματικό μηχανισμό -αλλά ισχνές στην κοινωνία και τους ψηφοφόρους του κόμματος όπως αποδεικνύεται - προ-μνημονιακές ιδεολογικές ταυτότητες. Δεν διατυπώθηκε όμως προβληματισμός για το προφανές, ότι είναι αμφίβολα τα εκλογικά αποτελέσματα όταν ο επικεφαλής του συνδυασμού - έστω με πολύ καλή διαδρομή στην αυτοδιοίκηση όπως ο Μπενέτος Σπύρου- προέρχεται από το μικρότερο νησί της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, δηλαδή τους Λειψούς. Πολύ περισσότερο όταν η τοπική συγκρότηση των οργανωμένων μας δυνάμεων είναι αδύναμη. Αυτό δείχνει εκ μέρους του κεντρικού μηχανισμού έλλειψη συνδυαστικού κριτηρίου ιδεολογικής επάρκειας και πολιτικής αποτελεσματικότητας με δυσμενείς εκλογικές επιπτώσεις. Για την περίπτωση της Σαμπιχά δεν θα αναφερθούμε στο παρόν κειμένο και παραπέμπουμε στο κείμενό μας προς την ΠΓ του κόμματος για την προτεινόμενη αποπομπή Χριστόπουλου[16] από το ευρωψηφοδέλτιο και δεν θα επεκταθούμε. Επισημαίνουμε μόνον τις προφανώς αρνητικές ιδεολογικές, πολιτικές και εκλογικές επιπτώσεις που είχε το «κόψιμο» της Σαμπιχά καθώς και η διαχείριση του όλου ζητήματος συνολικά. Πέραν του ιδεολογικού επιχειρήματος για το «κόψιμο» της Σαμπιχά, με το οποίο είναι γνωστό ότι διαφωνήσαμε, προβλήθηκε δευτερευόντως και το στοιχείο της εκλογικής αποτελεσματικότητας της σχετικής κίνησης[17]. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ στο νομό Ξάνθης (απ’ όπου προέρχεται η Σαμπιχά) τον Ιούνιο 2012 έλαβε 38,56% και στην εκλογική περιφέρεια Αν. Μακεδονίας- Θράκης ποσοστό 21,67%. Στον α΄ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών της Περιφέρειας Αν. Μακεδονίας- Θράκης, το υποστηριζόμενο από τον ΣΥΡΙΖΑ αυτοδιοικητικό σχήμα Ριζοσπαστική Αυτοδιοίκηση λαμβάνει 11,41%, ειδικά στο νομό Ξάνθης λαμβάνει 11,73%, δηλαδή πτώση κατά 26,83 μονάδες, ήτοι 70% περίπου υποχώρηση των δυνάμεων του Ιουνίου 2012. Στις Ευρωεκλογές το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στο νομό Ξάνθης ανέρχεται στο 17,11%. Μάλλον δεν ωφέλησε το κόμμα μας το «κόψιμο» της Σαμπιχά. Τουλάχιστον εκλογικά. Η τοπική κοινωνία είχε άλλη άποψη.  Οι ανωτέρω περιπτώσεις μόνον ενδεικτικά αναφέρονται.  
Τέλος ας αναλογιστούμε ποιές/οι θα καταλάμβαναν τις 6-7 πρώτες εκλόγιμες θέσεις του Ευρωψηφοδελτίου με βάση τις πρακτικές, τις ιδεολογικές επιλογές και προτεραιότητες του κομματικού μηχανισμού, αν οι εκλογές πραγματοποιούνταν με το σύστημα της λίστας. Μάλλον θα πρέπει να αναζητηθούν μεταξύ των υποψηφίων που κατέλαβαν τις 10 τελευταίες θέσεις σε σταυρούς. Ίσως μόνον η αριστερή πλατφόρμα λόγω του συνεδριακού συσχετισμού να έβαζε δύο ευρωβουλευτές. Τουλάχιστον θα εκλεγόταν ο σ. Χουντής, που πραγματικά είχε κάνει πολύ καλή δουλειά ως ευρωβουλευτής. Ουδέν κακόν αμιγές καλού... Η λογική ότι κάποιοι θα ψηφίζονται και κάποιοι άλλοι θα νομιμοποιούνται  ως στελέχη ελέγχοντας τον κομματικό μηχανισμό, όσο και αν έχει αντικειμενική βάση, έχει κοντά ποδάρια και δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες.
Υπήρχαν και πολύ θετικά αποτελέσματα κυρίως στους Δήμους της Β΄ Αθηνών, όπως και της Β΄ Πειραιώς, αποτυπώνοντας την ταξικότητα αφενός της ψήφου, αλλά και την κοινωνική γείωση των συγκεκριμένων σχημάτων-υποψηφίων, όπως Καισαριανή, Βύρωνας, Ζωγράφου, Αγ. Παρασκευή, Νέα Ιωνία, Φιλαδέλφεια-Χαλκηδόνα, αλλά και Κερατσίνι-Δραπετσώνα, Πέραμα. Τέλος αξίζει ιδιαίτερης μνείας το εγχείρημα και νικηφόρο αποτέλεσμα της ενωμένης αριστεράς στο Χαλάνδρι, ενώ χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης και προσοχής το αποτέλεσμα στους Δήμους του Πειραιά και του Βόλου, για λόγους προφανείς.   
Κλείνοντας τα των εκλογών θα κάνουμε ένα σχόλιο για το κεντρικό σύνθημα «Πρώτη φορά Αριστερά». Αν μιλάμε για το Δήμο Σπάρτης, πράγματι το σύνθημα είναι ακριβές. Στη Σπάρτη έχουμε πρώτη φορά αριστερά. Γενικά το σύνθημα πέραν της όποιας επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας (αμφίβολης σε κάθε περίπτωση), αντανακλά μια αίσθηση αυτοδικαίωσης και αυτοϊκανοποίησης του κεντρικού μηχανισμού, η οποία όμως δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα της ταξικής πάλης και του πολιτικού αγώνα στην χώρα μας. Στην Ελλάδα έχει νικήσει η αριστερά στο πρόσφατο παρελθόν. Οι εκλογές του 1981 αλλά και του 1985 ήταν νίκες της αριστεράς. Της σοσιαλιστικής αριστεράς που αποτελούσε το βασικό κόμμα του μπλοκ της αλλαγής, αλλά τουλάχιστον για το ’81 βιώθηκε ως νίκη και της κομμουνιστικής αριστεράς. Για τις κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις. Τους «μη προνομιούχους» κατά την κυρίαρχη ορολογία της περιόδου. Αυτό ήταν το αίσθημα των ανθρώπων της εποχής, αυτό ήταν το βράδυ της νίκης και των πανηγυρισμών στις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, στις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές όλης της χώρας,  στις 18 Οκτωβρίου 1981. Για να μην αναφερθούμε στον Ριζοσπάστη και στην Αυγή εκείνης της εποχής. Η αλλαγή από την άποψη του κοινωνικού μπλοκ ήταν μια κατά βάση εργατοαγροτική συμμαχία (τότε που υπήρχαν οργανωμένοι βιομηχανικοί εργάτες και ισχυρό αγροτικό κίνημα), την ηγεμονία της οποίας είχαν κοινωνικά στρώματα της νέας μικροστικής τάξης, αγροτικής προέλευσης προερχόμενα κυρίως από την ολοκληρωθείσα τότε κίνηση της 20ετούς εσωτερικής μετανάστευσης. Τα οποία και κυριαρχούσαν στην κομματική γραφειοκρατία[18]. Γι’ αυτό και το κόμμα τους ήταν ένα σοσιαλιστικό κόμμα[19] με στοιχεία ναροντνικισμού, εκείνη την περίοδο. Με μαζικές τοπικές και κλαδικές οργανώσεις σε όλη την Ελλάδα. Τα κόμματα της κομμουνιστικής αριστεράς το αντιμετώπιζαν ως κόμμα της αριστεράς και τη νίκη του ΠΑΣΟΚ ως νίκη της αριστεράς, είτε για πράσινη ΕΑΔΕ[20], είτε για ΚΚΕ αλλαγή δεύτερη κατανομή.[21] Και η αστική τάξη της χώρας το κόμμα αυτό έτσι το αντιμετώπισε όπως προκύπτει από τις ισχνότατες εκλογικές επιρροές του κόμματος αυτού στις αμιγώς αστικές περιοχές την περίοδο 1981-1993. Αλλά και ο διεθνής παράγοντας τα αποτελέσματα των εκλογών 1981 και 1985 τα αντιμετώπιζε ως νίκες της αριστεράς. Αρκεί μια ανάγνωση του προγράμματος του ’81[22] ή υλοποίηση του μίνιμουμ προγράμματος της Αλλαγής την περίοδο 1981-1985[23], για να μη μείνει καμία αμφισβήτηση περί του αντιθέτου[24]. Η αριστερά νίκησε ως αποτέλεσμα της ηγεμονίας του κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου[25], αφού προηγουμένως είχε επικρατήσει κατά κράτος στο εργατικό κίνημα (όχι θεσμικά), στις επαγγελματικές ενώσεις των επιστημόνων και των αυτοαπασχολουμένων, στο φοιτητικό κίνημα, στο αγροτικό κίνημα, στην τοπική αυτοδιοίκηση.  
Δεν κάνουμε όλη αυτή την αναφορά για την ιστορική ακρίβεια ή επειδή προερχόμαστε από το συγκεκριμένο χώρο. Ίσως δευτερευόντως να είναι και αυτά. Κυρίως όμως γιατί έχει σημασία για το σήμερα. Καθώς είναι για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, που ένα κόμμα της αριστεράς βρίσκεται προ των πυλών της κυβερνητικής εξουσίας. Έχει να αντιμετωπίσει έναν εξαιρετικά δυσμενέστερο σε σχέση με το ’81 διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, με τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ενσωματωμένο και εξαρτημένο από τη Δύση σε σχέση με το ’81, αναμετρούμενο με τις στρατηγικές ήττες και των δύο εκδοχών της κυβερνητικής αριστεράς του 20ου αιώνα, είτε της σοσιαλδημοκρατίας, είτε του υπαρκτού. Και με αυτή την έννοια έχει μεγάλη σημασία να αποτιμηθεί και να ερμηνευθεί η «πασοκική εμπειρία», πώς δηλαδή ένα αριστερό κόμμα μέσα από την κυβερνητική διαδρομή, την ενσωμάτωσή του στο κράτος, την μεταβολή του από κοινωνικό κόμμα σε κοινωνικό στρώμα του κράτους, διαβρώνεται από διεθνείς και εγχώριους παράγοντες, χάνει διαρκώς την αυτονομία του, η εξέλιξή του ελέγχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από εξωκομματικές δυνάμεις και τελικά μεταμορφώνεται στο ακριβώς αντίθετό του. Όπως και γενικότερα να μελετηθούν οι διεθνείς εμπειρίες της αριστεράς προς την εξουσία[26].
Αν και πρέπει να σημειωθεί ότι οι σημερινές συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές, πρωτόγνωρες σε σχέση με τις εμπειρίες του 20ου αιώνα και προσδιορίζονται από την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου, εργασίας, αγαθών, υπηρεσιών. Πράγμα που σημαίνει ότι μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση της αριστεράς, μπορεί να είναι και μια εν δυνάμει αντι-ΕΕ κυβέρνηση, εφόσον αρνείται το μνημονιακό καθεστώς διεθνούς ενσωμάτωσης της χώρας και εσωτερίκευσης σχέσεων και μηχανισμών ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, αποφασισμένη, προετοιμαζόμενη, οργανωνόμενη και αποδεχόμενη την προοπτική σύγκρουσης με τον ευρωπαϊκό πολιτικό και οικονομικό μηχανισμό της δικτατορίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, ανοίγοντας τη γεωπολιτικού-γεωοικονομικού χαρακτήρα συζήτηση για τη στρατηγική κατεύθυνση της χώρας αναφορικά με τις περιφερειακές ολοκληρώσεις (Ε.Ε., Διατλαντική Ένωση[27], Ευρασιατική Ένωση), αλλά και τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο λαϊκός αντι-ευρωπαϊσμός και ευρωσκεπτικισμός στην Ελλάδα, για λόγους που και εμείς στο παρελθόν έχουμε αναλύσει, αλλά και στον ευρωπαϊκό Νότο έχει (ακόμα) αριστερό κατά βάση πρόσημο, σε αντίθεση με τις δυτικές, βόρειες και ανατολικές κοινωνίες της Ευρώπης που έχει δεξιό πρόσημο, όπως έδειξαν και τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών.        
 Σε μια περίοδο που λόγω του συνεχούς βαθέματος της κρίσης, μειώνεται η δυνατότητα του χρόνου, με την έννοια των υλικών όρων   αναπαραγωγής, του κάθε εργαζόμενου να συμμετέχει ενεργητικά στον πολιτικό αγώνα. Με όρους θεωρητικούς μειώνεται ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος αναπαραγωγής όπως προσδιορίζεται από το κάθε φορά διαμορφούμενο επίπεδο αναγκών συντήρησης και αναπαραγωγής της εργασιακής/ επαγγελματικής δύναμης και αυξάνεται ο χρόνος της απλήρωτης εργασίας και ο βαθμός εκμετάλλευσης. Με άλλα λόγια ο χρόνος με την έννοια των υλικών όρων και προϋποθέσεων δυνατότητας συμμετοχής, συρρικνώνεται δραματικά. Διαμορφώνονται καθημερινά οι υλικοί όροι απόσυρσης κοινωνικών και πολιτικών αγωνιστών. Παραμένουν οι «επαγγελματίες» της πολιτικής, το κόμμα γραφειοκρατικοποιείται και αναπαράγεται στο εσωτερικό του ο αστικός καταμερισμός εργασίας, με τη «βοήθεια» των ΜΜΕ για την καθιέρωση των «επίσημων στελεχών». Ο χώρος της μισθωτής εργασίας τσακίζεται, ενώ η μικροϊδιοκτησία-μικροπαραγωγή- αυτοαπασχόληση, αλλά και η δημόσια γη έχουν ορισθεί ως οι εχθροί του μνημονιακού τύπου συσσώρευσης, που πρέπει να απαλλοτριωθούν. Η στρατηγική της «φτηνής ανάπτυξης».[28]Η νεολαία κινείται πιο πολύ στη λογική της ανάθεσης, παρά της ένταξης[29], αν δεν ακολουθεί το δρόμο της μετανάστευσης. Χωρίς κίνημα νέων ανθρώπων, δεν υπάρχει λαϊκό κίνημα, δεν υπάρχει ελπίδα και προοπτική για τη χώρα.
  Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ουσιαστικά ανοίγονται δύο δρόμοι. Ο ένας της κυριαρχίας του δρόμου της συστημικής ενσωμάτωσης, που σημαίνει αποδοχή του μνημονιακού δρόμου στις παρούσες συνθήκες. Στο πλαίσιο αυτό αναπαράγονται συζητήσεις για κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών, για κυβερνήσεις συνεργασίας με σχήματα της καλούμενης κεντροαριστεράς. Προθάλαμο αποτέλεσε η φιλολογία περί κομμάτων του συνταγματικού τόξου και των αντιφασιστικών ψευτομετώπων με τον Βενιζέλο και τον Σαμαρά.  Επιχειρείται από τις δυνάμεις του μνημονίου, τις δυνάμεις εσωτερίκευσης της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και συνάρθρωσης με τις εγχώριες κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις, η ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς ήδη από το Φθινόπωρο του 2013, πότε με τους ‘58’, πότε με το Ποτάμι, πότε με τη ΔΗΜΑΡ και την Προοδευτική Συνεργασία και πότε με τις Ελιές και τη «Δημοκρατική Παράταξη» [30]. Οι αντιθέσεις μεταξύ «ηγετικών» παραγόντων της κεντροαριστεράς δυσχεραίνουν την κίνηση ενοποίησης. Στην προηγούμενη φάση την ακύρωσαν. Από την άλλη η εκλογή του Γραμματέα του ΠΑΣΟΚ στο Ευρωκοινοβούλιο, λόγω της πανελλαδικής δικτύωσης του συγκεκριμένου –προσωποπαγούς- μηχανισμού σε ΟΤΑ, συνδικάτα, ΔΣΑ και ΤΕΕ, μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα της οργανωτικής ανασυγκρότησης του κεντροαριστερού χώρου. Στόχος είναι η ενοποίηση του χώρου αυτού και η πίεση προς τον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να αποδυναμώσει την αντιμνημονιακή του κατεύθυνση, τη νεοκομμουνιστική- εθνολαϊκιστική γραμμή του[31] για να γίνει δυνατή η κυβέρνηση συνεργασίας. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσονται τυχόν στρατολογήσεις βουλευτών της υπό διάλυση ΔΗΜΑΡ ή προσχωρήσεων στελεχών υποστηρικτών του γιωργακικού ή σημιτικού ΠΑΣΟΚ. Όσο πλησιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία πάσης φύσεως τυχοδιωκτικά στοιχεία θα πιέζουν για την ένταξη και αναρρίχησή τους, που θα είναι φορείς της αντικειμενικής πίεσης για συνεργασία με την κεντροαριστερά και ενσωμάτωση στη στρατηγική του μνημονιακού κράτους. Εξελίξεις προδήλως αρνητικές για όσους αγωνίζονται μέσα από τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ για μια αντιμνημονιακή και σοσιαλιστική προοπτική. Εδώ μια σύντομη παρένθεση. Τόσο η γραμμή όλα τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ να ενταχθούν στο ΣΥΡΙΖΑ (πρακτικά η άποψη της πλειοψηφίας), όσο και η γραμμή κανένα στέλεχος του ΠΑΣΟΚ να μην ενταχθεί στο ΣΥΡΙΖΑ (πρακτικά η άποψη της αριστερής πλατφόρμας), είναι αμφότερες λανθασμένες, γιατί αντιλαμβάνονται το ΠΑΣΟΚ ως «ενιαίο συμπαγές πράμα», όπως θα έλεγε και ένας υποψήφιος ευρωβουλευτής. Αν ήταν έτσι, τα πράγματα θα ήταν πολύ εύκολα.
Ο άλλος δρόμος είναι η ενδυνάμωση της μαζικής αντιμνημονιακής πάλης. Μέσα από τη συνάρθρωση του εθνικού με τον κοινωνικό αγώνα σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ να απευθυνθεί στις λαϊκές τάξεις και τα μικροαστικά στρώματα που είναι εγκλωβισμένα στα μνημονιακά κόμματα, κεντροαριστερά ή δεξιά. Όχι με λόγο που διχάζει ή μας πολώνει απέναντι στις λαϊκές τάξεις. Είναι ενδεικτικό ότι στο ευρωψηφοδέλτιο των Ανεξαρτήτων Ελλήνων – που μόνον τυχαία δεν είναι η διαρκής επιχείρηση αποσύνθεσης του κόμματος αυτού - πρωτεύουν υποψήφιοι που δεν κατατάσσονται στην παραδοσιακή δεξιά (Μαριάς, Ρωμανιάς, Μαρκάτος, Γεωργαντά, Ζουράρις). Δεν μπορούμε και είναι ανεπίτρεπτο να χαρίζουμε λαϊκό κόσμο που χτυπιέται από τις μνημονιακές πολιτικές στο φασισμό και τη Χρυσή Αυγή. Είναι εφικτή υπό προϋποθέσεις η συγκρότηση ενός ηγεμονικού εθνικολαϊκού αντιμνημονιακού κοινωνικού μπλοκ που θα διεκδικήσει την αυτοδυναμία στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές όποτε και αν γίνουν. Στις παρεμβάσεις του Αλέξη Τσίπρα στο ευρωντιμπέιτ, στη σειρά της εκλογικής καταγραφής σε σταυρούς προτίμησης στο Ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ[32], αποτυπώνεται ξεκάθαρα ποιά γραμμή είναι μαζική και ηγεμονική και ποιά όχι. Η γραμμή της ενότητας του εθνικού με το κοινωνικό (Γλέζος, Σακοράφα, Κατρούγκαλος, Χρυσόγονος) και το σύμβολο του ταξικού- εργατικού αγώνα (Κούνεβα)[33] οδηγεί σε μια λαϊκή αντιμνημονιακή δημοκρατική κυβέρνηση της αριστεράς με αυτοδύναμη προοπτική. Η γραμμή του διαχωρισμού του εθνικού από το κοινωνικό οδηγεί σε κυβερνήσεις συνεργασίας και εναλλαγή στο πλαίσιο του μνημονίου.
Τον Ιούλιο του ’74, από το Βίντερτουρ της Ελβετίας τη γενέθλια πόλη του ΠΑΣΟΚ, στην τελευταία συνεδρίαση του Ε.Σ. του ΠΑΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτήρισε, μεταξύ άλλων, την παράδοση της κυβέρνησης από τους χουντικούς στον Κων/νο Καραμανλή, ως αλλαγή φρουράς στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ[34]. Ήταν η ριζοσπαστική αρχή της ριζικής αμφισβήτησης της αστικής στρατηγικής κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, η οποία τελικά κατέληξε στην αποδοχή της με σημαντικά όμως οφέλη για τις κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις την πρώτη περίοδο. Σήμερα οι δυνάμεις της εσωτερίκευσης, της αποικιοποίησης και εκποίησης της χώρας πιέζουν για μια αλλαγή φρουράς στο πλαίσιο του μνημονίου. Μια αριστερά αντάξια της ιστορίας της, μα και των σύγχρονων αναγκών των κυριαρχούμενων τάξεων πρέπει να αρνηθεί εμπράκτως αυτή την προοπτική. Διαφορετικά θα αυτοαναιρεθεί. Με τραγικές συνέπειες.

      
         
         




[1] Μέλος Ο.Μ. ΣΥΡΙΖΑ Δικηγόρων και Σ.Ε. Νέου Αγωνιστή- Δίκτυο Αριστερών Σοσιαλιστών. Γράφτηκε 1-6-2014.
[2] Πουλαντζάς Ν., Οι κοινωνικές τάξεις  στον σύγχρονο καπιταλισμό, εκδ. Θεμέλιο 2001, σελ. 57, υποσημ. 3.
[3] Πουλαντζάς Ν., οπ.π.., σελ. 52-53
[4] Πουλαντζάς Ν., οπ.π., σελ. 56
[5] Βερναρδάκης Χ., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1974-1985. Σχέσεις εκπροσώπησης και σχέσεις νομιμοποίησης στο φως του πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού, Διδακτορική Διατριβή, 1995, σελ. 5
[6] Βλ. Η διαμόρφωση των μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων και η εστία ενιαίου κόμματος, στο συλλογικό Έξοδος. Στο δρόμο για τη λαϊκή μεταπολίτευση, εκδ. Τετράδια/Νέος Αγωνιστής, 2012, σελ. 191 επ.
[7] Περιοδικό Τετράδια, Αφιέρωμα στο ΕΑΜ και Δημοκρατικός Πατριωτισμός, τχ. 64ο/2014.
[8] Οι εκλογές στην Ελλάδα έχουν μια κεντρικότητα, ίσως αυξημένη σε σχέση με τους δυτικοευρωπαϊκούς κοινωνικούς σχηματισμούς, λόγω της διάσπαρτης μικροϊδιοκτητικής δομής και του σχετικά χαμηλού  βαθμού συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης κεφαλαίου και παραγωγής,. Είναι η υλική βάση του φαινομένου της υπερπολιτικοποίησης των κοινωνικών αντιθέσεων. Έκφραση αυτή της πραγματικότητας είναι απόλυτη σχεδόν κομματική παραταξιοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος. Ο μισθωτός πρώτα είναι μέλος του κόμματος και μετά ιδρύει ή συμμετέχει- αν συμμετέχει- στο συνδικάτο. Η πρώτη φάση του εργοστασιακού συνδικαλισμού ’74-’76, αποτελεί ακριβώς την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν τη συνέχεια του εργοστασιακού συνδικαλισμού και τις επόμενες φάσεις του μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές κατά την τελευταία δεκαετία μειώνεται και τείνει να πλησιάζει τα αντίστοιχα των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών. Πιθανώς η εξέλιξη αυτή έχει να κάνει με την εμπέδωσει στους πολίτες της πραγματικής στρατηγικής  σύγκλισης των βασικών κομμάτων του μεταπολιτευτικού δικομματισμού στα πλαίσια των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Η ανταγωνιστική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στη μνημονιακή συγκυρία αποτελεί  ανατροπή της διαδικασίας στρατηγικής σύγκλισης, προκαλώντας ανάσχεση στην τάση μείωσης του ποσοστού συμμετοχής.  
[9] Βλ. ενδεικτικά Πανταζόπουλος Α. Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός, 2008-2013, εκδ. Επίκεντρο, 2013.
[10] Για τη σχετική εκδήλωση βλ. www.neosagonistis.org
[11] Βλ. Σχετικά με το ενιαίο κόμμα, εφημερίδα Αυγή της Κυριακής, 15-7-2012. 
[12] Βλ. ενδεικτικά και το από 13-12-2013 κείμενό μας Η πρόταση του ΚΕΑ και η ιδιαιτερότητα της ελληνικής αριστεράς, στο www.neosagonistis.org  
[13] Βλ.  Βερναρδάκης Χ., Ευρωεκλογές 2014: Η εκλογική γεωγραφία του εκλογικού σώματος, στο  tvxs.gr
[14] Οι πολιτικές επιλογές έχουν το ρίσκο τους και κρίνονται από το αποτέλεσμα. Το 1992 ο Ανδρέας Παπανδρέου πήρε την απόφαση να προκαλέσει επαναληπτικές εκλογές στη Β΄ Αθηνών, δίνοντας δημοψηφισματικό χαρακτήρα καταψήφισης της τότε κυβέρνησης, μεθοδεύοντας διαδοχικές παραιτήσεις των επιλαχόντων βουλευτών της Β΄ Αθηνών μετά την έκπτωση του Δ. Τσοβόλα από το βουλευτικό αξίωμα ως παρεπόμενη συνέπεια της απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου Η ισχυρή ήδη από το 1990  εσωκομματική αντιπολίτευση και εντός ΕΓ ήταν αντίθετη με την απόφαση του Α.Π. Ο ΣΥΝ αποφάσισε επισήμως αποχή από την επαναληπτική εκλογή της 5ης-4-1992, χαρακτηρίζοντάς την ως παρωδία. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη νομοθέτησε την άρση της υποχρεωτικότητας της ψήφου προκειμένου να υποβοηθήσει την αποχή, καθώς η ΝΔ είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα πάρει μέρος στην επαναληπτική εκλογή, προβάλλοντας τον Βασίλη Λεβέντη, επιδιώκοντας να «γραφικοποιήσει» τη διαδικασία. Το αποτέλεσμα ήταν καταλυτικό. Οι ψηφοφόροι της Β΄ Αθηνών προσήλθαν μαζικά στις κάλπες. Το ΠΑΣΟΚ από 293.070 ψήφους που είχε λάβει τον Απρίλιο 1990, εκτοξεύεται στις 397.721, σημειώνοντας αύξηση περίπου 30%. Εκτοτε η εσωκομματική αμφισβήτηση σταμάτησε (μέχρι τις βουλευτικές εκλογές Οκτωβρίου 1993), η κυβέρνηση απώλεσε την πρωτοβουλία των κινήσεων και το τέλος της ήταν προδιαγεγραμμένο. βλ. Λυγερός Σ., Το παιχνίδι της εξουσίας, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, 1996, σελ. 213 επ.
[15] Βλ. ενδεικτικά άρθρο του Βασίλη Πάικου, Το σχήμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» έχει εξαντλήσει τα όρια του, εφημ. Αυγή της Κυριακής, 16-2-2014.
[16] Βλ. την από 23-4-2014 ανακοίνωση του Νέου Αγωνιστή για το θέμα της Σαμπιχά Σουλεϊμάν, www.neosagonistis.org
[17] Βλ. Το  άρθρο Εκεί ψηλά στη Θράκη, εφημ. Αυγή, 23-4-2014
[18] Ο ρόλος και η παρουσία των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων, τμήματος των μικρομεσαίων με την πασοκική ορολογία της εποχής, δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο ισχυρός, όσο πολλές φορές πιστεύεται.
[19] Πουλαντζάς Ν. Μπορεί να γίνει η ενότητα των δυνάμεων της αλλαγής, εφημ. Τα Νεα, 1978, αναδημοσιεύεται στο Παπασαραντόπουλος Π. (επιμ), ΠΑΣΟΚ και εξουσία, εκδ. Παρατηρητής, 1980, σελ. 413 επ.
[20]  3ο συνέδριο ΚΚΕ εσωτερικού, στο Κομμουνιστική Θεωρία και Πολιτική, τχ. 44/1982. 
[21] Θέσεις Κ.Ε. για το 10ο συνέδριο ΚΚΕ (1978) και 11ο συνέδριο ΚΚΕ- Ντοκουμέντα εκδ. της ΚΕ του ΚΚΕ (1982), όπου διατυπώνεται η άποψη ότι το ΠΑΣΟΚ είναι κόμμα του μικροαστικού σοσιαλισμού (1978) ή ιδιότυπο σοσιαλρεφορμιστικό κόμμα (1982).
[22] Διακήρυξη κυβερνητικής πολιτικής- Συμβόλαιο με το Λαό, Γραφείο Εκδόσεων ΚΕΜΕΔΙΑ ΠΑΣΟΚ 1981
[23] Βερναρδάκης Χ., οπ.π. σελ. 67 επ.
[24] Σακελλαρόπουλος Σ., Η Ελλάδα στη μεταπολίτευση.Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988, εκδ. Α.Α. Λιβάνη, 2001
[25] Για το φαινόμενο του κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου βλ. 2η Σύνοδος Κ.Ε. ΠΑΣΟΚ, Εθνική Λαϊκή Ενότητα-Δημοκρατική Πολιτική Δράση, Επιτροπή Εκδόσεων ΠΑΣΟΚ, 1978, σελ. 13 επ.
[26] Μπελαντής Δ., Αριστερά και εξουσία. Ο «δημοκρατικός δρόμος» προς τον σοσιαλισμό, εκδ. Τόπος 2014.
[27] Κωτσακά- Καλαϊτζιδάκη Δ., Η συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου ΗΠΑ-ΕΕ δεν είναι εμπορική συμφωνία, εφημ Αυγή της Κυριακής, Ενθέματα, 1-6-2014.
[28] Σταθάκης Γ., Οι δύο στρατηγικές εξόδου από την κρίση, εφημ. Αυγή της Κυριακής, 1-6-2014.
[29] Αυτό είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στον ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ προηγείται μακράν των άλλων κομμάτων μεταξύ των νέων ψηφοφόρων (18-24), αδυνατεί να έχει μια ουσιαστική και οργανωμένη παρέμβαση ακριβώς στη συγκεκριμένη κοινωνική κατηγορία. Εδώ – κατά τη γνώμη μας- παίζει αρνητικό ρόλο η κυρίαρχη γραμμή της μεταμοντέρνας αριστεράς στις οργανωμένες κομματικές δυνάμεις των Νέων ΣΥΡΙΖΑ.
[30] Προδικτατορικά η ενοποίηση των κεντρογενών δυνάμεων που οδήγησε στη δημιουργία της Ένωσης Κέντρου το 1961, έγινε κατόπιν παρέμβασης της αμερικανικής πρεσβείας λόγω της ανάδειξης της ΕΔΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 1958. Άλλο αν στη συνέχεια η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα μέσα από τον Ανένδοτο και τα Ιουλιανά ανέτρεψε  τους συσχετισμούς δυνάμεων εντός της ΕΚ.  
[31] Βλ. Σύμφωνα με την ορολογία της  Έκκλησης-Πρόσκλησης των 58 για μια Δημοκρατική Προοδευτική Παράταξη, εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 14-10-2013
[32] Βλ. Την από 15-4-2014 Πρόταση Νέου Αγωνιστή για την υποψηφιότητα του Μανώλη Γλέζου στις ευρωεκλογές, στο www.neosagonistis.org  Η πρόταση υιοθετήθηκε στις 24-4-2014, εφημ. Αυγή, 25-4-2014. 
[33] Για την κοινωνική και εργασιακή ζούγκλα  που επικρατεί στις εταιρείες παροχής υπηρεσιών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, σαφές πρότυπο για τις μνημονιακές εργασιακές σχέσεις, το εξαιρετικό φιλμ του Κέν Λόουτς, Ένας ελεύθερος κόσμος, 2007.
[34] Βασιλειάδης Δ., Η έκτακτη συνεδρίαση της ηγεσίας του ΠΑΚ στις 27-28 Ιουλίου 1974 στο Βίντερτουρ της Ελβετίας, περ. Τετράδια, τχ. 48ο/2003.