Του Γιώργου Μαργαρίτη, καθηγητή
Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο ΑΠΘ
Πρόλογος ΟΙΚΟΝΙΚΗΣ : Ο Γ.
Μαργαρίτης ασκεί σκληρή κριτική στις ιδεολογικές «παρέες» του ΣΥΡΙΖΑ, όμως θα ήταν πολύ «ημετεροκρατικό» το
να κάνουμε έξωση αυτής της κριτικής.. Ορισμένα σημεία των θέσεων του Μαργαρίτη :
………Θα ήταν εύλογο να
αποφεύγουν χώροι που επικαλούνται την αριστερά και τους εργαζόμενους τέτοιου
είδους πολιτικές [σημ. Οικονικής : πολιτική Σχεδίου
Μάρσαλ] και να μην τις
χρησιμοποιούν ως λάβαρα των δικών τους πολιτικών σχεδιασμών.
…….Πολλές
βαρύγδουπες κουβέντες [σημ. Οικονικής : ομιλία του
Μπαντιού] για να περιγραφεί το
τίποτα. Είναι, με παραλλαγές, ο ίδιος λόγος που διέδιδε η Σοσιαλιστική Διεθνής
του Γεωργίου Ανδρέα Παπανδρέου ή, αν θέλετε, το τίποτα που διατρέχει το
θεωρητικό υπόβαθρο των «μη κυβερνητικών οργανώσεων» που θεοποιήθηκαν κάποτε
-και ξέρουμε πλέον όλοι μας το γιατί. Προσωπικά το μόνο που με εντυπωσίασε ήταν
η επιμονή του Μπαντιού στο να καταστήσει τον Καρλ Μαρξ συνένοχο των παραπάνω
ασήμαντων: Στον διακηρυγμένο Διεθνισμό του Μαρξ ο Μπαντιού ισχυρίστηκε ότι
βλέπει το αίτημα για ενιαίο κόσμο!
………Για τα ζητήματα της
τρέχουσας πολιτικής ο Μπαντιού μίλησε πιο «ανοιχτά» στην συνέντευξη που έδωσε
στη δημοσιογράφο της «Καθημερινής» Αλεξία Κεφαλά και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της
2ας του Φλεβάρη της εφημερίδας. Εκεί, αφού αποκάλυψε ότι υποστηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ
(αυτό δα έλειπε…), προσδιόρισε με ακρίβεια το σημερινό πρόβλημα της Ευρώπης: «Η Ευρώπη χρειάζεται ηγέτες όπως ο Ντε Γκωλλ (…) [Ο Ντε Γκωλλ] ήρθε στην εξουσία με τα χέρια
και τις τσέπες άδειες αλλά τα κατάφερε…». Ενθουσιασμένη η δημοσιογράφος της
«Καθημερινής», αφού υπογράμμισε ποικιλοτρόπως ότι αυτή είναι η (σωστή)
αριστερά, έβαλε το συμπέρασμα αυτό στην επικεφαλίδα του άρθρου της.
ΟΛΟ ΤΟ
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ
Στην εφημερίδα «Αυγή», στα έντυπα που στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά
και στον πολιτικό λόγο των στελεχών του, βλέπουμε συχνά να εμφανίζονται και να
προβάλλονται συγκεκριμένες πολιτικές, φιλοσοφικές ή οικονομικές θεωρίες και οι
αντίστοιχοι θεωρητικοί που τις προώθησαν ή τις εφάρμοσαν. Μερικές από τις
θεωρίες και τις πολιτικές που αναφέρονται πιο συχνά ξενίζουν: Η πυκνά επαναλαμβανόμενη
επίκληση του «New Deal» ή του «Σχεδίου Μάρσαλ» και μάλιστα ως «υποδειγμάτων»
αντιμετώπισης της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα είναι χαρακτηριστικό
παράδειγμα. Το μεν πρώτο είναι η πολιτική που εφάρμοσαν στις ΗΠΑ οι πρόεδροι
Χούβερ και ειδικά ο Ρούσβελτ -που έδωσε και το όνομα New Deal στα μέτρα- για
την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης του 1929. Η πολιτική αυτή έσωσε
προφανώς τον αμερικανικό καπιταλισμό, τις τράπεζες σε προτεραιότητα και
επέτρεψε τη δημιουργία νέων ισχυρών μονοπωλίων (της «Μπόινγκ» για παράδειγμα).
Είναι απόλυτα ψευδές, όμως, ότι οδήγησε εκτός της κρίσης και της φτώχειας τα
εκατομμύρια των Αμερικανών εργαζομένων. Στα 1941, όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο το ποσοστό των ανέργων βρισκόταν ακόμα στο 17%!
Το «Σχέδιο Μάρσαλ» θα έπρεπε να το γνωρίζουμε καλά στην Ελλάδα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον Εμφύλιο Πόλεμο τα κονδύλια του «σχεδίου» αυτού
ενίσχυσαν τη νέα άρχουσα τάξη, τις οικονομικές ελίτ δηλαδή που βρίσκονταν σε
κρίση και σε κίνδυνο στα χρόνια του Εμφυλίου. Από απλή μάλλον σύμπτωση οι
επιχειρηματίες κάθε είδους που ενισχύθηκαν από αυτά τα κονδύλια ήσαν πάνω κάτω
οι ίδιοι που είχαν θησαυρίσει (κυριολεκτούμε) στην περίοδο της Κατοχής,
«εργαζόμενοι» για την οικονομία πολέμου του Γ’ Ράιχ και της Νέας Ευρώπης. Το
ίδιο, σε πιο ήπιες συνθήκες, έγινε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, σε τρόπο ώστε ο
καπιταλισμός να αποκτήσει εκείνους τους συσχετισμούς που θα του επέτρεπαν να
αντιμετωπίσει τον «εσωτερικό εχθρό», τους εργαζόμενους, τους κομμουνιστές. Για
το λόγο αυτό η εφαρμογή του «Σχεδίου Μάρσαλ» θεωρείται αφετηρία του Ψυχρού
Πολέμου στην Ευρώπη. Στην Ολλανδία μάλιστα δόθηκε «ειδικό συμπλήρωμα» από το
«Σχέδιο» για να καταπνίξει στο αίμα τη γενικευμένη εξέγερση του λαού της
Ινδονησίας - που ήταν ως τότε αποικία της ευρωπαϊκής αυτής χώρας.
Θα ήταν εύλογο να
αποφεύγουν χώροι που επικαλούνται την αριστερά και τους εργαζόμενους τέτοιου
είδους πολιτικές και να μην τις χρησιμοποιούν ως λάβαρα των δικών τους
πολιτικών σχεδιασμών. Παραδόξως (;) ο ΣΥΡΙΖΑ, τα έντυπά του και τα στελέχη του δεν
αισθάνονται αυτήν την ανάγκη.
. . .
Καθώς όμως η δίψα που διακατέχει τον ΣΥΡΙΖΑ στην αναζήτηση «νέων»
θεωριών είναι ασίγαστη, ας αφήσουμε τις οικονομικές θεωρίες, στις οποίες
αξίζει, λόγω «κεϋνσιανισμού», να επανέλθουμε. Ας στραφούμε λίγο στην επικαιρότητα
για να ιχνηλατήσουμε το χαοτικό θεωρητικό υπόστρωμα του αυτοπροσδιοριζόμενου ως
κόμματος της αριστεράς.
Στα τέλη του Γενάρη 2014, έφθασε στην Αθήνα ο Γάλλος πολιτικός
φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού. Οι διαλέξεις του αποτέλεσαν εγερτήριο σάλπισμα για το χώρο
του ΣΥΡΙΖΑ και, εν μέρει, του αριστερισμού. Και στις τρεις διαλέξεις επικράτησε
το αδιαχώρητο στις αίθουσες των εκδηλώσεων -ειδικά στην τρίτη διάλεξη, την πιο
«πολιτική». Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, τη διάλεξη αυτή οργάνωσαν,
σύμφωνα με την ιστοσελίδα «ΧΡΟΝΟΣ», η Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, η παράταξη «ΑΝΟΙΚΤΗ
ΠΟΛΗ», το περιοδικό ψυχανάλυσης «Αλήθεια» με την υποστήριξη του Ινστιτούτου
«Νίκος Πουλαντζάς».
Στην ομιλία του ο Γάλλος φιλόσοφος ανέλυσε τα κεντρικά προβλήματα
του σημερινού κόσμου. Διαπίστωσε κατ’ αρχήν ότι ενώ έχουν περάσει είκοσι και
πλέον χρόνια από την κατεδάφιση του «τείχους του Βερολίνου», τείχη εξακολουθούν
να χτίζονται λίγο πολύ παντού. Τότε το «τείχος» χώριζε τον «ανατολικό
ολοκληρωτισμό» από τη «δυτική δημοκρατία», σήμερα τα τείχη χωρίζουν τον
«πλούσιο βορρά» από το «φτωχό νότο». Ακόμα και στο εσωτερικό των χωρών τα
τείχη, διαπιστώνει, εξακολουθούν να υπάρχουν: Παλαιά χώριζαν τον κόσμο σε
εργατική τάξη και σε αστική τάξη, σήμερα χωρίζουν τους «ευδαιμονούντες» (αυτούς
που απολαμβάνουν) από τους «στερημένους»! Στους αναγνώστες των βασικών έργων
του Καρλ Μαρξ οι παραπάνω διαπιστώσεις ίσως φανούν ρηχές ή ακόμα και απλοϊκές.
Η πάλη των τάξεων προφανώς προϋποθέτει διαφορές, διαχωρισμούς, εχθρότητες,
συγκρούσεις, τείχη. Είναι περίεργο που ο Γάλλος φιλόσοφος που αναφέρεται στον
Μαρξ επίμονα -σε κάθε τρίτη παράγραφο των κειμένων του- να απαξιώνει τόσο
αφαιρετικά τις μαρξιστικές αναλύσεις.
Η καίρια όμως διαπίστωση που ο Μπαντιού κτίζει πάνω σε αυτές τις
πρώτες επισημάνσεις είναι η ίδια η κατάσταση του κόσμου. Διαπιστώνει ότι δεν
υπάρχει «ενιαίος κόσμος». Ο διαχωρισμός και τα τείχη καταργούν αυτόν τον ενιαίο
κόσμο, δηλαδή, προσθέτει, την Ανθρωπότητα. Καθότι, ο κόσμος του ξέφρενου
καπιταλισμού και των πλούσιων δημοκρατιών είναι «ψεύτικος κόσμος» και ξεπετά
τους πολλούς σε «έναν Άλλο Κόσμο» (ομολογώ αυτό είναι πετυχημένο!). Άρα τι
κάνει και τι οφείλει να κάνει η αριστερά; Είναι απλό: Η αριστερά πρέπει να
τοποθετήσει τη δημιουργία «ενιαίου κόσμου» ως κεντρικό πολιτικό της σύνθημα και
στόχο. Να διακηρύξει ότι ο κόσμος είναι ένας: Η Ανθρωπότητα!
Διαισθανόμενος, ίσως ο Γάλλος φιλόσοφος, ότι η διεκδίκηση της
ενιαίας Ανθρωπότητας μπορεί να φέρει τη θεωρία του σε αντιπαράθεση με το
ατομικό, έσπευσε να την ακυρώσει εν μέρει στη συνέχεια, δηλώνοντας ότι «ο
ενιαίος κόσμος δεν αντιμάχεται τις ταυτότητες». Οι τελευταίες αυτές είναι
μάλιστα δύο ειδών: Οι έχουσες θετικό πρόσημο -εκείνες δηλαδή που διάκεινται
θετικά απέναντι στον Άλλο- και οι έχουσες αρνητικό -που αντιμετωπίζουν
δηλαδή εχθρικά τον Άλλο. Και καθώς το πρακτικό παράδειγμα που βρήκε για να
στοιχειοθετήσει επί του συγκεκριμένου τις απόψεις του ήταν η μετανάστευση,
δήλωσε ότι η απέναντι στους μετανάστες πολιτική πρέπει να έχει ως στόχο την
«καλλιέργεια μιας δημιουργικής ταυτότητας» (developper une identite creatrice)
(;!).
Δεν είμαι ιδιαίτερα πεισμένος ότι η Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ και οι
άλλοι παράγοντες της Αριστεράς και της Προόδου που παρακολούθησαν ξεκαθάρισαν
το θεωρητικό και πολιτικό τους υπόβαθρο ακούγοντας ετούτη τη διάλεξη. Πρέπει να
παραδεχθούμε όμως ότι η τελευταία βρισκόταν απόλυτα μέσα στο τρέχον πνεύμα της
ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Πολλές βαρύγδουπες κουβέντες για να περιγραφεί το
τίποτα. Είναι, με παραλλαγές, ο ίδιος λόγος που διέδιδε η Σοσιαλιστική Διεθνής
του Γεωργίου Ανδρέα Παπανδρέου ή, αν θέλετε, το τίποτα που διατρέχει το
θεωρητικό υπόβαθρο των «μη κυβερνητικών οργανώσεων» που θεοποιήθηκαν κάποτε
-και ξέρουμε πλέον όλοι μας το γιατί. Προσωπικά το μόνο που με εντυπωσίασε ήταν
η επιμονή του Μπαντιού στο να καταστήσει τον Καρλ Μαρξ συνένοχο των παραπάνω
ασήμαντων: Στον διακηρυγμένο Διεθνισμό του Μαρξ ο Μπαντιού ισχυρίστηκε ότι
βλέπει το αίτημα για ενιαίο κόσμο!
Για τα ζητήματα της τρέχουσας πολιτικής ο Μπαντιού μίλησε πιο
«ανοιχτά» στην συνέντευξη που έδωσε στη δημοσιογράφο της «Καθημερινής» Αλεξία
Κεφαλά και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 2ας του Φλεβάρη της εφημερίδας. Εκεί,
αφού αποκάλυψε ότι υποστηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ (αυτό δα έλειπε…), προσδιόρισε με
ακρίβεια το σημερινό πρόβλημα της Ευρώπης: «Η Ευρώπη χρειάζεται ηγέτες όπως ο
Ντε Γκωλλ (…) [Ο Ντε Γκωλλ] ήρθε στην εξουσία με τα χέρια και τις τσέπες άδειες
αλλά τα κατάφερε…». Ενθουσιασμένη η δημοσιογράφος της «Καθημερινής», αφού
υπογράμμισε ποικιλοτρόπως ότι αυτή είναι η (σωστή) αριστερά, έβαλε το
συμπέρασμα αυτό στην επικεφαλίδα του άρθρου της. Για να το εμπεδώσουν δε οι
αναγνώστες της συντηρητικής εφημερίδας, ο Αλέξης Παπαχελάς το επανέφερε στο
φύλλο της 5ης του Μάρτη, με αφορμή την Ουκρανία - ένας Ντε Γκωλλ, μια Θάτσερ θα
είχαν κάνει πόλεμο… Όχι όπως οι σημερινοί νερόβραστοι!
. . .
Πέρα από αυτά τα οποία περιλαμβάνονταν στην επί τούτου ομιλία του
Αλέν Μπαντιού, η «Αυγή» ανέλαβε να προσδιορίσει τα πλέον δυσνόητα σημεία της
σκέψης του. Στην «Αυγή» της 19ης του Γενάρη στο άρθρο του Δημήτρη Βεργέτη,
διευθυντή του περιοδικού «Αλήθεια», διαπιστώνεται στο ξεκίνημα η συνεισφορά του
Μπαντιού στην αριστερή θεωρία: «Το "βελούδινο διαζύγιο" της πολιτικής
από τη φιλοσοφία υπήρξε μια μάστιγα στην ιστορία του μαρξισμού, τροφοδοτούμενη
από το θρίαμβο του σταλινισμού και των ευπρεπισμένων μεταλλάξεών του. Ο
Μπαντιού είναι ο στοχαστής που επανασύνδεσε την πολιτική με τη φιλοσοφία,
εισάγοντας στην πολιτική τη βαθμίδα του υποκειμένου…».
Με βάση την παραπάνω διακήρυξη, πρόκειται οπωσδήποτε για «ολική
επαναφορά» του μαρξισμού και για αποκατάσταση της φυσιολογικής -ερήμην σταλινισμού-
εξέλιξης της ιστορίας του. Η ανάλυση όμως της παραπάνω θέσης προσκρούει στα
δύσκολα. Προσπερνoύμε φράσεις ασύλληπτης διαύγειας -«(η) απρόβλεπτη ανάδυση της
ρηξιγενούς τυπικής του συμβάντος» (sic)- για να εντοπίσουμε την ουσία της
«αποκατάστασης» του μαρξισμού. Παραθέτω: «Το υποκείμενο μορφοποιείται μέσα σε
πολιτικές χειραφέτησης, που έχουν ως γενέθλιο λίκνο όχι την τυπική της
παραγωγής και τις συστημικές αντιθέσεις της, αλλά μια τέτοια ρήξη της οποίας η
εστία δεν είναι δομικά προδιαγραμμένη. Το συμβάν δεν συντελείται στο
προδιαγραμμένο σημείο συμπύκνωσης προσημασμένων ταξικών αντιθέσεων. Τουτέστιν
το συμβάν δεν βρίσκεται υπό την κηδεμονία της δομής. Συνεπώς, το υποκείμενο δεν
έχει ως υπόστρωμα μια ομοιογενή κοινωνική κατηγορία ή μια λειτουργική συνιστώσα
των τρόπων παραγωγής».
Για όσους δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα παραπάνω θα το πούμε
απλά: Στο όνομα της νέας «ανάγνωσης» του μαρξισμού πάλη των τάξεων δεν υπάρχει
καθότι δεν υπάρχουν τάξεις καθότι «το υποκείμενο δεν έχει ως υπόστρωμα μια
ομοιογενή κοινωνική κατηγορία». Τα παραπάνω, δε, αποτελούν κατά την «Αυγή»:
«(οι θέσεις του Μπαντιού συνιστούν) την τολμηρότερη και σημαντικότερη
αναγεννητική τομή στην ιστορία της μαρξιστικής σκέψης»... Αμ, πώς! Την
εβούλιαξαν αύτανδρη την τελευταία…
Συνακόλουθα δεν πρέπει να υπάρχει και δικτατορία του
προλεταριάτου, στην οποία ο Μπαντιού «δίνει την χαριστική βολή» (sic). «Στην
δικτατορική οργάνωση του προλεταριακού κράτους (ο Μπαντιού) αντιπαραθέτει την
πολιτική ως πεδίο οργάνωσης των συνεπειών του συμβάντος και ως διαδικασία
μορφοποίησης ενός συλλογικού "σώματος"». Και παρακάτω, «ο Μπαντιού
αναδεικνύει την ανεξάλειπτη αντινομία ανάμεσα στην πολιτική και το κράτος
"δημοκρατικό" ή "προλεταριακό"».
Και συνακόλουθα δεν χρειάζεται ούτε το κόμμα: (Ο Μπαντιού
επαναλαμβάνει ότι) «το φιάσκο όλων των παραλλαγών του κόμματος-κράτους που
προήλθαν από την τρίτη Διεθνή ανοίγει έναν ορίζοντα επανεξέτασης σ’ ό,τι αφορά
την ουσία του πολιτικού υποκειμένου». Λογικό - εδώ με τρεις ασυναρτησίες
εξολοθρεύτηκε ο Μαρξ, ο Λένιν θα τη γλίτωνε;
Ας είναι καλά οι «πλατείες», η «άμεση δημοκρατία», οι «βελούδινες
επαναστάσεις» και πάνω απ’ όλα η «Λακανική δημοκρατία». Τι είναι άραγε πιο
τραγικό; Αυτή η ανθρωποφάγος πολιτική που βλέπουμε να ξεδιπλώνεται γύρω μας ή η
στο όνομα της αριστεράς έκπτωση της πολιτικής θεωρίας -ακόμα και της αστικής-
σε μια ασυνάρτητη μεταφυσική της αναζήτησης του μικροαστικού ΕΓΩ. (δηλώνουν και
νεο-πλατωνικοί πολλοί εκ των λακανιστών - δεν αμφιβάλαμε!).
. . .
Ο Αλέν Μπαντιού ανήκει στη δεύτερη γενιά μιας «ειδικής ομάδας»
θεωρητικών της πολιτικής της οποίας οι απαρχές ανάγονται στην αρχή του Ψυχρού
Πολέμου. Στην πρώτη γενιά ο επιφανέστερος εκπρόσωπος αυτών των σχολών υπήρξε ο
ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν και σε αυτόν συχνά - πυκνά παραπέμπουν οι σημερινοί
θιασώτες αυτών των απόψεων. Ο Ζακ Λακάν είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση στην
οποία μάλλον θα χρειαστεί να επανέλθουμε. Έχοντας «σκοτεινές» ρίζες -σκοτεινές
με την έννοια ότι οι σημερινές βιογραφίες του δείχνουν αναξιόπιστες καθώς
οφθαλμοφανώς μεριμνούν για την απόκρυψη των «νεανικών σφαλμάτων» του φιλοσόφου,
δηλαδή την πρόσδεσή του στη μοναρχική - φασιστική οργάνωση «Action Francaise»
(που πρωταγωνίστησε στην απόπειρα φασιστικού πραξικοπήματος στη Γαλλία το
1934), τις σχέσεις του με τον Σαρλ Μοράς (θεωρητικό του φασισμού και του
ρατσισμού) ή ακόμα τη γοητεία που άσκησε πάνω του ο φιλόσοφος Χαϊντέγκερ, τα
χρόνια ακριβώς που ο τελευταίος έδειχνε βαθιά γοητευμένος από τη ναζιστική
στροφή της Γερμανίας. Αντίθετα -και παράξενα- οι ίδιες αυτές βιογραφίες
περιορίζονται στο να τονίσουν στις σχέσεις του Λακάν με τους σουρεαλιστές στον
ιδεολογικά ολισθηρό μεσοπόλεμο. Οπωσδήποτε το γεγονός ότι έκανε παιδί με την
γυναίκα του εκ των σουρεαλιστών Ζορζ Μπατάιγ συνηγορεί σε τούτη τη βελτιωτική
«αναθεώρηση» της προπολεμικής βιογραφίας του παρουσιαζόμενου σήμερα ως ήρωα της
αριστεράς και της προόδου...
Στη δεκαετία του 1950, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, πολλές από
τις «χαμένες ψυχές» της ευρωπαϊκής διανόησης του μεσοπολέμου «αποκαταστάθηκαν»
ζητώντας ή μη συγγνώμη για την προγενέστερη συμπεριφορά τους. Οι αποκαταστάσεις
έγιναν μέσω της Γαλλίας και μάλιστα του «πνευματικού» Παρισιού. Εκεί, λόγου
χάρη, βρήκαν απρόσμενη αίγλη οι παλαιοί θεωρητικοί της Λεγεώνας του Αγίου
Μιχαήλ και της Σιδηράς Φρουράς του ρουμανικού φασισμού: Ο Εμίλ Τσιοράν (αυτοπροσδιοριζόμενος
ως χιτλεριστής), ο Μιρσέα Ελιάντ και πολλοί άλλοι (ο σοσιαλιστικών προδιαγραφών
κατά τους βιογράφους του Ευγένιος Ιονέσκο βρέθηκε στον πόλεμο μορφωτικός
ακόλουθος της διπλωματικής αποστολής της Βασιλικής Ρουμανικής Κυβέρνησης στο
Βισί, στην κυβέρνηση Πετέν...). Το ίδιο γενικό ρεύμα έφερε στα παρασκήνια της
πολιτικής τον Ζακ Λακάν και μέσα σε αυτό άρχισε να διαμορφώνει τις θεωρίες του.
Ο μεγάλος όμως σταθμός στην αναβάθμιση αυτών των ρευμάτων υπήρξε ο
Μάης του 1968. Οι αποκατεστημένες πλέον «χαμένες ψυχές» του μεσοπολέμου
απέκτησαν πλέον αριστερά -ή μάλλον αριστερίστικα- χαρακτηριστικά
αναβαθμιζόμενοι πλέον στο Καρτιέ Λατέν και στο περίφημο «πανεπιστήμιο» της
Βενσέν (Παρίσι VIII). Ο Λακάν κλήθηκε να διδάξει εκεί διά της ψυχανάλυσης το
«νέο πνεύμα του Μάη», ενώ ο Αλέν Μπαντιού ηγήθηκε μιας «μαοϊκής» οργάνωσης, της
Ένωσης Γάλλων Κομμουνιστών (μ-λ) (UCF m-l), της οποίας η «επικίνδυνη» (αποφεύγω
τον όρο προβοκατόρικη) δράση είναι γνωστή σε όσους έζησαν στη Γαλλία την εποχή
εκείνη.
Υλικά από αυτά τα πνευματικά κινήματα χρησιμοποιήθηκαν έκτοτε είτε
για την επένδυση όλων των αντεργατικών, αντικομουνιστικών κινημάτων με
«αριστερό» προφίλ, είτε για την ιδεολογική συσκότιση και σύγχυση των
απελευθερωτικών, επαναστατικών κινημάτων που ξεσπούσαν σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σημαντικές επιτυχίες είχαν ετούτες οι θεωρίες στη Λατινική Αμερική. Περιττό να
σημειώσουμε ότι από τα ίδια υλικά κτίζονται και οι «βελούδινες επαναστάσεις»
που τα τελευταία χρόνια διαμορφώνουν τον κόσμο σύμφωνα με τις επιθυμίες των
ισχυρών κέντρων του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού.
Η ιστορική αυτή αναδρομή, υποχρεωτικά ελλιπής και επιγραμματική,
ήταν απαραίτητη για να κατανοήσουμε την ποιότητα των ιδεολογικών λαβάρων που
ξεδιπλώνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ και η σοσιαλδημοκρατία. Επιπλέον όμως δεν μπορεί
παρά να προκαλέσει ερωτηματικά το γεγονός ότι, ενώ αυτές οι θεωρίες έδειχναν
ότι ολοκλήρωσαν τον ιστορικό τους κύκλο και ότι εξάντλησαν την πολιτική
δυναμική τους στα τέλη της δεκαετίας του 1980-1990, τα τελευταία χρόνια
δείχνουν να επανέρχονται στο προσκήνιο σε χώρες όπως η Αργεντινή ή, πιο
πρόσφατα, η Ελλάδα. Στην τελευταία, βασικός πλέον φορέας ετούτης της
νεκρανάστασης είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ας επιστρέψουμε όμως στο περιεχόμενο αυτών των θεωριών όπως τις
προβάλλει κατ’ εξακολούθηση η «Αυγή».
. . .
Στις 7 Ιουνίου του 2013 η «Αυγή» έσπευδε να χαιρετίσει την άφιξη
στην Αθήνα της Κάρμεν Γκαγιάνο, Ισπανίδας ψυχαναλύτριας, η οποία και θα ανάλυε
τις θεωρίες της σε εκδηλώσεις που οργάνωνε το «Φόρουμ του Λακανικού Πεδίου». Το
άρθρο συνέγραψε η κα Ευαγγελία Κομματά, μέλος της Σχολής των Φόρουμ του
Λακανικού Πεδίου και φυσικά μέλος του αντίστοιχου Φόρουμ της Αθήνας.
Η Γκαγιάνο στάθηκε από την αρχή στο πλευρό του ισπανικού
«κινήματος των αγανακτισμένων» και μετέφερε σε αυτό τη Λακανική αντίληψη για
την τρέχουσα κρίση. Η παράθεση των απόψεών της, όπως τις προβάλλει η «Αυγή»,
παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Η Ισπανίδα οπαδός του Λακάν υιοθέτησε τη
διατύπωση του Αργεντίνου διανοουμένου Daniel Feirestein, για τη σημερινή κρίση:
Κατ’ αυτόν πρόκειται για «σύγχρονη κοινωνική γενοκτονία».
Η φαινομενική βαρύτητα του όρου -η δραματοποίησή του- χρησιμεύει
στην «αποδέσμευση» της κρίσης από την καπιταλιστική λειτουργία του σημερινού
κόσμου και τις συνακόλουθες σχέσεις παραγωγής. Η «γενοκτονία» αυτή δεν
οφείλεται «στις επιπτώσεις μιας οποιασδήποτε κρίσης σύμφυτης με τον καπιταλισμό
σαν αυτής του 2008 ή (…) σαν αυτής που εγκαινιάστηκε με το μεγάλο κραχ του
μεσοπολέμου». Εφόσον λοιπόν η τρέχουσα κρίση δεν είναι καπιταλιστική, θα πρέπει
να προσδιοριστεί τι είναι. Συνεχίζει λοιπόν η Ισπανίδα και η «Αυγή»: «Πρόκειται
για την εφαρμογή μιας νεοφιλελεύθερης επιλογής, την οποία οι πολιτικές και
οικονομικές ελίτ της Ευρώπης, έχοντας ως άλλοθι την οικονομική κρίση,
επιχειρούν να επιβάλουν στους λαούς τους».
Ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να εκληφθεί ως «στρέβλωση» και
«ασθένεια» του καπιταλισμού, ενώ, οπωσδήποτε, οι αναφερόμενες ελίτ δεν
αποτελούν από μόνες τους κοινωνικές τάξεις. Είναι απλά μέρη ενός συστήματος
διακυβέρνησης το οποίο περνά μια κάποια ιδεολογική διαταραχή. Η υποψία ότι οι
ελίτ αυτές δεν είναι παρά οι διαμεσολαβητές και οι εκφραστές των ταξικών
συμφερόντων, των μονοπωλιακών συμφερόντων του σημερινού καπιταλισμού, δεν
διασταυρώνεται με την λακανο-ψυχαναλυτική θεώρηση του κόσμου. Το συμπέρασμα που
προκύπτει είναι ότι δεν χρειάζεται ανατροπή του ισχύοντος συστήματος, του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δηλαδή, αλλά μια κάποια «επιδιόρθωσή» του στην
κορυφή: Θα λέγαμε μια «κυβέρνηση της αριστεράς», αλλά θα μπορούσαν να μας
προσάψουν την κατηγορία ότι «προτρέχουμε».
Ομολογώ ότι δεν είμαι εξειδικευμένος ψυχαναλυτής, αλλά έχω
ποικιλότροπα την αίσθηση ότι το άρθρο «κραυγάζει» τη μικροαστική αντίληψη για
τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Τι προκαλεί, κατά την Γκαγιάνο και την «Αυγή» η
«νεοφιλελεύθερη επιλογή»; Παραθέτω: «Απώλεια ατομικής αξιοπρέπειας και
αυτονομίας», «αίσθημα ανασφάλειας», «επικράτηση της αντίληψης ο σώζων εαυτόν
σωθήτω» και, το συμπέρασμα, προκαλεί «αναπότρεπτες αλλοιώσεις στην
υποκειμενικότητα των συγχρόνων ατόμων». Η ιδέα ότι πιθανά ριζοσπαστικοποιεί την
εκμετάλλευση της εργασίας, την «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο», δεν
αναφέρεται για προφανείς λόγους. Οι μικροαστοί αρέσκονται στην εκμετάλλευση της
εργατικής τάξης και η μόνη τους ένσταση είναι ότι δεν απολαμβάνουν στο βαθμό
που τους πρέπει -ως σύμμαχοι και στηρίγματα των μεγαλοϊδιοκτητών των μέσων
παραγωγής- τους καρπούς αυτής της ταξικής εκμετάλλευσης.
Για να βοηθήσουμε την περιήγηση του αναγνώστη στην άβυσσο του
μικροαστικού ιδεολογικού «αχταρμά», επιτρέψτε μας να παραθέσουμε πρόσθετα
διαφωτιστικά στοιχεία από το άρθρο της «Αυγής»:
«Για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Λακάν,
ο οποίος σε μία συνέντευξή του είχε προβλέψει την εκ νέου αναζωπύρωση του
ρατσισμού στην Ευρώπη, θεωρώντας το μέλλον ζοφερό, πρόκειται για τις επιπτώσεις
των κυρίαρχων σημαινόντων του νεοφιλελευθερισμού, στην ίδια τη σχέση των
υποκειμένων με την απόλαυση και την επιθυμία, όχι όμως απλά και μόνο, ως
σύστημα οικονομικής διαχείρισης αλλά προπάντων, ως πολιτική και οικονομική
κοσμοθεωρία.
Έτσι τα υποκείμενα που ζουν
σήμερα στο σύγχρονο κόσμο, βρίσκονται αντιμέτωπα τόσο με το προσωπικό τους
σύμπτωμα, το οποίο ούτως ή άλλως συνάδει με την ίδια τη συγκρότηση κάθε
ομιλούντος όντος, όσο και με έναν κοινωνικό, πολιτικό ή οικονομικό Άλλο, χωρίς
πρόσωπο και συγκεκριμένη ταυτότητα, ο οποίος καταφεύγοντας στα πιο βίαια
ιδεολογικά και οικονομικά μέσα, τα όπλα της σύγχρονης εποχής, αποβλέπει στην
κατασκευή ενός σύγχρονου ατόμου. Αυτού που θα είναι απόλυτα υποταγμένος στην
ανταγωνιστική λογική του πιο άγριου καπιταλισμού».
Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο η παράθεση ενός τόσο αναλυτικού
αποσπάσματος βοήθησε τον αναγνώστη να κατανοήσει το πρόβλημα της εποχής μας. Το
θετικό πάντως είναι ότι το όλο κατέληξε στην καπιταλισμό, στον πιο άγριο έστω.
Το αρνητικό είναι ότι και εδώ, μέσα σε τόσο λίγες αράδες, ακυρώθηκαν όλα όσα οι
κοινωνικές επιστήμες είχαν κατακτήσει από τον καιρό του Μαρξ ως σήμερα. Εξάλλου
η κα Γκαγιάνο ξεκαθάρισε πολλά από τα ζητήματα στις εκδηλώσεις που οργανώθηκαν
προς τιμήν της: Η ψυχανάλυση (προφανώς η λακανική) στέκεται «απέναντι στην
τρομακτική όψη ενός τέτοιου πραγματικού έτσι όπως αυτό ξεδιπλώνεται από τον
καπιταλιστικό λόγο, ο οποίος δεν διστάζει να εκχωρήσει κάθε μορφή
πρωτοκαθεδρίας στο κέρδος και στην μετατροπή των ανθρώπων σε αντικείμενα
υπεραπόλαυσης». Προφανώς η δομική λειτουργία του καπιταλισμού δεν παρουσιάζει
σημαντικά προβλήματα -ο καπιταλιστικός λόγος ενοχλεί. Εάν με τη βοήθεια της
λακανικής θεωρίας τον εξημερώσουμε, τότε ανοίγει μάλλον ο δρόμος για την
ευδαιμονία. Εντάξει… τη μικροαστική ευδαιμονία καθότι -παραφράζοντας τον Μαρξ-
η απελευθέρωση του μικροαστικού ΕΓΩ αποτελεί το θεμέλιο λίθο για την
απελευθέρωση της Ανθρωπότητας.
...
Ο καθείς και τα λάβαρά του. Στην περίπτωση όμως του ΣΥΡΙΖΑ ετούτα τα
λάβαρα δείχνουν μαύρα, πολύ μαύρα και εξαιρετικά απειλητικά για τους
λαούς.