Συνέντευξη
στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ*
Το 2014 θα μπορούσε να θεωρηθεί έτος κομβικό.
Ιδίως για την Ελλάδα. Η κυβέρνηση, καταρχάς, λέει ότι θα είναι η χρονιά
που θα αρχίσει η ανάκαμψη, η χώρα να γίνει «κανονική» στο πλαίσιο
της διεθνούς οικονομίας και ιδίως της Ευρωζώνης. Πως το σχολιάζεις;
Ενόσω το χρέος της χώρας αναπτύσσεται με ρυθμούς ταχύτερους του ΑΕΠ, αυτό δεν ονομάζεται υγεία, αλλά παθογένεια. Με τους πλέον επωφελείς όρους δανεισμού, το ελληνικό χρέος τρέχει με 2,5%, ενώ το ΑΕΠ φέρει αρνητικό πρόσημο ή στην καλύτερη περίπτωση εκτιμάται στο 0,6% για το 2014. Ακόμη και χωρίς πληρωμές χρεολυσίων που έχουν μετατεθεί για το 2025, οι πληρωμές για τόκους συνεχίζονται στο ύψος του 6% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ για το 2014 θα είναι 0,6-6= -5,4%. Δηλαδή επέκταση της ύφεσης και της ανεργίας και επιβολή πρόσθετων φόρων προς εξασφάλιση πρόσθετων εσόδων.
Έπειτα, τι
σημαίνει ο λεονταρισμός της κυβέρνησης ότι το 2014 «θα βγει στις αγορές»;
Πρώτον, δεν χρειάζεται να βγει στις αγορές, αφού διαθέτει εξασφαλισμένη
χρηματοδότηση μέχρι το 2022. Δεύτερον, βγαίνει ήδη προ πολλού στις αγορές
για να συγκεντρώνει ποσά για συμπλήρωση των εσόδων της. Τρίτον, εάν
βγει για μεγαλύτερα ποσά, γιατί άραγε να ελπίζει ότι θα δανεισθεί
με ευνοϊκότερους όρους από την Βραζιλία, η οποία πληρώνει γι’ αυτό όχι
λιγότερο από 12%; Η κυβερνητική εμμονή για την έξοδο στις αγορές
είναι προϊόν βαθιάς σύγχυσης, αλλά και καθαρά δημαγωγικής διάθεσης,
που σε κάθε περίπτωση κινδυνεύει να στραφεί εναντίον της. Πόσο «κανονική»
μπορεί να είναι μια χώρα που διατηρείται σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης»
και, με τα μέτρα που επιλέγει και εφαρμόζει, επιδεινώνει μόνη της
τη νοσηρή κατάστασή της;
Η αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ, λέει ότι θα είναι έτος καμπής, με την έννοια ότι το πιο πιθανό είναι να γίνουν εκλογές και να νικήσουν οι δυνάμεις που θα ανατρέψουν αυτή την πολιτική και θα αρχίσουν να εφαρμόζουν ένα διαφορετικό πρόγραμμα. Πόσο πειστικό είναι αυτό; Πόσο εφικτό; Υπό ποιες προϋποθέσεις; Λέγεται ότι εκεί που έχει φτάσει η ελληνική οικονομία, δεν μπορεί μόνη της να επανεκκινήσει, χρειάζεται μια εξωτερική ώθηση, βοήθεια. Είναι αλήθεια αυτό;
Η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ζωτική ανάγκη για τη χώρα. Ωστόσο, ακόμη και αν ολόκληρο το χρέος διαγραφεί, αυτό δεν θα ήταν αρκετό για να ανακάμψει η οικονομία, που έχει δεχθεί ανεπανόρθωτα πλήγματα, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού έχει κατέβει σε δραματικά χαμηλά επίπεδα και οι επενδύσεις έχουν μειωθεί σωρευτικά κατά 80%. Η οικονομία έχει στεγνώσει και φυσικά η κοινωνία, οι θεσμοί και η δημοκρατία. Δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτα, εάν δεν ανοίξουν οι θεσμοί και η δημοκρατία, ώστε να ενσωματώσουν όσους έχουν αποβάλει και αποκλείσει κατά την τελευταία 4ετία. Εάν οι πληρωμές του χρέους με τους τόκους διαγραφούν ή μετατεθούν σε κάποιο μακρινό μέλλον, θα χρειαζόταν ακόμη η χώρα σοβαρό επενδυτικό πακέτο τύπου Σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμησή της, όπως συνέβη μεταπολεμικά.
Το βάρος
γι’ αυτό πέφτει στους εταίρους μας που έχουν δημιουργήσει και τη σημερινή
δραματική κατάσταση στη χώρα. Αφού η ενδεχόμενη αποχώρηση της
Ελλάδος από την Ευρωζώνη εκτιμάται ως καταλύτης για τη διάλυσή
της, ακόμη και από την Μέρκελ, θα πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό
ότι η ατέρμων ύφεση μιας χώρας μέλους, όσο μικρή και αν είναι, υπονομεύει
τη σταθερότητα του συνόλου της Ευρωζώνης και συνεπώς η τελευταία,
για τη δική της επιβίωση, έχει κάθε συμφέρον να συμβάλει στην ανόρθωση
όλων των χωρών μελών της. Και αφού η λιτότητα έχει αποτύχει στο να
μειώσει τα χρέη ως προς τα αντίστοιχα ΑΕΠ, θα πρέπει η συρρικνωτική
πολιτική να εγκαταλειφθεί ως θανατηφόρα για το σύνολο της Ευρωζώνης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υποστηρίζει κάτι διαφορετικό ούτε κάτι το καινοφανές:
στην ουσία μάχεται για τα αυτονόητα. Και αν κατακτά την εμπιστοσύνη
της κοινωνίας, δεν είναι επειδή επαγγέλλεται κάποιο άλλο κοινωνικό
σύστημα, αλλά κυρίως επειδή προτάσσει την απεμπλοκή της χώρας από
τον σημερινό παραλογισμό που την εξωθεί στην ανυπαρξία.
Πώς αντιμετωπίζεται ένα μοντέλο ανάπτυξης που δεν ευνοεί τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ενώ η ανεργία κινείται περί το 30%; Πως μπορεί να το υπερβεί ένα σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Πώς αντιμετωπίζεται ένα μοντέλο ανάπτυξης που δεν ευνοεί τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ενώ η ανεργία κινείται περί το 30%; Πως μπορεί να το υπερβεί ένα σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό το μοντέλο
που περιγράφεις, αποτελεί σήμερα τον εφιάλτη για όλες τις χώρες του
κόσμου. Στη διεθνή συζήτηση, το όνομα της Ελλάδας έχει συνδεθεί με
αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μέλλον, είναι επειδή
ακριβώς απορρίπτει αυτό το μοντέλο και παίρνει πρωτοβουλίες απεμπλοκής
και εξόδου απ’ αυτό. Αυτό προϋποθέτει βέβαια διεθνή και ευρωπαϊκή στήριξη,
αλλά επίσης, και μάλιστα, ακόμη περισσότερο εσωτερική στήριξη
από τις κοινωνικές δυνάμεις. Το ελληνικό πρόβλημα σήμερα δεν είναι
πλέον απλά κυβερνητικό, αλλά βαθιά κοινωνικό. Δεν θα είναι αρκετή
η ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή, αλλά θα χρειασθεί απαραιτήτως
η κοινωνική αφύπνιση και πρωτοβουλία σε όλες τις κλίμακες. Και η
πραγματική εξουσία δεν βρίσκεται στο πρωθυπουργικό γραφείο, αλλά
στην κοινωνία, που θα πρέπει να αναλάβει η ίδια τις τύχες της.
Η συνεργασία, καταρχάς, SPD – CDU δεν φαίνεται να άλλαξε τους άξονες στους οποίους είχε κινηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια η Μέρκελ, όσον αφορά την πολιτική της στην Ευρώπη. Αν αυτό ισχύει, ενώ κάποιες χώρες περίμεναν το αντίθετο, τώρα δεν πρέπει να περιμένει κανείς μια επανατοποθέτηση της πολιτικής κάποιων χωρών που ως τώρα ακολουθούσαν τη γερμανική ατζέντα;
Η συνεργασία, καταρχάς, SPD – CDU δεν φαίνεται να άλλαξε τους άξονες στους οποίους είχε κινηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια η Μέρκελ, όσον αφορά την πολιτική της στην Ευρώπη. Αν αυτό ισχύει, ενώ κάποιες χώρες περίμεναν το αντίθετο, τώρα δεν πρέπει να περιμένει κανείς μια επανατοποθέτηση της πολιτικής κάποιων χωρών που ως τώρα ακολουθούσαν τη γερμανική ατζέντα;
Μετά το σχηματισμό
της νέας γερμανικής κυβέρνησης, η Μέρκελ δείχνει περισσότερη εμμονή
στη διατήρηση της Ευρωζώνης. Ωστόσο, αρκετοί ακόμη και από την πλευρά
της δεν διστάζουν να διαλαλούν ότι η Ευρωζώνη είναι για τη Γερμανία
βάρος, απ’ το οποίο θα πρέπει να απαλλαγεί. Δεν είναι ακριβές ότι η
Γερμανία εγκαταλείπεται απ’ τους συμμάχους της, δεδομένου ότι οι αντιρρήσεις
που διατυπώθηκαν στην τελευταία συνάντηση των ηγετών από πλευράς
Ολλανδίας, Αυστρίας και Φινλανδίας ήταν ότι δεν είναι διατεθειμένες
να πληρώνουν άλλο για «διασώσεις» χωρών που δεν εφαρμόζουν τις φιλελεύθερες
μεταρρυθμίσεις. Μπορεί η Γερμανία να απομονώνεται, αλλά το μπλοκ
των συμμάχων της γίνεται πιο επιθετικό και αυτό εξωθεί ακόμη και
σε διάσπαση της Ευρωζώνης. Ωστόσο, η αντιπαράθεση που οξύνεται
δεν είναι μεταξύ δημοσιονομικής ένωσης και εθνικής κυριαρχίας.
Αλλά μεταξύ πραγματικής δημοσιονομικής ένωσης και ψευδεπίγραφης.
Εάν η ένωση είναι πραγματική, τότε η απώλεια εθνικής κυριαρχίας είναι
αυτονόητη. Εάν όμως είναι ψευδεπίγραφη, όπως σήμερα σχεδιάζεται
με τη λεγόμενη τραπεζική ενοποίηση, τότε η απώλεια εθνικής κυριαρχίας
είναι περιττή, αδικαιολόγητη και επιζήμια.
Στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ η κ. Μέρκελ συνάντησε δυσκολίες και υποχρεώθηκε να μιλήσει απειλητικά. Θυμήθηκε, καταρχάς, την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και τη συνέδεσε απολύτως με την, εν συνεχεία, διάλυσή της. Είχαμε, δηλαδή, ολοφάνερα άλλη δυνατότητα διαπραγμάτευσης.
Στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ η κ. Μέρκελ συνάντησε δυσκολίες και υποχρεώθηκε να μιλήσει απειλητικά. Θυμήθηκε, καταρχάς, την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και τη συνέδεσε απολύτως με την, εν συνεχεία, διάλυσή της. Είχαμε, δηλαδή, ολοφάνερα άλλη δυνατότητα διαπραγμάτευσης.
Η Μέρκελ ομολόγησε την αλήθεια, ότι η ελληνική αποχώρηση θα ήταν η αρχή του τέλους για την Ευρωζώνη. Η ομολογία αυτή επιτρέπει να αντιληφθούμε το τι διαπραγματευτικό όπλο αφήσαμε αχρησιμοποίητο. Όμως, εάν προβαίνει σε αυτή την εξομολόγηση, είναι κυρίως για να νομιμοποιήσει τις δηλώσεις υποταγής των εθνικών κυβερνήσεων στις γερμανικές κατευθύνσεις. Και εάν υπενθυμίζει μόνη της το ενδεχόμενο του 1914, είναι για να απειλήσει τις χώρες μέλη, προκειμένου να δεχθούν την προσχώρησή τους στο γερμανικό σχεδιασμό. Είναι θλιβερό να προωθείται καθυπόταξη των χωρών μελών υπό την απειλή ενός νέου 1914. Αυτό που πρώτη η Γερμανία θα όφειλε να παρασιωπά, σήμερα το εκθέτει αυτή πρώτη στην κοινή θέα, λόγω της αβουλίας των εταίρων της.
Γιατί αναφέρθηκε στο 1914 και στην ευρωπαϊκή ιστορία Τι ακριβώς τη φοβίζει; Είναι αυτό καταρχάς θετικό με την έννοια ότι η Μέρκελ βλέπει τη Γερμανία μέσα στην Ευρώπη; Γιατί αντιδρά στην τραπεζική ενοποίηση;
Στην πρόσφατη
συνάντηση των ηγετών, η Μέρκελ υπερέβη τα εσκαμμένα, δεδομένου ότι
απαίτησε απ’ τους άλλους ηγέτες υποχρεωτική δέσμευση για φιλελεύθερες
μεταρρυθμίσεις, ακόμη και χωρίς έγκριση απ’ τα αντίστοιχα κοινοβούλια.
Αυτό ήταν πάρα πολύ και ίσως της στοιχίσει ακριβά. Ίσως αυτό να αποδεδειχθεί
και το κύκνειο άσμα της αλαζονείας της. Αφού δέχθηκε να το αποσύρει,
έστω και προσωρινά, και δηλώνει αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για
τη διατήρηση της Ευρωζώνης, ακόμη και σε ανοικτή αντίθεση με τον
πρόεδρο της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν, όπως και με τον εκπρόσωπό
της στην ΕΚΤ Γκιοργκ Άσμουσεν, τον οποίο απέσυρε ήδη απ’ την Φρανκφούρτη,
για μια θέση υφυπουργού στο Βερολίνο. Μετά την εκπαραθύρωση του
Γιούργκεν Σταρκ και την εξουδετέρωση του Άκερμαν, οι «νεαροί λύκοι» εξακολουθούν
να σφάζονται στην ποδιά της.
Το σχέδιο
τραπεζικής ενοποίησης που αποφασίσθηκε είναι παραπλανητικό, δεδομένου
ότι δεν αποκόπτει διόλου τη σύνδεση μεταξύ τραπεζικού χρέους και
δημοσίου, αλλά τη διατηρεί και τη θεσμοποιεί, τουλάχιστον μέχρι το
2026. Έπειτα, ορίζει ότι σε περίπτωση τραπεζικής πτώχευσης, οι απώλειες
βαραίνουν τους δανειστές, τους μετόχους και τους καταθέτες άνω των
100.000 ευρώ. Μετά απ’ αυτές τις τρεις κατηγορίες, εάν οι απώλειες παραμένουν,
τότε παραπέμπονται στα αντίστοιχα κράτη, ενώ ο ευρωπαϊκός μηχανισμός
δεν προβλέπεται να ενεργοποιηθεί προ του 2026. Ωστόσο, δεν χρειαζόταν
να γίνει καμιά απολύτως συμφωνία για να καλύπτονται οι απώλειες απ’
τους δανειστές, τους μετόχους και τους καταθέτες, δεδομένου ότι αυτό
ακριβώς ισχύει μέχρι σήμερα και μάλιστα χωρίς καμιά απολύτως ευρωπαϊκή
συμφωνία. Ότι έπειτα απ’ αυτούς οι απώλειες αναλαμβάνονται από τα
κράτη ισχύει επίσης, και αυτό ήταν το πρόβλημα απ’ το οποίο υπήρχε
ελπίδα να απαλλαγεί το δημόσιο χρέος. Αλλά αυτό δεν συνέβη.Τέλος, ο
ευρωπαϊκός μηχανισμός του 2026, δεν θα έχει κανένα αυτοματισμό, αλλά
θα ενεργοποιείται έπειτα από πολύπλοκες διεργασίες και διαδοχικές
αποφάσεις σε απελπιστικά πολλά επίπεδα, ώστε τελικά να μένει κι
αυτός αχρησιμοποίητος.
* Ο Κώστας Βεργόπουλος είναι καθηγητής
Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Η συνέντευξη δόθηκε στον Παύλο Κλαυδιανό