Του Δημήτρη
Κωνσταντακόπουλου
Για πρώτη φορά μετά την
πτώση του τείχους του Βερολίνου, το 1989, και τη συνακόλουθη έκπτωση του
Συμφώνου της Βαρσοβίας και της ΕΣΣΔ, μια μείζων στρατιωτική επέμβαση της Δύσης
σταματά λόγω δύο παραγόντων. Αφενός της αντίθεσης της Ρωσίας, επικεφαλής σειράς
σημαντικών κρατών του πλανήτη, και της διεθνούς (και δυτικής) κοινής γνώμης.
Αφετέρου, της απροθυμίας του ίδιου του Προέδρου των ΗΠΑ και τμήματος του βαθέος
κράτους των ΗΠΑ να προχωρήσουν. Ο Πούτιν προσέφερε σε έναν εγκλωβισμένο Πρόεδρο
Ομπάμα μια οδό διαφυγής, αποσπώντας σε αντάλλαγμα πρωτοφανή, στα
μεταψυχροπολεμικά χρονικά, αναγνώριση του παγκόσμιου ρόλου της Ρωσίας.
Δεν μπορούμε βεβαίως να
είμαστε σίγουροι για τη συνέχεια της σύγκρουσης του Ομπάμα με το δικό του
«κόμμα του πολέμου», ούτε για το αν έλαβε η Μόσχα επαρκείς εγγυήσεις μη
επίθεσης και σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά της Δαμασκού και της Τεχεράνης, ούτε
αν θα φροντίσει πλέον να «οχυρώσει» αμυντικά τους δύο συμμάχους της, σε βαθμό
που να αποτρέπει μια επίθεση εναντίον τους. Σε τελική ανάλυση από το τι θα
γίνει στο μέλλον, αν δηλαδή θα επανέλθουν τα σενάρια επίθεσης κατά της Συρίας
και του Ιράν ή θα ενταφιασθούν οριστικά, θα εξαρτηθεί η ουσιαστική αποτίμηση
της συμφωνίας ΗΠΑ-Ρωσίας για τη Συρία. Είναι όμως γεγονός ότι ήδη έχουμε μια
μείζονος πολιτικής σημασίας υποχώρηση της φιλοπόλεμης δυναμικής και μια εξίσου
μείζονος σημασίας, μερική τουλάχιστον, αποκατάσταση του ρόλου της Ρωσίας ως
παγκόσμιας δύναμης – και μια αντίστοιχη έκλειψη της Δυτικής Ευρώπης.
Ο Μπαράκ Ομπάμα ήρθε στην εξουσία αντιπροσωπεύοντας
δυνάμεις που διαμορφώθηκαν σε αντίθεση προς την εκστρατεία στο Ιράκ και το όλο
αυτοκρατορικό πρόγραμμα των νεοσυντηρητικών και του Νετανιάχου. Μετά την
καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας – που χρησίμευσε ως πειραματόζωο και πεδίο
δοκιμής, κάτι που ομολόγησε η ίδια η Μάργκαρετ Θάτσερ στα απομνημονεύματά της -
η εκστρατεία στο Ιράκ, όπως και οι επεμβάσεις στο Αφγανιστάν, τον Λίβανο, τη
Λιβύη, τη Συρία, μαζί και η προετοιμασία και απειλή μιας επέμβασης στο Ιράν,
δεν ήταν παρά τμήμα του ευρύτερου, περιφερειακού και παγκόσμιου προγράμματος
που συνέταξαν και δημοσιοποίησαν, ήδη από το 1996, οι νεοσυντηρητικοί και ο
Νετανιάχου. Επρόκειτο για πρόγραμμα καταστροφής σειράς καθεστώτων αλλά και
χωρών συνάμα της Μέσης Ανατολής. Προτεραιότητα δόθηκε στα κάπως ανεξάρτητα από
τις ΗΠΑ και το Ισραήλ καθεστώτα, που ονομάστηκαν «άξονας του κακού» (Ιράν,
Ιράκ, Λιβύη, Χεζμπολά). Προβλέφθηκε όμως η τελική καταστροφή και των «φιλικών»
προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ καθεστώτων, στα πλαίσια της δημιουργίας της «ευρείας
Μέσης Ανατολής», μέσω του αποδυνάμωσης και του κατακερματισμού όλων των
οντοτήτων της περιοχής.
Οι στρατηγικές αυτές έχουν
περιγραφεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στα άρθρα του ισραηλινού Γινόν, στην
περίφημη μελέτη «A Clean Break:
Α new strategy for securing the Realm» (of Israel), που προβλέπει το σενάριο των πολέμων
τύπου Ιράκ, συντάχθηκε από τον Ρίτσαρντ Περλ και την ομάδα του και παραδόθηκε
στον Μπέντζαμιν Νετανιάχου τον Ιούλιο 1996. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός υιοθέτησε
αρκετές από τις εισηγήσεις και τις περιέλαβε στην ομιλία που έκανε αμέσως μετά
στο αμερικανικό Κονγκρέσσο και πραγματοποιήθηκαν κατά τον δεύτερο πόλεμο του
Κόλπου. Αργότερα, η μελέτη για τον «αμερικανικό Εικοστό Αιώνα» συνέθεσε τις
ιδέες των νεοσυντηρητικών για τη Μέση Ανατολή με τις ιδέες για την
μεταψυχροπολεμική παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ που περιλαμβάνουν οι εκθέσεις
Τζερεμάια και Βούλφοβιτς.
Η ριζική αναδιαμόρφωση της
Μέσης Ανατολής προοριζόταν να οικοδομήσει μια νέα, πλανητική εξουσία των
Ηνωμένων Πολιτειών και, πίσω τους, των περισσότερο αφανών δυνάμεων της
παγκόσμιας χρηματιστικής ολιγαρχίας (των ίδιων ακριβώς που έβαλαν στο στόχαστρο
των οικονομικών και γεωπολιτικών τους επιθέσεων την Ελλάδα και την Κύπρο). Μέσω
της «ευρείας Μέσης Ανατολής» επιχειρήθηκε και επιχειρείται η οικοδόμηση της
«Αυτοκρατορίας» (Empire),
μια ιδέα που έγινε εξαιρετικά δημοφιλής στις ΗΠΑ γύρω στα 2003 με 2004, για να
υποχωρήσει κάπως μπροστά στην παραδειγματική αντίσταση των Ιρακινών πατριωτών,
που, με τεράστιο κόστος, αυταπάρνηση και ηρωϊσμό απέδειξαν στις ΗΠΑ ότι δεν
είναι περίπατος η κατάκτηση του κόσμου, παρόλο το γεγονός ότι δεν υπήρχε πια
Σοβιετική ‘Ενωση.
Αν θέλετε να βρείτε τις πραγματικές
ρίζες αυτών των ιδεών πρέπει να πάτε στην εξτρεμιστική τάση του αμερικανικού
κατεστημένου, που έσπρωχνε σε προληπτικό πυρηνικό πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ τις
δεκαετίες μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – αυτούς που εκπροσωπήθηκαν
από τον Τέλλερ, τον Βοχσλέττερ, τον Ρέιγκαν μέχρι τους μαθητές τους Περλ και
Βούλφοβιτς και ολόκληρο το ρεύμα γύρω από το περιοδικό Commentary. Τα πρόσωπα αυτά έχουν εμπνεύσει την
ιστορική ταινία-ανατομία του ψυχρού πολέμου, το «ΣΟΣ, Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» (Dr. Strangelove), του Στάνλει Κιούμπρικ, σκηνοθέτη που
μας έχει προσφέρει επίσης μια ανατριχιαστική ανατομία της παγκόσμιας άρχουσας
τάξης με την τελευταία ταινία του, τα «Μάτια ερμητικά κλειστά». Για την
ολοκληρωτική τάση του καπιταλισμού, η περίοδος που άνοιξε με την διάλυση της
ΕΣΣΔ συνιστά τη μεγάλη ευκαιρία για την εγκαθίδρυση της παγκόσμιας
Αυτοκρατορίας – και για την καταστροφή των κρατών ως μορφωμάτων περιορισμένης
έστω λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας, είτε με στρατιωτικά μέσα (Μέση Ανατολή),
είτε με οικονομικο-πολιτικά (Ευρώπη). ‘Oπως το διετύπωσε ο ρεπουμπλικάνος
ιδεολόγος Τσαρλς Κραουτχάμερ «είμαστε (οι Αμερικανοί μετά την κατάρρευση της
ΕΣΣΔ) στο σημείο που ήταν οι Ρωμαίοι μετά την καταστροφή της Καρχηδόνας».
Το φαινόμενο Ομπάμα
γεννήθηκε από την αντίθεση σε αυτές τις πολιτικές, αλλά και στην προσπάθεια
«αεροπειρατείας» της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών από το «κόμμα
του πολέμου». Το γεγονός όμως ότι ο Πρόεδρος εγκλωβίστηκε στην επέμβαση στη
Λιβύη, που εξελίχθηκε σε επιχείρηση καταστροφής της χώρας και αναγκάστηκε στη
συνέχεια να υποστηρίξει το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αίγυπτο και την
επέμβαση στη Συρία, δείχνει πόσο ισχυρό είναι αυτό το κόμμα. Ανάλογα ζητήματα
αντιμετώπισε και ο Τζων Κέννεντι, που έδωσε μεγάλη μάχη για να μπορέσει να
σταματήσει τους ιέρακες που ήθελαν να προχωρήσουν σε πόλεμο για την Κούβα, το
1962 – και πιθανώς πλήρωσε και αυτό το θέμα με τη ζωή του.
Το 1962, ο Χρουστσώφ είχε
κατηγορηθεί ότι υποχώρησε προ των ΗΠΑ (γεγονός που συνετέλεσε ίσως και στη δική
του πτώση δύο χρόνια αργότερα). Στην πραγματικότητα δεν υποχώρησε. Η Ουάσιγκτων
αφήρεσε τότε τους πυραύλους Πολάρις από την Τουρκία και υποσχέθηκε να μην
επαναλάβει την απόπειρα εισβολής στο νησί του Κάστρο. Μπορεί οι Κέννεντι να
σκοτώθηκαν και ο Χρουστσώφ να έπεσε,
αλλά η αποφυγή ενός πυρηνικού πολέμου έβαλε τις βάσεις για το σύστημα ελέγχου
των εξοπλισμών που οικοδομήθηκε στη δεκαετία του 1970.
‘Οσο για τους διαρκώς
«προθύμους» των Αθηνών και της Λευκωσίας, που συμπεριφέρονται ως διαρκείς
«δούλοι» του άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ, και μάλιστα της πιο εξτρεμιστικής πτέρυγας,
αγνοούν δυστυχώς ότι οι δουλοκτήτες συνήθως δεν νοιώθουν καμιά ευγνωμοσύνη προς
τους δούλους, μάλλον περιφρόνηση εκδηλώνουν. Για την Ελλάδα και την Κύπρο η
ήττα του αυτοκρατορικού εξτρεμισμού – που είναι ταυτόχρονα μεγάλη ήττα της
‘Αγκυρας – θα μπορούσε, θεωρητικά, να είναι και μια ιστορική ευκαιρία να
οικοδομήσουν ξανά τις κατεστραμμένες συμμαχίες τους με τους Ρώσους και τους
‘Αραβες, περισσότερο απαραίτητες από ποτέ άλλοτε, καθώς η κυριαρχία, αν όχι η
ίδια η επιβίωση των δύο κρατών τελούν τώρα υπό θανάσιμη απειλή. Ποιος να τα
σκεφτεί όμως αυτά και ποιος να τα κάνει;
ΠΗΓΗ : Επίκαιρα, 19.9.2013