της Χαράς Καφαντάρη *
Η συζήτηση για την εμπορευματοποίηση του νερού έχει γίνει πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Αμέσως μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η κυρίαρχη πολιτική άποψη ήταν μέσα στο πλαίσιο ενός κράτους πρόνοιας και παρόχου των κοινών αγαθών, τομείς όπως αυτός της παροχής νερού θα έπρεπε να παραμείνουν κάτω από κρατική ιδιοκτησία και έλεγχο.
Για πρώτη φορά η «σιδηρά κυρία» Μ. Θάτσερ, με επιμονή και εμμονή σε νεοφιλελεύθερες πρακτικές και πολιτικές, εφάρμοσε προγράμματα ιδιωτικοποίησης και συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στον τομέα αυτόν, εισάγοντας έννοιες όπως η «ανταγωνιστικότητα» και η «αποδοτικότητα». Παράλληλα, άρχισε η εφαρμογή του γνωστού δόγματος με στερεότυπες φράσεις του τύπου «μικρότερο κράτος», «όχι στο κράτος επιχειρηματία» ή «ανεπαρκής κρατική λειτουργία», που τελικά αποτελούν και το μοναδικό επιχείρημα υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων. Η εφαρμογή τέτοιων πολιτικών, ουσιαστικά, άρχισε με το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Χιλή, που έφερε τον Πινοσέτ στην εξουσία.
Πρώτα η Χιλή και μετά άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής αποτέλεσαν πεδία εφαρμογής ιδιωτικοποιήσεων του τομέα του πόσιμου νερού, προσπάθεια που συνεχίστηκε σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Στις περισσότερες περιπτώσεις η μεταφορά των κρατικών και δημοτικών δομών παροχής υπηρεσιών ύδρευσης σε ιδιώτες συνοδεύτηκε από αυξήσεις τιμολογίων, υποχώρηση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, ταυτόχρονη αθέτηση των υποχρεώσεων βελτίωσης των υποδομών, που με τη σειρά της συνοδεύτηκε από τη διαφθορά δημόσιων λειτουργών, υποβάθμιση της ποιότητας του παρεχόμενου νερού και αύξηση της φτώχειας, ιδιαίτερα σε χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, κάτω από την τεράστια πίεση διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και πολυεθνικών ιδιωτικοποιήθηκαν κρατικές εταιρείες ύδρευσης με αποτέλεσμα 5 μεγάλες πολυεθνικές (Veolia, Suez, Agbar, RWE και Saur) να κατέχουν, το 2001, το 71% της παγκόσμιας αγοράς νερού. Οι αντιδράσεις όμως των πολιτών οδήγησαν σε επανακρατικοποίηση ή επαναδημοτικοποίηση των δικτύων. Σήμερα οι μεγάλες πολυεθνικές κατέχουν μόνο το 34% της αγοράς, ενώ το 90% των 400 μεγαλύτερων πόλεων στον πλανήτη εξακολουθεί να έχει δημόσιο δίκτυο ύδρευσης.
Παρόμοια είναι η εμπειρία και στην Ευρώπη. Δήμοι δεν ανανεώνουν τις συμβάσεις με τις ιδιωτικές εταιρίες (όπως στο Παρίσι και την Γκρενόμπλ) και αναλαμβάνουν την παροχή του νερού με θετικά αποτελέσματα (όπως μειώσεις και στο τιμολόγιο), συνεχίζεται η παραμονή των υπηρεσιών ύδρευσης στον δημόσιο τομέα (όπως στη Γερμανία) και νόμοι ψηφίζονται κηρύσσοντας παράνομη τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις υπηρεσίες ύδρευσης όπως έγινε το 2004 στην Ολλανδία.
Ενώ λοιπόν παγκοσμίως η ιδιωτικοποίηση του νερού έχει αποτύχει και υπάρχει έντονη τάση επανακρατικοποίησης ή επαναδημοτικοποίησης, η ελληνική κυβέρνηση και όσοι τη στηρίζουν, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες προώθησαν νόμο για τις αποκρατικοποιήσεις, μεταξύ των οποίων και των δικτύων ύδρευσης. Προωθείται πρόγραμμα ουσιαστικά «ξεπουλήματος» της δημόσιας περιουσίας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, μεταφέρεται στο ΤΑΙΠΕΔ το σύνολο των μετοχών και δικαιωμάτων που κατέχει το Δημόσιο σε ΕΥΑΘ (74,01%) και ΕΥΔΑΠ (61,33%). Έτσι κύριος του πιο σημαντικού ίσως αγαθού για τη ζωή, του πόσιμου νερού, γίνεται μια εταιρεία που σκοπό έχει μόνο την εμπορική αξιοποίηση - ξεπούλημα του πόρου αυτού, θυσία στον βωμό του δημόσιου χρέους και της κερδοσκοπίας. Συγχρόνως μπαίνει ταφόπλακα και σε δημόσιες επιχειρήσεις, όπως π.χ. η ΕΥΔΑΠ, με μακρόχρονη ιστορία, που αρχίζει από το 1925 με την κατασκευή του μαρμάρινου φράγματος στον Μαραθώνα.
Το νερό είναι ουσιαστικό στοιχείο διατήρησης της ζωής, άνισα κατανεμημένο και τελικά ένας φυσικός πόρος σε ανεπάρκεια. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με ψήφισμά της κηρύσσει την «πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό και ικανοποιητικές συνθήκες υγιεινής» ως Θεμελιώδες Ανθρώπινο Δικαίωμα (η τότε κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου απείχε από τη σχετική ψηφοφορία).
Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ επιβεβαίωσε ότι «το δικαίωμα της πρόσβασης στο νερό αποτελεί μέρος του υπάρχοντος διεθνούς νόμου». Τελικά, όταν σχεδιάζουμε την ιδιωτικοποίηση του νερού, δεν σχεδιάζουμε μόνο την εμπορευματοποίηση ενός φυσικού πόρου και κοινωνικού αγαθού, αλλά και την ιδιωτικοποίηση της οικολογικής βάσης της ίδιας της ζωής.
Η προσπάθεια για την απρόσκοπτη παροχή πόσιμου νερού σε όλους τους πολίτες συνδυάζεται με την όλη προσπάθεια για επέκταση του δικτύου ακόμα και στις απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές. Αλήθεια, ποιος ιδιώτης επιχειρηματίας μπορεί να αναλάβει το ρίσκο της ανανέωσης του δικτύου για τη μείωση των διαρροών; Πώς θα θυσιάσει τα κέρδη του για τη διατήρηση κοινωνικών τιμολογίων, χωρίς τον ρυθμιστικό έλεγχο του κρατικού μηχανισμού;
Σημειώνουμε ότι οι διαρροές αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος του μη τιμολογούμενου νερού. Σε πολλές πόλεις σημειώνονται μεγάλα ποσοστά απωλειών, που κυμαίνονται στα επίπεδα του 30%-80%. Βέβαια, υπάρχουν σύγχρονες τεχνικές ελέγχου διαρροών, οι οποίες, αν εφαρμοστούν ορθά, μπορεί να τις περιορίσουν σε επίπεδα της τάξης του 10%.
Ο αγώνας για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των δύο εταιρειών ύδρευσης και αποχέτευσης της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, που εξυπηρετούν πάνω από τον μισό συνολικά πληθυσμό της χώρας, πρέπει να συνδυαστεί με τον αγώνα για:
* Βελτιωμένες συνθήκες ζωής, αποτροπή δημιουργίας κοινωνικών ανισοτήτων και φτώχειας και αποφυγή της εμπορευματοποίησης του νερού.
* Συνειδητοποίηση ότι το πόσιμο νερό είναι κοινωνικό αγαθό, ένας φυσικός πόρος σε ανεπάρκεια, που πρέπει να είναι αντικείμενο μιας συνολικής ορθολογικής διαχείρισης, όπως επιτάσσει ακόμη και η σχετική Οδηγία Πλαίσιο της Ε.Ε. (2000/60).
* Ουσιαστική προστασία του νερού από την υπερεκμετάλλευση, την υποβάθμιση της ποιότητάς του, τη ρύπανση και την αποτροπή φαινομένων λειψυδρίας, είτε από ανθρωπογενείς παράγοντες (π.χ. αυξημένη ζήτηση) είτε από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής (π.χ. μείωση βροχοπτώσεων).
Είναι γνωστό ότι η ΕΥΔΑΠ είναι μια ακόμα κερδοφόρος δημόσια επιχείρηση, αφού μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2012 τα ενοποιημένα κέρδη της μετά από φόρους ήταν 12,5 εκατομμύρια ευρώ. Επίσης είναι γνωστό ότι τα χρέη των Δήμων και του Δημοσίου στην ΕΥΔΑΠ ανέρχονται περίπου στο ποσό των 522 εκατ. ευρώ.
Μια ιδιωτικοποιημένη ΕΥΔΑΠ θα πάρει προίκα και τα ποσά αυτά, πέραν της χαμηλής τιμής που θα την αγοράσει ο ιδιώτης και μάλιστα μέσα σε τρεις μήνες (απάντηση της Κομισιόν στη σχετική ερώτηση του Ν. Χουντή στην Ευρωβουλή). Έτσι οποιαδήποτε συζήτηση γίνεται για παραχώρηση δικτύων ύδρευσης δήμων στην ΕΥΔΑΠ πρέπει να αντιμετωπίζεται κάτω από τη λογική της μη ιδιωτικοποίησης της ΕΥΔΑΠ.
Επίσης η όποια ολοκληρωμένη διαχείριση πρέπει να στοχεύει στην επάρκεια, την προστασία και τη διατήρηση των υδατικών πόρων και των υδάτινων οικοσυστημάτων. Δυστυχώς, όμως, ο τρόπος με τον οποίο το ΥΠΕΚΑ προχώρησε στη σύνταξη των Διαχειριστικών Σχεδίων Λεκανών Απορροής δεν αντιμετώπισε τα προβλήματα της διαχείρισης των υδατικών πόρων, αλλά προχώρησε σε εκπόνηση ανεπαρκών μελετών από ιδιωτικούς φορείς (μη αξιοπιστία τελικών συμπερασμάτων, αποσπασματικά και ανεπίκαιρα διαθέσιμα στοιχεία, στοιχεία κατά προσέγγιση, παραβλέψεις κ.λπ.).
Η ψήφιση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για την τιμολόγηση του νερού (κυρίως του αγροτικού) δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία και, αν συνδυαστεί με την ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης (δηλαδή ΕΥΑΘ και κατόπιν ΕΥΔΑΠ), γρήγορα θα δούμε και στη χώρα μας ένα υδατικό καθεστώς παρόμοιο με αυτό των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Εύλογα, λοιπόν, τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν:
* Ποια θα είναι η νέα τιμολόγηση του νερού;
* Ποια θα είναι η ποιότητά του;
* Τι θα γίνει με τη συντήρηση των παλαιών δικτύων;
* Τι θα γίνει με τις παράνομες γεωτρήσεις, που νομιμοποιούνται με τις διατάξεις περί υφιστάμενων υδάτων;
* Ποια μέτρα θα ληφθούν για την προστασία των υδατικών αποθεμάτων;
* Ποια μέτρα θα ληφθούν για την αποκατάσταση της φυσικής ποιότητας υδροφορέων που έχει υποβαθμιστεί η ποιότητά τους;
Ένα πλατύ κίνημα πολιτών και συλλογικοτήτων αναπτύσσεται πανελλαδικά ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ και της ΕΥΔΑΠ. Η κοινωνία πρέπει να μιλήσει.
Δημοψήφισμα τώρα.
* Η Χαρά Καφαντάρη είναι γεωλόγος, βουλευτής Β' Αθηνών ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, μέλος Υποεπιτροπής Υδατικών Πόρων της Βουλής
Η συζήτηση για την εμπορευματοποίηση του νερού έχει γίνει πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Αμέσως μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η κυρίαρχη πολιτική άποψη ήταν μέσα στο πλαίσιο ενός κράτους πρόνοιας και παρόχου των κοινών αγαθών, τομείς όπως αυτός της παροχής νερού θα έπρεπε να παραμείνουν κάτω από κρατική ιδιοκτησία και έλεγχο.
Για πρώτη φορά η «σιδηρά κυρία» Μ. Θάτσερ, με επιμονή και εμμονή σε νεοφιλελεύθερες πρακτικές και πολιτικές, εφάρμοσε προγράμματα ιδιωτικοποίησης και συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στον τομέα αυτόν, εισάγοντας έννοιες όπως η «ανταγωνιστικότητα» και η «αποδοτικότητα». Παράλληλα, άρχισε η εφαρμογή του γνωστού δόγματος με στερεότυπες φράσεις του τύπου «μικρότερο κράτος», «όχι στο κράτος επιχειρηματία» ή «ανεπαρκής κρατική λειτουργία», που τελικά αποτελούν και το μοναδικό επιχείρημα υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων. Η εφαρμογή τέτοιων πολιτικών, ουσιαστικά, άρχισε με το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Χιλή, που έφερε τον Πινοσέτ στην εξουσία.
Πρώτα η Χιλή και μετά άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής αποτέλεσαν πεδία εφαρμογής ιδιωτικοποιήσεων του τομέα του πόσιμου νερού, προσπάθεια που συνεχίστηκε σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Στις περισσότερες περιπτώσεις η μεταφορά των κρατικών και δημοτικών δομών παροχής υπηρεσιών ύδρευσης σε ιδιώτες συνοδεύτηκε από αυξήσεις τιμολογίων, υποχώρηση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, ταυτόχρονη αθέτηση των υποχρεώσεων βελτίωσης των υποδομών, που με τη σειρά της συνοδεύτηκε από τη διαφθορά δημόσιων λειτουργών, υποβάθμιση της ποιότητας του παρεχόμενου νερού και αύξηση της φτώχειας, ιδιαίτερα σε χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, κάτω από την τεράστια πίεση διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και πολυεθνικών ιδιωτικοποιήθηκαν κρατικές εταιρείες ύδρευσης με αποτέλεσμα 5 μεγάλες πολυεθνικές (Veolia, Suez, Agbar, RWE και Saur) να κατέχουν, το 2001, το 71% της παγκόσμιας αγοράς νερού. Οι αντιδράσεις όμως των πολιτών οδήγησαν σε επανακρατικοποίηση ή επαναδημοτικοποίηση των δικτύων. Σήμερα οι μεγάλες πολυεθνικές κατέχουν μόνο το 34% της αγοράς, ενώ το 90% των 400 μεγαλύτερων πόλεων στον πλανήτη εξακολουθεί να έχει δημόσιο δίκτυο ύδρευσης.
Παρόμοια είναι η εμπειρία και στην Ευρώπη. Δήμοι δεν ανανεώνουν τις συμβάσεις με τις ιδιωτικές εταιρίες (όπως στο Παρίσι και την Γκρενόμπλ) και αναλαμβάνουν την παροχή του νερού με θετικά αποτελέσματα (όπως μειώσεις και στο τιμολόγιο), συνεχίζεται η παραμονή των υπηρεσιών ύδρευσης στον δημόσιο τομέα (όπως στη Γερμανία) και νόμοι ψηφίζονται κηρύσσοντας παράνομη τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις υπηρεσίες ύδρευσης όπως έγινε το 2004 στην Ολλανδία.
Ενώ λοιπόν παγκοσμίως η ιδιωτικοποίηση του νερού έχει αποτύχει και υπάρχει έντονη τάση επανακρατικοποίησης ή επαναδημοτικοποίησης, η ελληνική κυβέρνηση και όσοι τη στηρίζουν, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες προώθησαν νόμο για τις αποκρατικοποιήσεις, μεταξύ των οποίων και των δικτύων ύδρευσης. Προωθείται πρόγραμμα ουσιαστικά «ξεπουλήματος» της δημόσιας περιουσίας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, μεταφέρεται στο ΤΑΙΠΕΔ το σύνολο των μετοχών και δικαιωμάτων που κατέχει το Δημόσιο σε ΕΥΑΘ (74,01%) και ΕΥΔΑΠ (61,33%). Έτσι κύριος του πιο σημαντικού ίσως αγαθού για τη ζωή, του πόσιμου νερού, γίνεται μια εταιρεία που σκοπό έχει μόνο την εμπορική αξιοποίηση - ξεπούλημα του πόρου αυτού, θυσία στον βωμό του δημόσιου χρέους και της κερδοσκοπίας. Συγχρόνως μπαίνει ταφόπλακα και σε δημόσιες επιχειρήσεις, όπως π.χ. η ΕΥΔΑΠ, με μακρόχρονη ιστορία, που αρχίζει από το 1925 με την κατασκευή του μαρμάρινου φράγματος στον Μαραθώνα.
Το νερό είναι ουσιαστικό στοιχείο διατήρησης της ζωής, άνισα κατανεμημένο και τελικά ένας φυσικός πόρος σε ανεπάρκεια. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με ψήφισμά της κηρύσσει την «πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό και ικανοποιητικές συνθήκες υγιεινής» ως Θεμελιώδες Ανθρώπινο Δικαίωμα (η τότε κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου απείχε από τη σχετική ψηφοφορία).
Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ επιβεβαίωσε ότι «το δικαίωμα της πρόσβασης στο νερό αποτελεί μέρος του υπάρχοντος διεθνούς νόμου». Τελικά, όταν σχεδιάζουμε την ιδιωτικοποίηση του νερού, δεν σχεδιάζουμε μόνο την εμπορευματοποίηση ενός φυσικού πόρου και κοινωνικού αγαθού, αλλά και την ιδιωτικοποίηση της οικολογικής βάσης της ίδιας της ζωής.
Η προσπάθεια για την απρόσκοπτη παροχή πόσιμου νερού σε όλους τους πολίτες συνδυάζεται με την όλη προσπάθεια για επέκταση του δικτύου ακόμα και στις απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές. Αλήθεια, ποιος ιδιώτης επιχειρηματίας μπορεί να αναλάβει το ρίσκο της ανανέωσης του δικτύου για τη μείωση των διαρροών; Πώς θα θυσιάσει τα κέρδη του για τη διατήρηση κοινωνικών τιμολογίων, χωρίς τον ρυθμιστικό έλεγχο του κρατικού μηχανισμού;
Σημειώνουμε ότι οι διαρροές αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος του μη τιμολογούμενου νερού. Σε πολλές πόλεις σημειώνονται μεγάλα ποσοστά απωλειών, που κυμαίνονται στα επίπεδα του 30%-80%. Βέβαια, υπάρχουν σύγχρονες τεχνικές ελέγχου διαρροών, οι οποίες, αν εφαρμοστούν ορθά, μπορεί να τις περιορίσουν σε επίπεδα της τάξης του 10%.
Ο αγώνας για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των δύο εταιρειών ύδρευσης και αποχέτευσης της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, που εξυπηρετούν πάνω από τον μισό συνολικά πληθυσμό της χώρας, πρέπει να συνδυαστεί με τον αγώνα για:
* Βελτιωμένες συνθήκες ζωής, αποτροπή δημιουργίας κοινωνικών ανισοτήτων και φτώχειας και αποφυγή της εμπορευματοποίησης του νερού.
* Συνειδητοποίηση ότι το πόσιμο νερό είναι κοινωνικό αγαθό, ένας φυσικός πόρος σε ανεπάρκεια, που πρέπει να είναι αντικείμενο μιας συνολικής ορθολογικής διαχείρισης, όπως επιτάσσει ακόμη και η σχετική Οδηγία Πλαίσιο της Ε.Ε. (2000/60).
* Ουσιαστική προστασία του νερού από την υπερεκμετάλλευση, την υποβάθμιση της ποιότητάς του, τη ρύπανση και την αποτροπή φαινομένων λειψυδρίας, είτε από ανθρωπογενείς παράγοντες (π.χ. αυξημένη ζήτηση) είτε από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής (π.χ. μείωση βροχοπτώσεων).
Είναι γνωστό ότι η ΕΥΔΑΠ είναι μια ακόμα κερδοφόρος δημόσια επιχείρηση, αφού μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2012 τα ενοποιημένα κέρδη της μετά από φόρους ήταν 12,5 εκατομμύρια ευρώ. Επίσης είναι γνωστό ότι τα χρέη των Δήμων και του Δημοσίου στην ΕΥΔΑΠ ανέρχονται περίπου στο ποσό των 522 εκατ. ευρώ.
Μια ιδιωτικοποιημένη ΕΥΔΑΠ θα πάρει προίκα και τα ποσά αυτά, πέραν της χαμηλής τιμής που θα την αγοράσει ο ιδιώτης και μάλιστα μέσα σε τρεις μήνες (απάντηση της Κομισιόν στη σχετική ερώτηση του Ν. Χουντή στην Ευρωβουλή). Έτσι οποιαδήποτε συζήτηση γίνεται για παραχώρηση δικτύων ύδρευσης δήμων στην ΕΥΔΑΠ πρέπει να αντιμετωπίζεται κάτω από τη λογική της μη ιδιωτικοποίησης της ΕΥΔΑΠ.
Επίσης η όποια ολοκληρωμένη διαχείριση πρέπει να στοχεύει στην επάρκεια, την προστασία και τη διατήρηση των υδατικών πόρων και των υδάτινων οικοσυστημάτων. Δυστυχώς, όμως, ο τρόπος με τον οποίο το ΥΠΕΚΑ προχώρησε στη σύνταξη των Διαχειριστικών Σχεδίων Λεκανών Απορροής δεν αντιμετώπισε τα προβλήματα της διαχείρισης των υδατικών πόρων, αλλά προχώρησε σε εκπόνηση ανεπαρκών μελετών από ιδιωτικούς φορείς (μη αξιοπιστία τελικών συμπερασμάτων, αποσπασματικά και ανεπίκαιρα διαθέσιμα στοιχεία, στοιχεία κατά προσέγγιση, παραβλέψεις κ.λπ.).
Η ψήφιση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για την τιμολόγηση του νερού (κυρίως του αγροτικού) δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία και, αν συνδυαστεί με την ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης (δηλαδή ΕΥΑΘ και κατόπιν ΕΥΔΑΠ), γρήγορα θα δούμε και στη χώρα μας ένα υδατικό καθεστώς παρόμοιο με αυτό των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Εύλογα, λοιπόν, τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν:
* Ποια θα είναι η νέα τιμολόγηση του νερού;
* Ποια θα είναι η ποιότητά του;
* Τι θα γίνει με τη συντήρηση των παλαιών δικτύων;
* Τι θα γίνει με τις παράνομες γεωτρήσεις, που νομιμοποιούνται με τις διατάξεις περί υφιστάμενων υδάτων;
* Ποια μέτρα θα ληφθούν για την προστασία των υδατικών αποθεμάτων;
* Ποια μέτρα θα ληφθούν για την αποκατάσταση της φυσικής ποιότητας υδροφορέων που έχει υποβαθμιστεί η ποιότητά τους;
Ένα πλατύ κίνημα πολιτών και συλλογικοτήτων αναπτύσσεται πανελλαδικά ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ και της ΕΥΔΑΠ. Η κοινωνία πρέπει να μιλήσει.
Δημοψήφισμα τώρα.
* Η Χαρά Καφαντάρη είναι γεωλόγος, βουλευτής Β' Αθηνών ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, μέλος Υποεπιτροπής Υδατικών Πόρων της Βουλής