Του Βαγγέλη Στογιάννη*
Γράφει μεταξύ άλλων ο Στογιάννης : «Εδώ και πολλά χρόνια, όταν οι ελίτ προωθούν έργα συγκεντρωτικής διαχείρισης των απορριμμάτων…… ακολουθούν την ίδια και απαράλλακτη τακτική: αρχικά φουσκώνουν επικοινωνιακά το (υπαρκτό) πρόβλημα των ανεξέλεγκτων χωματερών (ΧΑΔΑ) τονίζοντας ιδιαίτερα το θέμα του κινδύνου προστίμων που επιβάλλει η Ε.Ε. για παράβαση των κοινοτικών κανόνων. Στη συνέχεια παρουσιάζουν μια συγκεντρωτική πρόταση μεγακλίμακας (ΧΥΤΑ, ΕΜΑΚ, βιοξήρανση, καύση, κλπ), που θα «λύσει» τελικά το πρόβλημα, διασφαλίζοντας με «επιστημονικό» υποτίθεται τρόπο το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία. Αμέσως μετά, κατηγορούν όσους αντιδρούν, σαν τοπικιστές που θέλουν να στείλουν τα σκουπίδια στην πόρτα του γείτονα….».
«…..ο ανομολόγητος στόχος της «Πράσινης» πρότασης, που ένθερμα υποστηρίχτηκε από πολλούς, μεταξύ των οποίων και ο σημερινός ευρωβουλευτής των Πρασίνων, Ν. Χρυσόγελος (για να μην ξεχνάμε και το ρόλο του συγκεκριμένου κόμματος) είναι να δημιουργήσει σύγχυση και να δυσκολέψει τη στοίχιση της κοινωνίας πίσω από την πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης, σε μικρές εγκαταστάσεις, με κοινωνικό έλεγχο…»
«…..Την πρώτη Ιουνίου του 2011, το ΚΚΕ παρουσίασε τη δική του πρόταση για τη διαχείριση των απορριμμάτων στην Αττική. Αφού εξήγησε ότι το πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων μπορεί να λυθεί μόνο στο… Σοσιαλισμό, περιέγραψε και τη λύση: ακόμη λιγότεροι και μεγαλύτεροι ΧΥΤΑ σε συνδυασμό με την εξαγωγή των σκουπιδιών εκτός Αττικής για τη διαχείρισή τους….»
Όλο το άρθρο του Στογιάννη
Στις αρχές του 2011, με τα γεγονότα της Κερατέας στην κορύφωσή τους, άνοιξε ένας κύκλος προσπαθειών σύνδεσης των αγώνων που διαχρονικά αναπτύσσονται γύρω από έργα διαχείρισης απορριμμάτων, με μια πρόταση ασφαλούς περιβαλλοντικά διαχείρισης τους.
Κατάληξη αυτής της προσπάθειας, ήταν η συγκρότηση της «ΠΡΩΣΥΝΑΤ», (Πρωτοβουλία Συνεννόησης για τη Διαχείριση των Απορριμμάτων) η οποία παρουσίασε μια εφικτή και τεχνικά άρτια πρόταση για την αποκεντρωμένη διαχείριση των απορριμμάτων, προς όφελος της κοινωνίας. Το «Ξ» έχει υιοθετήσει τη συγκεκριμένη πρόταση, και στηρίζει τις προσπάθειες της «ΠΡΩΣΥΝΑΤ».
Στις 5/2/2013, ο κύκλος έκλεισε με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του διαγωνισμού για τα τέσσερα εργοστάσια διαχείρισης απορριμμάτων της Αττικής, που θα εκτινάξουν το περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος της διαχείρισης, καταργώντας το δημόσιο χαρακτήρα της προς όφελος των μεγαλοεργολάβων. Πρόκειται για μονάδες στις οποίες θα γίνεται είτε «μηχανική ανακύκλωση», είτε «βιολογική ξήρανση».
Βιολογική ξήρανση και καύση
Σε μεγάλες εγκαταστάσεις μηχανικής επεξεργασίας, αφαιρούνται από τα σκουπίδια στοιχειωδώς τα μέταλλα και το γυαλί. Στη συνέχεια η μάζα των σκουπιδιών αφυδατώνεται και ομογενοποιείται. Το «προϊόν» αυτό, το οποίο ονομάζεται SRF ή RDF είναι έτοιμο για να οδηγηθεί σε μονάδες «θερμικής επεξεργασίας», δηλαδή σε μονάδες καύσης.
Η καύση αυτών των υλικών απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα μεγάλες ποσότητες εξαιρετικά επικίνδυνων ρύπων όπως: διοξίνες, φουράνια, αιώρουμενα σωματίδια, τα οποία προκαλούν πολλές μορφές καρκίνου καθώς και μια σειρά ασθένειες του νευρικού, αναπνευστικού, καρδιαγγειακού συστήματος κ.α. Την ίδια στιγμή, από την καύση παράγονται τεράστιες ποσότητες τοξικής τέφρας (τέφρα με μεγάλη περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα κ.α.) της οποίας η ασφαλής διαχείριση είναι πρακτικά αδύνατη.
Προκειμένου να αποτιμήσουμε την κατάσταση και να βγάλουμε τα πρώτα συμπεράσματα για το πως φτάσαμε ως εδώ, πρέπει να δούμε συνοπτικά το περιεχόμενο της πρότασης (που αποτελεί και το πολιτικό μας όπλο) που έχουμε καταθέσει καθώς και το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής.
Η πρόταση
Απέναντι στις λυσσαλέες προσπάθειες των οικονομικών και πολιτικών ελίτ της χώρας να ιδιωτικοποιήσουν τη διαχείριση των απορριμμάτων με ενεργειακή αξιοποίηση (καύση) σε φαραωνικές εγκαταστάσεις εις βάρος της κοινωνίας και του περιβάλλοντος, εμείς αντιτάξαμε την πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης, με δημόσιο χαρακτήρα, με έμφαση στη διαλογή στην πηγή, την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση των σκουπιδιών, σε μικρές αποκεντρωμένες εγκαταστάσεις, με ευθύνη των δήμων και υπό συνθήκες κοινωνικού και εργατικού ελέγχου.
Τι έχει γίνει μέχρι σήμερα
Έως τις 5/2/2013, η περιφέρεια Αττικής κατάφερε να ολοκληρώσει την πρώτη φάση του διαγωνισμού για τα τέσσερα νέα συγκροτήματα διαχείρισης απορριμμάτων, δύο από τα οποία χωροθετούνται στην πολύπαθη Φυλή (με δυναμικότητα 400.000 και 700.000 τόνους κατά έτος) και από ένα (130.000 τόνων κατά έτος) σε Γραμματικό και Κερατέα.
Ειδικότερα στη Φυλή αναμένεται να κατασκευαστούν ένα νέο Εργοστάσιο Μηχανικής Ανακύκλωσης (ΕΜΑΚ) 400.000 τόνων απορριμμάτων ανά έτος και μία μονάδα βιολογικής ξήρανσης, δυναμικότητας 700.000 τόνων.
Ταυτόχρονα, σε Γραμματικό – Κερατέα δημοπρατούνται δύο αντίστοιχες υποδομές των 130.000 τόνων η κάθε μία, που έρχονται να προστεθούν στην ήδη λειτουργούσα ΕΜΑΚ στα Λιόσια – Φυλή (δυναμικότητας 350.000 τόνων).
Βλέπουμε δηλαδή, πως πολύ απλά, 1.710.000 τόνοι, από τους 2.000.000 τόνους απορριμμάτων της Αττικής (το 85% περίπου), θα οδηγούνται σε επεξεργασία που θα αποδώσει ελάχιστα ανακυκλώσιμα υλικά, και θα μετατρέψει τη μεγαλύτερη ποσότητα των σκουπιδιών σε δευτερογενές καύσιμο (SRF και RDF) προετοιμάζοντάς τα για καύση, με τραγικές περιβαλλοντικές συνέπειες.
Αυτή η εξέλιξη στην Αττική ήρθε σαν το κερασάκι στην τούρτα, να προστεθεί σε μια βροχή αδειοδοτήσεων και δρομολόγησης κατασκευής αντίστοιχων υποδομών σε όλη την Ελλάδα, στα πλαίσια ενός κεντρικού σχεδιασμού που κανένας αγώνας δεν κατάφερε να ανακόψει τα τελευταία δύο χρόνια, παρόλο που πολλοί από αυτούς ήταν μεγάλοι και επίμονοι, όπως στη Λευκίμη, την Κερατέα, το Γραμματικό, την Ευκαρπία, κλπ.
Εδώ εύλογα κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί, γιατί οι αγώνες αυτοί δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να νικήσουν την περιβαλλοντική φρίκη που δρομολογούν οι οικονομικές ελίτ της χώρας, παρόλο που αυτό γίνεται κατά παράβαση κάθε έννοιας λογικής και νομιμότητας στους κανόνες που βάζουν το δίκαιο και η επιστήμη για την ασφαλή διαχείριση των απορριμμάτων (οδηγία «98 2008» της Ε.Ε. - αρχές της εγγύτητας και της μικρής κλίμακας).
Αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί χωρίς ανάλυση των αδυναμιών των κινημάτων, της τακτικής των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, της στάσης των μαζικών κομμάτων της αριστεράς, των ηγεσιών των συνδικάτων εργαζομένων στην τοπική αυτοδιοίκηση, και το ρόλο που έπαιξαν ορισμένες περιβαλλοντικές ΜΚΟ μαζί με τμήμα των Πρασίνων. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά:
Η τακτική του αντιπάλου
Εδώ και πολλά χρόνια, όταν οι ελίτ προωθούν έργα συγκεντρωτικής διαχείρισης των απορριμμάτων, γνωρίζοντας άριστα πως οι επιδιώξεις τους συνιστούν εκτροπή της λογικής, της επιστήμης και του δικαίου, ακολουθούν την ίδια και απαράλλακτη τακτική: αρχικά φουσκώνουν επικοινωνιακά το (υπαρκτό) πρόβλημα των ανεξέλεγκτων χωματερών (ΧΑΔΑ) τονίζοντας ιδιαίτερα το θέμα του κινδύνου προστίμων που επιβάλλει η Ε.Ε. για παράβαση των κοινοτικών κανόνων.
Στη συνέχεια παρουσιάζουν μια συγκεντρωτική πρόταση μεγακλίμακας (ΧΥΤΑ, ΕΜΑΚ, βιοξήρανση, καύση, κλπ), που θα «λύσει» τελικά το πρόβλημα, διασφαλίζοντας με «επιστημονικό» υποτίθεται τρόπο το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.
Αμέσως μετά, κατηγορούν όσους αντιδρούν, σαν τοπικιστές που θέλουν να στείλουν τα σκουπίδια στην πόρτα του γείτονα. Με αυτό τον τρόπο καταφέρνουν να προωθήσουν κάθε φορά τα σχέδιά τους, πετυχαίνοντας δύο πράγματα: Να πείσουν ότι το πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων είναι πρόβλημα χωροθέτησης (και όχι μεθοδολογίας) και να εμποδίσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις να αποκτήσουν υπερτοπικό (και ανεξέλεγκτο) χαρακτήρα, έως ότου η κούραση, η καταστολή, η συκοφαντία και η εξαγορά συνειδήσεων να κάνουν από μόνες τους τη δουλειά.
Οι αδυναμίες του κινήματος
Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις ανάδυσης κοινωνικών αντιστάσεων, γεννιούνται όταν οι κάτοικοι ξαφνικά συνειδητοποιούν το μέγεθος της καταστροφής που περιμένει την περιοχή τους. Αυτό δημιουργεί εύκολα το υπόβαθρο, προκειμένου η πρώτη αντίδραση να συσπειρωθεί γύρω από το αίτημα «όχι σκουπίδια εδώ!», σπρώχνοντας έτσι αυτά τα κινήματα να πάρουν χαρακτηριστικά «υπέρ βωμών και εστιών», αγώνων που στηρίζονται στη λογική της απόκρουσης μιας απειλής στο χώρο τους, χωρίς να μπαίνουν στη διαδικασία να προτείνουν βιώσιμη λύση για το πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων τους.
Αυτή η κατάσταση, εκθέτει επικοινωνιακά αυτούς τους αγώνες, σαν τοπικιστικές εκδηλώσεις, εμποδίζοντας τους να πάρουν πανελλαδικό χαρακτήρα, κινητοποιώντας το σύνολο της κοινωνίας πίσω από ένα συγκεκριμένο πρόταγμα διαχείρισης των απορριμμάτων προς όφελός της.
Ακόμη κι όταν οι αγώνες αυτοί με τον ηρωισμό τους προκαλούν μεγάλες εκδηλώσεις συμπάθειας και αλληλεγγύης σε διάφορες περιοχές της χώρας (π.χ. Κερατέα) εν τέλει βαλτώνουν και εκφυλίζονται σε αιτήματα για μικροαλλαγές στη χωροθέτηση, ή τη χωρητικότητα των εγκαταστάσεων, εξαιτίας της δράσης ανόητων, ή εγκάθετων τοπικών παραγόντων, που εμποδίζουν το κίνημα να διεκδικήσει συγκεκριμένη λύση για τα απορρίμματα της περιοχής του... (η Κερατέα εν προκειμένω, που δεν παράγει ούτε 20.000 τόνους σκουπιδιών το χρόνο, θα υποδεχτεί τελικά, ενδεχομένως λίγο μακρύτερα από το Οβριόκαστρο 130.000 τόνους).
Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από τη συστηματική απουσία ουσιαστικής παρέμβασης στις τοπικές κοινωνίες των κομμάτων της μαζικής Αριστεράς (για διαφορετικούς κατά περίπτωση λόγους) προκειμένου να διεκδικήσουν τα κινήματα βιώσιμη λύση για τις περιοχές τους. Με τον τρόπο αυτό, το αποτέλεσμα είναι κάθε φορά το ίδιο: απομόνωση και τελικά ήττα των κινημάτων, που δεν καταφέρνουν να συναντηθούν αποτελεσματικά, μετατρέποντας το αίτημα για κοινωνικά επωφελή διαχείριση των απορριμμάτων σε αίτημα όλης της κοινωνίας.
Η πρόταση των ΜΚΟ και τμήματος των «Πρασίνων»
Από την πρώτη στιγμή της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης των απορριμμάτων με κοινωνικό χαρακτήρα και τις επιλογές για συγκεντρωτική διαχείριση με στόχο τελικά την «ενεργειακή τους αξιοποίηση» - δηλαδή την καύση, προέκυψε μια τρίτη, η λεγόμενη «Πράσινη» πρόταση για τη διαχείριση των σκουπιδιών. Τέσσερις περιβαλλοντικές ΜΚΟ (Οικολογική Εταιρία Ανακύκλωσης – Μεσόγειος SOS – Greenpeace – WWF), κατέθεσαν μια πρόταση διαχείρισης που αρνείται την καύση σαν τελική λύση για τα σκουπίδια, και προτείνει επίσης πρόληψη, διαλογή στην πηγή, κομποστοποίηση και ανακύκλωση.
Παράλληλα όμως, με το πρόσχημα της έλλειψης χώρων για μικρές εγκαταστάσεις αποκεντρωμένης διαχείρισης, οι ΜΚΟ προτείνουν αρκετές κεντρικές εγκαταστάσεις στην Αττική. Ανάμεσα σε αυτές, η «Πράσινη» πρόταση, περιλαμβάνει ακόμη και εγκαταστάσεις στην πολύπαθη Φυλή. Προτείνουν επίσης επέκταση των κεντρικών ΚΔΑΥ (Κέντρα Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών) στα οποία η ΕΕΑΑ (Ελληνική Εταιρία Αξιοποίησης - Ανακύκλωσης), μια ιδιωτική εταιρία στην οποία συμμετέχει κατά 35% Κεντρική Ένωση Δήμων, «αξιοποιεί» τα ανακυκλώσιμα υλικά προς όφελός της. Είναι προφανές ότι οι ΜΚΟ δεν διεκδικούν το δημόσιο χαρακτήρα της διαχείρισης απορριμμάτων, ενώ ακόμα και για την κομποστοποίηση την οποία προτείνουν, δέχονται μεγάλες κεντρικές μονάδες.
Αμέσως μετά την δημοσιοποίηση της πρότασης, τα ΜΜΕ άρχισαν να τη διαφημίζουν, τμήμα του κόμματος των «Πρασίνων» άρχισε να τη διακινεί σαν θέση του, ενώ η «αριστερή» ΔΗΜΑΡ την υιοθέτησε με ενθουσιασμό.
… όχι και τόσο «πράσινη»…
Μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει εύκολα τα βασικά προβλήματα της υποτιθέμενης πράσινης πρότασης.
Καταρχήν, η αποδοχή των κεντρικών εγκαταστάσεων διαχείρισης στην ουσία ακυρώνει την όποια προσπάθεια ανάκτησης και ανακύκλωσης των απορριμμάτων. Αυτό συμβαίνει επειδή οι κεντρικές εγκαταστάσεις «αναγκάζουν» τα σκουπίδια να «ταξιδέψουν» σε μεγάλες αποστάσεις, επομένως πρέπει να συμπιεστούν για ευκολότερη και φτηνότερη μεταφορά. Μετά από αυτή τη διαδικασία, τα σκουπίδια μπορούν να πάρουν μόνο δύο δρόμους: είτε να θαφτούν σε κάποια χωματερή, είτε να μετατραπούν σε καύσιμα για την παραγωγή ενέργειας. Με αυτή την έννοια επομένως, η συγκεκριμένη πρόταση, όχι μόνο δεν είναι ιδιαίτερα «πράσινη», όχι μόνο δεν αποτελεί το αντίπαλο δέος στις προτάσεις για καύση, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί οικονομικά κίνητρα για τους εργολάβους των σκουπιδιών.
Επιπλέον, η διαχείριση των ανακυκλώσιμων από ξεχωριστούς φορείς, και κυρίως η συνέχιση της εκμετάλλευσης τους από ιδιώτες, αφαιρεί αξία από τα προς διαχείριση απορρίμματα, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πραγματικό πλούτο για τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες που τα παράγουν.
Είναι προφανές πως ο ανομολόγητος στόχος της «Πράσινης» πρότασης, που ένθερμα υποστηρίχτηκε από πολλούς, μεταξύ των οποίων και ο σημερινός ευρωβουλευτής των Πρασίνων, Ν. Χρυσόγελος (για να μην ξεχνάμε και το ρόλο του συγκεκριμένου κόμματος) είναι να δημιουργήσει σύγχυση και να δυσκολέψει τη στοίχιση της κοινωνίας πίσω από την πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης, σε μικρές εγκαταστάσεις, με κοινωνικό έλεγχο.
Και για να μη μείνουν αμφιβολίες περί του αντιθέτου, η απλή ανάγνωση της ανακοίνωσης των τεσσάρων ΜΚΟ για τις πρόσφατες αποφάσεις έναρξης των δημοπρατήσεων, είναι αποκαλυπτική, αφού οι οργανώσεις αυτές βρίσκουν πως υπάρχουν «αρκετά θετικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση» στις αποφάσεις αυτές.
Η στάση της Αριστεράς
Την πρώτη Ιουνίου του 2011, το ΚΚΕ παρουσίασε τη δική του πρόταση για τη διαχείριση των απορριμμάτων στην Αττική. Αφού εξήγησε ότι το πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων μπορεί να λυθεί μόνο στο… Σοσιαλισμό, περιέγραψε και τη λύση: ακόμη λιγότεροι και μεγαλύτεροι ΧΥΤΑ σε συνδυασμό με την εξαγωγή των σκουπιδιών εκτός Αττικής για τη διαχείρισή τους.
Δηλαδή να στείλουμε τα σκουπίδια μακριά για να μη φαίνονται, μεγιστοποιώντας την περιβαλλοντική καταστροφή στις περιοχές που θα επιλεγούν από τα κομματικά στελέχη στη μελλοντική «σοσιαλιστική» κοινωνία!
Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ υποστηρίζει την αποκέντρωση της διαχείρισης, κι αυτό είναι σημαντικό, κάνει το λάθος να μην απορρίπτει την ξεχωριστή διαχείριση των ανακυκλώσιμων υλικών (ΚΔΑΥ) η οποία αποδυναμώνει την οικονομική βάση βιωσιμότητας της όποιας διαχείρισης με δημόσιο χαρακτήρα, που παρόλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει.
Το πιο σημαντικό όμως είναι το εξής: αν και είναι ο μόνος μαζικός χώρος της αριστεράς που έχει υιοθετήσει την πρόταση της αποκεντρωμένης, με δημόσιο χαρακτήρα διαχείρισης, (άρα και ο μόνος που θα μπορούσε να τη μετατρέψει σε πρόταση μάχης για το περιβαλλοντικό κίνημα, σε κτήμα της κοινωνίας συνολικά) σε επίπεδο εκστρατείας ενημέρωσης των τοπικών κοινωνιών παραμένει τραγικά πίσω από τις ανάγκες.
Το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων στους ΟΤΑ
Σήμερα πια, είναι εμφανές ότι τόσο η συγκέντρωση των εγκαταστάσεων διαχείρισης των απορριμμάτων σε φαραωνικής κλίμακας ιδιωτικές μονάδες, όσο και οι «ιδέες» για ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών καθαριότητας, που μέχρι σήμερα ανήκουν στους δήμους, θα έχει τραγικές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες. Είναι φανερό ότι μεταξύ των υπολοίπων αποτελεσμάτων τους, οι πολιτικές που έχουν μπει σε διαδικασία υλοποίησης, θα αφήσουν χιλιάδες εργαζόμενους χωρίς αντικείμενο εργασίας, μετατρέποντάς τους σε θύματα της διαθεσιμότητας που απαιτεί η Τρόικα.
Ωστόσο, η ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων στους Δήμους, μέχρι στιγμής δείχνει ανίκανη να υπερασπιστεί ουσιαστικά τις θέσεις εργασίας που κινδυνεύουν, τόσο με μαχητικές κινητοποιήσεις, όσο και κάνοντας τη σύνδεση ανάμεσα σε αυτές, και το θέμα της συνολικής διαχείρισης των σκουπιδιών, που για κάποιον ανεξήγητο λόγο θεωρείται «αυστηρά περιβαλλοντικό».
Αντί να εξηγήσει ότι η «ιδιωτική πρωτοβουλία» θα αποκομίσει τεράστια κέρδη από τη διαχείριση, εξαθλιώνοντας ακόμη περισσότερο τους εργαζόμενους και καταστρέφοντας το περιβάλλον, αντί να υιοθετήσει μια ολοκληρωμένη πρόταση από την αποκομιδή μέχρι την τελική αξιοποίηση των σκουπιδιών, με ουσιαστική συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων και της κοινωνίας και να την υπερασπιστεί μαχητικά, περιορίζεται σε γενικολογίες υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα της διαχείρισης.
Και τώρα τι;
Είναι γεγονός πως οι τελευταίες εξελίξεις στη διαχείριση των απορριμμάτων (προς το παρόν τουλάχιστον), συνιστούν μια μεγάλη ήττα για την κοινωνία, με τραγικές συνέπειες στο περιβάλλον, τη δημόσια υγεία, την απασχόληση. Ο πρώτος κύκλος της αντιπαράθεσης έκλεισε με αρνητικό τρόπο για την κοινωνία, ωστόσο το παιχνίδι δεν έχει ακόμη χαθεί οριστικά.
Για να αποτραπεί η καταστροφή που μας ετοιμάζουν, απαιτείται τα περιβαλλοντικά κινήματα που αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν με την απόπειρα εφαρμογής του σχεδιασμού για τη διαχείριση των σκουπιδιών να έχουν ουσιαστική αντιπρόταση, πάνω στην οποία θα συσπειρωθεί το σύνολο της κοινωνίας, με πρώτους απαραίτητους συμμάχους τους εργαζόμενους στην καθαριότητα.
Απαιτείται επίσης ο μεταξύ τους συντονισμός, δεδομένου ότι η τερατώδης διαχείριση που προωθείται, αφορά (έστω και με διαφορετικές ταχύτητες) ολόκληρη τη χώρα.
Αυτή η μάχη δε θα είναι εύκολη. Ας ξέρουν ωστόσο οι σημερινοί νικητές αυτού του πρώτου γύρου, ότι δεν ξεχνάμε εκείνο το άρθρο από το παλιό σύνταγμα του Ρήγα:
«όταν η διοίκησις βιάζει, αθετεί και καταφρονεί τα δίκαια του λαού, και δεν εισακούει τα παράπονά του, το να κάνει ο λαός επανάστασιν, αποτελεί το πλέον ιερόν από τα χρέη του και το πλέον απαραίτητο από τα δικαιώματά του».
*το άρθρο δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη, στα τεύχη του “Ξ” 367 και 368