Μερικές φορές οι Ναζί οδηγούσαν τους κρατούμενους
για εκτέλεση με τη συνοδεία άλλων κρατουμένων, που έπαιζαν βιολιά και τραγουδούσαν. Τα
επεισόδια αυτά διασώθηκαν σε φωτογραφίες, που έδειχναν πραγματικά την πιο
ακραία μορφή βαρβαρότητας : Δεν ήταν
μόνο ο επικείμενος θάνατος των συγκρατουμένων, αλλά και η καταναγκαστική γελωτοποιία ή
ευφρόσυνη διάθεση, που συνέθλιβαν τους ανθρώπους. Τα περιστατικά αυτά είχαν μια
μακρινή ομοιότητα με τη συμπεριφορά κάποιων μαφιόζων, που βαράγαν ένα χαχανητό όποτε γουστάραν και
στη συνέχεια περίμεναν όλο το συνάφι να ξεκαρδιστεί στα γέλια, είτε αισθανόταν
κάτι αστείο είτε όχι – όμως αυτή η τελευταία συμπεριφορά ήταν πολύ light και σαφώς
υπολειπόταν της ναζιστικής σκηνοθεσίας –
με την καταναγκαστική χαρά κάποιων δίπλα
ακριβώς στο θάνατο των άλλων….
Υπό συνθήκες
Μνημονίου τα πράγματα είναι ακόμη πιο απλά. Η εξουσία γενικώς εμφανίζεται θλιμμένη, αλλά
πλείστα όσα παπαγαλάκια της μας εγκαλούν ως μίζερους και μελαγχολικούς – ουσιαστικά προτείνοντάς μας μια
γελωτοθεραπεία των δεινών…Θέλουν να μας κάνουν να γελάσουμε, όμως ξεχνάνε ότι
το κωμικό δεν είναι ποτέ φυγή από τη πραγματικότητα – αλλά αναμόρφωσή της. Θέλουν
να είμαστε χαρούμενοι, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να φαίνονται
χαζοχαρούμενοι οι ίδιοι. Τελευταίο κρούσμα που περιέπεσε « ζωντανό» στην
αντίληψη του γράφοντος, είναι δυο συγκινητικοί οικολογούντες , εισηγητές σε μια εκδήλωση περί βιολογικής γεωργίας, που συναινούσαν
στο ότι πρέπει να είμαστε εύθυμοι και χαρούμενοι….
Πάνω στο θέμα της χαράς που όταν δεν υπάρχει δεν
μπορεί να φαίνεται, είναι και το παρακάτω άρθρο
του Κωνσταντίνου Τσουκαλά(«Αιδώς εν οφθαλμοίς») που δημοσιεύεται στο ECOLEFT
Εν όψει, Leonardo Da Vinci, λεπτομέρεια
«Αν δεχτούμε πως, ακόμη και ως φτωχοί, πρέπει
πάση θυσία να παραμένουμε εύθυμοι, ευπροσήγοροι και ευδιάθετοι για χάρη των
ξένων, αποδυναμώνεται ό,τι είχε μείνει από τη συλλογική μας αξιοπρέπεια. Αυτή
ίσως να είναι άλλωστε και η ύστατη ratio του «Μνημονίου». Δεν αρκεί να
πεινάμε και να υπομένουμε. Πρέπει επίσης να χαμογελάμε σε όσους μας επιτρέπουν
να ελπίζουμε. Καλούμαστε να επιζούμε ως σχιζοφρενείς.
Η εικόνα μάς συγκλόνισε όλους.
Απλωμένα χέρια απεγνωσμένων ανθρώπων προσπαθούν να αγγίξουν μια σακούλα πορτοκάλια
που μοιράζουν απεγνωσμένοι αγρότες. Εικόνα που εκφράζει τα αδιέξοδα ενός
ολόκληρου λαού. Εικόνα που καθιστά περιττή κάθε ανάλυση ή στατιστική. Εικόνα
μιας κοινωνίας Ταντάλων, που γνωρίζουν ότι, ακόμα και αν καταφέρουν να πιάσουν
τους καρπούς στα χέρια τους, προσωρινή και μόνο θα είναι η ανακούφισή τους.
Εικόνα αποκαλυπτική μιας Αποκάλυψης που καθένας δεν θα μπορούσε να έχει
προφητεύσει.
Μοιραία λοιπόν, η εικόνα έκανε τον γύρο
ενός κόσμου που κυριαρχείται πια από το θέαμα. Οι κοιμώμενες φαντασίες
και κατ” επέκτασιν και η σκέψη ερεθίζονται σχεδόν αποκλειστικά από τις πανταχού
παρούσες εικόνες. Για όλο και πιο πολλούς, ο πόλεμος του Βιετνάμ «είναι» η
εικόνα του γυμνού κοριτσιού που κλαίει τρέχοντας μέσα στους καπνούς, όπως ο
πόλεμος του Κόλπου «είναι» ο βουτηγμένος στην πίσσα κορμοράνος. Μπορεί κανείς
λοιπόν να προδικάσει πως για όλο και περισσότερους αθώους ή μη θεατές της
οικουμενικής νεοφιλελεύθερης τραγωδίας, τα απλωμένα αυτά χέρια θα «είναι» η
δυσνόητη «φτωχοποίηση» και «εσωτερική υποτίμηση» σε μια ευρωπαϊκή χώρα που
μοιάζει πια με υποσαχάρια αφρικανική χώρα. Με τη διαφορά πως, αντίθετα με τον
κορμοράνο του Κόλπου, η τωρινή εικόνα δεν είναι φτιαχτή. Τα απλωμένα χέρια δεν
είναι μόνο πραγματικά. Είναι εξίσου ριζικά αληθινά με την Γκερνίκα του Πικάσο.
Και όμως, την αλήθεια αυτή θέλουμε να την
κρύψουμε. «Δεν είναι αυτή η Ελλάδα», μας λένε, «και πάντως δεν είναι
μόνον αυτή». Τα εν οίκω μη εν δήμω. Ακόμα και εάν δεν είναι πλαστή, η εικόνα
είναι «μονόπλευρη» και «παραπλανητική». Δεν είμαστε «όλοι» εξαθλιωμένοι
ψωμοζήτες. Και, σε κάθε περίπτωση, γιατί πρέπει να τη δείχνουμε; Τι θα πουν οι
ξένοι; Ποιον εξυπηρετεί η πάνδημη αναπαραγωγή της μεροληπτικής εικόνας; Μήπως
πρέπει να αναζητήσουμε τη συνωμοσία; Μήπως το πρακτορείο Ρόιτερς εκφράζει
σκοτεινά ανθελληνικά κέντρα; Η εθνική μανία καταδιώξεως καλά κρατεί.
Στην πραγματικότητα βέβαια, τα πράγματα
δεν είναι έτσι. Πρέπει να σκεφτούμε πως μέσοι όροι δεν υπάρχουν παρά
ως πλασματικές κατασκευές. Και γι” αυτό παραμένουν τελικώς ανώδυνοι. Στο μέτρο
ακριβώς που ο καθένας πάντα δυστυχεί με τον δικό του ανεπανάληπτο τρόπο,
αναφορές στον «κανονικό» ή «τυπικό» Ελληνα δεν αποκαλύπτουν την «αλήθεια».
Αντιθέτως, την κρύβουν. Οι αρχαίοι τραγικοί έδειξαν πως το κατεξοχήν αληθές και
παραδειγματικό είναι το εξωφρενικό και το ακραίο, εκείνο που ενοχλεί και
συνταράζει, εκείνο που διαψεύδει την τυποποιημένη εικόνα του εαυτού μας, εκείνο
που δεν μπορεί να έχει συμβεί. Εύλογο είναι λοιπόν να αποδραματοποιούμε.
Δείχνοντας τη δυστυχία με απλούς αριθμούς, ακριβολογούμε αλλά δεν ομιλούμε. Το φρικτό
θέαμα πρέπει να συγκαλυφθεί, τουλάχιστον από τη ματιά των «άλλων».
Υπάρχουν βέβαια δικαιολογίες. Ως
εξαρτημένοι και αδύνατοι, κινδυνεύουμε. Δεν είμαστε σαν τις ΗΠΑ που
μπορούν ατιμωρητί να προβάλλουν τα πολυάριθμα κρούσματα των μαζικών φόνων
αμάχων από παράφρονες οπλοφόρους. Δεν έχουμε την «πολυτέλεια» να υποθάλπουμε ή
να επιτρέπουμε τη διοχέτευση πληροφοριών ή εικόνων που μπορεί να κλονίσουν την
παραδείσια εικόνα της χώρας. Οπως η βία, οι διαδηλώσεις, τα τρομοκρατικά
φαινόμενα και τα βασανιστήρια, έτσι και η αθλιότητα και η απόγνωση πρέπει
λοιπόν να αποσιωπώνται. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως η «βαριά εθνική
βιομηχανία» είναι ο τουρισμός.
Και οι τουρίστες φοβούνται τους
απόκληρους. Οι πεινασμένοι είναι πάντα πιθανόν να μεταβληθούν σε
αντιαισθητικούς επαίτες ή ακόμα και σε επικίνδυνους περιθωριακούς. Ακόμα και ο
δήμαρχος της τουριστικοδίαιτης Νέας Υόρκης είχε «μετακομίσει» βίαια τους δικούς
του παρίες και άστεγους στο απροσπέλαστο Μπρονξ. Αν λοιπόν δεν μπορούμε (ή δεν
θέλουμε) να βοηθήσουμε τους δικούς μας απόκληρους, θα πρέπει τουλάχιστον να
τους κρύβουμε. Σε μια χώρα που υπόσχεται ευδαιμονία στους ξένους, δεν χωρούν
περιφερόμενοι γηγενείς Τάνταλοι. Ακόμα και αν δεν μπορούν να επιζήσουν, οι
Ελληνες πρέπει να φαίνεται πως ζουν ως κακέκτυπα του Αλέξη Ζορμπά. Προέχει η
εικόνα ενός λαού που μπορεί πάντα να ξεπερνάει τις δυσκολίες του διατηρώντας το
κέφι του και τη ζωντάνια του. Μαζί με ήλιο, άμμο και αρχαία μνημεία, η Ελλάδα
προσφέρει χαρά ζωής και έρωτα. Και αυτήν ακριβώς την εικόνα δεν επιτρέπεται,
μας λένε, να διακυβεύουμε.
Ετσι όμως, επιλέγουμε να παραμένουμε
αιχμάλωτοι μιας ψευδούς εικόνας που είναι πολλαπλά αποδιοργανωτική και
επικίνδυνη. Προσαρμόζοντας την εικόνα του εαυτού μας και της χώρας μας
στην εικαζόμενη ματιά των ξένων, φαίνεται να αποδεχόμαστε έναν συλλογικό
πολιτιστικό ετεροπροσδιορισμό. Οι ξένοι τουρίστες αναζητούν τους εύθυμους και
ανέμελους τελετάρχες και μαγιορδόμους που θα τους κάνουν να ξεχάσουν τις δικές
τους γκρίζες καθημερινότητες. Και υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτό. Για να
αγοραστεί ένα προσωρινό ευ ζην, εξυπακούεται πως πρέπει να τηρούνται οι άρρητοι
κανόνες της τουριστικής φιλοξενίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει βέβαια πως όλοι οι
Ελληνες οφείλουν εν χορώ να ταυτιστούν με τον ρόλο του χαμογελαστού ικέτη,
μετασημασιολογώντας την απόγνωση σε ιλαρότητα και την αθλιότητα σε χαρά ζωής.
Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει αξιοπρέπεια πέραν της αλήθειας. Και
την αλήθεια αυτή δεν δικαιούμαστε να την αποκρύπτουμε, για μας τους ίδιους. Δεν
υπάρχει τίποτε πιο αποδιοργανωτικό από το να πιστέψουμε πως οφείλουμε να
λογοκρίνουμε συστηματικά όσα νιώθουμε και αυτό που «είμαστε». Αν αποδεχθούμε να
απεμπολήσουμε τη δική μας αλήθεια, εγκαταλείπουμε και την όποια ελπίδα μας.
Βέβαια, στο μέτρο που οι «άλλοι» είναι πάντα η
κόλασή μας και ο παράδεισός μας, δεν μπορούμε ποτέ να απαλλαγούμε από τη ματιά
τους. Θα πρέπει όμως να αντισταθούμε στην εσωτερικευμένη πια ιδέα ότι οι
«ξένοι» είναι οι μόνοι πραγματικοί «άλλοι». Από τη στιγμή που το αριστοτελικό
«αιδώς εν οφθαλμοίς» αρχίζει να αναγιγνώσκεται ως «αιδώς εν τουριστικοίς
οθφαλμοίς», επισφραγίζουμε οριστικά την πολιτιστική και ψυχολογική μας
ετερονομία. Αν δεχτούμε πως, ακόμα και ως φτωχοί, πρέπει πάση θυσία να
παραμένουμε εύθυμοι, ευπροσήγοροι και ευδιάθετοι για χάρη των ξένων,
αποδυναμώνεται ό,τι είχε μείνει από τη συλλογική μας αξιοπρέπεια. Αυτή ίσως
άλλωστε να είναι και η ύστατη ratio του «Μνημονίου». Δεν αρκεί να
πεινάμε και να υπομένουμε. Πρέπει επίσης να χαμογελάμε σε όσους μας επιτρέπουν
να ελπίζουμε. Καλούμαστε να επιζούμε ως σχιζοφρενείς.