(Съпруга и любовница)
ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΝΟΜΙΜΗ ΣΥΖΥΓΟΣ ΜΟΥ καὶ ἡ λογοτεχνία ἡ ἐρωμένη μου», λέει ὁ Τσέχωφ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Κι ἔτσι ὅπως συμβαίνει καὶ στὴ ζωή, οἱ ἔντιμοι ἄνδρες φέρονται στὴ σύζυγο μὲ σεβασμό, ἐνῶ μὲ τὴν ἐρωμένη ζοῦν.
Ἡ ζωὴ του ποτὲ δὲν ὑπῆρξε εὔκολη. Ἐκεῖνος εἶναι ἀναγκασμένος συνέχεια νὰ βγάζει χρήματα. Βρέξει, χιονίσει – σ’ ἐκεῖνον πρέπει νὰ στάξει. Ἀπὸ τὰ βιβλία του ζοῦν οἱ γονεῖς του καὶ τὰ τέσσερα ἀδέλφια του. Σ’ ἕνα γράμμα πρὸς τὸ φίλο καὶ ἐκδότη του, τὸν Ἀλεξέι Σουβόριν, ὁ Τσέχωφ γράφει: «Τίποτα δὲν εἶναι πιὸ βαρετὸ καὶ ἀντιποιητικό, νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, ἀπὸ τὴν πεζὴ καθημερινὴ μάχη γιὰ τὴν ἐπιβίωση, ἡ ὁποία μᾶς στερεῖ τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ φέρνει τὴν ἀπάθεια.»
Ἐκεῖνος δὲν ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του αὐτὴ τὴν πολυτέλεια, τὴν ἀπάθεια.
Στὰ εἴκοσι ἕξι του λέει: «Νωρίτερα, ὅταν δὲ γνώριζα, ὅτι μὲ διαβάζουν καὶ μὲ κρίνουν, ἔγραφα ἀνέμελα, λὲς καὶ ἔτρωγα πιροσκί. Τώρα γράφω καὶ φοβᾶμαι.»
Ἕνα χρόνο ἀργότερα: «Τὰ μικρὰ πόστα στὴ λογοτεχνία εἶναι ἐπίσης ἀπαραίτητα, ὅπως καὶ στὸ στρατό.» Ἀκόμα: «… Ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὅσο περισσότερο γνωρίζουν τὴ λάσπη τῆς ζωῆς, τόσο πιὸ καθαροὶ γίνονται.»
Αὐτό, βέβαια, τὸ εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὴν ἴδια χρονιά, ποὺ ἔγραψε ἑξήντα πέντε διηγήματα. Κάθε πέντε ἡμέρες καὶ ἕνα διήγημα. Ὁ αὐτοσαρκασμός του εἶναι εἰρωνεία πρὸς τοὺς ἄλλους: «Οἱ συγγραφεῖς εἶναι ζηλιάρηδες σὰν τὰ περιστέρια.» Καί: «Ὅταν τὰ ἀφεντικὰ ἀπουσιάζουν, ὁ ὑπηρέτης ξεναγεῖ τοὺς καλεσμένους στὰ δωμάτιά τους.» Γιὰ νὰ βάλει τάξη στὴν κοινωνία, ὁ Τσέχωφ λέει τὴν ἑξῆς φράση: «Τὸ γιατρὸ καλέστε καὶ τὸ νοσοκόμο φωνάξτε!»
Καὶ δέκα χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἤδη ἔχει λάβει τὴν ἀναγνώριση τοῦ κόσμου, ὅταν βρίσκεται στὴν ἀκμὴ τῆς δόξας του: «Ἐγὼ εἶμαι πολὺ ἀπασχολημένος, ἀπασχολημένος μέχρι τὸ λαιμό: γράφω καὶ σβήνω, γράφω καὶ σβήνω.»
«Ὅλα ὅσα ἔχω γράψει, θὰ ξεχαστοῦν ὕστερα ἀπὸ καμιὰ δεκαριὰ χρόνια.» Αὐτὰ τὰ λόγια ἐκεῖνος τὰ ξεστομίζει μερικὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του, ὅταν ἀρνήθηκε τὸ ἐπίτιμο ἀξίωμα τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ. Καὶ πόσους κλασικοὺς ἐν ζωῇ γνωρίζουμε ἐμεῖς, καλέ μου ἀναγνώστη! Περνᾶμε τὴ ζωή μας ἀνάμεσα σὲ γίγαντες ἀπὸ ἰδιοφυΐα καὶ ἄνω. Γίγαντες τῆς σκέψεως, ποὺ εἶναι βαρετοὶ στοὺς συζύγους καὶ στὰ παιδιά τους, στοὺς ἀναγνῶστες τους, ἐὰν ὑπάρχουν. Καὶ μονάχα οἱ πραγματικὰ ταλαντοῦχοι ἄνθρωποι ἀμφιβάλλουν κάπου-κάπου γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Μὲ σατανικὸ γέλιο ὁ Στανισλὰβ Σιβρίγιεφ ἔλεγε: «Αὐτὸς ὁ γαμημένος κόσμος δὲν παρέμεινε γιὰ πάντα τοῦ Βαγιαζίτ, δικός μας θὰ παραμείνει;»
Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ θλιβερὲς καὶ σωστὲς διαπιστώσεις γιὰ μᾶς τοὺς ἀνατολικοὺς ὀρθοδόξους ἀνήκει στὸν Τσέχωφ: «Παράξενο πράγμα εἶναι ὁ Ρῶσος ἄνθρωπος! Μέσα του, ὅπως καὶ στὸ κόσκινο, τίποτα δὲν παραμένει!» Καὶ ἀκόμα: «… Ὁ τίμιος ἄνθρωπος εἶναι κάτι σὰν τὸν καπνοδοχοκαθαριστή, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ νταντάδες φοβίζουν τὰ μικρὰ παιδιά.» Ἂς μὴ μιλᾶμε γιὰ τὴ σλάβικη τεμπελιά!
Σὰν παιδὶ κολυμπάει σὲ μιὰ λίμνη καὶ παθαίνει κρυολόγημα. Ὕστερα ὁ ψηλὸς πυρετὸς καίει τοὺς πνεύμονές του. Νὰ εἶσαι γιατρὸς καὶ νὰ πάσχεις ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστια, εἶναι σὰν νὰ ζοῦν σκύλος καὶ γάτα μέσα στὸ ἴδιο καλύβι. Νὰ νιώθεις ὅλη τὴν ὥρα τὸ θάνατο νὰ ἀνασαίνει στὸ σβέρκο σου. Νὰ εἶσαι νέος καὶ νὰ τὸν δέχεσαι σὰν κάτι ἀναπόφευκτο, ὅταν ἔχεις συμφυὲς μὲ τὴν ὕπαρξή σου τὸ αἴσθημα τῆς ἀθανασίας. Ἐκεῖνος γνώριζε ὅτι οἱ πνεύμονές του καταρρέουν.
Ἂν καὶ σπάνια, ὁ συγγραφέας ἔμπαινε στὸ νοσοκομεῖο. Τὸ βροχερὸ ἀπόγευμα τῆς 28ης Μαρτίου τοῦ 1897 ὁ Τολστόι τὸν ἐπισκέπτεται στὴν κλινική. Τότε ὁ Τσέχωφ εἶναι τριάντα ἑπτὰ ἐτῶν, ὁ Τολστόι ἑξήντα ἐννέα. Ἦρθε ὁ κόμης ἐπίσκεψη, ἔκατσε δίπλα στὸ κρεβάτι τοῦ ταλαίπωρου ἀπὸ τὶς αἱμορραγίες Τσέχωφ καὶ ἐπὶ δύο ὧρες, χωρὶς νὰ πάρει ἀνάσα, τοῦ μιλοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τὸ πόσο ἄρρωστος εἶναι καὶ τὸ πόσο φοβᾶται τὸν θάνατο!
Πηγή : ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, «Ιστορίες Μπονζάϊ»
Πηγή(της πηγής…….): Ἱστότοπος: Българска виртуална библиотека «Словото» (Βουλγάρικη εἰκονικὴ βιβλιοθήκη «Σλόβοτο»).
Νικόλα Ράντεφ (Никола Радев) (Λέφσκι, Βουλγαρία, 1940). Σπούδασε στὸ Ἰνστιτοῦτο Λογοτεχνίας «Μαξὶμ Γκόρκι» στὴ Μόσχα. Ὑπηρέτησε στὸ Πολεμικὸ Ναυτικὸ καὶ ὕστερα σὰν πρῶτος βοηθὸς κυβερνήτη στὸ Βουλγάρικο στόλο τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ὑπῆρξε ἐκδότης καὶ δημοσιογράφος. Ἔχει συγγράψει δεκατέσσερα βιβλία, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι μεταφρασμένα στὰ ρώσικα, γερμανικὰ καὶ οὐγγρικά. Εἶναι κάτοχός του διεθνοῦς βραβείου λογοτεχνίας «Μιχαὴλ Σολόχωφ».
Μετάφραση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:
Μάϊα Γκράχοβσκα-Γκιόλα (Ντούπνιτσα, Βουλγαρία, 1965). Ἔχει σπουδάσει Παιδαγωγικὰ ἀλλὰ καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα στὸ Ἰνστιτοῦτο Ξένων Γλωσσῶν στὴν Σόφια καὶ ζεῖ στὴν Ἑλλάδα. Ἔχει μεταφράσει ἐπίσης τὸ βιβλίο Κείμενα ἑνὸς κοριτσιοῦ τῆς Πέτια Ντουμπάροβα (Χαραμάδα, 2008).
Εἰκόνα: Ὁ Ἄντον Τσέχωφ μὲ τὸν Λέον Τολστόι στὴν Γιάλτα (1900).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου