ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ : "Η ΣΧΕΔΙΑ"







Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος , μηχανικός, θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, ο Μιχάλης Μοδινός συνεργάσθηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, υπήρξε εκδότης της Νέας Οικολογίας και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος. Στο πλούσιο δοκιμιακό και ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της Ανάπτυξης στους Τροπικούς", "Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο", "Τοπογραφίες" και "Η Αρχαιολογία της Ανάπτυξης". Από το 2005 στράφηκε οριστικά στην λογοτεχνία και την κριτική της.
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του Χρυσή Ακτή(2005), Ο Μεγάλος Αμπάι(2007) και Επιστροφή(2009). Το τελευταίο του μυθιστόρημα – η ΣΧΕΔΙΑ - διαδραματίζεται στη μεταναπολεόντια Γαλλία και φωτίζει τις αντιφάσεις της «πολιτισμένης Δύσης», συσχετίζοντας τον Διαφωτισμό με την αποικιοποίηση του κόσμου μας…..
Παρίσι, 1818: Μια γυναίκα-Ροβινσώνας, η κυρία Ζεπαρντιέ, επισκέπτεται τον νεαρό ζωγράφο Τεοντόρ Ζερικώ, στο εργαστήριό του στην Μονμάρτρη. Έχει πολλά να του αφηγηθεί για τη ζωή της, κυρίως, όμως, τις εμπειρίες της απ’ το ναυάγιο της φρεγάτας «Μέδουσα», που σάλπαρε τον Ιούνιο του 1816 για την ίδρυση μιας αποικίας στην Αφρική, και τελικά προσέκρουσε σε ύφαλο στις δυτικές ακτές της προκαλώντας πολιτικό σκάνδαλο. Από τις συγκλονιστικές σκηνές που διαδραματίστηκαν στη σχεδία με τους ναυαγούς ο Ζερικώ θα ανασύρει το θέμα που θα του χαρίσει την αιώνια φήμη. Θα απεικονίσει την οδύσσεια του ανθρώπινου είδους στην περίφημη Σχεδία του «Μέδουσα» με την οποία θα αρχίσει η εποχή του ρομαντισμού.
Πώς, όμως, γίνεται τέχνη η καταστροφή; Τι βρίσκεται εκτός πλαισίου του πίνακα; Πώς βοηθούν οι αναμνήσεις μιας γυναίκας από τις εξωτικές περιπλανήσεις της; Και ποια η συνέχεια της ζωής, μετά τα χτυπήματα της μοίρας;
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο της κυρίας Ζεπαρντιέ, από το κεφάλαιο 6 της ΣΧΕΔΙΑΣ.





Φρεγάτα «Μέδουσα», εν πλω, 29 Ιουνίου 1816


Θεωρητικά δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ λυκαυγούς και λυκόφωτος. Υπάρχουν πολιτισμοί που το δέχονται ως απόλυτη αλήθεια, μάλιστα χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για τα δύο αυτά φαινόμενα. Και όμως… είναι η προσδοκία του φωτός ή του σκότους που διαφοροποιεί τα γεγονότα. Τίποτα δεν είναι περισσότερο διαφορετικό απ’ ό,τι η έναρξη και το τέλος της μέρας, κι ας πρόκειται, από την άποψη της καθαρής γεωμετρίας, για ταυτόσημα φαινόμενα. Ο κύριος Κορρεάρ, ως αρμοδιότερος εμού, συμφωνεί απολύτως με αυτή την άποψη. Η ανατολή του ήλιου είναι ένα προάγγελμα, η δύση του εισαγωγή σ’ έναν άλλο κόσμο. Η αυγή είναι η αρχή της μέρας, που όμως δεν προδικάζει τίποτα απ’ όσα θα ακολουθήσουν – το πολύ πολύ μια αβέβαιη μετεωρολογική πρόβλεψη. Ενώ η δύση είναι κατά κάποιο τρόπο η σύνοψη όσων προηγήθηκαν. Γι΄ αυτό, το λυκόφως είναι δραματικό, πολυποίκιλο, συναρπαστικό. Μοιάζει σαν να μας εισάγει με τα τρυφερά του δάχτυλα σ’ ένα νέο δράμα λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις μάχες και τους σκοτωμούς που προηγήθηκαν. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο στο ηλιοβασίλεμα απ’ ό,τι στην αυγή. Ίσως γι’ αυτό οι ποιητές το εξυμνούν.
Το ηλιοβασίλεμα –ακόμη και το απογοητευτικά βραχύβιο ηλιοβασίλεμα των τροπικών– έχει την ικανότητα να συμπυκνώνει σε συναρπαστικές μορφές το μετείκασμα του φωτός και τις περιπέτειες του ανέμου, της βροχής, των νεφών. Λογικό είναι τα αχνά διαφαινόμενα αστέρια να διεγείρουν τη φαντασία και να υποβάλλουν δοξασίες. Το εσπερινό φέγγος αναγκάζει τους ανθρώπους να κοντοσταθούν, να υψώσουν το βλέμμα, να ανατριχιάσουν, σαν ν’ αναθυμούνται τα περασμένα, όχι όμως με τις θλίψεις, τους καμάτους και τις προσωπικές καταστροφές που εμπεριέχουν, αλλά ως επίτευγμα και κατά συνέπεια ως παρακαταθήκη για το μέλλον. Παρατηρώ κάθε δειλινό τον ήλιο να γέρνει στις εσχατιές της στιλπνής επιφάνειας του ωκεανού και οι μνήμες μου αναβαπτίζονται σε μια ανώτερη αισθητική. Ο ορίζοντας ανεβοκατεβαίνει με το λίκνισμα του Μέδουσα αλλά ο ήλιος βρίσκεται κάθε στιγμή χαμηλότερα και ο ουρανός αποκτά σταδιακά έναν εσωτερικό φωτισμό, τα ουράνια τενάγη ανταγωνίζονται σε απαλές αποχρώσεις κι ένας αιφνίδιος πολύποδας από φλόγες απειλεί να καταργήσει το χρωματικό φάσμα. Τέτοιες ώρες, ο μοναχικός ναύκληρος που βάφει ένα παραπέτο, η μονότονη κραυγή του φρουρού στο μεσαίο κατάρτι, ακόμη και οι απαστράπτουσες επωμίδες του υποπλοιάρχου αποκτούν έναν συμπαγή χαρακτήρα.
Το μη εξασκημένο μάτι δεν διακρίνει διαφορές σε τέσσερις χιλιάδες μίλια ωκεάνιας διαδρομής. Όμως εγώ είμαι εκ των πραγμάτων ασκημένη – δεν περιορίζομαι στις δύο διαστάσεις της θάλασσας. Διακρίνω τις ανεπαίσθητες μεταβολές της ατμοσφαιρικής πίεσης, της αλατότητας, του λικνίσματος των κυμάτων, των αποχρώσεων της θάλασσας, της πυκνότητάς της. Ένα ατελεύτητο δράμα ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου. Ο ουρανός αλλάζει χρώμα – ακόμη και ο πυρπολημένος ουρανός των τροπικών. Όταν ο υποπλοίαρχος, με τον εξάντα στο χέρι, αναγγέλλει από τη γέφυρα ότι μόλις διαβήκαμε τον Τροπικό του Καρκίνου, όλο το είναι μου πανηγυρίζει – οι πόροι μου αποτυπώνουν όσα δεν μπορούν ν’ αφομοιώσουν τα επιστημονικά όργανα. Πόσο άδικο έχουν όσοι θεωρούν πως δεν υπάρχουν θαλάσσια τοπία… Πόσο λίγο παρατηρητικοί είναι! Πώς θα ‘θελα να ταξίδευε μαζί μας ένας μεγάλος τοπιογράφος για ν’ αποτυπώσει τη χρωματική γκάμα του γαλάζιου, του κίτρινου, του ωχρού, του σταχτιού, του μαύρου …ναι του μαύρου. Αποβλακωμένοι από τα χορταστικά γεύματα και τον παρατεταμένο ανήσυχο ύπνο, περιφρονούμε τα πλουσιοπάροχα εδέσματα του ουρανού και της θάλασσας. Το πολύπλοκο ουράνιο οικοδόμημα με τα μελανά σύννεφα στα δυτικά μοιάζει να θέλει να διαρκέσει για πάντα, κι ας είναι τόσο ευμετάβλητο. Στο κάτω μέρος της ογκώδους κοιλιάς των νεφών χαράσσεται ώς τον ορίζοντα μια διπλή κιτρινοκόκκινη λωρίδα, ενώ στο πάνω μέρος τους ο ουρανός βάφεται με πορτοκαλιά υδροχρώματα. Περιμένω την ύστατη εμφάνιση του ήλιου στο διάκενο νεφών και θάλασσας, με τη λαχτάρα μιας νέας ανατολής. Έπειτα θα βυθισθεί οργά, σχεδόν σαδιστικά, τη στιγμή ακριβώς που θέλεις να του το απαγορεύσεις. Τώρα οι κίτρινες ανταύγειες κυριαρχούν στον ουρανό κι απλώνονται με τεμπέλικες συστροφές, άϋλες, μέσα σ’ αυτή την φωτεινή κουνουπιέρα. Μια θαμπή ελικοειδής γραμμή φωτός στα βόρεια χώνεται βιαστικά στον ωκεανό. Στην πρώτη φάση του ηλιοβασιλέματος, ο ηλιακός δίσκος να είναι ένας φιλόδοξος κατασκευαστής στέρεων ανάγλυφων μορφών, ενώ στη δεύτερη μεταβάλλεται σε αβέβαιο ζωγράφο, αποτυπωτή ανάλαφρων ασημένιων, μαβιών και ρόδινων αντανακλάσεων. Κι έπειτα, με την απώλεια του ζωοδότη ήλιου –μοιάζει για μια μακρά στιγμή με κρόκο αυγού που βυθίζεται σ’ ένα ποτήρι νερό- οι χρωματιστές συνθέσεις γίνονται ακόμη πιο περίπλοκες, προς στιγμήν μάλιστα εκρηκτικότερες απ’ ό,τι στη διάρκεια της μέρας, όταν το έντονο φως περιορίζει τις δυνατότητες των ματιών μας.
Έπειτα, η νύχτα διαδέχεται απότομα το σούρουπο. ΟΙ ξέρες, οι ύφαλοι, οι λιμνοθάλασσες, οι χερσόνησοι και οι λοφώδεις σχηματισμοί του ουρανού κατακλύζονται από την επέλαση του μαύρου πελάγους. Λίγα κυματάκια φωτίζονται περιστασιακά από τις τελευταίες οριζόντιες ακτίνες. Αδύναμες, χλωμές σκιές καταλαμβάνουν το τοπίο θυμίζοντάς μου πως όλα τούτα είναι εύθρυπτα και εφήμερα – σχεδόν μια οπτική ψευδαίσθηση. Βρισκόμαστε στις 23ο βόρειο γεωγραφικό πλάτος, και μπαίνουμε πλησίστιοι στους τροπικούς.
Ένα γυάλινο νήμα ένωσε τους αστερισμούς. Η αυθαιρεσία των χρωματικών συνδυασμών της μέρας έδωσε τη θέση της σε μια συμπαντική τάξη. Τύλιξα το σάλι μου σφιχτά γύρω από τους ώμους μου όταν άκουσα τα βήματα του κυρίου Κορρεάρ. Έριξα μια τελευταία, σαρωτική ματιά στο ασημένιο στερέωμα και στράφηκα στην Ανατολή. Ένα φεγγάρι στο χρώμα του μελωμένου πεπονιού ανασταινόταν μέσα απ’ τα θαλάσσια ερέβη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου