Ἡρὼ Νικοπούλου
Πεντικιοὺρ-Πετιγκρί
ΟΜΟΡΦΟ…καὶ τί μάρκα εἴπατε πῶς εἶναι; Ρώτησε ρουφώντας τὴ μύτη της ἡ Μάγδα χωρὶς νὰ σηκώσει τὰ μάτια ἀπ’ τὴ δουλειά της .
—Πεκινουά, χρυσή μου, ράτσας Πεκινουά, τόνισε τὶς λέξεις ἐπιδεικτικὰ ἡ Ντιάνα καὶ ἄφησε τὸ δεξί της πέλμα νὰ χαλαρώσει στὴν χούφτα τῆς Μάγδας ποὺ τὸ ἔτριβε ὑπομονετικὰ μὲς στὸ ζεστὸ νερό.
Τὸ καφετὶ σκυλάκι μόλις κατάλαβε ὅτι μιλοῦν γι’ αὐτό, γούρλωσε κι ἄλλο τὰ μάτια πρόβαλε ἐπιβλητικὰ τὸν προγναθισμό του καὶ κοίταξε ἐχθρικὰ τὴν λεκάνη, ἔσκυψε, μύρισε καὶ τίναξε τὴ μούρη του ξινισμένα. Ἡ Μάγδα ἔτριβε μὲ εἰδικὴ ἐλαφρόπετρα τὶς χαρακωμένες φτέρνες τῆς πελάτισσας καὶ λοξοκοιτοῦσε μιὰ τὰ χοντρὰ κορδόνια τῶν φλεβῶν στὶς γάμπες της, ποὺ ἀπὸ τὸ πολὺ βάρος κόντευαν ν’ ἀνοίξουν καὶ νὰ κατρακυλήσουν τὰ μπλαβιασμένα ζουμιά τους μὲς στὴν λεκάνη, καὶ μιὰ τὴν μαλλιαρὴ σβούρα ποὺ ξεφυσοῦσε σὰν φυσερὸ καὶ σάλιωνε ὅ,τι ἔβρισκε μπροστά της σκορπίζοντας ὁλόγυρα τρίχες καὶ σκόνη. Ἦταν ἀλλεργικὴ στὰ ζῶα, καὶ τὸ εἶχε πεῖ. Παρ’ ὅλα αὐτὰ κάθε εἴκοσι μέρες —καθ’ ὅτι τακτικὴ πελάτισσα ἡ Ντιάνα— παιζόταν ἡ ἴδια σκηνή, ἡ ἀναίσθητη κυρία μ’ ὅλο ποὺ ἤξερε τὸ πρόβλημα κουβαλοῦσε μαζί της τὸ μικρὸ τριχωτὸ σατανὰ γιὰ νὰ τὴν παιδέψει. Καὶ τώρα ἡ μύτη της τὴν γαργαλοῦσε ἀνυπόφορα ἀλλὰ μὲ τὰ χέρια μὲς στὶς σαπουνάδες ἦταν ἀδύνατον νὰ ξυστεῖ. Προσπάθησε νὰ σκεφτεῖ κάτι ἄλλο, θυμήθηκε ἕνα ἄρθρο ποὺ εἶχε διαβάσει στὸν Ταχυδρόμο τῆς Κυριακῆς γιὰ τοὺς βουδιστὲς μοναχούς, πὼς ὅταν διαλογίζονται, λέει, δὲν τοὺς ἀποσπᾶ κανεὶς καὶ τίποτα τὴν προσοχή. Πῆρε τὴ μικρὴ φαλτσέτα κι ἄρχισε νὰ ἀφαιρεῖ προσεκτικὰ τοὺς περιττοὺς κάλους, ἀναστεναγμοὶ ἀνακούφισης ἀκούγονταν ψηλὰ ἀπὸ τὴν πολυθρόνα, ἔξυνε τὰ ξέφτια γύρω ἀπ’ τὰ πετσάκια, καὶ …ἂχ νὰ ἔξυνε καὶ τὴ μύτη της… τί φοβερὴ φαγούρα! Ἔκανε νὰ πιάσει πάλι τὴν κουβέντα μήπως ξεχαστεῖ.
—Ὥστε Πεκινουὰ, εἴπατε, … πολὺ χαριτωμένο, καὶ ποῦ τὸ βρήκατε;
—Μὰ τί συζητᾶς τώρα, αὐτὰ τὰ σκυλιὰ δὲν τὰ βρίσκεις ἔτσι ὁπουδήποτε, ὁ Λάκης μου δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ Πεκινουά, εἶναι παλιὰ γνήσια ράτσα, ἀπὸ εὐγενικὸ σόι, ἔχει καὶ Πετιγκρί, γι’ αὐτὸ ἄλλωστε δὲν ἐμπιστεύομαι νὰ τὸν ἀφήσω σὲ κανέναν καὶ τὸν ἔχω πάντοτε μαζί μου.
—Ἄ, μάλιστα, εἶπε ἡ Μάγδα καὶ ξανάσκυψε στὴ λεκάνη, τὴν ὥρα ποὺ ὁ μικρὸς σίφουνας τίναζε τὴν οὐρά του ἀκριβῶς μπροστά της.
Τὸ ἐκκωφαντικὸ φτέρνισμα τῆς σκυμμένης Μάγδας, σήκωσε μιὰ μικρὴ τρικυμία στὸ λερωμένο νερὸ τῆς κίτρινης λεκάνης, ἔκανε τὸ Πεκινουὰ ν’ ἀναπηδήσει καὶ μὲ τὰ τέσσερα πόδια του καὶ νὰ αἰωρηθεῖ γιὰ λίγο στὸν ἀέρα σὰν μαλλιαρὸ τόπι πρὶν ξανασκάσει τρομαγμένο στὸ φθαρμένο μωσαϊκό, καὶ τὴν κυρία Ντιάνα νὰ κλωτσήσει τελικὰ τὴν λεκάνη καὶ τὸ λαμὲ πασουμάκι της στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ μαγαζιοῦ. Τὰ δάχτυλα τῆς Μάγδας σφίχτηκαν πάνω στὴ φαλτσέτα ἀκολουθώντας τὴ σύσπαση τοῦ κορμιοῦ της. Ἡ κίνηση ἦταν ἀστραπιαία, τὸ δεξὶ μικρὸ δάχτυλο τῆς κυρίας Ντιάνας ἐκσφενδονίστηκε σχεδὸν ταυτόχρονα μὲ τὰ σταγονίδια τοῦ φτερνίσματος. Ὁ περίεργος Λάκης ἔτρεξε φρενάροντας στὶς χυμένες σαπουνάδες νὰ δεῖ τί ἀκριβῶς συνέβη, ἅρπαξε λαίμαργα τὸ δαχτυλάκι κι ἐξαφανίστηκε φουριόζος ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ τζαμόπορτα τοῦ μαγαζιοῦ.
Πηγή http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/09/21/iro-nikopoulou-pentikiour-petigri
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου