«Χαίρεται! Ἐγὼ εἶμαι τὸ προσωπικό
σας κινητὸ τηλέφωνο, συγχαρητήρια!»
«Ρέ, εἶσαι τρελός;!», τοῦ ἔκοψα τὴ φόρα.
«Ὄχι, ἄνεργος. Δηλαδή, ἤμουν ἄνεργος, ἀλλὰ ὄχι
πιά – ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Ἐργασίας ἀποφάσισαν νὰ ἐξοντώσουν τὴν ἀνεργία
μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: δίπλα σὲ κάθε ἐργαζόμενο πολίτη τοποθετοῦν ἕναν
ἄνεργο, ὁ ὁποῖος ἄνεργος θὰ ἐργαστεῖ ὡς κινητὸ τηλέφωνο.»
«Καὶ πῶς θὰ ἐργαστεῖτε
ὡς κινητὸ τηλέφωνο;!»
«Δὲν ἔχετε
κὰν δοκιμάσει, ἀλλὰ ἤδη εἶστε ἀρνητικὸς στὴν πρωτοβουλία αὐτή!»
«Ὡραῖα, ρέ,
γιὰ συνδέστε με μὲ τὸ μπατζανάκη μου!»
«Ἔγινε!» —ὁ
ἄλλος βυθίστηκε μέσα στὸν ἑαυτό του, ὕστερα ἔσκουξε μερικὲς φορὲς
καὶ εἶπε: — «Ἐμπρός;»
«Ἐμπρός, μπατζανάκη,
ἐσὺ εἶσαι;!» – δὲν πίστευα στ’ ἀφτιά μου.
«Ἐγὼ εἶμαι, ἐγώ.
Πῶς εἶσαι, μπατζανάκη;»
«Καλά, ἐσύ;»
«Μπόμπα! Ἄιντε
τώρα, τσάο, ἔχω δουλειά!»
«Τσάο, μπατζανάκη…
Μὰ ἐσεῖς στ’ ἀλήθεια λειτουργεῖτε!» – παραδέχτηκα ἐγώ.
«Ἐνῶ ἐσεῖς δὲ
μὲ πιστεύατε! Λειτουργῶ, καὶ γι’ αὐτὸ θὰ μὲ πληρώνετε».
«Ἄ, ἤρθατε
στὰ λόγια μου!»
«Μὴν ἀνησυχεῖτε,
τὸ πάγιο εἶναι δεκαπέντε λέβα σὺν τὴν ἀξία τῶν συνομιλιῶν. Ἐὰν μὲ
χρησιμοποιήσετε λογικά, θὰ σᾶς κοστίζω γύρω στὰ ἑκατὸ λέβα τὸ μήνα.
Τζάμπα πράγμα, ἀλλὰ τί ἄνεση, ἔ! Ἐκτὸς ἀπὸ συνομιλίες, μέσῳ ἐμοῦ
μπορεῖτε νὰ στέλνετε καὶ γραπτὰ μηνύματα, νά – μ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν κιμωλία
τὰ γράφετε στὴν ἄσφαλτο καὶ ἐγὼ τὰ μεταδίδω. Λειτουργῶ καὶ σὰν ξυπνητήρι.
Παίζω εἴκοσι παιχνίδια, ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ τὸ σκάκι, τὸ τάβλι καὶ τὴ
“μακριὰ γαϊδούρα”. Ἄ, μιὰ στιγμή…» —ἐκεῖνος ἔβηξε καὶ ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ:—
«Σ’ αὐτὸ τὸ παλιὸ τραπέζιιι…»
«Τί γίνεται;!»
«Ἔχετε ἕνα
μήνυμα ἀπὸ τὸν Ἰβάν, “περίμενε σταθμὸ τὴν Τρίτη”, σᾶς ἔχει στείλει
καὶ φωτογραφία, νά ‘την – εἶναι ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας…» —καὶ ὁ ἄλλος
ξανάρχισε νὰ τραγουδᾶ: — «Σ’ αὐτὸ τὸ παλιὸ τραπέζιιι…»
«Γιατί τραγουδᾶτε;!»
«Αὐτὸς εἶναι
ὁ ἦχος, ὅταν ἔχετε SMS. Ὅταν λαμβάνετε κλήση, τραγουδάω “Τὰ λευκὰ
μοναστήρια“. Βεβαίως, μπορεῖτε ν’ ἀλλάξετε τὶς μελωδίες, ἔχω καὶ
σιωπηλὴ λειτουργία».
«Τότε, ἐνεργοποιῆστε
τὴ σιωπηλὴ καὶ ἀφῆστε με στὴν ἡσυχία μου» – εἶπα καὶ συνεχίσαμε
τὸν δρόμο μας σιωπηλά.
Ἄξαφνα, ὁ ἄλλος
μὲ ἅρπαξε ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ ἄρχισε νὰ μὲ ταρακουνᾶ.
«Βοήθεια!» –
ἔκραξα.
«Ἤρεμα, αὐτὴ
εἶναι ἡ λειτουργία δόνησης, σᾶς ζητᾶνε.»
«Ποιὸς μὲ ζητᾶ;»
«Χαίρετε, σᾶς
τηλεφωνοῦμε ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Ἐργασίας.»
«Καὶ τί θέλετε;»
«Ὤ, τίποτα τὸ
ἰδιαίτερο, ἁπλὰ θέλουμε νὰ σᾶς συγχαροῦμε γιὰ τὸ καινούργιο σας ἀπόκτημα.
Ἐν τῷ μεταξύ, ποιά εἶναι ἡ στάση σας ἀπέναντι στὸ πρόβλημα μὲ τὰ ἄστεγα
σκυλιὰ καὶ πότε μπορεῖτε νὰ παραλάβετε τὴ δική σας προσωπικὴ ἀγέλη;»
Ἄκουσα ἕνα
γαύγισμα. Γύρισα. Ξωπίσω μου βρίσκονταν καμιὰ δεκαριὰ κοπρόσκυλα.
Τὸ «κινητό» μου πῆγε δίπλα στὸ σκυλὶ ποὺ γαύγισε καὶ ἄρχισε νὰ τοῦ ξύνει
τὰ ἀφτιά. Ἐκεῖνο σώπασε, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ἔκατσαν στὰ πίσω τους πόδια
καὶ μὲ κοίταζαν στὰ μάτια. Ἔκατσα ὀκλαδὸν κι ἐγώ, γύρισα τὸ κεφάλι
πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἀπὸ τὸ λαιμό μου βγῆκε ἕνα οὐρλιαχτό, σὰν ἐκεῖνα
ποὺ τὰ περιγράφουν στὰ βιβλία…
ΠΗΓΗ : ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Πηγή(της πηγής….): Ἱστότοπος: Страницата на хумориста Весел
Цанков. (Ἡ ἱστοσελίδα τοῦ χιουμορίστα Βέσελ Τσανκόφ).Μετάφραση
ἀπὸ τὰ βουλγαρικά: Μάϊα Γκράχοβσκα-Γκιόλα
ΥΓ Οικονικής : Η πρώτη φωτο με τον κύριο που διαθέτει κουτάλι και κινητό αλλά όχι φαγητό είναι μάλλον από την ιστοσελίδα του συγγραφέα. Η άλλη φωτογραφία είναι του ηθικού αυτουργού της παρούσας δημοσίευσης, αξιοτίμου Γιάννη Πατίλη, εκδότη του ΠΛΑΝΟΔΙΟΥ