του Κώστα Ράπτη
Τουλάχιστον με την Ελλάδα υπήρξε ευγενής. Γιατί ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ μπορεί, όταν θέλει, να συνδυάσει τον επαγγελματισμό της διπλωματικής γλώσσας με εξαιρετικά σαρκαστικές αποστροφές, διανθίζοντας με πολύ μπρίο τις ψυχρές του διατυπώσεις. Όπως όταν, ερωτηθείς για τις νέες κυρώσεις που εκπονούν Δημοκρατικοί γερουσιαστές των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας, δήλωσε: «Θεωρώ ότι είναι ένα είδος νευρικού κλονισμού. Στην προσπάθειά τους να επιβεβαιώσουν το δικό τους μεγαλείο οι άνθρωποι αυτοί έφθασαν σε κάποιο ψυχολογικό όριο, το οποίο είναι δύσκολο να το εξηγήσουμε».
Όμως στη διπλή ερώτηση που δέχθηκε για θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας κατά τη χθεσινή μεγάλη συνέντευξη τύπου για την έναρξη του νέου έτους, τα αιχμηρά μηνύματα ήταν περιτυλιγμένα με ένα λεξιλόγιο συμπάθειας.
Πράγματι, η λειτουργία της αμερικανικής παρουσίας στην Αλεξανδρούπολη και η ανακήρυξη αυτοκέφαλης ορθόδοξης εκκλησίας στην Ουκρανία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελούν πράγματι για τη Μόσχα πηγές ενόχλησης πολύ μεγαλύτερης από όσο ενδεχομένως αντιλαμβανόμαστε στην ελληνική δημόσια συζήτηση. Άλλωστε, οι ελληνορωσικές σχέσεις έχουν την τελευταία δεκαετία αποστραγγισθεί από περιεχόμενο υψηλής πολιτικής, με αποτέλεσμα το παιχνίδι των συμβολισμών να απομένει κύριο πεδίο επαφής.
Και ο συμβολισμός που καλείται να υπηρετήσει η Ελλάδα είναι αυτός μίας χώρας που παρά τον ευρωατλαντικό της προσανατολισμό παραμένει φιλική προς τη Ρωσία, λόγω και των ισχυρών παλαιών πολιτιστικών δεσμών των δύο πλευρών.
Η ρωσική διπλωματία διατηρεί από την σοβιετική εποχή την «στρατοπεδική» λογική, την οποία και σέβεται. Αλλά επίσης αρέσκεται να επιδεικνύει προς τον εαυτό της και όποιον τρίτο την παρουσία στο άλλο «στρατόπεδο» συνομιλητών χωρίς ρωσοφοβικά χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα ήταν πάντα ένα τέτοιο παράδειγμα.
Όμως τα δύο ζητήματα στα οποία εκλήθη να τοποθετηθεί ο Σεργκέι Λαβρόφ σχεδόν διαλύουν και αυτή την εικόνα.
Άλλωστε το θέμα της Αλεξανδρούπολης έχει και ιδιαίτερες πρακτικές απολήξεις, σε ό,τι αφορά την μεταφορά πολεμικού υλικού του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Εξ ού και πριν από την συνέντευξη τύπου του Λαβρόφ σχολιάστηκε από τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, αλλά και εγέρθηκε, όπως πληροφορηθήκαμε κατά τις πρόσφατες ελληνορωσικές επαφές.
Κατά τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών η μεταφορά πολεμικού υλικού δεν παραβιάζει καθαυτή τις Συμφωνίες του Μινσκ, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν σχετική πρόβλεψη, όμως εμμέσως παραβιάζει την απαγόρευση αποστολής στην Ουκρανία στρατιωτικού προσωπικού τρίτων χωρών -πέραν του ότι ενθαρρύνει το Κίεβο να υποκύψει στον «πειρασμό», όπως είπε, μιας δυναμικής επίλυσης του ζητήματος του Ντονμπάς.
Ενθυμούμενος τους Αμερικανούς «εκπαιδευτές» οι οποίοι τον Αύγουστο του 2008 εθεάθησαν να συμμετέχουν στην χρήση όπλων κατά σύντομο πόλεμο για την ανάκτηση της Νότιας Οσσετίας από τη Γεωργία, ο Λαβρόφ σημείωσε με νόημα ότι η επανάληψη ενός τέτοιου σεναρίου στην Ουκρανία θα αποτελεί «παραβίαση όλων των πιθανών κόκκινων γραμμών», διότι, όπως είπε, θα σημάνει την «ευθεία σύγκρουση στρατιωτών του ΝΑΤΟ», δηλ. των εκατοντάδων εκπαιδευτών που βρίσκονται ήδη εκεί, «με τους ρωσικής εθνότητας πολίτες της Ουκρανίας».
Και επαναφέροντας στη συζήτηση την χώρα μας, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών είπε: «Αντιλαμβάνομαι ότι η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., αλλά βλέπουμε επίσης ότι δεν επιθυμεί να ακολουθήσει τον δρόμο των σκληρότερων κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Η δημοκρατία αυτή δεν απολαμβάνει πραγματικά ό,τι συμβαίνει τώρα μεταξύ της Δύσης και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Εμπιστευόμαστε τους Έλληνες φίλους να ασκήσουν τη σοφία τους, ώστε να κάνουν επιλογές αντίστοιχες προς τις πεποιθήσεις τους».
Το αντίθετο της «σοφίας» είναι βέβαια η «αφροσύνη», λ.χ. της εμπλοκής σε περιπέτειες που υπηρετούν αλλότριους σχεδιασμούς. Αλλά μόνο η περίτεχνη, σχεδόν ειρωνική γλώσσα του Λαβρόφ θα ενέτασσε αυτή την προειδοποίηση σε μια δήλωση «κατανόησης», αλλά και προβολής των ρωσικών επιθυμιών στις «βαθύτερες διαθέσεις» της ελληνικής διπλωματίας. Σαν να ήταν η Αθήνα εκείνη η δύναμη που θα μπορούσε να φρενάρει στην Ε.Ε. την υιοθέτηση σκληρότερων κυρώσεων κατά της Ρωσίας…
Τα ευρύτερα συμφραζόμενα προκύπτουν όμως από άλλα σημεία της συνέντευξης τύπου Λαβρόφ, όπου ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, αναφερόμενος στον ύπατο εκπρόσωπο της Ε.Ε. Ζοζέπ Μπορέλ (στον οποίο επεφύλαξε ταπεινωτική αντιμετώπιση κατά την τελευταία τους συνάντηση, επικαλούμενος δημοσίως τη φυλάκιση αυτονομιστών πολιτικών στην ιδιαίτερη πατρίδα του τελευταίου, Καταλωνία) εξέφρασε την ίδια «κατανόηση» για τον φόβο των «27» ότι μπορεί να παρακαμφθούν κατά την εν εξελίξει ρωσο-αμερικανική διαπραγμάτευση και δήλωσε υπέρμαχος της στρατηγικής τους αυτοτέλειας.
Επίσης ο Σεργκέι Λαβρόφ δεν παρέλειψε να αναφερθεί, ευκαιρίας δοθείσεις, στις «περίεργες (να το πούμε κομψά) δηλώσεις» δηλώσεις συμβούλου του Ερντογάν κατά της πρόσφατης επέμβασης του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας στο Καζακστάν.
Τέτοιες είναι οι λεπτές ισορροπίες στο εσωτερικό της Ε.Ε. και εκατέρωθεν του Αιγαίου που εξηγούν τη στάση του Λαβρόφ έναντι της Ελλάδας.
Όμως ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να είναι εξίσου «ευγενικός» σε ό,τι αφορά το δεύτερο (και λιγότερο προσεγμένο από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης) θέμα για το οποίο ερωτήθηκε -και δεν αφορά με τη στενή έννοια σχέσεις διακρατικές.
«Στη σημερινή κρίση στην Ορθοδοξία ευθέως συμμετείχαν οι ΗΠΑ. Διαμόρφωσαν ειδικό μηχανισμό, τον ειδικό αντιπρόσωπο για τις θρησκευτικές ελευθερίες, ο οποίος στην πραγματικότητα ασχολούνταν όχι με την ελευθερία, αλλά με τον πλέον δραστήριο τρόπο προδιάθετε και χρηματοδοτούσε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο έτσι ώστε να ακολουθήσει τη γραμμή της διάσπασης, πρώτα απ’ όλα στην Ουκρανία, με τη δημιουργία εκεί σχισματικής, μη κανονικής ορθόδοξης εκκλησίας της Ουκρανίας, η οποία προκάλεσε σοβαρότατες διαφωνίες συνολικά στον ορθόδοξο κόσμο. Και δυστυχώς οι ελληνόφωνες Εκκλησίες, η Ελλαδική, η Κυπριακή και άλλες, βρίσκονται υπό κολοσσιαία πίεση, μεταξύ άλλων, εξ όσων καταλαβαίνω και υπό την πίεση της ελληνικής κυβέρνησης. Συζητήσαμε αυτό το ζήτημα εμπιστευτικά, αλλά είναι γεγονότα, τα οποία είναι διαθέσιμα σε ανοιχτή πρόσβαση” δήλωσε ευθέως ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών.
Ο Λαβρόφ είναι ο πρώτος Ρώσος αξιωματούχος που ωμά έχει κατηγορήσει, ήδη στο πρόσφατο παρελθόν, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως ενεργούμενο της Ουάσιγκτον. Αλλά οι χθεσινές αναφορές του σε «χρηματοδότηση», καθώς και σε «πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης» προς τις ελληνόφωνες Εκκλησίες ανεβάζει θεαματικά τον πήχη.
Αποκτά έτσι τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως ο πραγματικός θιασώτης της μη ανάμιξης των πολιτικών εξουσιών στα εκκλησιαστικά πράγματα, τονίζοντας, όπως έπραξε χθες, ότι «η καλύτερη συμβολή της διπλωματίας και των λοιπών κρατικών υπηρεσιών στην εξασφάλιση της θρησκευτικής ελευθερίας» είναι ακριβώς το «να μην εμποδίζουμε τις Εκκλησίες να ζουν τη ζωή τους, σύμφωνα με τους νόμους και τους κανόνες τους».
Στην ελληνική κοινή γνώμη, η οποία εν πολλοίς αδιαφορεί για τις διορθόδοξες εντάσεις, η σκληρή γλώσσα του Λαβρόφ έρχεται να δείξει πόσο μεγάλη, «ταυτοτική» θα έλεγε κανείς, σημασία αποδίδει η σημερινή ρωσική εξουσία σε αυτά τα ζητήματα.
από το «https://www.capital.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου