Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Aνάλυση: Η Ελλάδα στα «δυο στενά»

 


Aνάλυση: Η Ελλάδα στα «δυο στενά»
Γράφει ο Πέτρος Ευθυμίου

Ενώ η τουρκική επεκτατικότητα παίρνει κάθε μέρα νέες μορφές,  η μη αντίδραση έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με την παράλυση απέναντι στον μηχανισμό της χρεοκοπίας.Η εξέλιξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου  στις 10-11 Δεκεμβρίου, με το «μικρό καλάθι» των αποφάσεων για την Τουρκία, και οι προβλέψεις για μια δυστοπική Προεδρία Biden στις ΗΠΑ κομίζουν μηνύματα για τα επόμενα βήματα της Ελλάδας. Από μια σκοπιά, ο Elvis Presley και ο Βασίλης Τσιτσάνης, σε έναν παράξενο συνδυασμό, χαρτογραφούν το ελληνικό πρόβλημα – και υποδεικνύουν τη λύση του. Από πολλές απόψεις ο Κυριάκος Μητσοτάκης και όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί βρίσκονται στα αντίστοιχα «δύο στενά» του Τσιτσάνη, καθώς η Ελλάδα είναι εγκλωβισμένη σε δύο ζητήματα που κυκλώνουν το σύνολο της εθνικής ζωής, όπως οι δύο στενοί διάδρομοι περίζωναν τη ζωή στις φυλακές Τρικάλων: τις επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας εις βάρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και την Οικονομία.

Οι δύο µείζονες αυτές εθνικές προκλήσεις, έχουν µια πρόσθετη ιδιαιτερότητα: απαιτούν µια λύση «It’s now or never», όπως επιτάσσει ο Elvis Presley. Η επιτακτικότητα του «τώρα ή ποτέ», προκύπτει από το γεγονός ότι η χώρα µας σήµερα, στην κατάσταση που βρίσκεται, δεν είναι σε θέση, µε τις δικές της δυνάµεις, να δώσει απάντηση ούτε στο ένα ζήτηµα ούτε στο άλλο. Δεν φροντίσαµε, δηλαδή, στη διαδροµή µας να γίνουµε µια χώρα όπως η Σουηδία, η Ελβετία ή το Ισραήλ, οι οποίες έχουν στρατηγικά επιλέξει και καταφέρει η οικονοµία τους να είναι υγιής και ανταγωνιστική, και να διατηρούν αυτοτελή και ισχυρή εθνική αµυντική αποτροπή. Η Σουηδία, µάλιστα, και το Ισραήλ επενδύουν αποφασιστικά σε µια ακµάζουσα αµυντική βιοµηχανία, που αποτελεί ισχυρό αναπτυξιακό συντελεστή της εθνικής τους οικονοµίας.

Η ελληνική πολιτική τάξη αυτήν τη στιγµή, στο σύνολό της (µε εξαίρεση το ΚΚΕ, που έχει δική του, εντελώς ιδιαίτερη «γραµµή»), κινείται απέναντι στον τουρκικό επεκτατισµό πολιτικά, θεσµικά και µε διπλωµατικά µέσα, αποφεύγοντας να αντιµετωπίσει το ζήτηµα µε τους ίδιους όρους που ο Erdogan το επιχειρεί και σχεδιάζει να το παγιώσει. Κανένα κόµµα (κατ’ αντίθεση προς το παρελθόν) δεν υποστήριξε τη δυναµική αποτροπή της έµπρακτης αµφισβήτησης ούτε µε πολεµική ενέργεια, όπως το «βυθίσατε το Χόρα», ούτε µε ευθεία απειλή πολέµου, όπως το 1987, ούτε, έστω, µε συστηµατική παρεµπόδιση της έρευνας του «Oruc Reis», έτσι ώστε τυχόν «θερµό επεισόδιο» να το «χρεωθεί» ορατά, διεθνώς, η Τουρκία. Ως «κόκκινη γραµµή» της ελληνικής αντίδρασης ορίστηκε η περίπτωση έρευνας εντός των έξι µιλίων των χωρικών υδάτων ή, τυχόν επιχείρηση γεώτρησης στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, την οποία, βεβαίως, σε κανέναν επίσηµο χάρτη δεν έχουµε πλήρως αποτυπώσει.

Οι κρίσιµες παράµετροι που «αδυνατίζουν» το ελληνικό σενάριο

Σε αυτή την κοινή «γραµµή», το σύνολο των πολιτικών δυνάµεων απευθύνεται στη διεθνή έννοµη τάξη, τον ΟΗΕ, την ΕΕ, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, χωρίς να είναι αφελής, ώστε να θεωρεί ότι υπάρχει ένας αυτοµατισµός εφαρµογής του Δικαίου στις διεθνείς σχέσεις. Γι’ αυτό και αναπτύσσει πολύπλευρες επαφές, διαµορφώνει ευρύτερους δεσµούς από τους ως τώρα ιστορικούς συµµάχους µας και επιδιώκει την ευρύτερη δυνατή αποµόνωση και καταδίκη της Τουρκίας. Ο υποκρυπτόµενος υπολογισµός είναι ότι η ορατή και προκλητική αυτονόµηση του Erdogan από τη Δύση ή θα προκαλέσει µια εξίσου ανοιχτή αποµόνωσή του, άρα συνέπειες και καταδίκη, ή θα τον εξαναγκάσει, µετά από πίεση, να επανακάµψει στις ατλαντικές «σταθερές».

Το σενάριο είναι ισχυρό, αλλά πάσχει επικίνδυνα σε δύο κρίσιµες παραµέτρους. Η πρώτη παράµετρος είναι ο χρόνος. Αν είτε η καταδίκη του Erdogan είτε το «ξαναµάζεµα στο µαντρί» της Τουρκίας αργήσουν, η Ελλάδα κινδυνεύει να γίνει είτε η Ιφιγένεια της δυτικής αφύπνισης είτε ο µόσχος ο σιτευτός που θα θυσιαστεί για την επιστροφή του Ασώτου.

Η δεύτερη παράµετρος (που επίσης πάσχει) είναι η ελπίδα πως η νέα διοίκηση Biden θα αποκαταστήσει τους ατλαντικούς δεσµούς, εξέλιξη που αναπόφευκτα θα ενισχύσει τη συνοχή −άρα, και την αποτελεσµατικότητα− της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ότι από κοινού, πια, ΗΠΑ και ΕΕ θα θέσουν φραγµό στην Τουρκία ως προς τις επεκτατικές της επιδιώξεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς θα την υποχρεώσουν να επανέλθει στην ατλαντική «κανονικότητα».

Το κρίσιµο κενό

Ωστόσο, ήδη το τοπίο στις ΗΠΑ είναι δυσοίωνο. Παρά το γεγονός ότι ο Biden θα υψώσει τελικά το χέρι του στις 20 Ιανουαρίου, είναι φανερό ότι θα υπάρξει µια εξαιρετικά προβληµατική Προεδρία. Σοβαροί Αµερικανοί αναλυτές µιλάνε ήδη για Προεδρία «lame duck», καθώς ο διχασµός της αµερικανικής κοινωνίας απεδείχθη ιδιαίτερα βαθύς και προφανώς θα συνεχιστεί. Αυτό προοιωνίζεται µια αποσταθεροποιητική διαρκή πολιτική οξύτητα, που θα συµπαρασέρνει σε διαµάχες στη Γερουσία και την κοινή γνώµη για επιλογές που παλαιότερα ανήκαν ανεµπόδιστα και αποκλειστικά στον Πρόεδρο και στο «βαθύ κράτος».

Με µια παρόµοια αστάθεια στο εσωτερικό των ΗΠΑ, καθίσταται προβληµατικό το ενδεχόµενο για µεγάλες και συστηµατικές κινήσεις αναδιαµόρφωσης των παγκόσµιων ισορροπιών, µε τόσο επωφελή για την Ευρώπη και την Ελλάδα τρόπο όσο οι προσδοκίες καλλιεργούν. Αντιθέτως, καθίσταται πολύ πιθανό το ενδεχόµενο να µην µπορέσει να αποκατασταθεί η απολεσθείσα ηγεµονία, µε τους παλαιούς τρόπους και µεθόδους, στις παλαιές «σταθερές». Θα χρειαστεί να αναγνωριστούν οι νέες πραγµατικότητες και να επαναπροσδιοριστούν τα όρια της προσπάθειας αποκατάστασης. Πράγµα που θα σηµαίνει µόνον κέρδη για τις χώρες και τους πολιτικούς που εκµεταλλεύτηκαν το κενό των ΗΠΑ και επεξέτειναν την ισχύ και την επιρροή τους. Η Κίνα, η Ρωσία και η Τουρκία ανήκουν σε αυτή την οικογένεια των ωφεληµένων του κενού δύναµης.

Η ψευδαίσθηση της «αποµονωµένης» και «αδύναµης» Τουρκίας

Η Τουρκία έχει κατοχυρώσει πλέον την αναγνώριση της ως περιφερειακής δύναµης. Έχει επιβάλει την παρουσία της σε µια ευρεία ζώνη: από τον Καύκασο και τη Συρία έως την Ανατολική Μεσόγειο και τη Λιβύη. Συνασπίζει αργά αλλά σταθερά το σουνιτικό Ισλάµ, εκτοπίζοντας την Σαουδική Αραβία από αυτόν τον παραδοσιακό ρόλο. Έχει κατακτήσει, σε µεγάλο βαθµό, αυτάρκεια στα εξοπλιστικά της προγράµµατα και επενδύει αποτελεσµατικά σε προωθηµένους τεχνολογικά τοµείς, όπως τα drones και οι κατευθυνόµενοι πύραυλοι. Λέγεται ότι το αδύναµο σηµείο της είναι η οικονοµία. Εν µέρει αληθές, αλλά µε µια αδύναµη πολιτική όψη. Είναι τόσο µεγάλη η γεωστρατηγική σηµασία της Τουρκίας και τόσο εκτεταµένη η εµπλοκή στην τουρκική οικονοµία της Γερµανίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας, ώστε αν λάβουν αυτές οι χώρες (και άλλες ελάσσονες), εν ονόµατι της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, ουσιαστικά µέτρα κατά της Άγκυρας, θα είναι σαν να πυροβολούν τα πόδια τους.

Προσθέτως, η Τουρκία, κατ’ αντίθεση µε την Κίνα ή τη Ρωσία, έχει το πλεονέκτηµα των πολλών εναλλακτικών «ταµπλό» για τους ελιγµούς της. Το ξέρει η ίδια καλά και χειρίζεται θαυµάσια τις πρωτεϊκές της µεταµορφώσεις. Ακόµα και εάν υποθέσουµε ότι θα εξαναγκασθεί ή θα κρίνει συµφερότερο να υποδυθεί ότι «συµµαζεύεται» ως ατλαντική δύναµη, θα απαιτήσει ανταλλάγµατα. Και τα µόνα που µπορεί να λάβει αφορούν τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας. Και είναι πρώτιστο καθήκον της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας να µην επιτρέψει να το επιτύχει.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα υπάρξει ελληνική κυβέρνηση που θα αποδεχθεί διάλογο µε την Τουρκία για οτιδήποτε άλλο εκτός από την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών µε βάση το Δίκαιο της Θάλασσας και µε κατάληξη, σε περίπτωση µη συµφωνίας, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Γιατί αποδοχή συζήτησης άλλων θεµάτων, σηµαίνει ότι αναγνωρίζονται ως υπαρκτά, ενώ δεν έχουν νόµιµη βάση. Άρα, και µόνον η αναγνώρισή τους ως «θεµάτων στο τραπέζι» σηµαίνει ότι µπαίνουµε σε µια θανάσιµη περιπέτεια, χωρίς καµιά πιθανότητα να υπάρξει επωφελές τέλος. Αντίθετα, κάποια στιγµή, ακόµα και ο πιο καλόπιστος, διαλλακτικός και προσχωρητικός Έλληνας συνοµιλητής θα ανακαλύψει τη δύναµη της κλασικής διατύπωσης του Καρλ Μαρξ «καλύτερα ένα φρικτό τέλος, παρά µια φρίκη δίχως τέλος».

Η Ελλάδα, εποµένως, ή θα αποκτήσει το εθνικό βάθος ισχύος τού Ισραήλ και την αντίληψη ετοιµότητας της Σουηδίας ή θα στηρίζεται σε ένα διεθνές σύστηµα που δεν θα µπορεί να εγγυηθεί αποτελεσµατικά την ακεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώµατα της χώρας.

Αν η απάντηση είναι ότι επιβάλλεται να αποκτήσουµε εθνική ισχύ βάθους, τότε η έξοδος από το «πρώτο στενό» φωτίζει την έξοδο από το δεύτερο, το στενό της οικονοµίας.

Γιατί, χάρη στη στρατηγικά ορθή ένταξή µας στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µπορεί µεν να έχουµε λιγότερες εγγυήσεις ασφαλείας από αυτές που χρειαζόµαστε (και επιβαλλόταν µια ολοκληρωµένη Ε.Ε. να διαθέτει), αλλά διαθέτουµε το πλαίσιο και τη χρηµατοδότηση ώστε να µεταβάλουµε τη δική µας θέση ισχύος, αξιοποιώντας τους πόρους του Ταµείου Ανάκαµψης για µια συνολική µεταβολή της θέσης της χώρας. Η Ελλάδα έχει όλες τις προϋποθέσεις να αναδειχθεί σε σύγχρονη, ανταγωνιστική οικονοµία, µε αιχµή τον πρωτογενή τοµέα, τη µεταποίηση και τη µετάβαση στην ψηφιακή εποχή. Οργανικό τµήµα της αναπτυξιακής στρατηγικής µπορεί και πρέπει να είναι η αµυντική βιοµηχανία σε όλο το φάσµα − και ιδίως στις νέες τεχνολογικές εφαρµογές.

Πέρα από την υπηρέτηση του ζωτικού εθνικού συµφέροντος, που είναι το καθήκον και η υποχρέωση προς την πατρίδα, η πολιτική τάξη οφείλει να κινηθεί προς αυτήν τη δηµιουργική επιλογή και για λόγους αυτοσυντήρησης και αυτοπροστασίας. Οι δυνάµεις που έλαβαν στο παρανοϊκό δηµοψήφισµα του 2015 το 62%, το 2010 ήταν στο 3%. Σήµερα η εκδοχή που υποστηρίζει ότι η Ελλάδα, αντί να εξαντλήσει κάθε διπλωµατικό µέσο, σε συνδυασµό µε ισχυρή αποτροπή για να επιβάλει την νοµιµότητα, πρέπει να «δείρει τον Τούρκο», να «κηρύξει πόλεµο», «να αναζητήσει αλλού συµµαχίες» κ.λπ. δείχνει εξίσου περιθωριακή. Αν, όµως, από λάθος χειρισµούς η Ελλάδα υποστεί µια εθνική ταπείνωση, η παρούσα πολιτική τάξη θα αποσαθρωθεί µε πολύ χειρότερο τρόπο σε σχέση µε ό,τι συνέβη µε την κρίση των µνηµονίων. Δεν θα έχουµε απλώς νέο γύρο καταγγελιών για τους «προδότες πολιτικούς», αλλά πλήρη αµφισβήτηση των στρατηγικών επιλογών της χώρας, µε ταυτόχρονη καταδίκη των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ε.Ε. και αναζήτηση νέων στρατηγικών συµµαχιών. Σήµερα όλες αυτές οι απόψεις είναι στο περιθώριο. Αλλά ο µηχανισµός εκτίναξής τους θα είναι ο ίδιος.

Αναγκαία η στροφή στις εθνικές προτεραιότητες

Το πολιτικό σύστηµα στο ζήτηµα της απειλής της Τουρκίας κινείται σαν υπνοβάτης. Αντιδρά όπως στη µακρά περίοδο που, ενώ βάθαινε ο µηχανισµός της χρεοκοπίας, δεν µιλούσε κανείς γι’ αυτή. Αντίθετα, τα κόµµατα ανταγωνίζονταν σε παροχές, ώσπου η χώρα «έσκασε» το 2009. Σήµερα, ενώ η τουρκική επεκτατικότητα κάθε µέρα παίρνει νέες µορφές, η µη αντίδραση έχει παρόµοια χαρακτηριστικά µε την παράλυση απέναντι στον µηχανισµό της χρεοκοπίας. Το πολιτικό σύστηµα στέκει αµήχανο, δείχνει φοβικό, παράγει και διαχέει σύγχυση. Βεβαίως, σε ιδιαίτερες συνοµιλίες αναγνωρίζεται το πρόβληµα. Και η έλλειψη αντίδρασης αιτιολογείται από τον φόβο µήπως προκληθεί «εθνικιστική παραφροσύνη», όπως µε τον «ζητωπόλεµο» της καταστροφής του 1897.

Και ορθά επιδιώκεται να διατηρήσει ο λαός νηφαλιότητα. Αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει συνείδηση του κινδύνου και ετοιµότητα αντιµετώπισής του, µε κάθε µέσο, άρα και στρατιωτικό. Αντί, λοιπόν, να εξηγηθεί µε αυτό τον ήρεµο και ορθολογικό τρόπο η ανάγκη µιας συνολικής στροφής στις εθνικές προτεραιότητες, η αλλαγή του υποδείγµατος της χώρας, η αποφασιστική ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάµεων, αλλά και του φρονήµατος των πολιτών, αναπτύσσεται µια καµπάνια εναντίον του εθνικισµού, που, όµως, συγχέει τον εθνικισµό µε τον πατριωτισµό, µε βαθιά επικίνδυνο και παραλυτικό της εθνικής αυτοπεποίθησης και αξιοπρέπειας τρόπο.

Ας τελειώσουµε, λοιπόν, αυτήν τη σύγχυση µεταξύ πατριωτισµού και εθνικισµού, µε ένα πρόσφατο παράδειγµα. Όταν η Αργεντινή έκανε την τυχοδιωκτική επέµβαση στα Φόκλαντς το 1982, κανείς στη Βρετανία δεν έβρισε ή µείωσε τους Αργεντινούς· το δε BBC έκανε έξαλλη τη Θάτσερ, γιατί είχε τόση δηµοσιογραφική απόσταση και ουδετερότητα κατά τις 72 ηµέρες της ένοπλης αντιπαράθεσης, ώστε δεν έλεγε καν «our troops» αλλά «british troops». Αλλά αυτές οι δυνάµεις, χωρίς καµιά εθνικιστική ή ρητορική έξαρση, µε επαγγελµατική εκπαίδευση και τη δηµοκρατική αίσθηση του καθήκοντος του πολίτη-οπλίτη προς την πατρίδα, τσάκισαν τους υπερεθνικιστές αξιωµατικούς της χούντας της Αργεντινής.

Total Defence

Η Σουηδία, που µετείχε τελευταία φορά σε πόλεµο το 1814, όχι µόνον διατηρεί ισχυρή αποτρεπτική ισχύ, αλλά στηρίζεται και στην εφεδρεία της Εθνοφυλακής. Το στρατηγικό δόγµα της είναι «Total Defence», σε περίπτωση που η χώρα δεχθεί εισβολή. Στο έντυπο οδηγιών µε τίτλο «Εάν έλθει η κρίση ενός πολέµου», στην επανέκδοση του 2018 προσδιορίζεται το πλαίσιο δράσης του συνόλου των τακτικών Ενόπλων Δυνάµεων και της Εθνοφυλακής και τονίζεται: «Να γνωρίζετε ότι κάθε ανακοίνωση ότι η αντίσταση σταµάτησε, θα είναι ψέµα του εχθρού. Η αντίσταση πρέπει να είναι συνεχής στον χρόνο και σε κάθε περίσταση. Εξαρτάται από Εσένα, τον δικό Σου αγώνα, την δική Σου αφοσίωση – και την θέλησή Σου να επιβιώσεις».

Είµαστε, άραγε, τόσο πιο ασφαλείς και ευηµερούντες από τους Σουηδούς, ώστε να µην πάρουµε τώρα τις αναγκαίες αποφάσεις για να βγούµε έγκαιρα και αποφασιστικά από τα «δυο στενά» που απειλούν τη χώρα µας και τις ζωές µας;

Τρεις παράµετροι που οδηγούν σε εθνική ισχύ

– Xάρη στη στρατηγικά ορθή ένταξή µας στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µπορεί µεν να έχουµε λιγότερες εγγυήσεις ασφαλείας από αυτές που χρειαζόµαστε (και επιβαλλόταν µια ολοκληρωµένη ΕΕ να διαθέτει), αλλά διαθέτουµε το πλαίσιο και τη χρηµατοδότηση ώστε να µεταβάλουµε τη δική µας θέση ισχύος, αξιοποιώντας τους πόρους του Ταµείου Ανάκαµψης.

– Η Ελλάδα έχει όλες τις προϋποθέσεις για να αναδειχθεί σε σύγχρονη, ανταγωνιστική οικονοµία, µε αιχµή τον πρωτογενή τοµέα, τη µεταποίηση και τη µετάβαση στην ψηφιακή εποχή.

– Πρέπει να εξηγηθεί µε ήρεµο και ορθολογικό τρόπο η ανάγκη µιας συνολικής στροφής στις εθνικές προτεραιότητες, η αλλαγή του υποδείγµατος της χώρας, η αποφασιστική ενίσχυση των Ενόπλων ∆υνάµεων αλλά και του φρονήµατος των πολιτών.

*To άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί αυτή τη Πέμπτη 24/12 στα περίπτερα. 

ΠΗΓΗ  ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου