Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Οι διαστάσεις του εθνικού ζητήματος στην Ελλάδα σήμερα

του Ρούντη Ρινάλντι

Θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τους διοργανωτές για την πρόσκληση να είμαι ομιλητής και να είμαι εδώ μαζί σας. Θέλω να πω ορισμένα πράγματα «τηλεγραφικά» και να αναλύσω περισσότερο ένα-δυο άλλα ζητήματα.
  • Καταρχάς, ό,τι είναι εθνικό, δεν είναι κατ’ ανάγκη εθνικιστικό.
  • Δεύτερο, ό,τι είναι εθνικό δεν ανήκει μόνο στην Αριστερά, συμμετέχουν κι άλλες δυνάμεις οι οποίες δεν αναφέρονται στην Αριστερά, και όμως μετέχουν σε μία εθνική προσπάθεια.
  • Τρίτο, θεωρώ τεράστιο σφάλμα της σημερινής Αριστεράς το γεγονός ότι έχει εγκαταλείψει αυτό το πεδίο και θεωρεί όλες τις αντιδράσεις που υπάρχουν ακροδεξιές και εθνικιστικές ή, όπως είπε κι ο πρωθυπουργός, «ετερόκλητο όχλο».
Πού βρισκόμαστε
Το πρώτο ερώτημα που θέλω να θέσω, για να καταλάβουμε σε ποια κατάσταση είμαστε, είναι: Τα Ίμια είναι πλέον ελληνικά ή είναι κάτι άλλο; Ο Σημίτης είχε φτάσει σε μία συμφωνία μαζί με τους Αμερικάνους, «όχι σημαίες, όχι στρατοί, όχι πλοία». Αυτή τη στιγμή έχουμε την ανοιχτή διακήρυξη της Τουρκίας ότι τα Ίμια είναι τουρκικά και λέγονται Καρντάκ.
Υπάρχουν, για παράδειγμα, οι χάρτες από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών που δείχνουν το 1996 πως τα Ίμια είναι ελληνικά. Η σημερινή κυβέρνηση δεν τόλμησε να διεκδικήσει, δεν υποστηρίζει, ούτε διασφαλίζει ότι τα Ίμια είναι ελληνικά.
Όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή, δεν είναι απλά ρητορικές διακηρύξεις και λόγοι του Ερντογάν για εσωτερική κατανάλωση. Έχουμε περάσει πλέον στα έργα, στις πράξεις και έχουμε μια κλιμακούμενη επιθετικότητα που δεν ξέρουμε πού θα σταματήσει.
Διαστάσεις του εθνικού
Θα πρέπει ακόμα, να ξεκαθαρίσουμε κάποιες απόψεις. Δεν υπάρχει από ‘δω το εθνικό και από ‘κει, διαχωρισμένο, το ταξικό και το κοινωνικό. Το ταξικό στοιχείο δεν είναι μόνο κάποια οικονομική πάλη ή και πολιτική πάλη στο όνομα της εργατικής τάξης. Διαπλέκονται το εθνικό με το ταξικό, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα. Κι απ’ αυτή την άποψη, οι διαστάσεις του εθνικού ζητήματος είναι πολλές, θα αναφέρω μόνο τρεις που πρέπει να τις πάρουμε υπόψη.
  • Πρώτο, τα γεωπολιτικά θέματα και οι ανακατατάξεις που γίνονται σε ολόκληρη την περιοχή μας, είναι πολύ σημαντικές κι έχουν επιπτώσεις στο ζήτημα της εθνικής και της λαϊκής κυριαρχίας.
  • Δεύτερο, αν μιλάμε για το εθνικό, πρέπει να μας ενδιαφέρει ο ιδιαίτερος ελληνικός δρόμος για την απελευθέρωση αυτής της χώρας, και άρα οι ειδικές συνθήκες που υπάρχουν στην Ελλάδα και όχι κάποια σχήματα που έχουμε στο κεφάλι μας.
  • Τρίτο, πρέπει να σεβαστούμε την ιδιοπροσωπία του ίδιου του λαού. Τις παραδόσεις του, το τι σκέφτεται, τι αισθάνεται, πώς αντιλαμβάνεται διάφορα θέματα, τους αγώνες του και όλη την ιστορία του.
Αυτές οι τρεις διαστάσεις, δεν γίνεται να αφαιρεθούν, να θεωρήσουμε ότι πρέπει να γίνεται μονάχα ένας κοινωνικός και ταξικός αγώνας και τα άλλα είναι θέματα εξωτερικής πολιτικής που τα αναλαμβάνουν κάποιοι άλλοι. Επίσης, στη σύγχρονη εποχή, δεν διαχωρίζεται τόσο εύκολα η εξωτερική από την εσωτερική πολιτική.
Η ρευστότητα και η διαπερατότητα είναι σήμερα διαφορετική απ’ ό,τι την εποχή που το κράτος μπορούσε να λειτουργεί και σαν μία «κάνουλα» περιορίζοντας εξωτερικές επιδράσεις. Τώρα, τα διάφορα φαινόμενα είναι πιο σύνθετα, πιο πολύπλοκα και διαπλέκονται. Η εξωτερική πολιτική γίνεται καθημερινό ζήτημα, δίπλα στην εσωτερική πολιτική.
Στην Ελλάδα, συνειδητοποιείται σήμερα με «βίαιο» τρόπο, πως δεν είναι μονάχα τα μνημόνια και ο στραγγαλισμός που επιβάλλουν η Ε.Ε., το ΔΝΤ κ.λπ., υπάρχει και η γεωπολιτική διάσταση και χρειάζεται αγώνας και σε αυτό το πεδίο. Αυτό το απλό πράγμα, που το συναισθάνεται ο απλός κόσμος και νιώθει αυτές τις απειλές, δεν επιτρέπεται όσοι νομίζουν τον εαυτό τους σαν πρωτοπορία και θέλουν να παίξουν κάποιο ρόλο, να το αγνοούν τελείως. Ή να το χαρίζουν σε ακροδεξιές ή άλλες δυνάμεις, οι οποίες θα προσπαθήσουν να καλύψουν το κενό, οδηγώντας τα πράγματα εκεί που θέλουν. Κι όμως, θεωρείται πως αν βγουν πολλές καταγγελίες για τον καπιταλισμό ή γενικά τον ιμπεριαλισμό ή αφηρημένα ενάντια στο ΝΑΤΟ, την Ε.Ε. κ.λπ., μια γενική καταγγελιολογία δηλαδή, καλύπτονται οι ανάγκες που υπάρχουν.
Στην Ελλάδα, συνειδητοποιείται σήμερα με «βίαιο» τρόπο, πως δεν είναι μονάχα τα μνημόνια και ο στραγγαλισμός που επιβάλλουν η Ε.Ε., το ΔΝΤ κ.λπ., υπάρχει και η γεωπολιτική διάσταση και χρειάζεται αγώνας και σε αυτό το πεδίο. Αυτό το απλό πράγμα, που το συναισθάνεται ο απλός κόσμος και νιώθει αυτές τις απειλές, δεν επιτρέπεται όσοι νομίζουν τον εαυτό τους σαν πρωτοπορία και θέλουν να παίξουν κάποιο ρόλο, να το αγνοούν τελείως.
«Πόση Ελλάδα μπορεί να σωθεί;»
  • Σήμερα, υπάρχει ένα μεγάλο υποστασιακό ζήτημα στη χώρα μας. Δηλαδή, η ίδια η υπόσταση της χώρας και η θέση της στην περιοχή είναι παιζόμενη.
  • Δεύτερο, η ίδια η υπόσταση και συνοχή της κοινωνίας εσωτερικά, είναι υπό αμφισβήτηση. Στην Ελλάδα επικρατεί μια απέραντη παράγκα, δεν είναι μόνο στο ποδόσφαιρο η παράγκα, δίνεται η αίσθηση μιας παράγκας από όλο τον πολιτικό κόσμο και τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα.
  • Υπάρχει επίσης κι ένα θέμα υπόστασης σχετικά με το τι είδους δυνάμεις θα αναδειχτούν μέσα από τις θύελλες που έρχονται. Αυτό είναι ίσως το πιο κρίσιμο ζήτημα, για το οποίο θα έπρεπε όποιοι ενδιαφέρονται για μια προοδευτική εξέλιξη να μοχθήσουν και να πασχίσουν σοβαρά.
Όταν λέμε ότι υπάρχει ένα υποστασιακό ζήτημα, ας το θέσουμε με μία φράση. Είναι το «πόση Ελλάδα μπορεί να σωθεί». Αλλά και πώς και από ποιες δυνάμεις σε αυτές τις συνθήκες, μπορεί να σωθεί.
Μια γεωπολιτική ανακατανομή ισχύος είναι σε εξέλιξη σε Ουκρανία, Βαλκάνια, Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα, σε μια ενδιάμεση περιοχή και επηρεάζεται βαθύτατα από τη διαδικασία αυτή. Εκτός από τις παγκόσμιες δυνάμεις που εμπλέκονται, υπάρχει και μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη, η Τουρκία, που είναι παιζόμενη. Δεν είναι σίγουρο, δηλαδή, πόσο θα είναι στην πλευρά των Αμερικανών και των Δυτικών ή όχι, άρα και τι ανταλλάγματα θα της δοθούν έναντι εξελίξεων ειδικά στη Μέση Ανατολή.
Η Ελλάδα είναι ενδιάμεση δύναμη και δέχεται απειλές από αυτή την περιφερειακή δύναμη, η οποία είναι ο νταής της περιοχής. Εισβάλλει, σφάζει και κατέχει εδάφη στη Συρία. Έχει ένα δόγμα 2,5 πολέμων, ο μισός στο εσωτερικό της απέναντι στους Κούρδους και την «τρομοκρατία», ένας στον Νότο κι ένας στα δυτικά της. Επομένως, υπάρχουν αρκετά προβλήματα σε Μακεδονία, Αιγαίο, Θράκη, Καστελόριζο και Κύπρο. Αισθανόμαστε ότι είμαστε καλυμμένοι από τις «ομπρέλες προστασίας» που έχουμε απέναντι σ’ αυτούς τους κινδύνους;
Ο επεκτατισμός της Τουρκίας αποτελεί μεγάλο κίνδυνο, ειδικά στις συνθήκες αυτής της γεωπολιτικής ανακατανομής ισχύος. Είτε με την κεμαλική μορφή παλιότερα, είτε με την ερντογανική-νεοοθωμανική σήμερα, είναι ενιαίος όσον αφορά τις διεκδικήσεις από την Ελλάδα, αλλά και γενικότερα. Με σκοπό να μην μικρύνει η Τουρκία εάν δημιουργηθεί ένα κουρδικό κράτος, έστω και πέρα απ’ τον Ευφράτη, κάτι που αποτελεί βασική αμερικάνικη επιδίωξη για την αλλαγή των συνόρων στη Μέση Ανατολή. Η Τουρκία, τέλος, αμφισβητεί ευθέως τη Συνθήκη της Λωζάννης, θέτοντας θέμα συνόρων συνολικά.
Αναγνώριση και προετοιμασία
Το πρώτο πρόβλημα που έχουμε είναι ότι πολλοί μοιάζουν σαν να μην θέλουν να δουν αυτό το πρόβλημα. Το διώχνουν, θεωρούν ότι είναι για εσωτερική κατανάλωση, ότι είναι αδύναμος ο Ερντογάν, δεν έχει δύναμη, έχει προβλήματα εσωτερικά, δεν μπορεί να αντέξει δύο μέτωπα. Θεωρούν ότι αποκλείεται να συμβεί κάτι, ή αν πάει να συμβεί, οι «ομπρέλες» που έχουν οι μεγάλες δυνάμεις θα το σταματήσουν. Αυτά είναι τεράστια λάθη αντιλήψεων και αποκοιμίζουν τον κόσμο.
Έχουμε μία χώρα που είναι εξασθενημένη και βρίσκεται μπροστά σε πολλαπλές απειλές. Έχει συμβεί πολλές φορές, μεγάλες οικονομικές καταστροφές να τελειώνουν με εθνικές τραγωδίες για την Ελλάδα.
Τι χρειάζεται περισσότερο; Αυτό που λείπει είναι η προετοιμασία του λαού απέναντι σ’ αυτούς τους κινδύνους. Θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αυτήν η έλλειψη προετοιμασίας.
Δεν θα υπάρξει καμία θετική εξέλιξη στη χώρα, χωρίς να συνυπολογίσουμε αυτόν τον κίνδυνο. Δεν μπορεί κανείς να πει «εγώ το αφαιρώ αυτό και αγωνίζομαι για άλλα πράγματα γιατί αυτό είναι δευτερεύον ή δεν θέλω να το αντιμετωπίσω». Οποιαδήποτε διαφορετική πορεία στην Ελλάδα, έχει να αντιμετωπίσει και αυτό το πρόβλημα. Είναι ένα ακόμα πρόβλημα στην προσπάθεια απελευθέρωσης της χώρας απ’ όλα τα σύγχρονα δεσμά.
Στη χώρα μας, είναι ιστορική η μειοδοσία των ελίτ που κυβέρνησαν τη χώρα μέχρι σήμερα. Συνεχίζεται αυτή η μειοδοσία. Ο πολιτικός κόσμος είναι ανίκανος να δώσει οποιαδήποτε λύση σε αυτά τα προβλήματα.
Απ’ αυτή την άποψη, χρειάζεται προσγείωση στην πραγματικότητα, στον ρεαλισμό. Δεν πρέπει να προσβλέπουμε σε κάποιο θαύμα, ότι μια μέρα θα γίνει κάτι και θα ξανασηκωθεί ο ελληνικός λαός με μαγικό τρόπο και αυτό θα λύσει το θέμα. Μακάρι να γίνει, υπάρχουν και «θαύματα» στην ιστορία. Το 1940, με το «Όχι» που είπε ο λαός, ήταν μια τέτοια εξύψωσή του, αλλά σήμερα χρειάζεται οπωσδήποτε προσγείωση και προετοιμασία η οποία λείπει τελείως.
Αυτή τη στιγμή έχουμε δύο στρατιωτικούς, οι οποίοι είναι αιχμάλωτοι στην Τουρκία. Θα έπρεπε να γίνει θέμα του μαζικού κινήματος αυτό. Θέμα του μαζικού κινήματος να γυρίσουν αμέσως πίσω. Αν ήταν δύο δημοκράτες πολίτες γενικώς, αν ήταν δύο δημοσιογράφοι, θα είχε κινηθεί κόσμος. Αυτά είναι κάποια στερεότυπα, τα οποία πρέπει να τα ξεπεράσουμε.
Διχασμοί και ενότητα
Η κυβέρνηση θα ήθελε να δημιουργηθούν δύο στρατόπεδα. Από τη μια οι δεξιοί, εθνικιστές, «εθνίκια» κι ό,τι άλλο θέλετε –όλους εμάς μας βάζουν σ’ αυτήν την κατηγορία επειδή βλέπουμε αυτά τα προβλήματα– κι από την άλλη πλευρά η «φιλειρηνική κυβέρνηση» και μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς, οι οποίοι όλοι μαζί θέλουν κάτι προοδευτικό απέναντι στο άλλο στρατόπεδο. Μια τέτοια διχοτόμηση αυτή τη στιγμή του ελληνικού λαού, θα ήταν καταστροφική.
Χρειάζεται μία μαζική ενότητα, μια εθνική ενότητα που να στηρίζεται σε στόχους και αξίες που θα διασφαλίζουν και τη λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή τη δημοκρατία, και την εθνική κυριαρχία, δηλαδή την ακεραιότητα της Ελλάδας απέναντι σε όλες αυτές τις απειλές που υπάρχουν. Αυτό όχι απλά δεν μας πάει πίσω, ίσα-ίσα είναι αναγκαίο στη σημερινή κατάσταση.
  • Θα είναι αρνητική αυτή η εξέλιξη, αν δημιουργηθούν δύο τέτοια στρατόπεδα, πρώτον γιατί θα εγκαταλείψει και θα αφήσει την υπεράσπιση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, και ιδιαίτερα της πατρίδας, σε ακροδεξιούς κύκλους, με ό,τι σημαίνει αυτό.
  • Δεύτερο, γιατί οι «προοδευτικές απόψεις», αυτή η παράταξη που περιέγραψα πριν, η Αριστερά κ.λπ. θα ταυτιστεί με ένα μεγάλο ξεπούλημα που θα συμβεί και αυτό θα είναι ένα στίγμα που δεν θα μπορεί να το βγάλει εύκολα απ’ το κούτελό της τις επόμενες δεκαετίες.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
  • Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται προετοιμασία των συνειδήσεων, των πνευμάτων.
  • Δεύτερο, να μην αφεθεί το θέμα σε ακροδεξιούς ή άλλους κύκλους που είναι ανίκανοι βέβαια να δώσουν μία διέξοδο στα θέματα αυτά.
  • Τρίτο, χρειάζεται η πολιτική κινητοποίηση του λαού. Είναι εντελώς απαραίτητη η πολιτική κινητοποίηση του λαού, ακόμα κι αν ξεσπάσει πόλεμος.
Ο ελληνικός λαός αυτά τα οκτώ χρόνια, παρ’ όλα τα χτυπήματα που δέχτηκε, έκανε ό,τι μπορούσε. Αγωνίστηκε, έριξε κυβερνήσεις, ανέδειξε άλλες δυνάμεις, τους έδωσε απλόχερα υποστήριξη, είπε « Όχι» και στο δημοψήφισμα, αλλά τον πρόδωσαν.
Τώρα τελευταία, αυτός ο λαός, με τις ιδέες και τις απόψεις που έχει, έκανε και τρία συλλαλητήρια. Προσπάθησε να αντιδράσει απέναντι σ’ αυτές τις απειλές με τον δικό του τρόπο, το πρώτο ήταν της Θεσσαλονίκης, το δεύτερο της Αθήνας, το τρίτο ήταν της Ορεστιάδας λίγες μέρες πριν.
Πρέπει να δούμε μία θέση και στάση απέναντι σ’ αυτές τις αντιδράσεις του κόσμου. Αυτές οι αντιδράσεις δεν είναι όλες ακροδεξιές, φασιστικές, χρυσαυγίτικες κ.λπ. Ο κόσμος αισθάνεται έναν κίνδυνο και κινητοποιείται. Κινητοποιείται μ’ αυτό που νιώθει και κάνει αυτό που νομίζει ότι του αναλογεί για τα πράγματα αυτά.
Δυστυχώς, η Αριστερά είναι απούσα απ’ όλη αυτή την κινητοποίηση του κόσμου. Και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα, αν συνεχιστεί να πηγαίνει έτσι, γιατί αναγκαστικά θα παραμείνει το ζήτημα στη διαχείριση κάποιων ακροδεξιών και άλλων κύκλων.
Επίσης, οι κινητοποιήσεις αυτές έχουν έναν ακηδεμόνευτο χαρακτήρα, δηλαδή δεν πάνε τα κόμματα σαν κόμματα σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις, τις συγκαλούν κάποιες δυνάμεις οι οποίες είναι ένα σύνολο διαφόρων καταστάσεων και από ‘κει και πέρα ο κόσμος πάει και λέει αυτό που θέλει ή αισθάνεται για την κατάσταση.
Το «μπούλιγνκ» που δέχτηκαν όσοι πήγαν στα συλλαλητήρια, αλλά κι αυτή η επίθεση που έγινε, είτε στον Μίκη Θεοδωράκη είτε στις άλλες δυνάμεις οι οποίες συμμετείχαν, ήταν απαράδεκτο απ’ όλες τις πλευρές. Η διαφοροποίηση θα μπορούσε να γίνει με διαφορετικούς τρόπους. Υπήρχε χώρος να εκφραστούν απόψεις προοδευτικές, αντιμνημονιακές, αντιιμπεριαλιστικές κ.λπ. μέσα στον χώρο των συλλαλητηρίων αυτών. Δεν ήταν επιθετικά συλλαλητήρια απέναντι σε μία άλλη χώρα. Ακόμα και στην Ορεστιάδα το συλλαλητήριο που έγινε, δεν ήταν καν επιθετικό γενικά ενάντια στην Τουρκία, παρ’ όλο που έγινε για τους δύο στρατιωτικούς.
Αυτή τη στιγμή έχουμε δύο στρατιωτικούς, οι οποίοι είναι αιχμάλωτοι στην Τουρκία. Θα έπρεπε να γίνει θέμα του μαζικού κινήματος αυτό. Θέμα του μαζικού κινήματος να γυρίσουν αμέσως πίσω. Αν ήταν δύο δημοκράτες πολίτες γενικώς, αν ήταν δύο δημοσιογράφοι, θα είχε κινηθεί κόσμος. Αυτά είναι κάποια στερεότυπα, τα οποία πρέπει να τα ξεπεράσουμε.
Χρειάζεται να κινηθούμε σε νέα πεδία με ανοιχτό μυαλό, με ανοιχτή καρδιά, και να είμαστε κοντά στον λαό μας και στον κόσμο που έχει πονέσει πολύ και αγαπάει αυτό τον τόπο. Το πρώτο που πρέπει να πούμε είναι «αγαπάμε αυτόν τον τόπο και θα αγωνιστούμε για αυτόν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου