Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Οι νέοι αγρότες και η αγροτική ανάπτυξη



του Δημήτρη Μιχαηλίδη

Πέραν των τεχνικών χαρακτηριστικών και των λεπτομερειών εφαρμογής του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2015-2020 οι Νέοι Αγρότες, δηλαδή οι ηλικιακά 18 έως 40 ετών καινούργιοι επαγγελματίες αγρότες, είναι και θα συνεχίσουν να βρίσκονται σε άσχημη κατάσταση, εκτός ίσως από όσους έχουν την τύχη να είναι κληρονόμοι περιουσιών … …
Μια κοινωνία μπορεί να ανανεώνεται πολιτιστικά όταν καταγράφονται 2 παιδιά ανά γυναίκα σε παραγωγική ηλικία (16 έως 50 ετών). Στην Ελλάδα έχουμε μόνο 1,2 παιδιά σήμερα, που σημαίνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε θνησιγενείς κοινωνίες. Ταυτόχρονα ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 4 παιδιά, και στην εκρηκτική γειτονιά μας, την Μέση Ανατολή, είναι 8! … Και βέβαια δεν καταγράφουμε την κατάσταση στις αγροτικές κοινωνίες, όπου τα κλεισμένα σχολεία είναι βουβοί μάρτυρες της συντελούμενης καταστροφής. Με αυτήν την δημογραφική κατάσταση δεν μπορούμε να στηρίξουμε κάποια έννοια ανάπτυξης.

Οι Νέοι Αγρότες είναι στατιστικά οι επαγγελματίες αγρότες ηλικίας 20 έως 35 ετών, ενώ γενικά είναι αποδεκτό ότι ως Νέους περιλαμβάνουμε και τις ηλικίες μέχρι 40 ετών. Στην στατιστική καταγραφή έχουμε τις περιοχές ηλικιών 20-35, 35 έως 50 και 50 έως 65 (τώρα πλέον έως 67, λόγω συνταξιοδότησης). Και ενώ μια «κανονική» κατανομή στην πυραμίδα των ηλικιών θα έπρεπε να είναι στην «20-35» το 40% των επαγγελματιών αγροτών, στην «35-50» το 30%, στο «50-65» το 20% και ένα 10% υπερήλικες, μικρότεροι και άλλοι, σήμερα παρουσιάζεται να είναι ΜΟΝΟ το 6% στην «20-35», περίπου 28% στην «35-50» και 66% στην άνω των 50 ετών. Δηλαδή μια πλήρως ανισόρροπη ανεστραμμένη πυραμίδα, που δεν συντελεί σε μια βιώσιμη αγροτική κοινωνία με κανένα τρόπο.
Τα αγροτικά επαγγέλματα περιλαμβάνουν τους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους, τους ψαράδες και τους δασοκόμους. Οι αγρότες είναι οι ΦΡΟΝΤΙΣΤΕΣ του περιβάλλοντος, κύρια του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και του κοινωνικού, τεχνολογικού, πολιτιστικού, οικονομικού κλπ. Από μια καθαρά τεχνολογική σκοπιά οι αγρότες είναι οι τεχνολόγοι της διαχείρισης της ροής της ενέργειας. Εγκλωβίζουν την ενέργεια από τον ήλιο με χημικές διεργασίες στα φυτά, και όταν οι άνθρωποι, ή άλλα ζώα, θέλουν ενέργεια για να κινηθούν, ή αλλού, χρησιμοποιούν αυτά τα φυτά, ως τρόφιμα, για να προσλάβουν ενέργεια και να κινηθούν. Άλλωστε η παραγωγή ενέργειας είναι εξ ορισμού αντικείμενο του πρωτογενούς τομέα. Αλλά «αγροτικό επάγγελμα» δεν είναι μόνο δεξιότητες επαγγελματικές & οικονομία, είναι κυρίως τρόπος ζωής και αξίες ζωής. Και σήμερα οι αξίες ζωής και ο τρόπος ζωής της αγροτικής κοινωνίας υφίστανται ένα τρομερό «κοινωνικό bulling», μια κοινωνική απαξίωση, η οποία επιδρά και στις οικονομικές δραστηριότητες των αγροτών.
Η ανάπτυξη προϋποθέτει ενέργεια. Στην Αρχαία Ελλάδα η ενέργεια εξασφαλίζονταν με τις εκστρατείες και την σύλληψη σκλάβων. Μετά αξιοποιήθηκε η αιολική ενέργεια και ακολούθως οι υδατοπτώσεις συνέβαλλαν στην ανάπτυξη βιομηχανιών (Δημητσάνα, Νάουσα, Έδεσσα κλπ). Η ανάπτυξη εξασφαλίσθηκε με την ενέργεια από τα κάρβουνα, ή από το πετρέλαιο, ή από την ατομική ενέργεια, που σήμαινε εξάρτηση από κάποιες εξουσίες. Σήμερα η ηλιακή ενέργεια είναι μια ευκαιρία για «εκδημοκρατισμό» της ενέργειας και πιθανόν την ανάπτυξη ενός διαφορετικού συστήματος διοίκησης, που θα είναι οριζόντιο-ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ, και όχι αντιπροσωπευτικό, ή γενικότερα «πυραμιδικό». Αυτό μπορεί να επιτρέψει την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών, που γενικά είναι μακριά από τα κέντρα εξουσίας.
Καταγράφονται δύο συστήματα διοίκησης: ο στρατηγικός προγραμματισμός και ο Διευθυντικός προγραμματισμός. Όταν το περιβάλλον είναι ραγδαία μεταβαλλόμενο μόνο η Διευθυντική διοίκηση εξασφαλίζει κάποια περιθώρια επιβίωσης. Ακραία κατάσταση Διευθυντικής διοίκησης είναι ο πόλεμος. Οι εντολές επιβάλλονται ακόμα και με επί τόπου εκτέλεση … Σε περιόδους ειρήνης με προβλέψιμες εξελίξεις οι διαδικασίες και οι πρόνοιες παίρνουν την κύρια θέση. Τα «κεντρικά» κράτη, με ισχυρή γραφειοκρατία, είχαν λόγο ύπαρξης στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα με τους πολλούς πολέμους. Σήμερα μετά από 60 και πλέον χρόνια ειρήνης μπορούμε να καθιερώσουμε μια αποκεντρωμένη, ή ακόμα καλύτερα, τοπική αυτοδιοίκηση με πραγματική εξουσία. Πλέον οι τοπικές κοινωνίες μπορούν να ξανααποκτήσουν νόημα και προϋποθέσεις βιωσιμότητας.
Τον προηγούμενο αιώνα είχαμε διαχωρίσει τον τόπο παραγωγής από τους τόπους κατανάλωσης, εγκαθιστώντας την γνωστή εφοδιαστική αλυσίδα και επιβάλλοντας ενδιάμεσους, τυποποιητές, πιστοποιητές, συσκευαστές, μεταποιητές, μεσάζοντες, κώδικες τροφίμων & ποτών, εμπόρους, μεταφορείς, αποθηκάριους και λιανοπωλητές, που δημιούργησαν μια «ψαλίδα» τιμών παραγωγού από τις τιμές καταναλωτή, που στην Ελλάδα είναι 5-8 φορές, όπως την καταγράφει το ΥπΑΑΤ. Αυτό το μοντέλο εξυπηρετήθηκε κυρίως από την ιδιωτική οικονομική και είναι κομμάτι της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης.
Τις τελευταίες δεκαετίες καταγράφεται μια αυξανόμενη συνεχώς τάση για μετακίνηση καταναλωτών από τον τόπο που ζουν, στους τόπους παραγωγής των τροφίμων και άλλων υπηρεσιών, που συμπίπτει μάλιστα να είναι πολλές φορές και οι τόποι πολιτιστικής καταγωγής των καταναλωτών. Την αλλαγή αυτή στο μοντέλο κατανάλωσης το ονομάσαμε «αγροτουρισμό». Αυτό το φαινόμενο, μαζί με την Διοικητική μεταβολή, που δημιούργησε επαρκή τοπική καταναλωτική βάση για δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης, σε συνδυασμό και με την «ελκυστικότητα» (τουρισμό) των τοπικών περιοχών, δίνουν ισχυρή βάση για την δημιουργία Τοπικής Εφοδιαστικής Αλυσίδας.
Η διάθεση της τοπικής παραγωγής, ΤΟΠΙΚΑ, αφού επεξεργασθούν τοπικά, με τοπικές συνταγές (γαστρονομία, πολιτισμός κλπ) (Αγορές Αγροτών), δημιουργεί συνθήκες ενδογενούς τοπικής ανάπτυξης, αυξάνει τις τιμές παραγωγού πιθανόν κατά 200%, μειώνει τις τιμές καταναλωτή κατά 200-500% (με βάση τις τιμές παραγωγού), αυξάνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, αποκαθιστά την επαφή παραγωγού-καταναλωτή (για ποιοτική αναβάθμιση), ισχυροποιεί την τοπική κοινωνία, οικοδομεί σχέσεις αμεσο-δημοκρατίας και αμεσο-συμμετοχής, αυξάνει τα κοινωνικό κεφάλαιο, δημιουργεί την βάση για Κοινωνική & Αλληλέγγυα Οικονομία και πολλά ακόμα που η σύγχρονες κοινωνίες απαιτούν σήμερα. Αλλά τα μοντέλα της Κοινωνικής Οικονομίας, που ανταποκρίνονται επιτυχέστερα στις δομές της αγροτικής κοινωνίας, υφίστανται ανηλεή πόλεμο από την ιδιωτική οικονομική και από την παγκοσμιοποίηση.
Εάν επενδύσεις 100 μονάδες χρήματος στον πρωτογενή τομέα, το 10% θα πάει στον αγρότη και το 90% θα πάει στον δευτερογενή (μηχανήματα, εργαλεία, λιπάσματα κλπ) και στον τριτογενή τομέα (υπηρεσίες, μελέτες, λογισμικό κλπ). Εάν επενδύσεις 100 μονάδες στον δευτερογενή τομέα, κατ εκτίμηση το 10% θα πάει στον πρωτογενή (πρώτες ύλες κλπ) και το 40% θα πάει στον τριτογενή (υπηρεσίες, μελέτες, λογισμικό κλπ) και το 50% θα απορροφήσουν οι ίδιοι οι επενδυτές. Αν κάνεις μια επένδυση στον τριτογενή τομέα το 80% θα μείνει στον τριτογενή και θα πάει στον πρωτογενή και δευτερογενή μόλις το 20%. Επομένως, εάν θέλεις να αναπτύξεις μια χώρα, ο σωστός τρόπος θα ήταν να επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα, διότι στην ουσία ο πρωτογενής τομές λειτουργεί ως ένα «μπουρί» που διανέμει τα χρήματα της επένδυσης σε όλη την οικονομία και αναπτύσσεται όλη η χώρα.
Στην Ελλάδα ο πρωτογενής τομέας καταγράφει απ ευθείας το 4% περίπου του ΑΕΠ, αλλά τελικά, μαζί με τα προϊόντα του δευτερογενούς τομέα και του τριτογενούς καταλήγει ο πρωτογενής τομέας να εισφέρει το 20% του ΑΕΠ (πολλαπλασιαστής 5). Στην απασχόληση, αν χαθεί μια θέση εργασίας στον αγροτικό τομέα χάνονται από την εθνική απασχόληση 4,7 θέσεις εργασίας σε διάφορους άσχετους, με τα αγροτικά, τομείς (πολλαπλασιαστής 4,7). Είναι ο υψηλότερος πολλαπλασιαστής. Στον ελληνικό τουρισμό ο πολλαπλασιαστής είναι 1,8. Άρα τελικά στο ΑΕΠ συμβάλλει ο πρωτογενής τομέας με 20%, ο τουρισμός με 17% και η βιομηχανία με 7%.
Τα τελευταία χρόνια ακούσαμε πολλούς ασχέτους να επιμένουν ότι καταγράφεται μια συνεχής αύξηση στην απασχόληση στον αγροτικό τομέα. Η στατιστική «παίζει» άσημα παιχνίδια. Έτσι με την ίδια απασχόληση στους αγρότες εάν μειωθούν οι συνολικοί εργαζόμενοι στην Ελλάδα, θα φαίνεται σαν να αυξήθηκε το ποσοστό απασχόλησης στους αγρότες!!! Ακόμα και αν μειώνονται οι εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα  με μικρότερο ρυθμό από αυτόν των άλλων τομέων, θα φαίνεται σαν να αυξάνεται η απασχόληση στον αγροτικό τομέα.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο αγροτικός τομέας έχασε 80.000 θέσεις εργασίας τις χρονιές 2011, 12 & 13, και από 540.000 εργαζόμενους έφθασε το 2014 στις 460.000 εργαζόμενους στον αγροτικό τομέα.
Σε πληρωμένη δημοσκόπηση (2012) διαβάσαμε ότι 1.500.000 άνθρωποι-αστοί επιθυμούν να πάνε στην ύπαιθρο και από αυτούς 750.000 περίπου θέλουν να γίνουν αγρότες. Η «έρευνα» ελέγχεται ως κατευθυνόμενη και ανακριβής.
Το χωράφι δεν είναι εργοστάσιο. Ο αγροτικός χώρος δεν είναι εργασιακός παραγωγικός χώρος μόνο, αλλά ένας χώρος που άνθρωποι ζουν και πρέπει να ευημερούν. Άλλωστε αυτή η ιδιαιτερότητα παρουσιάζεται μόνο στα αγροτικά επαγγέλματα, δηλαδή συμπίπτει οι χώρος δουλειάς με τον χώρο ζωής, της οικογένειας και των παιδιών, και με τον χώρο ψυχαγωγίας. Για να ζήσει ένας αγροτικός τομέας πρέπει να υπάρχουν και σχολεία, και φαρμακεία, και ξένες γλώσσες, και φροντιστήρια, και γυμναστήρια, και σχολές  οδηγών, και μεταφορικές, και εμπορικές δραστηριότητες, και καταστήματα και … και     Όλοι μαζί ισόρροπα.
Οι τοπικές περιοχές μιας χώρας, που αντιμετωπίζουν επίσης την αυξανόμενη κινητικότητα της εργασίας και τον ανταγωνισμό μεταξύ των περιοχών της, όφειλαν να εξετάζουν και αυτές το πώς θα αποκτήσουν «Πολιτικές Ελκυστικότητας», ανάλογες με τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα και του μεγέθους τους. Διαφορετικά ο οικονομικός τους μαρασμός και ερήμωση είναι δεδομένοι. Η ενίσχυση λοιπόν της ικανότητας προσέλκυσης (αλλά και διατήρησης) ατόμων και επιχειρήσεων αναδύεται έτσι ως ένα βασικό ζήτημα για τις στρατηγικές τοπικής ανάπτυξης που θα πρέπει σταδιακά να αντικαταστήσει τις ισχύουσες σήμερα τυφλά παθητικές διανεμητικές πολιτικές (Άλκης Καλλιατζιδης).
Η αυτάρκεια είναι το «κλειδί» της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας. Όλες οι κυβερνήσεις οφείλουν, κατά προτεραιότητα, να εξασφαλίζουν την επιβίωση των λαών τους. Η Ελλάδα δεν έχει αυτάρκεια σε πολλά βασικά αγαθά. Ούτε στα όσπρια, ούτε στο μοσχαρίσιο κρέας, ούτε και σε πολλά άλλα. Η Ελλάδα ακόμα και σήμερα, μετά απ έξη χρόνια οικονομικής κρίσης, εισάγει αγροτικά προϊόντα για την διατροφή της ύψους μερικών δισεκατομμυρίων ευρώ … …  Είναι βαθειά πολιτικό και υπαρξιακό το θέμα της αυτάρκειας των τροφίμων για την Ελλάδα. Μέχρι σήμερα δεν διακρίνουμε επαρκή στοιχεία υποστήριξης της παραγωγής. Μάλλον οι επιλογές των κυβερνώντων αστών είναι η εξάρτηση και όχι η αυτάρκεια, οι υπηρεσίες και όχι η παραγωγή.
Τα κυριότερα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδος βρίσκονται: στην παγκόσμια διάκρισή της στην βιοποικιλότητα (1470 ενδημικά-αυτοφυή φυτά, όταν στην γειτονική Βουλγαρία υπάρχουν μόνο 125, στην Αλβανία 24  και στην Γερμανία 15), στα μικροκλίματα της (το 75% των εδαφών της βρίσκονται πάνω από 600μ υψόμετρο, ενώ ταυτόχρονα έχει 15.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής) και στην παγκόσμια διάκρισή της στον ζωντανό πολιτισμό της (είναι η δεύτερη χώρα με τον αρχαιότερο ζωντανό πολιτισμό. Με τα ίδια γράμματα, τις ίδιες λέξεις, και τις ίδιες προτάσεις εκφράζονται τα ίδια νοήματα). Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδος, που είναι συνυφασμένα μαζί της, είναι όλα στον αγροτικό τομέα. Αν (κατά MacKinshey) τα κυριότερα αναπτυξιακά εργαλεία της Ελλάδος, σήμερα, είναι η γεωργία, η αγροτική βιομηχανία και ο τουρισμός, γίνεται απολύτως σαφές ότι το μέλλον της Ελλάδος βρίσκεται και περνά υποχρεωτικά από τον αγροτικό τομέα, και μάλιστα από τις αγροτικές κοινωνίες, από την τοπική ανάπτυξη.
Μετά από 60 περίπου συνεχή χρόνια ειρήνης και προβλέψιμων εξελίξεων στο περιβάλλον μας, η Ελλάδα, μπορεί και πάλι να προσανατολισθεί στην τοπική ανάπτυξη. Το νέο διοικητικό σχήμα (Καλλικρατικοί Δήμοι) είναι ευνοϊκό. Οι καταναλωτικές δυνατότητες των κατοίκων ενός τόπου επιτρέπουν οικονομικά την ανάπτυξη Τοπικών Εφοδιαστικών Αλυσίδων και Αγορών Αγροτών. Οι τοπικές αυτοδιοικήσεις πρέπει να κάνουν και πάλι ελκυστικούς τους τόπους τους για ισόρροπη ανάπτυξη. Το μέλλον φαίνεται ότι ανήκει στους «τόπους» και όχι στα «κέντρα».
Απλά φαίνεται ότι αυτό που ζούμε είναι ο επιθανάτιος ρόγχος των παρασιτικά, αντιπαραγωγικά, βιωνόντων αστών, που, χωρίς να παράγουν αξίες (απλά επεξεργάζονται και δημιουργούν υπεραξίες), γαντζωμένοι στην κεντρική εξουσία, δημιουργούν συνεχώς εμπόδια, πολυπλοκότητες, αποφάσεις, πιστοποιήσεις, αδειοδοτήσεις, κλπ κλπ κλπ, ώστε να δικαιολογούν την, άχρηστη σήμερα, ύπαρξή τους.
Με τις σημερινές συνθήκες (αν δεν υπάρξει ΑΜΕΣΗ αλλαγή) δεν υπάρχει μέλλον για τους νέους, ούτε τους αγρότες, ούτε τους νέους αγρότες.
(Με αυτήν την εικόνα από κατεψυγμένο στην Σκύδρα (!), όπως η φωτογραφία δίπλα) δεν υπάρχει κάποιας μορφής μέλλον για τον αγροτικό τομέα, ούτε για την Ελλάδα …).
Σήμερα στα ΕΣΠΑ δίνουν χρηματοδότηση δωρεάν μέχρι 50.000€ για κάλυψη εξόδων (κάθε μορφής εξόδων, ενοίκια, εξοπλισμός, μισθοί, ΔΕΗ, προϊόντα κλπ κλπ) μέχρι τρία χρόνια, χωρίς καμιά άλλη υποχρέωση. Γιατί κάποιοι ανόητοι νομίζουν ότι το πρόγραμμα Νέων Γεωργών με 20.000-όσο, για 5 ή 10 χρόνια υποχρέωση παραμονής, και υποχρέωση επενδύσεων, μπορεί να είναι ελκυστικό? …

--

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου