Του ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
Δύο πολιτικοί συνασπισμοί σε αντιπαράθεση
Βαδίζουμε προς την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης (με εκλογικές επιδόσεις που κυμαίνονται μεταξύ 35% - 38%) αξιοποιώντας το μπόνους των 50 εδρών που περιέρχονται στο πρώτο κόμμα της κοινοβουλευτικής αναμέτρησης. Αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς και τις δυνάμεις της υπόλοιπης ελληνικής Αριστεράς (ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ), η εκλογική δύναμη του αριστερού κινήματος ξεπερνά σήμερα με σαφήνεια το 40% του εκλογικού σώματος. Προφανώς αυτή η πρωτοφανής εκλογική επιρροή των αριστερών δυνάμεων, με κύριο κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι προϊόν ριζοσπαστικών και σοσιαλιστικών επιλογών των εργατικών λαϊκών και κατώτερων μικροαστικών στρωμάτων, αλλά προκύπτει ως πολιτική συνέπεια των συνεχών πληγμάτων που έχει δεχθεί η κοινωνική πλειοψηφία και η παραγωγική υπόσταση της χώρας. Και κατά μείζονα λόγο αυτή η εκλογική στροφή των λαϊκών τάξεων προς τα αριστερά δεν συνοδεύεται κατά κανέναν τρόπο από την λειτουργία συγκροτημένων κοινωνικών εκπροσωπήσεων στο επίπεδο των κοινωνικών δυνάμεων.
Παράλληλα, παρ' όλη την ισχύ αυτού του αριστερού μπλοκ πολιτικών δυνάμεων (ανεξάρτητα από τους επιμέρους διαχωρισμούς τους), η Ν.Δ. κατορθώνει και διατηρεί, όπως δημοσκοπικά φαίνεται, μια εκλογική επιρροή αντίστοιχη του Ιουνίου 2012, του ύψους του 30%, παρ' ότι άσκησε μια ακραία νεοφιλελεύθερη, αντιδημοκρατική και αυταρχική πολιτική κοινωνικής και παραγωγικής καταστροφής. Αυτό σε αντίθεση με την πορεία του ΠΑΣΟΚ, το οποίο από το 44% των εκλογών του Οκτωβρίου 2009 είδε τις δυνάμεις της σχεδόν να υποδεκαπλασιάζονται και να κυμαίνονται σήμερα στο επίπεδο του 4% - 5% του εκλογικού σώματος.
Χρεοκοπία, αλλά και ισχύς του αστικού μπλοκ
Βέβαια, η ελληνική συντηρητική παράταξη κατόρθωσε, με την άσκηση των ποινικών διώξεων κατά της εγκληματικής οργάνωσης της νεοναζιστικής Χ.Α., να συγκρατήσει τη συνεχώς αυξητική της πορεία των προηγούμενων χρόνων, που έφτανε σε δημοσκοπικά ποσοστά του 11%, ενώ σήμερα εμφανίζεται στο επίπεδο του 5% - 6%. Αυτό σημαίνει ότι κατόρθωσε να επανενσωματώσει ένα μέρος του λαϊκού ακροατηρίου του νεοφασιστικού ρεύματος, με την υιοθέτηση λόγων και πρακτικών ακροδεξιού χαρακτήρα.
Μια τέτοια πολιτική εκπροσώπηση της συντηρητικής παράταξης που περιλαμβάνει την ελληνική αστική τάξη και τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα (των επιχειρήσεων, των ελευθέρων επαγγελμάτων και των κρατικών μηχανισμών) φαίνεται ότι συνεχίζει να περιλαμβάνει στους κόλπους της και σημαντικά λαϊκά στρώματα, εργατικά και μικροαστικά, πράγμα που αποτελεί και ένα σχετικό συγκριτικό της πλεονέκτημα. Άλλωστε οι μικροαστικές τάξεις, που διαδραματίζουν νευραλγικό ρόλο στους κοινωνικούς συσχετισμούς, σήμερα, πέραν των δεξιών πολιτικών τους εκπροσωπήσεων, έχουν στραφεί σε έναν βαθμό στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς επίσης και αντιπροσωπεύουν την κύρια εκλογική βάση για το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, που ούτε με τις αστικές δυνάμεις έχουν πλέον ισχυρούς δεσμούς εκπροσώπησης, αλλά ούτε πολύ περισσότερο με τα λαϊκά εργατικά στρώματα.
Συμπερασματικά προκύπτει ότι στον αστικό συνασπισμό δυνάμεων κυριαρχεί η Ν.Δ., σε σαφώς κατώτερη θέση από τις εκλογικές επιδόσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ωστόσο όμως συνεχίζουν και λειτουργούν τρεις δορυφορικές πολιτικές σχηματοποιήσεις, λαϊκής και μικροαστικής απήχησης (Χ.Α., ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι), που εξ αιτίας του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος (που οι ίδιες έχουν χαλκεύσει) αδυνατούν να διεκδικήσουν την πολιτική διακυβέρνηση. Ωστόσο η συνολική πολιτική τους δύναμη αθροιστικά εμφανίζεται ισχυρή, στα επίπεδα του 45%. Το κύριο ζήτημα για την αστική πολιτική μετά την ανάδειξη μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, που βρίσκεται επί θύραις, δεν θα είναι άλλο από την αναδιοργάνωση του αστικού πολιτικού μπλοκ (εφόσον η Ν.Δ. διατηρήσει την επιρροή που προσεγγίζει το 30% όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις), επαναδιαπραγματευόμενη τις συμμαχίες της με λαϊκά συντηρητικά και μικρομεσαία στρώματα.
Τα επίδικα της αριστερής κυβερνητικής πολιτικής
Ενώ έτσι αναδεικνύεται μια οξεία αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο συνασπισμούς δυνάμεων, που έχουν συνολικά περίπου ίση μεταξύ τους ισχύ, του αριστερού - λαϊκού και του αστικού - νεοφιλελεύθερου, ενώ η κοινωνική καταστροφή και ο παραγωγικός όλεθρος χαρακτηρίζουν την αντικειμενική πραγματικότητα, κι ενώ απέναντι σ' αυτά αναδείχθηκαν ιστορικά (από τα «15 σημεία στόχοι πάλης» του 2008 μέχρι τις συνεδριακές αποφάσεις του 2013) ρηξικέλευθες προγραμματικές κατευθύνσεις, εντούτοις εκείνο που διαπιστώνεται είναι η σταδιακή διολίσθηση από την επιδίωξη της κυβέρνησης της Αριστεράς στην κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας της χώρας, από μια ταξική κυβερνητική διαχείριση σε μια διαταξική κοινωνική συμφωνία. Αυτό συνοδεύεται από την κατάληψη όλου του πεδίου της κυβερνητικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ από το ελάχιστο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που αφορά την αποκατάσταση των κατωτάτων ορίων και τα μέτρα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, κατευθύνσεις που, καίτοι αναγκαίες, ουδόλως συμβάλλουν στην εκ βάθρων αντιμετώπιση των ζωτικών λαϊκών προβλημάτων της πλήρους απασχόλησης, της εισοδηματικής αφαίμαξης, της παραγωγικής αποψίλωσης της ελληνικής οικονομίας, της κατάρρευσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης κ.λπ.
Μάλιστα σήμερα προβάλλεται η αντίληψη της «αντικατάστασης των Μνημονίων» από μια «εθνική αναπτυξιακή στρατηγική», πράγμα που κατά κανέναν τρόπο δεν συμπεριλαμβάνει την άμεση κατάργηση των 450 σχεδόν εφαρμοστικών νόμων των Μνημονίων, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Καμιά ριζοσπαστική οικονομική ανάταξη δεν είναι νοητή χωρίς αυτή την αφετηριακή πολιτική - νομοθετική πράξη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί στην αντίθετη περίπτωση αυτή η κυβερνητική εξουσία θα λειτουργεί ως εφαρμοστής των ίδιων των αντιδραστικών αντιλαϊκών μέτρων που έχουν ψηφίσει στην τελευταία πενταετία το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. από κοινού με τον ΛΑΟΣ και τη ΔΗΜ.ΑΡ.
Και από την άλλη πλευρά συνεχίζει να προβάλλεται η λογική της δημιουργίας 300 χιλιάδων θέσεων εργασίας με την αρωγή 5 δισ. ευρώ από το τρέχον ΕΣΠΑ ως επίλυση της μείζονος ζητήματος της ανεργίας. Ωστόσο πρόκειται για «θέσεις εργασίας» που αφορούν το 20% μόνον των ανέργων, μονοετούς διάρκειας, που εξαφανίζονται με την εξάντληση των επιδοτήσεων και σε πλείστες όσες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται για την παροχή στις ιδιωτικές επιχειρήσεις δωρεάν εργασίας, μια και οι προσωρινά εργαζόμενοι αμείβονται από τα κοινοτικά προγράμματα και όχι από την εργοδοσία. Συνεπώς το κύριο αναπτυξιακό μέτρο του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» ουδόλως αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανεργίας και κινείται στην ίδια τροχιά των επιδοτούμενων προσωρινών θέσεων απασχόλησης που έχουν εφαρμόσει στο παρελθόν οι αστικές κυβερνήσεις. Ριζοσπαστικές αντιλήψεις για την κοινωνικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν κλείσει και στρατηγικών τομέων της οικονομικής δραστηριότητας, που περισώζουν την απασχόληση και την κοινωνική παραγωγή, δεν τίθενται στο επίκεντρο.
Αλλά και στο επίπεδο των δημόσιων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, των παραγωγών των «δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών», που στη μεγάλη τους πλειονότητα έχουν ιδιωτικοποιηθεί στη διάρκεια της τελευταίας 25ετίας, πράγμα στο οποίο αντιτάχθηκε τόσο το εργατικό όσο και το αριστερό κίνημα, δεν εμφανίζεται στον ορατό ορίζοντα της κυβερνητικής πολιτικής εθνικής σωτηρίας καμιά ρηξικέλευθη αντιμετώπιση. Η επαναφορά όλων των δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν αποκρατικοποιηθεί στη δημόσια ιδιοκτησία, χωρίς αποζημίωση των ιδιωτών καπιταλιστών, στον δραστικό εργατικό και λαϊκό έλεγχο, και σε μια λειτουργία κοινωνικού χαρακτήρα, πέρα από τις ρυθμίσεις για την απελευθέρωση των σχετικών αγορών, έχει εξαφανισθεί από το προσκήνιο. Πώς μπορεί να γίνεται λόγος για δημόσιο τομέα της οικονομίας, μοχλό της οικονομικής ανάταξης, όταν αυτός έχει στο μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικοποιηθεί και λειτουργεί σχεδόν μονοπωλιακά, πάντοτε με τους κανόνες της «ελεύθερης αγοράς»;
Παράλληλα, η ίδια η στόχευση που είχε αποτελέσει προμετωπίδα της ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής τα τελευταία χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης και των Μνημονίων, δηλαδή το «να πληρώσουν οι πλούσιοι», εμφανίζεται να έχει περιέλθει στην πολιτική λήθη, και σε κάθε περίπτωση εκτός των άμεσων πλαισίων της κυβερνητικής πολιτικής. Το μόνο που προβλέπεται είναι η «σύλληψη της φοροδιαφυγής», χωρίς καμιά σπουδαία αποτελεσματικότητα, όπως έχει μέχρι σήμερα αποδειχθεί, τη στιγμή που η αριστερή απαίτηση είναι η αύξηση της φορολογίας της κερδοφορίας των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας τουλάχιστον στο 50%, μέσος όρος φορολόγησης όλων των αστικών ευρωπαϊκών οικονομιών. Και επιπρόσθετα, εφόσον οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αντικειμενικά αποκομίσει πρόσθετη κερδοφορία 30 δισ. ευρώ στην τελευταία πενταετία της κοινωνικής καταστροφής, γιατί δεν τίθεται σε κίνηση η διαδικασία κοινωνικοποίησης και άμεσης διανομής αυτού του πλούτου για τη σωτηρία του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, της δημόσιας υγείας και των εκπαιδευτικών μηχανισμών;
Αυτά τα ενδεικτικά παραδείγματα, μεταξύ πολλών άλλων, σηματοδοτούν ακριβώς τη διολίσθηση από την προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς, με παρόντες τους ιστορικούς προγραμματικούς της στόχους, στην κυβέρνηση της εθνικής σωτηρίας, με τους ελάχιστους και σχετικά αναποτελεσματικούς στόχους (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δραστική καταπολέμηση της ανεργίας) του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης». Εντούτοις η Ριζοσπαστική Αριστερά είδε την εκλογική της επιρροή να πολλαπλασιάζεται τόσο εξ αιτίας των ευρύτατων απεργιακών κοινωνικών αγώνων όσο και γιατί σ' αυτήν επενδύθηκαν ισχυρές λαϊκές προσδοκίες ριζικής αντιμετώπισης των εκρηκτικών λαϊκών ζητημάτων. Η συνέχιση και διεύρυνση αυτής της πολιτικής λαϊκής επένδυσης είναι συνάρτηση της ικανοποίησης αυτών των αιτημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι η παραπομπή τους στο ιστορικό υπερπέραν. Άλλωστε στο μέτρο που μπαίνουν σε κυβερνητική εφαρμογή οι μεγάλες ιστορικές προγραμματικές κατευθύνσεις, που μπορούν να συμβάλουν σε μια τέτοια αντιμετώπιση, είναι δυνατό να διεμβολιστούν και τα λαϊκά στρώματα που είναι εγκλωβισμένα στην ηγεμονία των αστικών δυνάμεων, έτσι ώστε η Αριστερά να κατορθώσει να κατακτήσει και την απόλυτη εκλογική πλειοψηφία, καθιστώντας την πορεία της αδιαφιλονίκητη και χωρίς επιστροφή.
ΠΗΓΗ ΑΥΓΗ 17.1.2015