Του
Μανόλη Δρετάκη
Δρετάκης : Αν επιτευχθεί ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνασπισμού με
κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος, η υλοποίησή του δεν
εξαρτάται μόνο από την κυβέρνηση. Εξαρτάται και από τη στάση που θα κρατήσουν
οι δανειστές μας απέναντί της.
Διάβασα
με πολλή προσοχή την ομιλία του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ (Π.τ.Σ.) στη Θεσσαλονίκη
στις 13.9.14
Έχοντας
διαβάσει πολλά παρόμοια κείμενα από το 1977 μέχρι σήμερα, και από την εμπειρία
μου στην πολιτική από διάφορες θέσεις, αλλά και με βάση τα όσα έγραψα στο άρθρο
μου στην «Αυγή» της 24.8.14 με τίτλο «Το ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να αποκτήσει την εμπιστοσύνη
όσων δεν εμπιστεύονται πια το ΠΑΣΟΚ» και τέλος ακούγοντας σχόλια πολιτών
που ήταν στο παρελθόν ψηφοφόροι των κομμάτων πρώην εξουσίας, θα κάνω ορισμένες
κριτικές παρατηρήσεις την ομιλία αυτή, οι οποίες ας θεωρηθούν ως μια συμβολή
στον «μεγάλο κύκλο διαλόγου και συναπόφασης με τους πολίτες» στον οποίο
αναφέρθηκε ο Π.τ.Σ. στο τέλος της ομιλίας του στη Θεσσαλονίκη.
Αρχίζω
από τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα. Το πρώτο και σημαντικότερο, σε ό, τι αφορά την
υλοποίηση των όσων περιλαμβάνονται στην ομιλία αυτή, είναι ο σχηματισμός μιας
κυβέρνησης η οποία θα έχει πραγματική αυτοδυναμία, θα στηρίζεται, δηλαδή, σε
μια ισχυρή λαϊκή πλειοψηφία (πάνω από το 50% των έγκυρων ψηφοδελτίων) στις
επικείμενες πρόωρες εκλογές.
Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ (Π.τ.Σ). ζήτησε να
παρασχεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ «ισχυρή εντολή αυτοδυναμίας». Τέτοια, όμως, αυτοδυναμία,
με την εξαίρεση το 54% της Ν.Δ. στις εκλογές του 1974 (οι οποίες έγιναν κάτω
από τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα μετά την κατάρρευση της
προδοτικής χούντας των συνταγματαρχών), δεν επιτεύχθηκε ποτέ τα 40 τελευταία
χρόνια.
Σε όλες τις επόμενες από το 1974 εκλογικές αναμετρήσεις τα κόμματα εξουσίας
αποσπούσαν με καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα μια κλεμμένη πλειοψηφία στη
Βουλή. Το καλπονοθευτικότερο από αυτά είναι το ισχύον με το «δώρο» των 50 εδρών
στο πρώτο κόμμα, εδρών που δικαιούνται όσα κόμματα μπαίνουν στη Βουλή καθώς και
εκείνα που δεν μπαίνουν, αλλά συγκεντρώνουν ένα σημαντικό ποσοστό ψήφων, το
οποίο, όμως, δεν ξεπερνά το όριο του 3%.
Με
βάση τα εκλογικά αποτελέσματα από το 2012 και μετά, αλλά και όλες τις μέχρι
σήμερα δημοσκοπήσεις, το πρώτο κόμμα στις επικείμενες εκλογές είναι αδύνατο να
πετύχει ποσοστό όχι πάνω από 50%, αλλά ούτε και το ποσοστό (γύρω στο 40%) που
απαιτείται για να αποσπάσει μια κλεμμένη αυτοδυναμία. Με δεδομένη την εμμονή
της Ν.Δ. στη διατήρηση του «δώρου» των 50 εδρών, ο ΣΥΡΙΖΑ, αν έλθει πρώτο κόμμα
και συγκεντρώσει 30%, θα έχει 125 έδρες στη Βουλή και με 35% 138 έδρες. Στις
περιπτώσεις αυτές μια κυβέρνηση με βάση τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μια κυβέρνηση
συνασπισμού κομμάτων τα οποία θα συμφωνήσουν σε ένα κοινό πρόγραμμα.
Το
αμέσως επόμενο πολιτικό ζήτημα είναι ότι ένα κοινό πρόγραμμα μιας κυβέρνησης συνασπισμού
δεν θα περιλαμβάνει το σύνολο των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένου ότι τα άλλα
κόμματα που θα συμμετάσχουν σε μια τέτοια κυβέρνηση, παρ' ότι η κοινοβουλευτική
τους εκπροσώπηση δεν θα είναι μεγάλη, θα επιμείνουν να περιληφθούν στο κοινό
πρόγραμμα ορισμένες από τις προτάσεις τους οι οποίες δεν ταυτίζονται με εκείνες
του ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα ορισμένες από τις «δεσμεύσεις» του ΣΥΡΙΖΑ που
εξαγγέλθηκαν στη Θεσσαλονίκη να μην υλοποιηθούν.
Ανάγκη, επομένως, να υπάρχει διάθεση από
μέρους του ΣΥΡΙΖΑ διαλόγου και συμβιβασμού με τα άλλα κόμματα ακόμα και σήμερα,
προκειμένου να καταστεί δυνατή η κατάρτιση ενός κοινού προγράμματος και ο
σχηματισμός κυβέρνησης συνασπισμού των κομμάτων αυτών μετά τις εκλογές.
Το
τρίτο πολιτικό ζήτημα αφορά το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ (πάντοτε, φυσικά, με την
προϋπόθεση ότι θα αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις εκλογές). Πρόκειται για την
προσέλευσή του σε συνεννοήσεις, από σήμερα, με μια ενιαία γραμμή, δηλαδή χωρίς
διαφοροποιήσεις από τις συνιστώσες του. Μόνο με μια τέτοια γραμμή είναι δυνατόν
να υπάρξει συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού.
Μια βασική και καίριας πολιτικής σημασίας
θέση στο κοινό πρόγραμμα είναι η καθιέρωση της μιας και μοναδικής απλής
αναλογικής σε όλες τις εκλογές αμέσως μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης συνασπισμού. Με λύπη παρατήρησα
ότι στην ομιλία δεν υπήρχε καμιά δέσμευση στο κρίσιμο αυτό θέμα, ένα θέμα
αξιοπιστίας της Αριστεράς. Την παράλειψη αυτή διασκεδάζει κάπως η μετά τρεις
μέρες δήλωση του γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ότι πάγια θέση
του κόμματός του είναι η καθιέρωση της απλής αναλογικής και η συνταγματική
κατοχύρωσή της. Έστω και τώρα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύοντας την
αδιαπραγμάτευτη αυτή θέση του για την απλή αναλογική, θα μπορούσε να καταθέσει
και αύριο ακόμη πρόταση νόμου για την καθιέρωσή της.
Όλα
τα πολιτικά ζητήματα που προαναφέρθηκαν αφορούν τη δυνατότητα σχηματισμού
κυβέρνησης, αν ο ΣΥΡΙΖΑ αναδειχθεί πρώτο κόμμα. Αν επιτευχθεί ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνασπισμού με
κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος, η υλοποίησή του δεν
εξαρτάται μόνο από την κυβέρνηση. Εξαρτάται και από τη στάση που θα κρατήσουν
οι δανειστές μας απέναντί της.
Στην
περίπτωση που οι προτάσεις που θα περιλαμβάνονται στο κοινό πρόγραμμα σχετικά
με την επίτευξη βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους δεν γίνουν δεκτές από τους
δανειστές μας (τέτοιες είναι οι σωστές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το «κούρεμα» μέρος
του και τον τρόπο εξόφλησης του υπολοίπου που περιλήφθηκαν στην ομιλία), το
κοινό πρόγραμμα θα πρέπει να προβλέπει εναλλακτικά σενάρια εφαρμογής του, δεδομένου ότι στην περίπτωση που δεν
γίνουν δεκτές οι προτάσεις αυτές οι δυνατότητες υλοποίησης των «δεσμεύσεων» που
περιλαμβάνονται στους «πυλώνες» για την ανόρθωση της οικονομίας περιορίζονται
δραστικά.
Και
εδώ έρχεται το βασικότερο θέμα για την εφαρμογή οποιουδήποτε σεναρίου, τόσο
στην απίθανη περίπτωση που οι δανειστές θα συμφωνήσουν στα όσα θα ζητά η
κυβέρνηση συνασπισμού, όσο και στην πολύ πιο πιθανή περίπτωση που δεν
συμφωνήσουν συνολικά ή εν μέρει. Πρόκειται για χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του.
Και στα δύο σενάρια απαιτείται ιεράρχηση των στόχων από την κυβέρνηση
συνασπισμού με ορίζοντα τετραετίας ή και πέρα από αυτή, στην περίπτωση
επανεκλογής της. Τέτοια χρονική ιεράρχηση δεν υπάρχει στην ομιλία.
Εκτός,
όμως, από την όποια στάση θα τηρήσουν οι δανειστές μας, τα εναλλακτικά σενάρια
που προαναφέρθηκαν θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη το πολύ πιθανό ενδεχόμενο
της μη επίτευξης των προβλέψεων για τα έσοδα που είναι αναγκαία για την
υλοποίηση των στόχων του κοινού προγράμματος από τις πηγές που αναφέρονται στην
ομιλία (πάταξη της φοροδιαφυγής, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων δανείων, τα ΕΣΠΑ και τα
11 δισ. που προορίζονται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών).
Στην
περίπτωση αυτή, αναγκαστικά, πρέπει να γίνει επιλογή για την εφαρμογή
τουλάχιστον του πυλώνα που περιλαμβάνει τα μέτρα για την αντιμετώπιση της
ανθρωπιστικής κρίσης που έχουν προκαλέσει τα μέτρα των Μνημονίων. Η υλοποίηση
των μέτρων των υπόλοιπων πυλώνων, αναγκαστικά, θα απαιτήσει πολύ χρόνο.
Στο
άρθρο αυτό θα περιοριστώ στο πρόβλημα του μείζονος κοινωνικού και οικονομικού
προβλήματος της ανεργίας. Ο τριπλασιασμός του αριθμού των ανέργων μέσα σε 4
χρόνια, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα 1.300.000, η πλειονότητα των οποίων είναι
μακροχρόνια άνεργοι, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα του
παραγωγικού ιστού της χώρας στο οποίο απασχολούνταν έχει καταστραφεί, καθιστά
προφανές ότι η ουσιαστική επίλυσή του προβλήματος αυτού, δηλαδή η μείωσή τους
στο επίπεδο του 2009, θα απαιτήσει πολλά χρόνια. Η επίλυση αυτή απαιτεί τη
δημιουργία βιώσιμων (και όχι προσωρινών) θέσεων εργασίας, οι οποίες με τη σειρά
τους απαιτούν ένα συγκροτημένο μακροχρόνιο πρόγραμμα δημόσιων και ιδιωτικών
επενδύσεων για τη δημιουργία ενός νέου σύγχρονου και ανταγωνιστικού παραγωγικού
ιστού.
Τα
όσα προαναφέρθηκαν αφορούν, αναγκαστικά, ένα μόνο μέρος των κριτικών
παρατηρήσεων που είχα να κάνω για το περιεχόμενο της ομιλίας, λόγω του
περιορισμένου χώρου του άρθρου αυτού. Πριν το κλείσω, όμως, πρέπει να αναφερθώ
στα όσα σωστά είπε ο Π.τ.Σ. για την «κινητοποίηση της κάθε Ελληνίδας και του
κάθε Έλληνα» και για την ανάγκη «να πιστέψουμε στη συλλογική μας δύναμη»,
προκειμένου να αντιμετωπιστεί «η κρίση θεσμών και αξιών».
Πράγματι
όλα αυτά είναι αναγκαία. Το ερώτημα που γεννιέται είναι πώς επιτυγχάνονται στη
χώρα μας μετά τη συστηματική έκπτωση των αξιών και την απαξίωση των θεσμών με
ευθύνη των κομμάτων εξουσίας στη διάρκεια της περιόδου 1974-2009 και την
επιδείνωση της κατάστασης αυτής τα τελευταία 4-5 χρόνια με συνακόλουθο τον
σκεπτικισμό και την απογοήτευση που επικρατεί σε μεγάλο ποσοστό του εκλογικού
σώματος. Αυτό είναι και η μεγαλύτερη δυσκολία για μια σε βάθος αλλαγή της
νοσηρής κατάστασης που υπάρχει στο κοινωνικό σώμα, το οποίο αντιμετωπίζει με
παθητικότητα -θα έλεγε κανείς με μοιρολατρία- τα δεινά τα οποία του επισώρευσαν
οι κυβερνήσεις και τα αφεντικά τους, δηλαδή οι δανειστές μας.
Δεν
έχει, φυσικά, ο λαός μας, όπως πολλοί ισχυρίζονται, χάσει το αίσθημα της
αλληλεγγύης τόσο στο στενό οικογενειακό περιβάλλον (που σώζει, προς το παρόν
τουλάχιστον, τη νεολαία μας από τα χειρότερα) όσο και προς τον συνάνθρωπό μας
γενικότερα (απόδειξη το πλήθος των μορφών αλληλεγγύης από την Εκκλησία, τους
Δήμους, τα φιλανθρωπικά σωματεία, τους συλλόγους ή ακόμα και από ομάδες
πρωτοβουλίας σε επίπεδο γειτονιάς). Το πώς αυτό το αίσθημα θα μετατραπεί σε
συλλογική πολιτική δράση με ένα όραμα πραγματικής αλλαγής είναι η μεγάλη και
δύσκολή πρόκληση που έχει μπροστά του ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η
επιτυχής ανταπόκριση στην πρόκληση αυτή απαιτεί, πρώτα απ' όλα, να δείξουν και
να αποδείξουν η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο στην ιδιωτική όσο και
στη δημόσια ζωή τους, ότι οδοδείκτες τους είναι οι αξίες και ο σεβασμός των
θεσμών και των παραδόσεων της πατρίδας μας.
*
Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής,
υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
ΠΗΓΗ : ΑΥΓΗ, 21.9.14