Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Μούγκα της Πολιτικής Οικολογίας, στη στρούγκα του νεοφιλελευθερισμού


Η άλωση της πολιτικής οικολογικής σκέψης μέσα στα πλαίσια του άκριτου και ιδιοτελούς ευρωπαϊσμού, καθώς επίσης και μέσα στα πλαίσια της μνημονιακής «αναμορφωτικής» αντίληψης, δεν ήταν φυσικά το κυρίαρχο γεγονός της πολιτικής ζωής της τελευταίας περιόδου…. Όμως ήταν ένα σημαντικό γεγονός από την άποψη ότι απέτρεψε τη σύνθεση των μεγάλων προταγμάτων ποιότητας ζωής, κριτικής του καταναλωτισμού και επαναπροσδιορισμού του Σοσιαλισμού - πέρα από την οικονομίστικη λογική του παλαιοκομμουνισμού. Απέτρεψε μια νέα αντιπολίτευση εκ των ένδον του συστήματος, αλλά και τη σκιαγράφηση μιας εναλλακτικής «διαδρομής εξόδου» και ενός εναλλακτικού προτύπου σοσιαλιστικής διαχείρισης – περί του οποίου η συμβατική αριστερά τηρεί σιγήν ιχθύος επί δεκαετίες… Η υποταγή της πολιτικής οικολογίας στους συντηρητικούς παράγοντες των Βρυξελλών και της Αμερικής – με γνωστότερο πολιτικό «σύνδεσμο» τον Κον Μπεντίτ – αποσιώπησε βασικά θεωρήματα του χώρου, όπως το της περιορισμένης αξιοπιστίας των συμβατικών ΑΕΠ, όπως των επιφυλάξεων έναντι της άκριτης οικονομικής μεγέθυνσης, όπως του ποιοτικού μετασχηματισμού παραγωγικών δυνάμεων και κατανάλωσης, όπως της ανάπτυξης ενός συνδικαλιστικού κινήματος με ολιστικούς στόχους : Όχι μόνο αναδιανεμητικούς αλλά σχετικούς με την ποιότητα της εργασιακής διαδικασίας και το είδος των προϊόντων…

Και ενώ η θεωρητική και πολιτική μούγκα έπεφτε στη στρούγκα της μνημονιακής και νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι σαν τον Γιάννη Παρασκευόπουλο που εμμένουν σε πολιτικές ασημαντότητες , χωρίς να ομολογούν τη ζημιά που προκάλεσε στο εναλλακτικό κίνημα η διφορούμενη έως διπρόσωπη στάση των Ελλήνων Οικολόγων Πρασίνων. Χωρίς να αναγνωρίζουν τη σημασία της βίαιης έως απατεώνικης εισόδου της χώρας στο καθεστώς του μνημονίου (μέσω της παραποίησης στατιστικών στοιχείων), χωρίς να καταλαβαίνουν ότι το μέτωπο που θέλουν να «στήσουν» έναντι του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ «δεν φτουράει» - εάν συνδυάζεται με την υπονόμευση του αντιμνημονιακού αγώνα. Ενώ ο θάνατος φτερουγίζει πάνω στην ελληνική κοινωνία και απειλεί με τη διαμόρφωση μιας νεοφεουδαρχικής «αποικίας χρέους» - του είδους εκείνου που αναπτύσσεται με επιτυχία στην Αφρική από καθωσπρέπει καπιταλιστές εμφορούμενους από τις αρχές του «υγιούς ανταγωνισμού» - ο Παρασκευόπουλος φαντασιώνει την « θανάσιμη αυτοπαγίδευση της ελληνικής αριστεράς»…Διαβάστε την σοφιστική του, που δεν συνδέεται με τις όποιες ανεπάρκειες του ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα της ευρωζώνης, αλλά με μια μάταιη κίνηση - για το «ακουσθήναι» των τραυματισμένων Οικολόγων Πρασίνων ως φορέων διακριτής αντίληψης….



Όλο το κείμενο του Παρασκευόπουλου





Όταν η πλειοδοσία κατά του Μνημονίου καταλήγει να ευνοεί το... Μνημόνιο



1. Για πολύ καιρό μετά το πρώτο Μνημόνιο, μόνιμη επωδός της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ήταν ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική: στις 25 Μαρτίου 2010 η ολομέλεια του ευρωκοινοβουλίου είχε υιοθετήσει με συντριπτική πλειοψηφία, στο πλαίσιο της Έκθεσης Giegold για το ευρώ και την ευρωζώνη, εναλλακτική πρόταση εγγυήσεων δανεισμού με έκδοση ευρωομολόγων για τις χώρες με πρόβλημα στα spread όπως η Ελλάδα.

Η πρόταση του ευρωκοινοβουλίου δεν έγινε ποτέ ευρύτερα γνωστή στη χώρα μας: ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ είχαν ήδη προαποφασίσει την προσφυγή στο Μηχανισμό Στήριξης, η Νέα Δημοκρατία προτιμούσε να αποφύγει την ένταση με τα αδελφά συντηρητικά κόμματα, οι Οικολόγοι Πράσινοι μίλησαν αλλά η φωνή τους ελάχιστα μπόρεσε τότε να ακουστεί.

Και η Αριστερά; Η ελληνική Αριστερά αδυνατούσε να επικαλεστεί ως εναλλακτική λύση κάτι που η ίδια ΔΕΝ είχε ψηφίσει: αντίθετα με το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, η ψήφος του ΚΚΕ ήταν απορριπτική, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ απείχε με επιχείρημα ότι η έκθεση δεν καταδίκαζε το Σύμφωνο Σταθερότητας.



2. Λίγους μήνες μετά, το φθινόπωρο του 2010, ήρθαν οι κάλπες των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών. Σε ένα κλίμα που σφραγιζόταν ακόμη από την αρχική αμηχανία και ανοχή του μεγαλύτερου μέρους της κοινής γνώμης, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε πρώτος να προβάλει τις εκλογές ως έμμεσο δημοψήφισμα για το Μνημόνιο, υποβαθμίζοντας την τοπική και αυτοδιοικητική διάσταση. Άνοιξε έτσι την πόρτα στο ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ να κάνει το ίδιο με τις περιφερειακές εκλογές, όπου κέρδισε τελικά τις 8 από τις 13 περιφέρειες και παρουσίασε το αποτέλεσμα ως ψήφο ανοχής για την πολιτική του, κερδίζοντας έτσι κρίσιμο πολιτικό χρόνο.



3. Η άνοιξη του 2011 ήταν η μεγάλη στιγμή των κινημάτων. Ο κόσμος βγήκε κατά εκατοντάδες χιλιάδες στις πλατείες, σε ένα κλίμα αυτενέργειας, συλλογικότητας, άμεσης δημοκρατίας και αμφισβήτησης των κομμάτων. Χαρακτηριστικό ήταν τότε το μήνυμα «εσύ μπορείς να βοηθήσεις, το κόμμα σου όχι».

Θετική ανταπόκριση από την πλευρά των κομμάτων θα ήταν να ενθαρρύνουν τον κόσμο τους να συμμετέχει ατομικά στο κίνημα χωρίς δεσμεύσεις κομματικής γραμμής (αλλά και χωρίς, φυσικά, να απεμπολεί τις ιδιαίτερες αξίες κάθε πολιτικού χώρου). Ακόμη καθοριστικότερη θα ήταν όμως, από την πλευρά των κομμάτων, η συνέργειά τους με τα κινήματα: ακούγοντας τους πολίτες στις πλατείες και «μετασχηματίζοντας τις κοινωνικές διεκδικήσεις σε πολιτική πρόταση», όπως σημείωναν τότε οι Οικολόγοι Πράσινοι.

• Με δεκάδες χώρες να έχουν ήδη βιώσει ανάλογες συνταγές, και με ελάχιστες μόνο από αυτές να έχουν καταφέρει να διασώσουν κάτι έστω και σε περιορισμένη έκταση, η διεθνής εμπειρία έδειχνε καθαρά ότι ένα «ισχυρό ΟΧΙ» μπορούσε να φέρει καρπούς μόνο αν συνοδευόταν και από επεξεργασμένη εναλλακτική πρόταση.

Αντί γι’ αυτό, ολόκληρο το φάσμα της Αριστεράς επιδόθηκε σε αγώνα δρόμου για τη μεγαλύτερη δυνατή κομματική επιρροή. Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν από μια πολύχρονη παράδοση: το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ του 2002-3 είχε αξιοποιηθεί ως βάση για τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ της Αθήνας (2006) ως εφαλτήριο για τη δημαρχιακή υποψηφιότητα του Αλ. Τσίπρα, με μεγάλο χαμένο κάθε φορά τη συνέχεια των κινημάτων. Αυτή τη φορά, τα κινήματα ανακηρύχθηκαν σε οιωνεί κόμμα, που δια στόματος του Αλ. Τσίπρα «απαιτούσε» επίμονα κοινή εκλογική κάθοδο όλων όσων αναφέρονταν σε αυτά: σε μια τέτοια κάθοδο, κύρια σημασία δεν είχε πια η προγραμματική διάσταση και οι προτεινόμενες εναλλακτικές λύσεις, αλλά ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής που απλώς θα επέτρεπε την «ενότητα».



4. Σε μια συγκυρία λοιπόν όπου η οικοδόμηση εναλλακτικού σχεδίου αποτελούσε βασική προϋπόθεση για να τερματιστεί η ομηρεία της χώρας στους δανειστές, οι προγραμματικές επεξεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ αντιστοιχούσαν στη χαμηλή προτεραιότητα που τους έδινε έτσι κι αλλιώς στο πολιτικό του σχέδιο: αρχικά ένα «ισχυρό ΟΧΙ» με διασφάλιση των εσωτερικών του ισορροπιών μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων του ευρώ, στη συνέχεια κάτι που απλώς να μην αναιρεί τα κύρια μηνύματα για εκλογική ενότητα και για Κυβέρνηση της Αριστεράς. Το αποτέλεσμα αποτυπώνεται εύγλωττα σε μια μια αναλυτική συγκριτική παρουσίαση του Γ. Βαρουφάκη το Μάιο του 2012, όπου οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την κρίση κατατάσσονταν οριακά χαμηλότερα από τις αντίστοιχες των …Οικολόγων Πράσινων. Αν αναλογιστούμε ότι οι τελευταίοι δεν είχαν ποτέ ούτε πρωτογενείς πληροφορίες και θεσμική εμπειρία Βουλής, ούτε παρουσία σε πανεπιστημιακούς χώρους και επιμελητήρια, ούτε επιτελεία δεκάδων εξειδικευμένων οικονομολόγων, εύκολα καταλαβαίνει κανείς σε τι έκταση έφθανε η προγραμματική υστέρηση της Αριστεράς.



5. Η προγραμματική αυτή υστέρηση, διόλου δεν της κόστισε εκλογικά. Κόστισε όμως ακριβά στην κοινωνία, καθώς στάθηκε καταλυτική για τη συνέχιση του Μνημονίου: στις κρίσιμες δεύτερες εκλογές του Ιουνίου 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ αρκέστηκε στην απορρόφηση των ήδη αντιμνημονιακών ψήφων και, με σύνθημα το «ΔΕ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ», άφησε τους ταλαντευόμενους πολίτες (και μαζί τους την πρώτη θέση και τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης) στον κ. Σαμαρά και τους μετέπειτα κυβερνητικούς του συμμάχους.

Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, μόνο αν η Αριστερά είχε επενδύσει στην οικοδόμηση αξιόπιστων προγραμματικών προτάσεων που θα αποδομούσαν στα μάτια των πολιτών το εμπόριο φόβου των αντιπάλων της.

Η ίδια αυτή υστέρηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν που κράτησε στη συνέχεια «ζωντανή» για τόσο μεγάλο διάστημα μια κυβέρνηση που, αντί για τις υποσχέσεις επαναδιαπραγμάτευσης, ασχολήθηκε από την πρώτη στιγμή με τη διαρκή λήψη νέων μέτρων λιτότητας και την προσφυγή σε κρατικό αυταρχισμό. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι μια κυβέρνηση με τέτοια πλήγματα στην αξιοπιστία της και με ανοικτά μέτωπα όπως η ΕΡΤ ή οι οριζόντιες απολύσεις στο Δημόσιο, καταφέρνει ακόμη να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, χρησιμοποιώντας την αξιωματική αντιπολίτευση ως εύκολο στόχο για κάθε είδους επιθέσεις.



6. Για τον τερματισμό των σημερινών πολιτικών, εξίσου σημαντική με το πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα είναι η διεκδίκηση της κοινωνικής ηγεμονίας και η οικοδόμηση μιας νέας πολιτικής και κοινωνικής πλειοψηφίας.

Η πλειοδοσία όμως κατά του Μνημονίου, ουσιαστικά εγκλωβίζει την Αριστερά σε μια μάχη χαρακωμάτων: αν μόνο ερώτημα (ή μόνο κύριο ερώτημα) είναι το Μνημόνιο και αν η κοινωνία χωρίζεται σε δύο μόνο στρατόπεδα, τότε χαρίζονται στη «μνημονιακή» πλευρά όλοι όσοι αναγνωρίζουν την κατάρρευση του προηγούμενου μοντέλου και την επείγουσα ανάγκη ριζικών αλλαγών και μηχανισμών εξυγίανσης, αλλά καταλήγουν να ανέχονται το Μνημόνιο ελλείψει άλλων διαθέσιμων εναλλακτικών. Αντίστοιχα, η άκαμπτη ρητορική για άνευ όρων συμπαράταξη όλων κατά του Μνημονίου, καταλήγει να τροφοδοτεί την κυβερνητική προπαγάνδα που προσπαθεί να εντάξει την αριστερά στο ίδιο στρατόπεδο ακόμη και με τη… Χρυσή Αυγή. Με τον τρόπο αυτό, η κλονισμένη κοινωνική ηγεμονία των υποστηρικτών του Μνημονίου διασώζεται χάρη στην «αντιμνημονιακή συνέπεια» της αριστεράς και την απροθυμία της να διεμβολίσει το αντίπαλο στρατόπεδο.

Διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, μόνο με μια στρατηγική θεματικών πλειοψηφιών που θα επέτρεπε για παράδειγμα στον Αλ. Τσίπρα να καλέσει σε συνάντηση τους κκ. Βενιζέλο και Κουβέλη για το κλείσιμο της ΕΡΤ, να προκαλέσει κοινοβουλευτική συζήτηση για το τι θα σήμαινε επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου και πώς αυτή προωθείται, ή να αναζητήσει συνομιλητές ακόμη και εντός ΝΔ για μια αποτελεσματική στρατηγική απέναντι στην απειλή της Χρυσής Αυγής.



7. Σε μια κρίση όπου η ευρωπαϊκή διάσταση παίζει κεντρικό ρόλο, είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζει την ανάγκη για αλλαγές πολιτικής και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Από τις εκλογές του 2012 και μετά, ενίσχυσε τη συνεργασία του με τα άλλα κόμματα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, αναβάθμισε τις διεθνείς επαφές του προέδρου του και κατέθεσε προτάσεις για κοινό μέτωπο του Ευρωπαϊκού Νότου και πανευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος. Οι προτάσεις όμως αυτές αποτελούν κυρίως διαδικαστικά περιγράμματα: αφήνουν αναπάντητο με τι αιτήματα, με ποια στρατηγική και με ποια «όπλα» θα συμπαραταχθεί ο Ευρωπαϊκός Νότος, αλλά και με ποια προετοιμασία, με ποιές συμμαχίες και ποιες με προτάσεις θα προσερχόταν η χώρα μας σε μια διάσκεψη για το χρέος.

Κομβικό θα ήταν να καταθέσει μέσω της ευρωπαϊκής πολιτικής του ομάδας ένα συνεκτικό σχέδιο για το τι πρέπει να αλλάξει άμεσα στην Ευρώπη και με ποιες διαδικασίες, να προσδιορίσει ποιες άλλες πολιτικές δυνάμεις θα θεωρούσε εταίρους σε ένα τέτοιο εγχείρημα, και να προωθήσει την οικοδόμηση μιας νέας πλειοψηφίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο: αυτό που κάνουν δηλαδή συστηματικά οι Πράσινοι.

Κάτι τέτοιο προϋποθέτει όμως ριζική αλλαγή στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που σήμερα εστιάζει στην κριτική και τη στήριξη των κοινωνικών αγώνων, ενώ σπάνια αναλαμβάνει κοινές πρωτοβουλίες με άλλες δυνάμεις. Με το σημερινό ειδικό του βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, ως μόνης «εν αναμονή κυβέρνησης» της Αριστεράς και μάλιστα σε μια ευρωπαϊκή χώρα αιχμής, οι πόρτες της πολιτικής του ομάδας είναι απολύτως ανοικτές για μια τέτοια στροφή. Το ότι μέχρι τώρα δε φαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα, δείχνει πιθανόν πολλά.



8. Ένα χρόνο μετά τις περσινές διπλές εκλογές, οι πολίτες που υποστήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ έχουν τη δυνατότητα για ένα πρώτο απολογισμό:

• Η ψήφος τους υπήρξε τότε αναμφίβολα ένα ισχυρό και ηχηρό μήνυμα.

• Το μήνυμα αυτό πάντως δεν κλόνισε τελικά το Μνημόνιο. Τα κινήματα έχουν υποχωρήσει χωρίς να τονωθούν από την εκλογική ενίσχυση της Αριστεράς.

• Η ραγδαία φθορά στην αξιοπιστία της κυβέρνησης, αντισταθμίζεται από την παράλληλη φθορά και του ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματικής αντιπολίτευσης.

• Η απουσία αξιόπιστου προγράμματος εναλλακτικής διεξόδου και στρατηγικής για μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία, εμποδίζουν την Αριστερά να επωφεληθεί από τη δημοσκοπική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ.

Τα δύο κόμματα της κεντροαριστεράς παραμένουν ρυθμιστές των μελλοντικών εξελίξεων. Σε περίπτωση πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ορατό το ενδεχόμενο να έχουμε εκ των πραγμάτων ΚΑΙ Μνημόνιο ΚΑΙ Αριστερά, με ανυπολόγιστους κινδύνους για την αξιοπιστία της δημοκρατίας.



Τα ζητήματα αυτά δε φαίνεται να απασχόλησαν ιδιαίτερα το πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που φαίνεται να προβληματίζουν αρκετούς. Προβάλλει λοιπόν και πάλι το ερώτημα κατά πόσο η συσπείρωση γύρω από ένα και μόνο ισχυρό αντιμνημονιακό πόλο, υπηρετεί αποτελεσματικά την κοινωνία και τις προοπτικές της χώρας.

Αν η απάντηση δε θεωρηθεί αυτονόητα καταφατική, γίνεται προφανής η παράλληλη αναγκαιότητα ενός ισχυρού οικολογικού πόλου που θα ενσαρκώνει όλα όσα δεν είναι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ:

• με ταυτόχρονες απαντήσεις για την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική κρίση.

• με καθαρή αντίθεση στο Μνημόνιο αλλά και με καθαρές προτάσεις για τις απαραίτητες αλλαγές που χρωστάμε ως κοινωνία στον εαυτό μας,

• με διεκδίκηση μιας άλλης κοινωνικής ηγεμονίας και διεμβολισμό του σημερινού κυρίαρχου στρατοπέδου,

• με ξεκάθαρο σχέδιο άμεσης εφαρμογής για το πώς μπορούμε να αλλάξουμε την Ευρώπη αλλά και τη σχέση της με τις χώρες του Νότου,

• με απόλυτο σεβασμό στην «προτεραιότητα του κοινωνικού», και με έμφαση στην ανάγκη για ουσιαστικές συνέργειες με άλλες πολιτικές δυνάμεις.



Ένα χρόνο μετά το απογοητευτικό γι’ αυτούς αποτέλεσμα των δεύτερων εκλογών, οι Οικολόγοι Πράσινοι με τις πολιτικές αποφάσεις του πρόσφατου συνεδρίου τους ανανεώνουν το ριζοσπαστικό τους στίγμα και ξαναπιάνουν το νήμα για την επιστροφή τους στο πολιτικό προσκήνιο.

Το σχετικό στοίχημα αφορά αυτή τη φορά κοινωνικές δυνάμεις πολύ ευρύτερες από όσους κατά καιρούς έχουν υποστηρίξει το πράσινο κίνημα στη χώρα μας.



*Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος είναι στέλεχος των Οικολόγων Πράσινων.

Στο τελευταίο συνέδριό τους (6-7 Ιουλίου) ήταν από τους βασικούς εισηγητές της απόφασης για τις Πολιτικές Προτεραιότητες του κόμματος.