Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Η ΦEΝΑΚΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΗΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ



Του Γιάννη Χρυσοβέργη



Κυβέρνηση, ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και οι Οικολόγοι Πράσινοι πανηγυρίζουν για «την αυστηροποίηση των διατάξεων της αντιρατσιστικής νομοθεσίας».


Το νομοσχέδιο που ανακοινώθηκε εν χορδαίς και οργάνοις με αφορμή την επίθεση του νεοναζί βουλευτή Γιώργου Γερμενή στο Δήμαρχο Αθηναίων, προσπαθεί να μακιγιάρει κοντόφθαλμους πολιτικούς σχεδιασμούς των κυβερνώντων κι αναδεικνύει την εξοργιστική πολιτική αφέλεια των αντιπολιτευομένων.


Οι οποίοι νομίζουν ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται με νόμους τους οποίους, ουδείς θα εφαρμόσει.


Περίπου 150 χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο υπέροχος Εμμανουήλ Ροΐδης διακήρυττε: «Η Ελλάς, ενός νόμου έχει χρείαν. Του νόμου περί τηρήσεως της κειμένης νομοθεσίας».

Το νέο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, που προανήγγειλε ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Καραγκούνης, στην πραγματικότητα συνιστά απλή ενσωμάτωση, με τρία χρόνια καθυστέρηση, στην ελληνική νομοθεσία της σχετικής κοινοτικής οδηγίας.

Σε συνεντεύξεις που μοίρασε αφειδώς προς τα ΜΜΕ ο εκλεκτός υφυπουργός, συνεπικουρούμενος κι από τον προϊστάμενό του υπουργό Αντώνη Ρουπακιώτη, δεν είχε κανένα ενδοιασμό να εξηγήσει πως με το νόμο αυτό ανοίγει ο δρόμος για να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή.

Με δυο λόγια, ο νόμος δεν κατατίθεται διότι ως πολιτισμένη κοινωνία οφείλουμε να προστατεύουμε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που ζει μόνιμα ή περιστασιακά στη χώρα μας από το φυλετικό, το θρησκευτικό ή το εθνικό μίσος ολιγοφρενών συμπολιτών μας, αλλά για να ξεφορτωθούμε ένα κόμμα, έστω νεοναζιστικό. Παράξενη δημοκρατική επιχειρηματολογία.

Κατά μείζονα λόγο που, όταν στις αρχές του χρόνου το ΠΑΣΟΚ έθεσε για πρώτη φορά ζήτημα να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή, ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος εξήγησε με σαφήνεια ότι, μπορεί ο ελληνικός Συνταγματικός Χάρτης να μην προβλέπει την απαγόρευση κομμάτων, πλην όμως, αυτό δεν εμποδίζει την εφαρμογή της νομοθεσίας περί καταστολής του οργανωμένου εγκλήματος εναντίον των μελών κάποιου κόμματος που διαπράττουν οργανωμένα εγκλήματα.

Αν λοιπόν δεχθούμε τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς, ότι το εν λόγω νομοσχέδιο πρόκειται να ψηφιστεί για να μπει φραγμός στην εγκληματική δραστηριότητα της Χρυσής Αυγής, είναι εντελώς άχρηστο. Κι αυτό το γνωρίζουν οι πάντες.

Το μέγα ερώτημα είναι άλλο: Ποιος θα εφαρμόσει αυτό το νόμο;

Η Αστυνομία που συλλαμβάνει τα θύματα και τους μάρτυρες ρατσιστικών επιθέσεων και τους απελαύνει με συνοπτικές διαδικασίες; Ή που αρκείται στην απειλή της απέλασης για να μην κατατίθενται μηνύσεις κατά των στελεχών της Χρυσής Αυγής;

Οι δικαστές, μεγάλος αριθμός από τους οποίους δικάζει μάλλον με βάση το πολιτικό πρόγραμμα της Χρυσής Αυγής, παρά εφαρμόζοντας τους νόμους που έχει ψηφίσει η Βουλή;

Ο Πρωθυπουργός που βάσισε όλη του την προεκλογική εκστρατεία του 2012 σε θέματα της πολιτικής ατζέντας της Χρυσής Αυγής και τρεις φορές τουλάχιστον στους τελευταίους έξι μήνες αποπειράθηκε, ανεπιτυχώς ευτυχώς, να κάνει πολιτικά δώρα στην τελευταία, εκμεταλλευόμενος την πλειοψηφία στη Βουλή Νέας Δημοκρατίας, Ανεξαρτήτων Ελλήνων και Χρυσής Αυγής;

Οι στενοί συνεργάτες του Πρωθυπουργού που συστηματικά χαρακτηρίζουν τη Χρυσή Αυγή «αδελφό κόμμα» (Φαήλος Κρανιδιώτης, Μανώλης Κεφαλογιάννης, Παναγιώτης Ψωμιάδης);

Ή μήπως ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων της χώρας που συμμερίζεται απόλυτα το πολιτικό πρόγραμμα της Χρυσής Αυγής (ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες τον φέρουν να είναι ο πολιτικός καθοδηγητής των επεισοδίων στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου 2011, που οδήγησαν στην ανατροπή του τότε Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου);

Είναι προφανές πως το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι η ανακοπή της εγκληματικής δραστηριότητας της Χρυσής Αυγής.

Με περίσσεια πολιτική κουτοπονηριά κι άλλη τόση βλακεία ο Αντώνης Σαμαράς κι οι συνεργάτες του ονειρεύονται να θέσουν εκτός νόμου τη Χρυσή Αυγή και να εφαρμόσουν οι ίδιοι την πολιτική της, ώστε να προσελκύσουν ξανά στο νεοδημοκρατικό μαντρί τους ψηφοφόρους της.

Αγνοούν, κι αυτό είναι το χειρότερο, ότι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής την υποστηρίζουν γιατί δεν περιμένουν τίποτα από το πολιτικό σύστημα, γιατί αναζητούν το φαγητό τους - σε μεγάλο ποσοστό - στα συσσίτια της Εκκλησίας και των Δήμων, με δυο λόγια γιατί είναι απελπισμένοι σε αναζήτηση ελπίδας. Και δυστυχώς δεν είναι οι μόνοι που αγνοούν την πικρή αυτή αλήθεια.

Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ νομίζουν ότι σηκώνοντας το αντιφασιστικό λάβαρο θα ανακτήσουν κάτι από τη χαμένη τους πολιτική αξιοπιστία.

Όσο για την Αριστερά έχει αναγάγει την ανικανότητά της να μιλήσει απλά στους ανθρώπους, χωρίς να εξαντλείται σε κενά περιεχομένου συνθήματα, σε αρετή. Και νομίζει ότι για την εξάπλωση του φασισμού σ' αυτή τη χώρα φταίει η απουσία αντιρατσιστικής νομοθεσίας.

Όμως το επίμαχο νομοσχέδιο έχει και μια εξαιρετικά επικίνδυνη διάταξη: προβλέπει ποινές φυλάκισης και πρόστιμα για «οποιονδήποτε υπεραμύνεται ρατσιστικών ή ολοκληρωτικών ιδεολογιών». Ποιος είναι αυτός που αποφασίζει πως μια ιδεολογία είναι ολοκληρωτική; Με ποια κριτήρια; Ο Νομικός και πολιτικός πολιτισμός που εισήγαγε η Γαλλική Επανάσταση και που υιοθετήθηκε από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τιμωρεί μονάχα τις εγκληματικές πράξεις. Οι απόψεις, ακόμα και οι πλέον απεχθείς, οφείλουν να είναι σεβαστές. Ως προς αυτό το θέμα η κριτική του ΚΚΕ στο εν λόγω νομοσχέδιο είναι παραπάνω από εύλογη, ασχέτως αν χάνει μεγάλο μέρος της εγκυρότητάς της λόγω των αντι-ευρωπαϊκών αγκυλώσεων του εν λόγω κόμματος.

Πριν κλείσουμε αυτό το σημείωμα θα ήταν άδικο να μη σημειώναμε ένα αναμφισβήτητα θετικό στοιχείο του νομοσχεδίου: την παροχή προστασίας στα θύματα και στους μάρτυρες ρατσιστικών επιθέσεων κι αποκλείει την απέλασή τους πριν την εκδίκαση του εγκλήματος. Ας ελπίσουμε ότι θα παραμείνει στην τελική μορφή του.



Γιάννης Χρυσοβέργης