Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

«Βλέπω φάντασμα, γλιτώνω μὲ τρομάρα», του Βέσελ Τσανκόφ


 

 ΞΑΦΝΙΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ἐμ­φα­νί­στη­κε ἕ­να φάν­τα­σμα. Ἔ­τσι, στὰ κα­λὰ κα­θού­με­να. Καὶ νὰ πεῖς ὅ­τι κα­τοι­κῶ σὲ κά­ποι­ο παμ­πά­λαι­ο σπί­τι, κά­τι σὰν κά­στρο ἢ ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νο μο­να­στή­ρι. Ὄ­χι, μέ­νω σ’ ἕ­να ἁ­πλὸ λα­ϊ­κό, προ­κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο δι­α­μέ­ρι­σμα.

       Ἐμ­φα­νί­στη­κε ἔ­τσι ξαφ­νι­κά. Ὅ­μως, τώ­ρα ποὺ τὸ σκέ­φτο­μαι, δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου ξαφ­νι­κά, ἁ­πλῶς ἐ­γὼ δὲν εἶ­χα προ­σέ­ξει ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τί γι­νό­ταν προ­σπερ­νών­τας ἀ­δι­ά­φο­ρα τὰ φαν­τά­σμα­τα, μὴ δί­νον­τας ση­μα­σί­α στοὺς πε­ρί­ερ­γους θο­ρύ­βους, στὰ μυ­στη­ρι­ώ­δη ἴ­χνη καὶ τοὺς ἀ­να­στε­ναγ­μοὺς τὴ νύ­χτα. Καὶ ἄ­ξαφ­να, ὄ­πα! Ὅ­πως πή­γαι­να ἀ­πὸ τὸ μπά­νιο στὸ δω­μά­τιο, ἀ­πέ­ναν­τί μου πή­δη­ξε ἕ­να φάν­τα­σμα, μὲ χαι­ρέ­τη­σε νευ­ρι­κὰ καὶ ἄρ­χι­σε νὰ μὲ κοι­τᾶ στὰ μά­τια σὰν κα­λὸ παι­δὶ τὴ μα­μά του.

      Ἀ­πὸ ποῦ, ἄ­ρα­γε, μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ φάν­τα­σμα στὸν τό­πο μας; Κοί­τα, στὴν Εὐ­ρώ­πη τὰ φαν­τά­σμα­τα δὲν εἶ­ναι κά­τι τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο. Ἀρ­κεῖ μο­νά­χα νὰ θυ­μη­θοῦ­με: «Ἕ­να φάν­τα­σμα πλα­νι­έ­ται στὴν Εὐ­ρώ­πη – τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Κο­μμου­νι­σμοῦ.»

       Ἔ, πε­ρι­πλα­νι­ό­ταν, πε­ρι­πλα­νι­ό­ταν... βρῆ­κε ἐ­πι­τέ­λους τὴ γα­λή­νη του. Πέ­τα­ξε ἐ­κεῖ, ὅ­που τὰ φαν­τά­σμα­τα βρί­σκουν τὴν ἡ­συ­χί­α τους καὶ πι­στεύ­ω πὼς ἔ­φυ­γε μὲ ἀ­να­κού­φι­ση, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς πα­ρα­μεί­να­με ἐ­δῶ. Πῶς σ’ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες νὰ μὴν κά­νει τὴν ἐμ­φά­νι­σή του τὸ ἑ­πό­με­νο φάν­τα­σμα, ὅ­ταν ἐ­δῶ τὸ ἔ­δα­φος εἶ­ναι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νο; Ἐ­ὰν εἶ­σαι φάν­τα­σμα, ξε­κί­να καὶ ἔ­λα νὰ πε­ρι­πλα­νι­έ­σαι ἐ­δῶ, στὰ ἕ­τοι­μα!

       Τώ­ρα οἱ ὑ­λι­στὲς θὰ μοῦ ποῦ­νε: «Ἄιν­τε, φτά­νει μὲ τὶς κου­τα­μά­ρες, πῶς καὶ ἀ­πὸ τὸ τί­πο­τα θὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ κά­τι;» Καὶ θὰ σοῦ μι­λᾶ­νε πε­ρὶ ἐ­κτο­πλά­σμα­τος, πε­ρὶ δι­ά­θλα­σης τοῦ φω­τὸς καὶ τα­λαν­τώ­σε­ων τοῦ χω­ρο­χρό­νου.

       Μό­νο ποὺ οἱ ὑ­λι­στὲς πρέ­πει νὰ μεί­νουν ἥ­συ­χοι. Τὰ φαν­τά­σμα­τα στὸν τό­πο μας δὲν ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀ­πὸ τὸ που­θε­νά. Γιὰ νὰ σκε­φτοῦ­με λι­γά­κι! Ὅ­λες οἱ ἀ­νεκ­πλή­ρω­τες ὑ­πο­σχέ­σεις πλα­νι­οῦν­ται ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ πε­ρι­μέ­νουν τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σή τους. Καὶ γιὰ πο­λὺ και­ρὸ ἀ­κό­μα θὰ πε­ρι­μέ­νουν, καὶ γιὰ πο­λὺ και­ρὸ ἀ­κό­μα θὰ πε­ρι­πλα­νι­οῦν­ται πρὶν βροῦν τὴ γα­λή­νη τους, ἐ­πει­δὴ ἐ­κεῖ­νες δὲν εἶ­ναι τὸ φάν­τα­σμα τοῦ λόρ­δου Ἄρ­θουρ ποὺ πρέ­πει νὰ ἐκ­δι­κη­θεῖ γιὰ τὴν τι­μὴ τῆς λαί­δη Τζέ­ϊν. Αὐ­τὸ εἶ­ναι παι­χνι­δά­κι μπρο­στὰ στὸ φάν­τα­σμα τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων, δο­σμέ­νων σὲ κά­ποι­ες ἀ­πὸ τὶς πο­λυ­ά­ριθ­μες προ­ε­κλο­γι­κές μας ἐκ­στρα­τεῖ­ες· δη­λα­δή, οἱ συν­τά­ξεις νὰ γί­νουν χί­λια δο­λά­ρια, οἱ μι­σθοὶ ὅ­σα γου­στά­ρου­με καὶ μιὰ φο­ρὰ τὸ χρό­νο νὰ λαμ­βά­νου­με δω­ρε­ὰν καὶ ἀ­πὸ μιὰ βαμ­βα­κε­ρὴ βρά­κα.

       Τὸ ὑ­περ­φυ­σι­κὸ στὸν τό­πο μας βρί­σκε­ται ἀ­κό­μη καὶ στοὺς ψη­λό­τε­ρους κρα­τι­κοὺς ὀ­ρό­φους. Κά­θε μιὰ και­νούρ­για κυ­βέρ­νη­ση ἀ­να­κα­λύ­πτει καὶ ἀ­πὸ ἕ­να σκε­λε­τὸ στὴν ντου­λά­πα, πα­ρα­τη­μέ­νο ἐ­κεῖ ἀ­πὸ τὴν προ­η­γού­με­νη. Καὶ ἀ­μέ­σως με­τὰ τε­λεῖ τὴν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὴ τε­λε­τὴ «σκέ­πα­σε μὲ στά­χτη, ρί­ξε νε­ρό», τε­λε­τή, ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­λαμ­βά­νει τὸ γρά­ψι­μο ἑ­νὸς λευ­κοῦ βι­βλί­ου γιὰ τὰ κα­τορ­θώ­μα­τα τῶν προ­η­γου­μέ­νων καὶ τὸ ἄ­νοιγ­μα τῆς σαμ­πά­νιας γιὰ τὶς ἐ­πι­τυ­χί­ες τῶν νῦν.
       Καὶ ρω­τῶ: πῶς σ’ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες νὰ μὴν ἐμ­φα­νι­στεῖ φάν­τα­σμα καὶ στὸ δι­κό μου τὸ σπί­τι;

       Ἀ­μέ­σως ἀν­τέ­δρα­σα:

       «Ὤ, πνεῦ­μα» —τοῦ λέ­ω— «γύρ­να στὸ σκο­τει­νό σου βα­σί­λει­ο!»

       Καὶ τὸ πνεῦ­μα γουρ­λώ­νει τὰ μά­τια καὶ τσι­ρί­ζει:

       «Ρέ, γεί­το­να, δὲν μὲ γνώ­ρι­σες;» – καὶ μοῦ ἔ­δει­ξε κά­τι κλει­διά. — «Πάρ’ τα, τὰ εἶ­χες ξε­χά­σει ἀ­πέ­ξω, στὴν πόρ­τα.»

       Ρέ, τί μπέρ­δε­μα! Πράγ­μα­τι ἦ­ταν ὁ γεί­το­νας, ὅ­μως πῶς νὰ τὸν γνω­ρί­σει κα­νείς, ἀ­φοῦ ἀ­π’ αὐ­τὴν τὴν ἔ­ρη­μη οἰ­κο­νο­μί­α ἔ­χω σβή­σει τὰ φῶ­τα παν­τοῦ. Ἀλ­λὰ καὶ ὁ ἴ­διος ὁ γεί­το­νας, ἀ­φοῦ ζεῖ μὲ τὴν μι­κρή του σύν­τα­ξη, ἔ­χει γί­νει πε­τσὶ καὶ κό­κα­λο, ἔ­χει γί­νει σχε­δὸν δι­ά­φα­νος...

       Ἔ, λά­θος – συ­γνώ­μη. Ἀλ­λὰ ὅ­λα τα ὑ­πό­λοι­πα, ποὺ σᾶς εἶ­πα, εἶ­ναι ἀ­λή­θεια.

  Πηγή του διηγήματος : ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, αφηγήματα ΜΠΟΝΖΑΪ
Πη­γή (της πηγής) Ἱ­στό­το­πος: С­т­р­а­н­и­ц­а­та на х­у­м­о­р­и­с­та В­е­с­ел Ц­а­н­к­ов. (Ἡ ἱ­στο­σε­λί­δα τοῦ χι­ου­μο­ρί­στα Βέ­σελ Τσαν­κόφ). Ο Βέ­σελ Τσαν­κόφ (В­е­с­ел Ц­а­н­к­ов) εἶ­ναι ρα­δι­ο­φω­νι­κὸς πα­ρα­γω­γός, σε­να­ρι­ο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας θε­α­τρι­κῶν ἔρ­γων, φαν­τα­στι­κῶν καὶ χι­ου­μο­ρι­στι­κῶν δι­η­γη­μά­των. 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ βουλ­γα­ρι­κά:   Μά­ϊ­α Γκρά­χοβ­σκα-Γκι­ό­λα (Ντούπ­νι­τσα, Βουλ­γα­ρία, 1965). Ἔ­χει σπου­δά­σει Παι­δα­γω­γι­κὰ καὶ  ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Ξέ­νων Γλωσ­σῶν στὴν Σό­φια καὶ ζεῖ στὴν Ἑλλά­δα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου