ΞΑΦΝΙΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ἐμφανίστηκε ἕνα φάντασμα. Ἔτσι, στὰ καλὰ καθούμενα. Καὶ νὰ πεῖς ὅτι κατοικῶ σὲ κάποιο παμπάλαιο σπίτι, κάτι σὰν κάστρο ἢ ἐγκαταλελειμμένο μοναστήρι. Ὄχι, μένω σ’ ἕνα ἁπλὸ λαϊκό, προκατασκευασμένο διαμέρισμα.
Ἐμφανίστηκε ἔτσι ξαφνικά. Ὅμως, τώρα ποὺ τὸ σκέφτομαι, δὲν ἦταν καθόλου ξαφνικά, ἁπλῶς ἐγὼ δὲν εἶχα προσέξει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τί γινόταν προσπερνώντας ἀδιάφορα τὰ φαντάσματα, μὴ δίνοντας σημασία στοὺς περίεργους θορύβους, στὰ μυστηριώδη ἴχνη καὶ τοὺς ἀναστεναγμοὺς τὴ νύχτα. Καὶ ἄξαφνα, ὄπα! Ὅπως πήγαινα ἀπὸ τὸ μπάνιο στὸ δωμάτιο, ἀπέναντί μου πήδηξε ἕνα φάντασμα, μὲ χαιρέτησε νευρικὰ καὶ ἄρχισε νὰ μὲ κοιτᾶ στὰ μάτια σὰν καλὸ παιδὶ τὴ μαμά του.
Ἀπὸ ποῦ, ἄραγε, μπορεῖ νὰ ἐμφανιστεῖ φάντασμα στὸν τόπο μας; Κοίτα, στὴν Εὐρώπη τὰ φαντάσματα δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀσυνήθιστο. Ἀρκεῖ μονάχα νὰ θυμηθοῦμε: «Ἕνα φάντασμα πλανιέται στὴν Εὐρώπη – τὸ φάντασμα τοῦ Κομμουνισμοῦ.»
Ἔ, περιπλανιόταν, περιπλανιόταν... βρῆκε ἐπιτέλους τὴ γαλήνη του. Πέταξε ἐκεῖ, ὅπου τὰ φαντάσματα βρίσκουν τὴν ἡσυχία τους καὶ πιστεύω πὼς ἔφυγε μὲ ἀνακούφιση, ἐνῶ ἐμεῖς παραμείναμε ἐδῶ. Πῶς σ’ αὐτὲς τὶς συνθῆκες νὰ μὴν κάνει τὴν ἐμφάνισή του τὸ ἑπόμενο φάντασμα, ὅταν ἐδῶ τὸ ἔδαφος εἶναι προετοιμασμένο; Ἐὰν εἶσαι φάντασμα, ξεκίνα καὶ ἔλα νὰ περιπλανιέσαι ἐδῶ, στὰ ἕτοιμα!
Τώρα οἱ ὑλιστὲς θὰ μοῦ ποῦνε: «Ἄιντε, φτάνει μὲ τὶς κουταμάρες, πῶς καὶ ἀπὸ τὸ τίποτα θὰ ἐμφανιστεῖ κάτι;» Καὶ θὰ σοῦ μιλᾶνε περὶ ἐκτοπλάσματος, περὶ διάθλασης τοῦ φωτὸς καὶ ταλαντώσεων τοῦ χωροχρόνου.
Μόνο ποὺ οἱ ὑλιστὲς πρέπει νὰ μείνουν ἥσυχοι. Τὰ φαντάσματα στὸν τόπο μας δὲν ἐμφανίζονται ἀπὸ τὸ πουθενά. Γιὰ νὰ σκεφτοῦμε λιγάκι! Ὅλες οἱ ἀνεκπλήρωτες ὑποσχέσεις πλανιοῦνται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ περιμένουν τὴν πραγματοποίησή τους. Καὶ γιὰ πολὺ καιρὸ ἀκόμα θὰ περιμένουν, καὶ γιὰ πολὺ καιρὸ ἀκόμα θὰ περιπλανιοῦνται πρὶν βροῦν τὴ γαλήνη τους, ἐπειδὴ ἐκεῖνες δὲν εἶναι τὸ φάντασμα τοῦ λόρδου Ἄρθουρ ποὺ πρέπει νὰ ἐκδικηθεῖ γιὰ τὴν τιμὴ τῆς λαίδη Τζέϊν. Αὐτὸ εἶναι παιχνιδάκι μπροστὰ στὸ φάντασμα τῶν ὑποσχέσεων, δοσμένων σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς πολυάριθμες προεκλογικές μας ἐκστρατεῖες· δηλαδή, οἱ συντάξεις νὰ γίνουν χίλια δολάρια, οἱ μισθοὶ ὅσα γουστάρουμε καὶ μιὰ φορὰ τὸ χρόνο νὰ λαμβάνουμε δωρεὰν καὶ ἀπὸ μιὰ βαμβακερὴ βράκα.
Τὸ ὑπερφυσικὸ στὸν τόπο μας βρίσκεται ἀκόμη καὶ στοὺς ψηλότερους κρατικοὺς ὀρόφους. Κάθε μιὰ καινούργια κυβέρνηση ἀνακαλύπτει καὶ ἀπὸ ἕνα σκελετὸ στὴν ντουλάπα, παρατημένο ἐκεῖ ἀπὸ τὴν προηγούμενη. Καὶ ἀμέσως μετὰ τελεῖ τὴν εἰδωλολατρικὴ τελετὴ «σκέπασε μὲ στάχτη, ρίξε νερό», τελετή, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὸ γράψιμο ἑνὸς λευκοῦ βιβλίου γιὰ τὰ κατορθώματα τῶν προηγουμένων καὶ τὸ ἄνοιγμα τῆς σαμπάνιας γιὰ τὶς ἐπιτυχίες τῶν νῦν.
Καὶ ρωτῶ: πῶς σ’ αὐτὲς τὶς συνθῆκες νὰ μὴν ἐμφανιστεῖ φάντασμα καὶ στὸ δικό μου τὸ σπίτι;
Ἀμέσως ἀντέδρασα:
«Ὤ, πνεῦμα» —τοῦ λέω— «γύρνα στὸ σκοτεινό σου βασίλειο!»
Καὶ τὸ πνεῦμα γουρλώνει τὰ μάτια καὶ τσιρίζει:
«Ρέ, γείτονα, δὲν μὲ γνώρισες;» – καὶ μοῦ ἔδειξε κάτι κλειδιά. — «Πάρ’ τα, τὰ εἶχες ξεχάσει ἀπέξω, στὴν πόρτα.»
Ρέ, τί μπέρδεμα! Πράγματι ἦταν ὁ γείτονας, ὅμως πῶς νὰ τὸν γνωρίσει κανείς, ἀφοῦ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἔρημη οἰκονομία ἔχω σβήσει τὰ φῶτα παντοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ γείτονας, ἀφοῦ ζεῖ μὲ τὴν μικρή του σύνταξη, ἔχει γίνει πετσὶ καὶ κόκαλο, ἔχει γίνει σχεδὸν διάφανος...
Ἔ, λάθος – συγνώμη. Ἀλλὰ ὅλα τα ὑπόλοιπα, ποὺ σᾶς εἶπα, εἶναι ἀλήθεια.
Πηγή του διηγήματος : ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, αφηγήματα ΜΠΟΝΖΑΪ
Πηγή (της πηγής) Ἱστότοπος: Страницата на хумориста Весел Цанков. (Ἡ ἱστοσελίδα τοῦ χιουμορίστα Βέσελ Τσανκόφ). Ο Βέσελ Τσανκόφ (Весел Цанков) εἶναι ραδιοφωνικὸς παραγωγός, σεναριογράφος, συγγραφέας θεατρικῶν ἔργων, φανταστικῶν καὶ χιουμοριστικῶν διηγημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου