Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ (ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ) ΚΑΙ ΤΟ ΓΚΑΖΟΝ..




Με το Μουσείο και τον περιβάλλλοντα χώρο του ασχολήθηκα στην ανάρτηση της 30.7.2009 :"ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΚΑΖΟΝ UBER ALLES". Στο κείμενο αυτό είχα καταχωρήσει μια επιστολή του Σταμάτη Σεκλιζιώτη στην "Καθημερινή"(24.7.2009), που ουσιαστικά σχολίαζε την ελαφρότητα και την ανεμελιά με την οποία έγινε η διαχείριση του περίγυρου του Μουσείου. Έλεγε εκεί ο Σεκλιζιώτης, μεταξύ άλλων :


"Αντί λοιπόν για «τόσο πολύ γκαζόν», κάποιες ομοιογενείς γραμμικές λωρίδες χαμηλής φυτοκάλυψης με ενδημικά φυτά της Αττικής χλωρίδας, που θα πρόσφεραν εποχικές μεταλλαγές απαλών χρωματισμών, αρώματος και υφής και θα διέτρεχαν τον ακάλυπτο χώρο σε ευθείες γραμμές, εναρμονισμένες με τις ατέρμονες κόχες του κτιρίου, φαίνεται να μην κέρδισαν τη σκέψη κανενός και νίκησε ξανά το «βολικό γκαζόν βρετανικού τύπου….» σύμβολο νεοελληνικού γούστου, βιασύνης προ-εγκαινίων και υδροσπατάλης. Ισως μερικοί φυσικοί ογκόλιθοι από τους λόφους της περιοχής θα μπορούσαν να ξεκουράζονται στον περίβολο, σε μια προσπάθεια νοητής «γεωλογικής» ενοποίησης του κήπου με το κοντινό τοπίο του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης. Η πλούσια αρχιτεκτονική του έργου δυστυχώς δεν φαίνεται να συνοδεύτηκε αισθητικά και από ισοδύναμες προσεγγίσεις που προσφέρονται από την αρχιτεκτονική τού τοπίου".


Στο μεταξύ το Μουσείο της Ακρόπολης του αρχιτέκτονα Μπερνάρ Τσουμί , πέρασε στις έξι επικρατέστερες υποψηφιότητες για το Βραβείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής της ΕΕ, «Mies van der Rohe», που αποτελεί τη μεγαλύτερη διάκριση στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, ύστερα από επιλογή μεταξύ 343 έργων που βρίσκονται σε 33 χώρες της Ευρώπης. Η τελετή απονομής θα πραγματοποιηθεί στις 20 Ιουνίου στη Βαρκελώνη, στο Εκθεσιακό Περίπτερο που είχε σχεδιάσει ο Γερμανός αρχιτέκτονας Mies van der Rohe.Οι υπόλοιπες πέντε επικρατέστερες υποψηφιότητες είναι το Νέο Μουσείο στο Βερολίνο (Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ), το Θέατρο Νεολαίας Bronks στις Βρυξέλλες (Μαρτίνε ντε Μέσενεερ και Ντιρκ φαν ντεν Μπράντε), το Μουσείο Τεχνών 21ου Αιώνα στη Ρώμη (Ζάχα Χαντίντ, Πάτρικ Σουμάχερ, Τζιανλούκα Ρακάνα), το Μέγαρο Συναυλιών στην Κοπεγχάγη ( Ζαν Νουβέλ) και το Κέντρο Αποκατάστασης στο Άρνεμ της Ολλανδίας (Κοέν φαν Φέλζεν).Το βραβείο «Mies van der Rohe» απονέμεται από το 1987, ανά διετία και συγχρηματοδοτείται από το πρόγραμμα «Πολιτισμός» της ΕΕ και το Ίδρυμα Mies van der Rohe.


Προφανώς, το πέρασμα του Μουσείου στα "ημιτελικά" ενός διεθνούς βραβείου, δεν αποτελεί και επιβράβευση των λύσεων που δόθηκαν όσον αφορά την ενσωμάτωσή του στον συγκεκριμένο πολεοδομικό περίγυρο. Ούτε επίσης συνιστά διάψευση και απαξίωση των κριτικών απόψεων της δεκαετίας του 1990, που ήθελαν το Μουσείο χωροθετημένο αλλού, σε απόσταση από τον όγκο της Ακρόπολης : Το καλύτερο θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση του σημερινού καλού !


Ανεξάρτητα από τις θεωρητικές διαμάχες που δεν επικαθορίζουν πλέον την εξέλιξη των πραγμάτων, η ιστορία του "Μουσειακού περιβάλλοντος" συνεχίζει να συγκινεί τον χώρο των αρχιτεκτόνων τοπίου. Να τι έγραψε στο περιοδικό "Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ" η Σταυρούλα Κατσογιάννη , υπό τον τίτλο :"ΓΙΑ ΟΛΑ ΦΤΑΙΕΙ ΤΟ ΓΚΑΖΟΝ;"






Το νέο μουσείο της Ακρόπολης εγκαταστάθηκε στη γειτονιά του Μακρυγιάννη δίνοντας της ένα διαφορετικό αέρα που αισθητικά την έμπλεξε ακόμα περισσότερο. Το κτήριο τοποθετημένο έτσι ώστε οι γωνίες του να ανοίγονται προς τα έξω χωρίς όμως κανείς να το προσλαμβάνει σαν διαχυτικότητα αλλά μάλλον σαν ένα είδος επιθετικότητας προς το ευρύτερο περιβάλλον που φαινομενικά εκτοπίζει. Ο υπαίθριος χώρος μικρός σε σχέση με τον όγκο του κτηρίου στέκει ουδέτερος, απόμακρος, και ξεκομμένος από το άμεσο αλλά και το ευρύτερο τοπίο. Ο κήπος, το ανάγλυφο του, η βλάστηση του, τα σκληρά υλικά των αναβαθμίδων, των μονοπατιών, θα έπρεπε να διαχέονται προς τον πολεοδομικό ιστό, τους γύρω δημόσιους χώρους, και το αντίστροφο ώστε ο κήπος να αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις.


Ο σχεδιασμός ενός τέτοιου έργου είναι πρόκληση για ένα αρχιτέκτονα τοπίου, γεωπόνο, στο οποίο θα είχε να λάβει υπόψη του πολλά δεδομένα να τα αναλύσει, να τα συνθέσει με στόχο να αναδείξει την ανασκαφή και τα ευρήματα, να συνδέσει το νέο κτήριο με το παλιό (κτήριο Βάιλερ ή Μακρυγιάννη) αλλά και με το ευρύτερο περιβάλλον, να αποδώσει στον κήπο συμβολικό χαρακτήρα, ίσως και εκπαιδευτικό αλλά όλα αυτά με μεγάλη προσοχή να μην ξεπεραστεί το μέτρο στη σχετική και την απόλυτη κλίμακα, να τηρηθούν οι ισορροπίες και οι αναλογίες στη πολυδιάστατη λειτουργία και αισθητική του τόπου. Η φύτευση κυρίως αποτελείται από αμιγή τεμάχια ελαιώνα με διαφορετική περίμετρο κορμού, στοιχισμένα μεταξύ τους, ενώ απαντώνται και δυο παρτέρια με νεραντζιές και κάποια κυπαρίσσια. Τα δέντρα αν εξαιρέσει κανείς τα λίγα κυπαρίσσια, δεν αναπτύσσονται κάθ΄ύψος αλλά οριζόντια δίνοντας την αίσθηση ότι η βλάστηση συμπιέζεται προς τα κάτω σε σχέση με το κτήριο. Το μικρό ύψος των δέντρων σε κάποια σημεία, θα μπορούσε να μην είναι πρόβλημα, αν σε αυτά τα σημεία γινόταν σύνδεση της φύτευσης με το επίπεδο της ανασκαφής. Πάντως είναι αισθητή η απουσία του κυπαρισσιού, της χαρουπιάς, της κουτσουπιάς, της αριάς, του πλάτανου που η παρουσία τους θα έδινε εκτός από εποχιακό ενδιαφέρον και δείγματα διαφορετικών οικοσυστημάτων. Η μικρή ποικιλία των θάμνων αλλά και των αναρριχητικών φυτών που φυτεύτηκαν, κυρίως δάφνες Απόλλωνος, μυρτιές, γιασεμιά, βουκαμβίλιες, κισσοί δεν καταφέρνουν να ενώσουν το νέο διαμορφωμένο χώρο με τον προυπάρχοντα κήπο του κτηρίου Μακρυγιάννη.


Η εδαφοκάλυψη στο μεγαλύτερο μέρος γίνεται με χλοοτάπητα, γεγονός που μεταμορφώνει το χώρο σε ένα ερμαφρόδιτο τόπο μακριά από τη λογική του ξηροφυτικού τοπίου της μεσογειακής γης, των γύρω λόφων αλλά και της Διον. Αρεοπαγίτου, που προσπερνά το μουσείο με πλατάνια και κατηφορίζει προς το Θησείο με ελιές, κυπαρίσσια δεντρολίβανα, ρίγανες, λυγαριές. Απουσιάζει το ελληνικό τοπίο που με την πλούσια χλωρίδα του καταφέρνει και δημιουργεί διαφορετικά μικροκλίματα σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο. Η εγκατάσταση του δέντρου της ελιάς πάνω στο χλοοτάπητα θεωρώ ότι υποτιμά το δέντρο και ότι αυτό συμβολίζει, καθώς και τον επισκέπτη του μουσείου, Έλληνα και μη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Τσουμί , ο Παρθενώνας του υπαγόρευσε τη μορφή του μουσείου, στην περίπτωση του περιβάλλοντα χώρου όμως ο σχεδιαστής φαίνεται ότι δεν εμπνεύστηκε από το αττικό τοπίο.


Η ανθρώπινη παρουσία δεν είναι αισθητή στον κήπο εφόσον δεν έχουν προβλεφθεί χώροι ανάπαυσης ή δραστηριότητας για τον άνθρωπο, παρά μόνο η κίνηση του από και προς τις εισόδους- εξόδους. Ο άνθρωπος καλείται να γίνει απλώς παρατηρητής μιας και δεν του δίνονται ερεθίσματα να καταγράψει το τοπίο χρησιμοποιώντας όλες τις αισθήσεις του. Όσον αφορά τις πίσω-μπροστά όψεις των κτηρίων της Διον. Αρεοπαγίτου δεν αποτελούν και τόσο μεγάλο πρόβλημα, γιατί όταν έχει κανείς μπροστά του το φεγγάρι είναι σίγουρο ότι δεν θα κοιτάζει το δάκτυλο. Με την κατάλληλη φύτευση δέντρων και με ένα μερικό καλλωπισμό θα αποκατασταθεί η οπτική ενόχληση, αν υπάρχει, των επισκεπτών του μουσείου, από τα κτήρια της Διον.Αρεοπαγίτου. Ποιος όμως γεωπόνος, αρχιτέκτονας τοπίου, μελετητής, διαμόρφωσε τον περιβάλλοντα χώρο του μουσείου, όρισε τους άξονες σχεδιασμού αψηφώντας βασικές αρχές, αγνοώντας τους νόμους της γεωπονικής επιστήμης?


Μήπως το αποτέλεσμα αυτό είναι προϊόν παρεμβάσεων στο έργο του μελετητή της φυτοτεχνικής διαμόρφωσης, ανθρώπων που αντιμετωπίζουν το πράσινο γλαφυρά και το θεωρούν εύκολη υπόθεση? Ίσως, γιατί είναι κάτι που συνηθίζεται με ευθύνη των γεωτεχνικών πρώτα από όλα. Το σίγουρο είναι ότι ο κήπος αυτός δεν αντιπροσωπεύει την ελληνική κηποτεχνία, ούτε την ελληνική παράδοση.


Κατσογιάννη Σταυρούλα Γεωπόνος-Αρχιτέκτων τοπίου . 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου