Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

ΜΗΠΩΣ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ;





Διάλεξα αυτή την παράδοξη φράση σαν τίτλο, διότι δια μέσου της παραδοξότητάς της μπορεί να εμβάλλει σε σκέψεις. Διότι μπορεί να προκαλέσει έναν αναστοχασμό δραστηριοτήτων του παρελθόντος, που είχαν ποιότητα, που αγαπήθηκαν αλλά που όμως εξώσθηκαν από την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα μέσα από διάφορες διαδικασίες. Μια από αυτές τις διαδικασίες ήταν και η «εκσυγχρονιστική» : Ήταν αυτή που συνδεόταν με κάθε νεωτερίζουσα μορφή και με ο,τιδήποτε γιαλιστερό, που έτρεφε μια ενστικτώδη και συχνότατα ιδιοτελή απέχθεια απέναντι σε κάθε τι δόκιμο - όπως ήταν η κοπριά για τα χωράφια, η χρησιμοποίηση των μεγάλων ζώων έλξης σε κάποιες μεταφορές, η ρετσίνα, το κοκορέτσι, τα ιστιοφόρα, τα μακρόβια ηλεκτρικά ψυγεία, τα χιλιοεπιδιορθωμένα αυτοκίνητα. Σε αντίθεση με ορισμένες απόψεις για τη σχέση οικολογίας και εκσυγχρονισμού, είναι βέβαιο ότι ο δεύτερος ήλθε σε αντιπαράθεση με το γενετικό πρόγραμμα της πρώτης:Γ ιατί η οικολογία ήταν ουσιαστικά ένα ιδεολογικό κληροδότημα της παραδοσιακής κοινωνικής οικονομίας , η οποία υποστήριζε τη μακροβιότητα, την ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση των υλικών μέσων παραγωγής. Επιτρέποντας έτσι την καλύτερη χρήση των φυσικών πόρων και την «εξοικονόμηση» φύσης.
Στη δεκαετία του 80 και του 90 η κριτική οικολογία των δυτικών χωρών έκανε αναφορές στην “adapted technology” – την «προσαρμοσμένη τεχνολογία» - που έπρεπε και μπορούσε να είναι ένα κοκτέϊλ παλαιότερων και νεώτερων παραγωγικών μέσων. Και αυτός ο λόγος ορθωνόταν – ομολογουμένως με μικρό αποτέλεσμα - ενάντια στην νεωτερίζουσα ψύχωση, στην συμπλεγματική αποθέωση του καινούριου, στην εύκολη απαξίωση του κατακτημένου πλούτου : Είτε αυτός είχε υλική μορφή, είτε είχε τη μορφή των ιδεών και της τεχνογνωσίας.....

ΑΝΑΤΟΜΙΑ, ΟΧΙ ΝΕΚΡΟΦΙΛΙΑ
Προλαβαίνω τις πιθανές ενστάσεις : Όχι, όλα αυτά δεν στοχεύουν στην υποστήριξη κάποιας νοσταλγίας. Δεν είναι μια αποθέωση του παρωχημένου και τετελεσμένου- απλά και μόνο γιατί αυτό είναι απολιθωμένο στην ιστορική μνήμη.. Δεν είναι μια μορφή νεκροφιλίας. Είναι μια επαναπροσέγγιση του παρελθόντος κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, με στόχο την άντληση συμπερασμάτων και εργαλείων ζωής.
Στη δεκαετία του 1960, στα τμήματα των Οικονομικών Επιστημών, μιλούσαν για τις καταναλισκόμενες πρωτεϊνες κατά κεφαλήν, για τον δείκτη ιδιοκτησίας ΙΧ ανά 100 κατοίκους, για την αγοραστική δύναμη και τον βαθμό πρόσδεσης της οικογενειακής οικονομίας στους μηχανισμούς της αγοράς.. Θεωρούσαν όλα αυτά ως αναπτυξιακούς δείκτες, κι ακόμη ως δηλώσεις και εμπραγματώσεις της ευημερίας. Ουσιαστικά κυριαρχούσε η λογική της «περισσοτερότητας» - θα έλεγα χρησιμοποιώντας μια λέξη που επινόησε ή τουλάχιστον χρησιμοποίησε ο Αντρέ Γκορζ - και μάλιστα μια λογική που ουδόλως έθετε το πρόβλημα των «αρίστων μεγεθών», δεδομένου ότι στα μιαλά της εποχής το «περισσότερο» ήταν άρρηκτα δεμένο με το «καλύτερο». Η αύξηση της κατανάλωσης κρέατος και η ανατροπή της παραδοσιακής ελληνικής δίαιτας – στην οποία το κρέας είχε θέση κυριακές και εορτές – αποτελούσε ένα από τα κριτήρια προόδου και ανάπτυξης, ανεξάρτητα από τη δράση της χοληστερίνης, ανεξάρτητα από τις όποιες παρενέργειες της νέας διατροφής στην υγεία και στην ποιότητα ζωής.. Η ελληνική κοινωνία περιόριζε το αυτοσχέδιο κολατσιό στην ύπαιθρο για να ανακαλύψει την εξοχική ταβέρνα και τη μπριζολοκρατία, ενώ παράλληλα άρχισε να προσλαμβάνει την απόλυτη και ποσοστιαία αύξηση του αριθμού των ΙΧ ως «ποιότητα ζωής», παραγνωρίζοντας τη συγκοινωνιακή δυσλειτουργία που έκανε όλο και πιο έντονη την εμφάνισή της. Μια ακόμη πτυχή της όλης αυτής εξέλιξης, αφορούσε την πρόσδεση της οικογενειακής οικονομίας με την αγορά : Στα χωριά αλλά και στα αστικά περίχωρα, ανθούσε η αυτοκατανάλωση κηπευτικών και ζωϊκών προϊόντων, όπως επίσης οι ανταλλαγές προϊόντων και εξυπηρετήσεων μεταξύ των νοικοκυριών. Στα πιο πολλά χωριά, η ύπαρξη μανάβη ήταν αδιανόητη ! Το σύνολο αυτής της αυτοκαταναλισκόμενης και «αλληλέγγυας παραγωγής» προϊόντων και υπηρεσιών , δεν εγγραφόταν στους λογαριασμούς του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος(ΑΕΠ), πλην όμως δεν έπαυε να συνιστά βασικό στοιχείο του εισοδήματος και της ποιότητας ζωής...Οι οικονομολόγοι ομολογούσαν από τότε ότι πολλές από τις τριτοκοσμικές χώρες είχαν ουσιαστικά μεγαλύτερο εισόδημα από το αναφερόμενο στις στατιστικές, διότι το αυτοκαταναλισόμενο και μη διερχόμενο από την αγορά τμήμα του εισοδήματος δεν φαινόταν...
Η ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ
Σε κάποιο σημείο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ παρέθετε ένα γνωμικό της εποχής του, σύμφωνα με το οποίο «φτωχές χώρες είναι εκείνες όπου οι φτωχοί περνούν καλά». Και ο Γεώργιος Παπανδρέου ο πρεσβύτερος, σε ένα διαξιφισμό με τους ισχυρισμούς του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου περί οικονομικής ευημερίας, έλεγε ότι στην Ελλάδα «ευημερούν οι αριθμοί».....Οι «γνωμοδοτήσεις » αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ερεθίσματα για μια ολιστική προσέγγιση της οικονομίας. Για να κατανοήσουμε το νόημα του «αναπτυξιακού αιτήματος» που προβάλλεται από κύκλους της άρχουσας τάξης και υιοθετείται από κάποια ΜΜΕ – ως αίτημα που συνεπάγεται όχι μόνο εισοδηματικές αναδιανομές αλλά και καταβύθιση της ποιότητας ζωής μεγάλων ομάδων του πληθυσμού. Για να ξαναθυμηθούμε ότι κάποιες χώρες χαμηλού εισοδήματος και μικρού σχετικά εύρους της αγοράς, που δεν υπέφεραν από βασικές ελλείψεις αγαθών και υπηρεσιών, είχαν ως κύτταρα οικογενειακές οικονομίες παραγωγικές και αλληλέγγυες, με εργαζόμενους πολυαπασχολούμενους, πολυσχιδείς και ευρηματικούς, συμφιλιωμένους σε μεγάλο βαθμό με τα εργασιακά τους καθήκοντα. Με κοινωνικά υποσύνολα (χωριά, κωμοπόλεις) ικανά να προσφέρουν δωρεάν υπηρεσίες πρόνοιας. Και φυσικά για να λάβουμε υπόψη ότι η διάδοχη κατάσταση του «εκσυγχρονισμού» έφερε περισσότερες κατά κεφαλήν πρωτεϊνες, μεγαλύτερη κινητικότητα στον αστικό ιστό και στην ύπαιθρο, μεγαλύτερη σχέση με την αγορά και την εξειδίκευση, αλλά προκάλεσε ρύπανση, έκρηξη προβλημάτων υγείας, ένταση άγχους και ανασφάλειας, ανταγωνιστικές ψυχώσεις , περισσότερη μοναξιά και αποξένωση των ανθρώπων – έως την απόλυτη κατάλυση των συλλογικοτήτων και την εμφάνιση φαινομένων «μοναχικού πλήθους». Οι παλιές αυθόρμητες υπηρεσίες πρόνοιας – φύλαξη παιδιών ή ηλικιωμένων από γείτονες, συγγενείς κλπ. – υπεισήλθαν πλέον στο ΑΕΠ ως εισοδήματα οικιακών βοηθών ή «αποκλειστικών νοσοκόμων» , παίρνοντας τα χαρακτηριστικά ενός νέου «πλούτου» . Ομως αυτός ο νέος πλούτος ήταν σικέ γιατί είχε προϋπάρξει – κάποτε μάλιστα σε πιο επιτυχείς μορφές...
Ο κυρίαρχος οικονομιστικός λόγος διαφήμισε επί δεκαετίες την υπεροχή ενός συστήματος ακραίας εξειδίκευσης, στα πλαίσια της εθνικής και μετέπειτα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Όμως οι «μονοκαλλιέργειες» ως τελική κατάληξη αυτού του συστήματος, είχαν δυσάρεστα αποτελέσματα. Στην Ελλάδα η τουριστική μονοκαλλιέγεια εκτεταμένων περιοχών αποσάθρωσε ιδιαίτερα τον πρωτογενή τομέα και ακύρωσε τις όποιες παραγωγικές εφεδρείες της χώρας. Το αποτέλεσμα εισπράχθηκε και εξακολουθεί να εισπράττεται στις συνθήκες της παρούσας κρίσης, με την απουσία γηγενών προϊόντων σε πολλούς τομείς.
Η αποξένωση των πολιτών από τον υπαίθριο χώρο και τη φύση στις συνθήκες της έντονης αστικοποίησης, δημιούργησε την ανάγκη της εξοχικής κατοικίας και επανακαθόρισε τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου . Η εξοχική κατοικία καταβρόχθισε ποταμούς ενέργειας και ανθρώπινης δραστηριότητας, ενώ από την άλλη πλευρά προκάλεσε τη νόθευση και απαρτίωση της εξοχής. Η σπατάλη πόρων, ο προσανατολισμός των παραγωγικών δυνάμεων σε έργα πολυτελείας, αρθρώθηκε με ένα μοντέλο ιδιωτικοποίησης και υποβάθμισης της υπαίθρου...Αποτέλεσμα ήταν μια διάχυτη αναπόληση της παλιάς –καλής ελληνικής φύσης, μια ατέλειωτη σειρά μνημοσύνων για όσα στοιχεία του περιβάλλοντος απεμπολήθηκαν στη διάρκεια της αναπτυξιακής διαδικασίας...
ΕΚΛΕΚΤΙΚΙΣΜΟΣ ; KAI ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ;
Και τώρα τι γίνεται; Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, μπορούμε να προκρίνουμε και να αναβιώσουμε ορισμένες παραγωγικές, καταναλωτικές, κοινωνικές και νοητικές καταστάσεις ; Ή μήπως είμαστε δέσμιοι ενός συστημικού πλέγματος, όπου η παρουσία κάποιων συνθηκών συνεπιφέρει και τις υπόλοιπες; Μήπως είναι αδύνατος ένας οικονομικός και κοινωνικός «εκλεκτικισμός»;
Στον οπτικό ορίζοντα του παρόντος, οι αναβιώσεις φαίνονται από δύσκολες έως απίθανες. Όμως τοποθετώντας έναν άλλο ιστορικό ορίζοντα μπροστά μας και ανατρέχοντας σε προγενέστερα «αδύνατα» που έγιναν «δυνατά», μπορούμε να συνηγορήσουμε κι εμείς με την ουτοπία : Να αναζητήσουμε ένα νέο «μοντάζ» δράσεων, με δόσεις παρελθόντος και μέλλοντος Με μια οικονομία πιο στοχαστική και αλληλέγγυα, λιγότερο υποταγμένη στην εξειδίκευση, ικανή να διατηρεί παραγωγικές εφεδρείες και να «αυτασφαλίζεται» απέναντι στις διακυμάνσεις της συγκυρίας. Ικανή να συνεκτιμά ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία, απελευθερωμένη από την ψύχωση των αριθμών και των μεγα-επιτευγμάτων. Που θα μπορεί όχι μόνο να «μεταβαίνει» αλλά και να «επιστρέφει» – χωρίς νεωτεριστικά και «προοδευτικά» συμπλέγματα - σε ό,τι συνιστά ποιότητα ζωής.......
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΧΙΖΑΣ

*Το(άγνωστης προέλευσης) γνωμικό «Μήπως περνούσαμε καλύτερα τότε που περνούσαμε χειρότερα;», αναφέρεται από τον Δημήτρη Γκιώνη στο άρθρο του «Η δεκαετία του 50. Η ευκαιρία που χάθηκε», περιοδικό «ΛΕΞΗ», Νοέμβριος 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου