Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

ΕΚΒΑΛΚΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΕΙΒΑΣΙΑ



Ο «εξευρωπαϊσμός» σαν όρος είναι οπωσδήποτε διασημότερος από τον «εκβαλκανισμό» και έχει μάλλον θετικό νόημα , καθώς υποδηλώνει μια διαδικασία προσαρμογής σε «ανώτερες» πολιτιστικές νόρμες. Αντίθετα ο «εκβαλκανισμός» μπορεί να έχει θετικό νόημα μόνο ως διαδικασία κατανόησης των βαλκανικών ιδιαιτεροτήτων. Γιατί,κακά τα ψέμματα, τα Βαλκάνια προτείνονται λιγότερο για μίμηση και περισσότερο για κατανόηση....
Χάρις στην εκδρομή του «Συνδέσμου Ελλήνων Ορειβατών» (ΣΕΟ) Θεσσαλονίκης, από τις 24-28 Οκτωβρίου, 80 περίπου «νομάτοι» είχαμε την ευκαιρία να βιώσουμε κάποιες βαλκανικές ιδιαιτερότητες και να κατανοήσουμε χώρους και ανθρώπους γεωγραφικά κοντινούς με την Ελλάδα, αλλά πολιτικά ή πολιτιστικά απόμακρους.Μπορέσαμε να «εκβαλκανισθούμε» σε ένα κάποιο βαθμό και να φύγουμε περισσότερο Βαλκάνιοι από όσο είμασταν.
Περάσαμε λοιπόν με δύο πούλμαν, από τα σύνορα της Ελλάδας, των Σκοπίων, ξανά των Σκοπίων, της Αλβανίας,ξανά της Αλβανίας, και μετά του Μαυροβουνίου – σύνολο 6 φορές . Και στην επιστροφή άλλες 6 φορές, σύνολο 12 συνοριακές διελεύσεις, με 12 ελέγχους διαβατηρίων. Τα Σκόπια βέβαια είχαν την ιδιαιτερότητά τους : Ασχολήθηκαν μαζί μας πολύ περισσότερο από όσο οι δύο άλλες χώρες, μας έψαξαν για όπλα και ναρκωτικά, έκαναν scanning το ένα πούλμαν και γενικά μας εξήγησαν ότι εκεί είναι «Μακεδονία», δεν είναι παίξε- γέλασε. Οι φιλικότεροι όλων ήταν αναμφίβολα οι Αλβανοί, οι οποίοι όχι μόνο δεν μας καθυστέρησαν αλλά στη φάση της μετάβασής μας στο Μαυροβούνιο ανέλαβαν να διευκολύνουν την κίνησή μας στο «οδικό» τους δίκτυο. Για την εξυπηρέτησή μας 5(ολογράφως : πέντε!) περιπολικά της Αστυνομίας ανέλαβαν διαδοχικά, το ένα μετά το άλλο, το έργο της καθοδήγησής μας μέσα από δρόμους που σε πολλά σημεία θύμιζαν παρακμιακές και εγκαταλελειμένες συνδέσεις στην ελληνική περιφέρεια, μεταξύ Άνω και Κάτω Κολοπετινίτσας...
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΥ
Η οπτική του τουρίστα είναι διαφορετική και σε γενικές γραμμές πιο επιπόλαια από αυτήν του συστηματικού περιηγητή, του προσωρινού κατοίκου ή του γηγενή. Η οπτική ενός «περαστικού με πούλμαν» είναι ακόμη πιο επιδερμική και επιπόλαια, όμως αυτό δεν αποκλείει τη «πρόσληψη» ορισμένων στοιχείων με σημασία και αντιπροσωπευτικότητα.
Εννοώ ότι ακόμη και ο πιο ελαφρόμιαλος «περαστικός», από εκείνους που γενικεύουν άκριτα το οτιδήποτε κάνοντας το τόσο- ΤΟΣΟ και αντιστρόφως, δεν θα μπορούσε παρά να δει «αντικειμενικά» τους υπέροχους ορεινούς όγκους της ΦΥΡΟΜ, τα εκπάγλου καλλονής δάση της προς Αλβανία, τις Βανγκογκικές αποχρώσεις των φθινοπωρινών φύλλων της οξυάς, τα φαράγγια και τα ποτάμια .Στην κυρίως Αλβανία η φύση άρχιζε να χάνει, τα βουνά να δείχνουν αποψιλωμένα ή με μικρή και «νεανική» βλάστηση, θυμίζοντάς μου κάποιο παλιό οδοιπορικό του περιοδικού ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ στη γειτονική μας χώρα – τότε, στα τέλη της δεκαετίας του 80 - που υπογράμμιζε την ρύπανση και την καταστροφή του περιβάλλοντος από το παλιό καθεστώς . Στις μεθοριακές περιοχές της Αλβανίας υπήρχαν εκατοντάδες έως άπειρα πολυβολεία, στραμμένα προς κάθε κατεύθυνση, τοποθετημένα για αμυντικούς ή ενδεχομένως και για «παιδαγωγικούς» σκοπούς , δηλωτικά μιας στρατηγικής αντίληψης «πολέμου με το λιανοντούφεκο»... Ο δρόμος πριν και μετά τα σύνορα της Αλβανίας με το Μαυροβούνιο είχε κάτι από την κουβέντα του Χριστού στην επί του όρους ομιλία – σχετικά με την «στενωπό» που αντιμετωπίζει ένας πλούσιος για την είσοδό του στον Παράδεισο : Λαμβανομένων υπόψη των τεράστιων νταλικών που επιχειρούσαν να διασταυρωθούν, το εγχείρημα φαινόταν εξίσου ακατόρθωτο. Και όμως, η διασταύρωση γινόταν χάρη στην ευστροφία των οδηγών, σε μια διαδρομή όπου μάλλον ελάχιστοι θα είχαν τη διάθεση να προσέξουν την υπέροχη παρόδια βλάστηση από ροδιές..
Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου Ποντγκόριτσα είναι μια πόλη επίπεδη, καλόγουστη, χωρίς το παραμικρό σκουπίδι στους περισσότερους δρόμους. Από εκεί και με κατεύθυνση βόρεια, ως το χειμερινό θέρετρο Ζάμπλιακ , ο δρόμος σε γενικές γραμμές ακολουθεί το ατέλειωτο φαράγγι Τάρα.. Εδώ οι εικόνες σε πολυβολούν, σε καθηλώνουν με την ποικιλία και τον «ιμπρεσσιονισμό» τους, σε οδηγούν σύντομα σε μια κατάσταση αδυναμίας να περιγράψεις, να συνοψίσεις, να κατηγοριοποιήσεις : Ατέλειωτα και αδιαπέραστα δάση, εδαφικές κλίσεις ούτε καν για αναρριχητές, ποτάμι και παραπόταμοι με πεντακάθαρα, γαλάζια και αφρίζοντα νερά. Γεωσχηματισμοί επιβλητικοί, βράχοι σάμπως ριγμένοι στη παρούσα θέση από παμπάλαιες γεωλογικές εποχές, ακραιφνής φύση με κάποια καλυβάκια μοναχικά εδώ και εκεί – χρήσιμα ίσως για σκηνικά παραμυθιών με τη Χιονάτη και τον Κοντορεβιθούλη. Και «υπεράνω όλων» το τραίνο, της γραμμής Βελιγραδίου –Ποντγκόριτσα, σκαρφαλωμένο ίσως και 500 μέτρα πάνω από το δρόμο της κίνησής μας, με τους επιβάτες σε άμεση ενατένιση του χάους- σε ένα κανονικό φυσιολατρικό γκραν γκινιόλ....
Στο Ζάμπλιακ, σε υψόμετρο 1400 μέτρων, η εντατική και διάσπαρτη υπερ-οικοδόμηση της περιοχής με τυπικές αλπικές κατοικίες , υπαινίσσεται αφενός την απουσία συστηματικού χωροταξικού σχεδίου και αφετέρου τη περιορισμένη «χρηστικότητα» των κατοικιών στη διάρκεια του έτους. Μας αποζημιώνει όμως το διπλανό Εθνικό Πάρκο του Ντούρμιτορ, οι δύο εξαίσιες λίμνες του σε σχήμα «8», τα απολύτως διάφανα νερά τους, το μονοπάτι που τις περιστοιχίζει.Μαγεία κανονική.
ΟΡΕΙΒΑΣΙΑ ΚΑΙ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΡΟΚ...
Την επόμενη ημέρα ξεκινάμε για την κορυφή Bobotov Kuk, ύψους 2523 μέτρων, συνολικά 34 άτομα από τα 80. Η διαδρομή είναι ομαλή ως ένα σημείο, από κει και πέρα όμως γίνεται τραχειά, τόσο ώστε να απαιτεί χέρια και πόδια, με κάτι περάσματα εύρους εκατοστών και ελλοχεύοντες γκρεμούς της τάξεως των 150 μέτρων.... Επιβιώνουμε όμως, και επιστρέφουμε δριμύτεροι κάνοντας αυτή την ίδια ανηφόρα-κατηφόρα, για να συνεχίσουμε τη διάσχιση του ορεινού όγκου περνώντας από κάτι φοβερά κατσάβραχα. Το χιόνι δυσκολεύει τρομερά τη κατάβαση, αλλά το ηθικό μας είναι μάλλον «ακμαίο», δοθέντος ότι στο βάθος φαίνεται το υψίπεδο από όπου ξεκινήσαμε. Δυστυχώς όμως, πρόκειται περί μπλόφας: Ο κατήφορος από το Bobotov Kuk έχει απρόσμενο βάθος, η διαδρομή είναι σκληρή και πετρώδης στο μεγαλύτερο μήκος της, ενώ η προτελευταία φάση της καταλαμβάνεται από ένα δάσος οξυάς με τα φυλλώματα πεσμένα, γλυστερά πάνω στο υγρό τεραίν. Το γαμοσταυρίζουμε δεόντως και προχωράμε ,καταδιψασμένοι και τρεχαλητοί σχεδόν προς την κοντινότερη πηγή νερού, που είναι ένα ταχυκίνητο ποταμάκι, με νερά παγωμένα..
Την άλλη ημέρα κατευθυνόμαστε προς το Τσέτινγιε, παλιά πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, με παλιά κτίρια του 18ου και 19ου αιώνα, με ενδιαφέροντα μέγαρα παλιών πρεσβειών. Σε μια από τις πλατείες ακούω να παιανίζεται το γνωστό ροκ κομμάτι «In the summer time», οπότε και πλησιάζω για τη σχετική τζούρα (χαρμάνης ών...). Εκεί διακρίνω μια βιβλική μορφή με άσπρα μαλλιά, γενειάδα, με στυλ που θα μπορούσε να έχει ένας «βοηθός προφήτη», ας πούμε του Μωυσή.... . Ο γέρων ροκάς συνοδεύει διακριτικά τη μουσική, έχοντάς την καταβρεί και θυμίζοντάς μου έναν αντίστοιχο 70κοντούτη Ρουμάνο, που συνάντησα στο Svistov της Βουλγαρίας τον Αύγουστο που μας πέρασε, στη διάρκεια μιας ευρωπαϊκής αντιπυρηνικής συνάντησης : Αυτός ο τελευταίος ήταν αεικίνητος, καθόλου τύπος της Παλαιάς Διαθήκης, λεπτός, λευκοντυμένος, χορευτικά ευρηματικός,παθιασμένος σχεδόν με τη καλή μουσική που έπαιζε ένα βουλγαρικό συγκρότημα. Λαμβανομένης υπόψη της εμπειρίας μου από τον Πουλικάκο, ήταν επόμενο να συμπεράνω ότι οι γέροντες οπαδοί της ροκ δεν είναι μύθος τουλάχιστον στα βαλκάνια, αλλά πραγματικότητα. Ζουν ως ροκάδες μέχρι τα γεράματά τους, σαν τους Καβαφικούς ήρωες, «εν φαντασία και λόγω»...
Πήγαμε στη Butva, «βασίλισσα του τουρισμού του Μαυροβουνίου», εξίσου πεντακάθαρη και καλοσκηνοθετημένη, για ξένους «υψηλής εισοδηματικής στάθμης». Περάσαμε κοντά στο νησί του Αγίου(;) Στεφάνου, που επικοινωνεί με ένα μικρό διάδρομο με τη στεριά και αναπαλαιώνεται στην ολότητά του – είναι λέει ελληνικής ιδιοκτησίας και προορίζεται για τη γκλαμουριά του μέλλοντος. Περάσαμε από περιοχές όπου η βιομηχανία ΤΖΑΙΗΜΣ ΜΠΟΝΤ Α.Ε. γύρισε σκηνές για το φιλμ «Καζινό Ρουαγιάλ», και μετά από μερικές ώρες διασχιζαμε τη Σκόδρα, της Βόρειας Αλβανίας. Εδώ «του κιτς η μάννα κάθονταν», τα κτίρια ήταν απίθανα, οι χρωματισμοί ασύλληπτης ασυναρτησίας, τα κάρα με λάστιχα ως ρόδες είχαν κάτι ψιλοαμαξώματα θυμίζοντας τα covered wagon του αμερικανικού West, όμως η εικόνα χάλαγε καθώς «συναγελάζονταν» στους δρόμους με γιαλιστερές μερσεντές . «Εδώ θα μπορούσες να δεις το ο,τιδήποτε, ακόμη και έναν εξωγήϊνο, χωρίς να σου προκαλέσει εντύπωση» - είπε ο συνταξιδιώτης και συνοδοιπόρος μου στην εκδρομή.
Και πραγματικά, έτσι ήταν. Για τη Σκόδρα , για τη συνολική Αλβανία. Μέχρι που περνώντας από τα Τίραννα, κοντά από το κέντρο της πόλης, διαπιστώσαμε μια "πολεογένεση" απίστευτη, ένα μικρό αναδυόμενο Παρίσι στα Βαλκάνια. «Τουρίστας στην Αλβανία» - να ένα σύντομο ανέκδοτο, που όμως , κατά πως δείχνουν τα πράγματα, σε μερικά χρόνια θα πάψει να είναι ανέκδοτο....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου