Δημήτρης Κούνδουρος
Φωτογραφίζαμε αυτό που σε λίγα χρόνια, ίσως, δεν θα υπάρχει, αφού το δάσος μειώνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Η εποχιακή αυξομείωση της στάθμης της λίμνης κατά 4,5-5 μέτρα έχει ως αποτέλεσμα να μεταβάλλεται η επιφάνεια της λίμνης από 50.000 στρέμματα περίπου, σε 73.000 στρέμματα. Όπως μας ενημέρωσε ο βαρκάρης-ξεναγός, αποτέλεσμα των μεταβολών αυτών είναι τα αβαθή και πλέον παραγωγικά μέρη της λίμνης να περιορίζονται, οι καλαμιώνες (τόποι φωλιάσματος πουλιών και καταφύγιο ψαριών), να έχουν πρακτικά εξαφανιστεί, οι νησίδες, τα υγρά λιβάδια και τα λασποτόπια να κατακλύζονται με νερό, το παραποτάμιο δάσος να νεκρώνεται και τα νούφαρα στο βορειοδυτικό άκρο της λίμνης να συρρικνώνονται.
Απέκτησα τη συνήθεια να φωτογραφίζω τους βιότοπους και γεώτοπους της χώρας μας, κατά τη διάρκεια επισκέψεων μου σ’ αυτούς, με περιβαλλοντικές ομάδες σχολείων τις οποίες συνόδευα. Όντας μάλλον απαισιόδοξος για το μέλλον αυτών των εθνικών θησαυρών της χώρας, αξιοποίησα την αγάπη μου για τη φωτογραφία, προκειμένου να διασώσω τη μνήμη τους. Σταδιακά η ενασχόληση μου αυτή έγινε πιο συστηματική και (ιδιαίτερα μετά την συμμετοχή μου σε δυο εικαστικές εκθέσεις), πήρε τη θέση της δίπλα στην πεζογραφία και την ποίηση, (με ένα πεζό και δυο ποιητικές συλλογές στα ράφια των βιβλιοπωλείων), που ήταν οι άλλες μου παράλληλες και εξίσου έντονες συναισθηματικές σχέσεις.
Η οπτική της πραγματικότητας την οποία επιδιώκω είναι λιτή, συχνά μονόχρωμη, χρησιμοποιώντας περισσότερο ένα παιχνίδι με τις σκιές και το φως, με τα περιγράμματα και τις τρισδιάστατες φόρμες, παρά με την έντονη ζαλιστική πολυχρωμία που συχνά χρησιμοποιείται στην καρτποσταλική φωτογραφία τοπίου. Η αλήθεια είναι ότι μέσα στη φωτογραφία προσπαθώ να εντοπίσω και να καταγράψω στιγμές, συναισθήματα ή ψυχικές καταστάσεις, όχι μόνο ανθρώπινες. Για το σκοπό αυτό δεν χρησιμοποιώ εξεζητημένες τεχνικές ή σκηνοθετημένες λήψεις.
Η συγκεκριμένη φωτογραφία έχει τραβηχτεί στη λίμνη Κερκίνη, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, σε μια στιγμή που η χορωδία των πουλιών ήταν τόσο εκκωφαντική, που εμείς οι άνθρωποι αισθανόμαστε σαν ανεπιθύμητοι εισβολείς σε ξένο σπίτι. Ποια είναι άραγε τα συναισθήματα των δυο φτερωτών πρωταγωνιστών της λήψης; Από τι έχει αιχμαλωτιστεί το βλέμμα τους; Δεν γνωρίζω. Όπως δεν γνωρίζω πλέον τις άλλες όψεις, οσμές, γεύσεις, … τον καπνό απ’ το τσιγάρο του ξεναγού ή την ψύχρα εκείνου του απομεσήμερου, της συγκεκριμένης στιγμής - πραγματικότητας, παρά μόνο ατελώς, … μέσα από την μνήμη. Που ασφαλώς και η μνήμη πλήρη δικαιώματα έχει απέναντι στην τωρινή στιγμή πραγματικότητα.
Η μνήμη της φωτογραφίας. Των απόντων. Των βλεμμάτων. Που όπως κάθε αιχμαλωτισμένο βλέμμα αποτελείται σε ίσα ποσοστά από αιωνιότητα και από τον κίνδυνο του ύστατου βλέμματος, του βλέμματος που θα μας συνδέει με την συγκεκριμένη στιγμή της ζωής μας, η οποία πέρασε ανεπίστρεπτη. Ένας μικρός θάνατος κι αυτός. Θεωρώντας τη ζωή σαν ένα άθροισμα άπειρων μικρών θανάτων-στιγμών, και την φωτογραφία, το αποθησαύρισμα τους.
Από το ΟΙΚΟΛΟΓΕΙΝ, 2ο ΤΕΥΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου