Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

Σενέρ Λεβέντ: Ατένισα την Κερύνεια από μια κορφή

 

Σενέρ Λεβέντ: Ατένισα την Κερύνεια από μια κορφή

Κάποτε η Κερύνεια ήταν ένα μέρος γεμάτο νοσταλγία

Όποτε περάσω από τα χωριά του Πενταδακτύλου που παλιά ήταν ελληνικά και τώρα έγιναν τουρκικά, σκέφτομαι πώς αντέχουν την νοσταλγία αυτής της θαυμάσιας φύσης εκείνοι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ, αλλά εκδιώχθηκαν από εδώ με τη βία των όπλων. Μήπως είναι εύκολο να αντέξει κανείς;

Σκέφτομαι τα ίδια πράγματα και καθώς ατενίζω την Κερύνεια ανάμεσα από τα δέντρα ενός κήπου που θεωρώ ως ένα κομμάτι του παραδείσου σε ένα εστιατόριο στο Κάρμι, το οποίο τώρα ονομάζεται Καράμαν.

Μακριά φαίνεται και η παραλία στην οποία έκαναν την απόβαση οι Τούρκοι στρατιώτες στις 20 Ιουλίου. Άραγε, πώς την κοίταζαν οι Ελληνοκύπριοι οι οποίοι στέκονταν στο μέρος που στέκομαι εγώ τώρα κατά τη διάρκεια της απόβασης; Τι σκέφτονταν; Πώς ένιωσαν;

Μήπως πέρασε από το μυαλό τους ότι ήταν η αρχή μιας νέας και διχοτομημένης περιόδου στην Κύπρο αυτή η επιχείρηση;

Σκέφτηκαν καθόλου ότι θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα χωριά τους και δεν θα μπορούσαν να επιστρέψουν ξανά;

Μήπως υπήρχαν ανάμεσά τους κάποιοι που σκοτώθηκαν συγγενείς τους εκ μέρους των συμμοριτών της ΕΟΚΑ-Β στο φασιστικό πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου; Αν υπήρχαν, εκείνοι πώς είδαν τον ερχομό του τουρκικού στρατού; Μήπως υπήρξαν κάποιοι που χάρηκαν επειδή θα σώζονταν από τους φασίστες; Ή μήπως κατάλαβαν ότι αυτή η εισβολή θα ήταν πολύ χειρότερη από το φασιστικό πραξικόπημα;

Βεβαίως υπήρχαν και εκείνοι που το καταλάβαιναν αυτό τότε. Κάποιοι που αν και βρίσκονταν στο στόχαστρο της ΕΟΚΑ-Β, έβλεπαν την αλήθεια και δεν χάρηκαν. Στο τέλος, το φασιστικό πραξικόπημα αποκρούστηκε, όμως δεν θα ήταν εύκολο να εκδιωχθεί ξανά από εδώ ο τουρκικός στρατός που αποβιβάστηκε στην Κύπρο.

Κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος είχαμε μαζευτεί στον κήπο του Πανεπιστημίου Λουμούμπα στη Μόσχα. Όλοι οι Κύπριοι που βρίσκονταν εκεί. Και κάποιοι από τους Ελληνοκύπριους φίλους με ρώτησαν: «Οι φασίστες σκοτώνουν τα αδέλφια μας εκεί. Πού είναι η Τουρκία; Γιατί δεν παρεμβαίνει; Δεν είναι εγγυήτρια;» Ο Αντρέας τους έκανε να σωπάσουν. «Σωπάστε», τους είπε, «αν παρέμβει η Τουρκία, τότε θα συμβεί η πραγματική τραγωδία»!

Όποτε περάσω από τα ορεινά χωριά και αγκαλιαστώ με εκείνη τη θαυμάσια φύση, σκέφτομαι με τι είδους καημό, με τι είδους νοσταλγία καίγονται οι κάτοικοι εκείνων των χωριών τόσα χρόνια.
Τα ίδια πράγματα νιώθω και όταν κοιτάζω τις παλιές φωτογραφίες του Βαρωσιού. Μου φαίνεται πως εγώ δεν θα μπορούσα να αντέξω.

Άτομα που ήρθαν από την Τουρκία λειτουργούν το εστιατόριο στο οποίο κάθισα. Αυτοί είναι η πλειοψηφία των κατοίκων των ορεινών χωριών. Δεν μπορώ να ξέρω από τι είδους μέρος ήρθαν. Όμως, είμαι βέβαιος ότι εδώ βρήκαν έναν παράδεισο.

Ανακάλυψαν αυτό τον παράδεισο και οι Άγγλοι, οι Ρώσοι και οι Σκανδιναβοί. Πάρα πολλοί πηγαινοέρχονται για το καλοκαίρι. Μένουν σε όμορφα, άνετα σπίτια, επαύλεις. Μήπως τους νοιάζει ότι η Κύπρος είναι μοιρασμένη, διαιρεμένη και οι κάτοικοι αυτών των χωριών εκδιώχθηκαν από τα χώματά τους και τα μέρη τους; Ποιος ξέρει, ίσως να μην θέλουν να λυθεί το πρόβλημα και να επανενωθεί το νησί. Υπάρχει και ο κίνδυνος να χάσουν αυτά που έχουν τώρα. Όμως, ακόμα και αν λυθεί το πρόβλημα, σίγουρα θεωρούν πως δεν θα υπάρξει σοβαρή αλλαγή στην Κερύνεια. Η Κερύνεια ουδέποτε υπήρξε αντικείμενο παζαρέματος στις διαπραγματεύσεις. Δεν τη ζήτησε και η ελληνοκυπριακή πλευρά. Σε κανέναν από τους χάρτες που υποβλήθηκαν δεν υπήρχε η Κερύνεια. Η ελληνοκυπριακή πλευρά φαίνεται να έχει δεχτεί ότι δεν θα της επιστραφεί ποτέ ξανά πλέον η πόλη που πέρασε στα χέρια της Τουρκίας με τη βία των όπλων.

Κάποτε η Κερύνεια ήταν ένα μέρος γεμάτο νοσταλγία για εμάς. Για τους Τουρκοκύπριους. Από το 1965 μέχρι το 1968, για πέντε χρόνια, δεν μπορούσαμε να δούμε την Κερύνεια. Δεν μπορούσαμε να πάμε εκεί. Την κοιτάζαμε από μακριά. Ζούσε μια ζωή σε γκέτο τότε η τουρκική περιοχή της Λευκωσίας. Ήμασταν σαν σε ένα κλειστό κουτί. Το πιο προχωρημένο σημείο που μπορούσαμε να πάμε ήταν το Μπογάζι της Κερύνειας. Και τι δεν μου περνούσε από το μυαλό ένα βράδυ, καθώς κατέβαινα εκείνα τα βουνά σε ηλικία 16 χρόνων με τη στολή του αγωνιστή. Όταν κοίταζες από το βουνό, λαμπύριζαν τα φώτα της Κερύνειας. Οι Λευκωσιάτες πήγαιναν πιο πολύ στο Κρινί, επειδή δεν μπορούσαν να πάνε στην Κερύνεια. Στο Κρινί υπήρχε ένα κεφαλόβρυσο που έτρεχε άφθονο νερό. Μετά το 1974 στέρεψε και αυτό, όπως όλες οι πηγές μας. Όταν άνοιξαν οι δρόμοι το 1968 με τη μονομερή απόφαση του Μακάριου, πήγαμε αμέσως στην Κερύνεια. Γυρίσαμε το παλιό λιμάνι με μεγάλο ενθουσιασμό. Χαιρετιστήκαμε με Ελληνοκύπριους λέγοντας «γεια σου». Μας έκανε πολύ καλό η συνάντηση και το σμίξιμο με απλούς ανθρώπους. Καταλάβαμε για άλλη μια φορά την αξία της ειρήνης.

Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι τώρα, πού είναι; Πού είναι οι κάτοικοι των ορεινών χωριών μέσα από τα οποία περνώ; Από τις κορφές από τις οποίες τις ατένιζαν εκείνοι κάποτε ατενίζω τις παραλίες που βρίσκονται μακριά. Σαν να τις ατενίζουν και εκείνοι μαζί μου. Τα πλοία της απόβασης έφτασαν στην παραλία. Είναι σαν ένα βαρύ μυθιστόρημα αυτό. Δεν μπορεί να το διηγηθεί κανείς…

Πηγή: Πολίτης Κύπρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου