Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

ΑΝΤΟΝΙΟ ΓΚΡΑΜΣΙ - ΤΟΜΗ ΚΑΙ ΟΡΟΣΗΜΟ ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ*

 

Tου  Λουκά Αξελού

 

 

 

ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΝ

 

Έχει σημασία η αναφορά στο παρελθόν; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Σε κάθε περίπτωση όμως αποκτά περιεχόμενο όταν σου παρέχει υλικό, δίνοντάς σου την απάντηση όχι με την μορφή θέσφατου στα ερωτήματα που σε απασχολούν, αλλά υλικό που θα σε βοηθήσει να καταλάβεις τι σου συμβαίνει και ενδεχομένως και κάποια εργαλεία για να οργανώσεις καλύτερα την άμυνά σου.

Αυτή η πραγματικότητα, προϊόν της βαθύτατης κρίσης αλλά και της αμηχανίας – αδυναμίας αντιμετώπισής της, είναι μια από τις αιτίες που μας σπρώχνει στο να επανέλθουμε στον Γκράμσι, κατανοώντας και εμβαθύνοντας στην προτροπή του ότι: «Αποδοκιμάζει κανείς το παρελθόν για να μην υπολογίσει το καθήκον του παρόντος»[1].

Προφανώς ο λόγος της επιμονής μου στην περίπτωση Γκράμσι υπερβαίνει την εκτίμηση σε μιαν επιτυχημένη διατύπωσή του.

 

 

*      Το παρόν κείμενο, αποτελεί μιαν ακόμη αποσπασματική, από πλευράς μου, προσπάθεια, επαναπροσέγγισης, επανεξέτασης και ενδεχομένως επανατοποθέτησης της περιπτώσεως Γκράμσι.

Περιπτώσεως που μαζί με τους ημέτερους Ρήγα Βελεστινλή και Σεραφείμ Μάξιμο, αποτελούν για πέντε δεκαετίες την κυρίως μαθησιακή και εκ-παιδευτική μου πυξίδα στον χώρο του πολιτισμού και της πολιτικής.

Είναι, ως εκ τούτου, φυσικό στο κείμενο αυτό να επαναλαμβάνονται ή να παραλείπονται αναλόγως, απόψεις που κατά καιρούς διατύπωσα και που συνοψίστηκαν, σε ένα κάποιο βαθμό στο βιβλίο Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι. Το ενδεχομένως καινούργιο είναι ότι στην παρούσα μελέτη προσπάθησα να λάβω υπόψη μου, τις μετά το 2012 που κυκλοφόρησε το βιβλίο μου δημοσιευθείσες προβληματικές.

Αυτές, κυρίως, αποτυπώθηκαν στα αφιερώματα των περιοδικών Α΄) «Μαρξιστική Σκέψη», τόμ. 6, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012, αφιέρωμα Μαρξ-Γκράμσι, όπου πέντε άρθρα  για τον Γκράμσι, Β΄) «Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου Έρευνας και Κριτικής», τεύχ. 62-63, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2013, αφιέρωμα στον Αντόνιο Γκράμσι, όπου πέντε άρθρα για τον Γκράμσι και Γ΄) «Τετράδια Μαρξισμού», τεύχ. 5, Χειμώνας 2017-18, αφιέρωμα Ο Γκράμσι ως θεωρητικός της ηγεμονίας, όπου οκτώ άρθρα για τον Γκράμσι.

Γιατί λοιπόν επιλέγω συγκεκριμένα τον Γκράμσι σαν ένα ξεχωριστό προς μελέτη παράδειγμα;

Πρώτον διότι σηματοδοτεί μιαν άλλου τύπου επιλογή ζωής, με καθαρή πρόταξη την σύνδεση θεωρίας και πράξης και την αδιάλλακτη επιμονή στο προσωπικό παράδειγμα ανεξαρτήτως κόστους και

Δεύτερον γιατί η προσέγγισή του στα ποικίλα προβλήματα των  σύγχρονων κοινωνιών απέχει πόρρω από τις εσχατολογικές, μηχανιστικές και έωλες πολιτικά, αναλύσεις της πλειοψηφίας του κυριαρχήσαντος στην Αριστερά  ρεύματος, που μετέτρεψε την σοσιαλιστική θεωρία και πράξη σε πολιτική καρικατούρα.

Για το πρώτο θα αρκεστώ σε δυό δικές του προσωπικές εκμυστηρεύσεις, που αποκτούν όμως  ένα βαθύ και ουσιαστικό περιεχόμενο γιατί δεν είναι απλές κουβέντες αλλά λόγια που αντιστοιχούν σε μιαν απόλυτη συνέπεια στάσης βίου.

Στην πρώτη του κατάθεση σημειώνει: «Δεν μιλώ ποτέ για την αρνητική πλευρά της ζωής μου, πρώτ’ απ’ όλα γιατί δεν θέλω να παραπονιέμαι ήμουν ένας μαχητής που δεν στάθηκε τυχερός στην άμεση πάλη κι οι μαχητές δεν μπορούν και δεν πρέπει να ελεεινολογούν τη μοίρα τους επειδή πάλεψαν όχι γιατί τους εξανάγκασε κανείς, αλλά γιατί το θέλησαν οι ίδιοι συνειδητά.»[2]

Στην δεύτερη, κορυφαία υποθήκη, κατά την γνώμη μου, τονίζει, φωτίζοντάς μας για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε και εμείς το τραγικό μας

σήμερα, τα εξής:

«Είμαι πεπεισμένος πως όταν όλα έχουν χαθεί ή μοιάζουν να έχουν χαθεί, πρέπει ήρεμα να ξαναρχίζουμε το έργο μας από την αρχή. Είμαι πεπεισμένος πως πάντα πρέπει να στηριζόμαστε στον εαυτό μας και στις δικές μας δυνάμεις να μην περιμένουμε τίποτα από κανέναν και έτσι να μην εισπράττουμε απογοητεύσεις. Πως πρέπει να προγραμματίζουμε να κάνουμε αυτό που ξέρουμε και μπορούμε να κάνουμε και να ακολουθήσουμε τον δρόμο μας. Η ηθική μου κατάσταση είναι εξαιρετική: υπάρχουν αυτοί που με θεωρούν σατανά κι αυτοί που με θεωρούν περίπου άγιο. Εγώ δεν θέλω να κάνω ούτε τον μάρτυρα ούτε τον ήρωα. Πιστεύω απλά πως είμαι ένας μέσος άνθρωπος, που έχει τις δικές του βαθιές πεποιθήσεις και που δεν τις αλλάζει με τίποτα στον κόσμο».[3]

Το δεύτερο, όπως παραπάνω σημείωσα, κριτήριο επιλογής, αφορά την αισθητά διαφορετική προσέγγισή του, από τις κυρίαρχες πολιτικές απόψεις και πρακτικές που επικράτησαν στο παγκόσμιο κομμουνιστικό και σοσιαλιστικό κίνημα.

Αυτό είναι που θα προσπαθήσω να καταδείξω στην συνέχεια, χωρίς βεβαιότητα για το αποτέλεσμα.

Σε κάθε περίπτωση η μόνη βεβαιότητα που έχω είναι ότι η περίπτωση Γκράμσι αξίζει να μελετηθεί και να ξαναμελετηθεί.

Γιατί τα έθνη, οι λαοί, τα κινήματα, οι άνθρωποι, όταν βρεθούν στα δύσκολα ζητάνε καταφύγιο στις πηγές, στις αυθεντικές στιγμές της ιστορίας τους που τους βοήθησαν να σηκωθούν λίγο ψηλότερα.

Kαι ο Γκράμσι, όπως ο δικός μας Ρήγας Βελεστινλής, αποτυπώνει αυτό το βαθύ, ουσιαστικό και διαχρονικό, συνδεόμενος επιπρόσθετα μαζί μας ως Σαρδηνός, Ιταλός και Νότιος, σε αυτό που βασανιστικά αποτυπώθηκε μέσα στον χρόνο ως Mare Nostrum, ως δική μας θάλασσα κοινών τόπων, αξιών και ηθικού προτάγματος.

 

 

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ

 

Θεωρώντας δεδομένο ότι ένα μεγάλο μέρος της όποιας επιχειρηματολογίας το έχω διατυπώσει στο παρελθόν (και την οποία και στο παρόν κείμενο είμαι αναγκασμένος να αναπαραγάγω σχεδόν αυτούσια), θα σταθώ συνοπτικά σε κάποιες – ουσιαστικές κατά την γνώμη μου – επισημάνσεις, έχοντας επίγνωση για το μερικό του εγχειρήματος.

Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε κάτι, που εγώ το θέτω ως προαπαιτούμενο σε κάθε ουσιαστική συζήτηση που γίνεται περί Γκράμσι. Ο Γκράμσι μπορεί να χρήζει ή να έχει την δυνατότητα πολλών, ενδεχομένως, αναγνώσεων. Είναι γεγονός ότι γίνονται διάφορες αναγνώσεις του Γκράμσι πάντως, για κάποιον που σοβαρά θέλει να προσεγγίσει και με σεβασμό το έργο του, ο Γκράμσι δεν επιδέχεται πολλές αναγνώσεις σε τρία ζητήματα, που αποτελούν, θα έλεγα τους τρεις θεμελιακούς και διαχρονικούς πυλώνες που συγκροτούν την όλη προσωπικότητά του.

Το πρώτο είναι η βαθιά του πεποίθηση για την σύνδεση της ηθικής με την πολιτική. Ο Γκράμσι λόγω και έργω είναι τελείως εχθρικός σε μία αμοραλιστική προσέγγιση της πολιτικής. Γι’ αυτόν η ηθική και η πολιτική όπως αποτυπώνεται και σε διάφορα κείμενά του[4],  αποτελεί μία από τις κολόνες της σκέψης του. Ο Γκράμσι δίνει στην όλη του πολιτική θεωρία ένα βαθύτατο ηθικό περιεχόμενο. Το πρώτο  λοιπόν στοιχείο που δεν επιδέχεται παρερμηνείες, ανεξάρτητα από το ότι γίνονται προσπάθειες να παρερμηνευτεί είναι αυτό.

Το δεύτερο στοιχείο που επίσης δεν επιδέχεται παρερμηνεία είναι η σύνδεση  θεωρίας και  πράξης. Στον  Γκράμσι δεν υπάρχει αποσύμπλεξη της θεωρίας από την πράξη παρ’ όλο που υπήρξε και είναι ένας κατεξοχήν πολύ μεγάλος θεωρητικός.

Το τρίτο στοιχείο είναι η απόλυτη, παρ όλα αυτά, η απόλυτη και μέχρι τέλους αφοσίωσή του στην υπόθεση τη χειραφέτησης των υποτελών τάξεων, στην υπόθεση της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Με αυτήν την έννοια, μπορούμε να θεωρήσουμε στο ζήτημα αυτό τον Γκράμσι ως έναν υποδειγματικό μπλανκιστή, ως έναν στρατευμένο αγωνιστή, που έφερε σε πέρας την προτροπή του δασκάλου «το καθήκον ενός επαναστάτη είναι να αγωνίζεται πάντοτε, να αγωνίζεται παρ’ όλα αυτά, ν’ αγωνίζεται μέχρι θανάτου», αλλά – ταυτόχρονα – και ως έναν μεγάλο ουμανιστή επαναστάτη, για τον οποίο η εκτέλεση του επαναστατικού καθήκοντος είχε ένα πελώριο – υπαρκτό συναισθηματικό και υλικό κόστος, που όμως ήταν αποφασισμένος συνειδητά και εις ολόκληρον να το πληρώσει[5].

Αν λοιπόν συμφωνήσουμε σε αυτά, έχουμε μια βάση για να συμφωνή-σουμε ή και να διαφοροποιηθούμε στο ζήτημα της ερμηνείας στα υπόλοιπα.

Είναι, πράγματι, γεγονός ότι το έργο του χρήζει πολλαπλών ενδεχομένως προσεγγίσεων, λαμβανομένου και του πραγματικού γεγονότος ότι το κυρίως έργο του που είναι τα Τετράδια της φυλακής, γράφτηκε κάτω από πολύ ιδιόρρυθμες συνθήκες σε μια σχεδόν κρυπτογραφική γλώσσα για παράδειγμα δεν χρησιμοποιείται η λέξη «μαρξισμός», ο μαρξισμός είναι  « η φιλοσοφία της πράξης», όρο που τον χρησιμοποιεί, κατά την γνώμη μου, όχι μόνο για να παρακάμψει την λογοκρισία, αλλά και γιατί ο ίδιος έτσι αντιλαμβάνεται και ορίζει τον μαρξισμό.

Αυτό, προφανώς, δεν συμβαίνει λ.χ. στην συνειδητά παραπλανητική «αλλοίωση» ονομάτων επιφανών επαναστατών, όπου ο Λένιν λ.χ. απαντάται ως Ilic, Ilici, Vilici ή «ο πιο μεγάλος σύγχρονος θεωρητικός της φιλοσοφίας της πράξης», ο Μπορντίγκα ως Gottlieb, ο Τρότσκυ ως Bronstein, κ.λπ. Η αδυναμία λοιπόν, λόγω των συνθηκών φυλάκισης να δώσει ένα ολοκληρωμένο έργο που υπό διαφορετικές συνθήκες θα τεκμηριωνόταν συστηματικά, διαμορφώνει όντως μιαν αφαιρετικότητα στο έργο του, που δίνει την δυνατότητα για διαφορετικές ερμηνείες των πολύσημων και δίκην «προσχεδίου ενός προσχεδίου», εκατοντάδων σκόρπιων σημειώσεων που εμπεριέχουν τα είκοσι εννέα Τετράδια που περιλαμβάνει η έκδοση του 1975 που επιμελήθηκε ο Valentino Gerratana.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταθούμε σε ένα στοιχείο που βοηθάει να αποσαφηνίσουμε την όλη πορεία του Γκράμσι, περιορίζοντας το πεδίο αυτών που ηθελημένα προσπαθούν την «αντικειμενική» ασάφεια ή και ανεπάρκεια των ποικίλων σημειώσεών του να τις εντάξουν στις προκαθορισμένες ιδεολογικοπολιτικές τους επιλογές.

Συγκεκριμένα λοιπόν προσεγγίζοντας συστηματικά το έργο του Γκράμσι θα δούμε ότι ο Γκράμσι είναι πάρα πολύ σαφής εκεί που μπορεί να μιλήσει καθαρά. Δηλαδή ο Γκράμσι, ναι μεν έγραψε την πλειοψηφία του έργου του στην φυλακή, έγραψε όμως  κι έργα εκτός φυλακής. Θα έπρεπε, λοιπόν, οι όψιμοι ερμηνευτές του να γνωρίζουν ότι στην «Ordine Nuovo» κ.λπ., στα κείμενά του δηλαδή που δημοσίευσε εκτός των φυλακών, δεν υπάρχει καθόλου «θολούρα» ή «σύγχυση» και κατ’ επέκταση δυνατότητα διαφορετικής ερμηνείας του έργου του. Ο Γκράμσι παραμένει σταθερά ο αμετακίνητος υποστηρικτής των υποτελών τάξεων και ο αδιάλλακτος κριτικός των κυρίαρχων συγκροτημάτων εξουσίας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι μια κατηγορία μελετητών του Γκράμσι αποσυμπλέκουν την πρώτη του περίοδο από την δεύτερη, ενώ το έργο του Γκράμσι είναι ενιαίο.

 

 

ΒΑΣΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ

 

Η βίαιη διακοπή του τρόπου ζωής και ο εγκλεισμός του Γκράμσι στις φασιστικές φυλακές ανέτρεψε άρδην τα όποια σχέδια ή καθήκοντα, αλλά και τους πολιτικοθεωρητικούς προγραμματισμούς του.

Από την άλλη η μοναδική «πολυτέλεια» που του προσέφεραν οι φυλακές, ο χρόνος δηλαδή, αποτέλεσε μια σοβαρή αφορμή για ένα μακρύ του ταξίδι στον κόσμο των ιδεών, εξακτινώνοντας την προβληματική του σε μια σειρά ζητημάτων που η καθημερινή του συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα δεν θα του έδινε την δυνατότητα να διανύσει με «λογισμό και όνειρο».

Όλα αυτά τα γεγονότα συνέβαλαν στο να οδηγηθεί σε ένα πλήθος ουσιαστικών ανιχνεύσεων, σε ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο σύνθετο υλικό, που συγκροτεί το αναγκαστικά αποσπασματικό έργο του, το οποίο, όπως ήδη επεσήμανα, αγκαλιάζει πολλές και ποικίλες πτυχές.

Δεν είναι στις φιλοδοξίες της παρούσας να δώσει μιαν επαρκή απάντηση σε όλο αυτό το πολυσύνθετο μωσαϊκό. Χρήσιμο όμως, ίσως, θα ήταν να σταθώ σε κάποιους βασικούς άξονες του έργου του, που όμως θα ήταν εσφαλμένο να θεωρηθούν και οι μοναδικοί.

Προσωπικά επέλεξα εκείνους, που κατά την γνώμη μου, αποτελούν από την μια βασικές σταθερές της προβληματικής και της όλης του φιλοσοφίας και που – ταυτόχρονα – σταθερά υποτιμώνται ή τείνουν δια παραλείψεως να υποτι-μηθούν από τους παραδοσιακούς ή μεταμοντέρνους εργολάβους του έργου του.

Αναγκαστικά αξιωματικά θα σταθώ σε τρία πεδία όπου η προβληματική του Γκράμσι εισχωρεί με χαρακτηριστικό τρόπο αναδεικνύοντας μια ξεχωριστή, ενίοτε καινοτόμο, προβληματική που τον διαφοροποιεί και τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους διανοητές και πολιτικούς της εποχής του.

 

Το πρώτο είναι  η βαθιά ιστορικότητα και η σημασία που αποδίδει στην πολιτισμική παράμετρο και την κουλτούρα ως πυρηνικά στοιχεία συγκρότησης και συμπεριφοράς ενός ιστορικού χώρου, ενός έθνους, ενός λαού, μιας κοινωνίας, μιας περιφέρειας ή κοινότητας στην διαχρονία της διαδρομής τους από το παρελθόν στο παρόν.

Στο σημείο αυτό χρήσιμο θα ήταν να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ιστορικότητα και στον ιστορικισμό. Ο Γκράμσι, όπως κάθε σοβαρός μελετητής της κίνησης των ιδεών, της πάλης των τάξεων, της διεθνοπολιτικής πραγματικότητας, ήθελε να έχει μιαν ισχυρή βάση, ένα συμπαγές γεωγραφικό και ιστορικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο να πατά. Ως εκ τούτου, οι μομφές και οι κατηγορίες που του αποδίδονται σε σχέση με την ιστορικότητα θα μπορούσαν υπό μίαν  ορισμένη έννοια να επιστραφούν σ’ αυτούς που τις λένε, όχι κατηγορώντας τους, αλλά θεωρώντας τους ανεπαρκείς στο να έχουν μιαν ιστορική εικόνα και εποπτεία των πραγμάτων σε βάθος. Η δύναμη του Γκράμσι και του γκραμσιανού έργου όπως κάθε μεγάλου έργου, είτε αυτό είναι λογοτεχνικό, είτε πολιτικό, είτε ιδεολογικό, είναι ότι έχει μια ισχυρή εθνική βάση[6]. Πατάει δηλαδή σε μια αφετηρία. Ο Γκράμσι είναι Ιταλός και για την ακρίβεια Σαρδηνός. Έχει γνώση τόσο της τοπικής πλευράς των πραγμάτων σε μια κατατμημένη  κοινωνία, όπως ήταν η Ιταλία σ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και έχει ταυτόχρονα και μιαν αίσθηση ιστορικότητας που απορρέει από ένα ιστορικό έθνος, στον βαθμό που οι Ιταλοί ως κληρονόμοι της ρωμαϊκής παράδοσης αποτελούν την  μια βάση αυτού που ονομάζουμε ελληνορωμαϊκός πολιτισμός.

Η παράλειψη αυτού του πυρηνικού στοιχείου, της αποφασιστικής δηλαδή σχέσης ανάμεσα στην γεωγραφία (και κυριολεκτικά με την έννοια του εδάφους) και την ιστορία (με ό,τι αυτή συνεπάγεται ως περίπλοκη και βασανιστική εναπόθεση του παρελθόντος στο παρόν), εκτρέπει την ανάγνωση του Γκράμσι στην περιγραφή του δέντρου της ιδεολογίας και πολιτικής, αφήνοντας στο απυρόβλητο το πυκνό πολιτισμικό δάσος της καθόλου προβληματικής του.

Όπως εύστοχα σημειώνει ο Μπομπ Τζέσσοπ «O Gramsci είχε εξαιρετική ευαισθησία σε θέματα κλίμακας, κλιμακικών ιεραρχιών οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής και ηθικής ισχύος και τις εδαφικές και μη εδαφικές εκφάνσεις τους. Δεν ήταν «μεθοδολογικός εθνικιστής» και δεν θεωρούσε την εθνική κλίμακα  δεδομένη, αλλά διαρκώς ανέλυε την κάθε συγκεκριμένη κλίμακα υπό το φως των συνδέσεών της με τις άλλες κλίμακες… Μπορεί, για παράδειγμα, να ειπωθεί πως ισχυριζόταν ότι το εθνικό επίπεδο ήταν κομβικό, παρά κυρίαρχο, για την κρατική και εθνική οικοδόμηση της Ιταλίας. Ζούσε, άλλωστε, στη συγκυρία όπου Italia fatta, bisogna fare gli

Italiani (της Ιταλίας γενομένης, να φτιάξουμε πρέπει τους Ιταλούς)»[7].

Είναι, λοιπόν, πάνω στο έδαφος αυτό που αναπτύσσεται το εντυπωσιακό σε πλάτος και βάθος ταξίδι του σε άγνωστα ή ανεξερεύνητα από τον παραδοσιακό μαρξισμό πολιτισμικά, γλωσσικά, θρησκευτικά κ.λπ. εδάφη, που τον οδηγούν στο να εντοπίσει και ορισμένες φορές να προσεγγίσει σε βάθος ζητήματα όπως η λογοτεχνία και εθνική ζωή και η σχέση σοσιαλισμού και κουλτούρας.

 

Το δεύτερο πεδίο είναι αυτό που αφορά την σχέση ανάμεσα στα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα, αλλά και η σύνδεση ή προέκταση που αυτά έχουν ή δυνητικά μπορεί να έχουν στην διεθνή σφαίρα, γεγονός που θέτει εν τοις πράγμασι καίρια ζητήματα όπως ο πατριωτισμός, ο εθνισμός, ο εθνικισμός, ο διεθνισμός, ο κοσμοπολιτισμός και κατ’ επέκταση τα κριτήρια για μιαν αξιόπιστη και αποτελεσματική από πλευράς των υποτελών τάξεων και των πολιτικών τους υποκειμένων απάντηση-στάση στα ζητήματα αυτά.

Όπως προανέφερα λοιπόν, ο Γκράμσι όχι απλώς ξέρει, όπως προκύπτει από την λεπτομερειακή ανάγνωση των γραπτών του, αλλά θέλει οπωσδήποτε και να ξέρει και να μάθει σε βάθος την ιστορία του εδάφους πάνω στο οποίο πατά. Συνειδητοποιεί λοιπόν όλη την πορεία του ιταλικού Risorgimento[8], που είναι το κίνημα της ιταλικής παλιγγενεσίας, αντίστοιχο με το δικό μας 1821, στο οποίο η Ιταλία μέσα από μια διαδικασία πολύπλοκη και αντιφατική εν πολλοίς, συγκροτείται σε ένα ενιαίο κράτος. Η μελέτη ακριβώς αυτού του ζητήματος στις ρίζες του, τον βοηθά να καταλάβει ότι ουσιαστικά η πορεία προς την ολοκλήρωση δεν έγινε, δυστυχώς ή ευτυχώς αυτή είναι η ιστορία, από μια συνιστώσα. Από τον Βίκτωρα Εμμανουήλ και τους μοναρχικούς, τον Καμίλο Καβούρ και τους μετριοπαθείς φιλελεύθερούς του,ως τους ριζοσπάστες δημοκράτες πατριώτες/διεθνιστές Ιωσήφ Ματσίνι και Γκαριμπάλντι, οι συνιστώσες του Risorgimento αγκαλιάζουν όλο το πολιτικό φάσμα.

Ειδικότερα στα όσα αφορούν την τότε Αριστερά, ο Γκράμσι θα διαπιστώσει ότι στις γραμμές της συνέκλιναν ποικίλες τάσεις και ομάδες με κυρίαρχη αυτήν του Ιωσήφ Γκαριμπάλντι και, κατά δεύτερο λόγο, του Ματσίνι και των οπαδών του. Το ιταλικό ριζοσπαστικό ρεύμα, βαθύτατα εθνικό, είχε –ταυτόχρονα – σαφή διεθνιστικό προσανατολισμό, στοχεύοντας στην απελευθέρωση των λαών της Ευρώπης από τις δυναστείες και στην  εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής τάξης πραγμάτων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Ο Ματσίνι, συνεπικουρούμενος από τον Μιχαήλ Μπακούνιν, δεν σταμάτησε να προετοιμάζει για εξέγερση τα πνεύματα σε όποια χώρα της Ευρώπης και αν βρισκόταν καταδιωγμένος και ο γενναίος ηγέτης τους Ιωσήφ Γκαριμπάλντι διέτρεχε Ευρώπη και Αμερική πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, εφαρμόζοντας στην πράξη το πατριωτικό-διεθνιστικό του πιστεύω.

Αυτή η ουσιαστική συνάρτηση του εθνικού ζητήματος με το κοινωνικό και των δύο μαζί ως αντιφατική, αλλά και αδιάσπαστη ενότητα με την διεθνή πραγματικότητα και συγκυρία, αποτελεί έναν από τους θεμέλιους λίθους της γκραμσιανής λογικής, γεγονός  που τον φέρνει κοντύτερα στις λενινιστικές προσεγγίσεις της «συγκεκριμένης ανάλυσης» και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που οδηγούν στην Ρωσία του Οκτώβρη, σε αντίθεση με την λογική της διαρκούς επανάστασης που διατύπωνε ο Λέοντας Τρότσκυ, αλλά και μια μεγάλη μερίδα αριστερών που πρεσβεύουν – τάχα μου – τον αυθεντικό επαναστατικό διεθνισμό.

Σε ένα κείμενό του, γραμμένο με υπαινικτικούς όρους στην φυλακή, ο Γκράμσι είναι απόλυτα σαφής στην ασκούμενη κριτική αλλά και τους χαρακτηρισμούς του.

«Θα πρέπει να δούμε αν η περίφημη θεωρία του Bronstein (εννοεί τον Λ. Τρότσκυ Σ.τ.Σ.) για τη διάρκεια (εννοεί την διαρκή επανάσταση Σ.τ.Σ.) του κινήματος δεν είναι η πολιτική αντανάκλαση της θεωρίας του πολέμου ελιγμών (ας θυμηθούμε την παρατήρηση του στρατηγού των Κοζάκων Κράσνωφ), σε τελευταία ανάλυση η αντανάκλαση των γενικών οικονομικών – πολιτιστικών – κοινωνικών συνθηκών μιας χώρας όπου τα πλαίσια της εθνικής ζωής είναι σε εμβρυακή κατάσταση και εγκαταλελειμμένα και δεν μπορούν να γίνουν “χαράκωμα ή φρούριο”. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Bronstein που εμφανίζεται σαν ένας “δυτικός”, ήταν αντίθετα ένας κοσμοπολίτης, δηλαδή επιφανειακά εθνικός και επιφανειακά δυτικός ή ευρωπαίος. Αντίθετα ο Ιλίτς (εννοεί τον Β.Ι. Λένιν Σ.τ.Σ.) ήταν βαθειά εθνικός και βαθειά ευρωπαίος»[9].

Έχοντας όσο κανείς άλλος Ιταλός πολιτικός ηγέτης μελετήσει το Risorgimento, είναι σε θέση να διακρίνει την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον «βαθειά εθνικό και βαθειά ευρωπαίο» από τον κοσμοπολίτη/διεθνιστή, δηλαδή τον «επιφανειακά εθνικό και επιφανειακά δυτικό ή ευρωπαίο».

Με δυό λόγια «η στρατηγική του ανάλυση ήταν αντικειμενικά, όσο και μεταφορικά, ευαίσθητη στη χρονικότητα και τη χωρικότητα… Διότι το ενδιαφέρον του για τον τόπο, τον χώρο, και την κλίμακα δεν ήταν ακαδημαϊκό, αλλά είχε να κάνει με την ανάλυση επαναστατικών συγκυριών»[10].

Αυτήν την παρακαταθήκη του βαθιά εθνικού και βαθιά διεθνικού, άφησε στο εργατικό και λαϊκό κίνημα ο Αντόνιο Γκράμσι. Όμως, όπως γνωρίζουμε, η πορεία των πραγμάτων ήταν, σε σημαντικό βαθμό διαφορετική.

Αυτή η έξοχη παράδοση έμπρακτης συνάρτησης εθνικού και διεθνιστικού καθήκοντος, σταδιακά θα ακολουθήσει  την υποχώρηση των επαναστάσεων και την υπαγωγή τους σε έναν μεταπρατικό ή σε έναν ά-τοπο  ή ά-χρονο διεθνισμό, για να αφήσει την έσχατη πολεμική κραυγή της στα βουνά της Βολιβίας το 1967.

 

Το τρίτο πεδίο συμπυκνώνει σειρά ζητημάτων που θέτουν τα όρια μιας ιστορικής περιόδου, τα όρια μιας κοινωνικής ή πολιτικής ανατροπής, τα ερωτήματα που προκύπτουν μετά από μιαν ήττα, την επιβεβαίωση για τον σύνθετο και πολύπλοκο χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνιών με αναγκαστικό δια ταύτα τον καταιγισμό προκλήσεων που ζητούν απάντηση και τέλος της σύνδεσης-σύνθεσης εθνικού-λαϊκού, που αναδεικνύει την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός νέου ιστορικού μπλοκ, το οποίο εκόν-άκον θα βρεθεί αντιμέτωπο με το μείζον ζήτημα της ηγεμονίας.

Έχω κατ’ επανάληψη τονίσει ότι το μακρύ ταξίδι του Γκράμσι στις φυλακές του παρείχε τον αναγκαίο χρόνο (που τον εκμεταλλεύτηκε όσο ελάχιστοι κρατούμενοι) για να στοχαστεί και να επαναστοχαστεί πάνω στα ερωτήματα που έθετε η ήττα της καθόλου Αριστεράς από τον φασισμό και να συνειδητοποιήσει τα όρια ενός coup d’ état ακόμα κι όταν αυτό έχει αριστερό πρόσημο.

Ήταν αυτό που βαθύτατα τον προβλημάτισε και που τον οδήγησε ύστερα από βασανιστικές διανοητικές διαδρομές να θέσει ένα κεντρικό ζήτημα που δεν το έθεσε κανένας άλλος μάχιμος κομμουνιστής ηγέτης με τους ίδιους όρους και την ίδια καθαρότητα. Ο Γκράμσι, με τον ιδιότυπο δικό του τρόπο έκανε σαφές ότι οι μητροπολιτικές κοινωνίες, ως κατεξοχήν πολύπλοκες δεν μπορούν να ανατραπούν με «απλή έφοδο στην εξουσία». Μας δίδαξε δηλαδή ότι δεν μπορείς να κάνεις μιαν υπέρβαση του υπάρχοντος εάν τυχόν δεν συνειδητοποιήσεις πόσο πολύπλοκο είναι. Εάν δεν συνειδητοποιήσεις πόσο τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά, πόσο πανούργος, πόσο επιτήδειος και πάνοπλος είναι ο αντίπαλος. Ως εκ τούτου, η απλή έφοδος στα Χειμερινά Ανάκτορα, αν και μπορεί να γίνει, είναι ανεπαρκής.

Θα το επαναλάβω, δεν είναι στραβός ο γιαλός. Διακόσια περίπου χρόνια πριν, ένας εξαιρετικής ποιότητας διανοούμενος, ο Ιμμάνουελ Καντ διατύπωνε αυτά που ο Γκράμσι στις φυλακές πικρά επιβεβαίωσε και που εμείς ακόμα και σήμερα διερωτώμεθα αν πράγματι αληθεύουν.

Χωρίς ίχνος ρητορείας και χωρίς να διεκδικεί επαναστατικά εύσημα ο  Καντ κυριολεκτικά μας αφοπλίζει με ένα επιχείρημα που πλήρωσαν μετρητοίς όλες ανεξαίρετα οι επαναστάσεις.

«Με μιαν επανάσταση ίσως καταρρέει βέβαια ο προσωπικός δεσποτισμός και καταργείται η καταπίεση από ανθρώπους άπληστους για κέρδη και για εξουσία, αλλά ποτέ δεν γίνεται αληθινή αναμόρφωση του τρόπου της σκέψης νέας προλήψεις, εξίσου όπως και οι παλιές χρησιμοποιούνται για σκοινί που οδηγεί τον αστόχαστο μεγάλο σωρό των ανθρώπων»[11].

Αυτός ο «αστόχαστος μεγάλος σωρός των ανθρώπων», ήταν και είναι – δυστυχώς – το μέγα πρόβλημα και είναι σε αυτό το σημείο που ο Γκράμσι κάνει το μεγάλο άλμα έχοντας στην κατοχή του τα ισχυρά εφόδια που του προσκόμιζε η βαθιά γνώση του Risorgimento και η εδραία πεποίθησή του για την αναγκαιότητα σύνθεσης εθνικού με λαϊκό.

Επιστρέφοντας στα του Risorgimento, πριν σταθώ στο ζήτημα των κινητήριων δυνάμεων μιας επανάστασης και συνεπακόλουθα του ζητήματος της ηγεμονίας, θα ήθελα να τονίσω ότι πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένο το γεγονός ότι αν και η Ιταλία της περιόδου του Risorgimento και η Ιταλία της φασιστικής περιόδου δεν έχουν – προφανώς – την ίδια ταξική διάρθρωση, τον ίδιο βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων, κ.λπ., εντούτοις και στις δύο περιπτώσεις σταθερό παραμένει το στοιχείο της αντιπαλότητας ανάμεσα στις κυρίαρχες και τις υποτελείς τάξεις και της αδυναμίας των υποτελών τάξεων να συγκροτήσουν το ιστορικό εκείνο μπλοκ που θα διεκδικήσει την ηγεμονία. Είναι σαφές σε ποια πλευρά βρίσκονταν  ο νους και η καρδιά του Γκράμσι.

Αυτό όμως δεν τον κάνει να χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα και να επιμείνει στο ότι «η εθνική ενότητα είχε μιαν ορισμένη ανάπτυξη και όχι μιαν άλλη. Κινητήρια δύναμη αυτής της ανάπτυξης ήταν το κράτος του Πιεμόντε και η δυναστεία της Σαβοΐας»[12].

Η αδυναμία  της ριζοσπαστικής παράταξης να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη προβλημάτισε σοβαρά τον Γκράμσι. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, ότι για να επιτευχθεί το μεγάλο εγχείρημα χρειάζονταν κι άλλες δυνάμεις που συνέκλιναν προς την κατεύθυνση αυτή. Είναι η βαθιά μελέτη της ίδιας της ιστορίας της Ιταλίας, που τον οδηγεί στην συνειδητοποίηση αυτού του ζητήματος, στην λογική του μπλοκ για την εξουσία, του πολύμορφου μετώπου, το οποίο, άλλωστε, με ιδιαίτερη επιτυχία, το πραγματοποίησε και η ελληνική Αριστερά στα χρόνια του ΕΑΜ, μέσα από το ρηξικέλευθο προγραμματικό μανιφέστο του Δημήτρη Γληνού[13], που βρήκε τον καλύτερο τρόπο εφαρμογής του στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης και του αντιφασιστικού αγώνα.

Ο Γκράμσι αντιλαμβανόταν τις τεράστιες πραγματικές δυσκολίες που περιελάμβανε μια προσπάθεια συγκρότησης του ιστορικού μπλοκ, αλλά και τα όρια πρόσληψης και εφαρμογής του από πλευράς διανοουμένων, γεγονός που το αποτυπώνει με τον ξεχωριστό δικό του τρόπο επισημαίνοντας: «Το λαϊκό στοιχείο “αισθάνεται” αλλά δεν κατανοεί πάντα ή δεν ξέρει ο διανοούμενος “ξέρει”, αλλά δεν κατανοεί πάντα και ειδικότερα δεν “αισθάνεται”. Συνεπώς τα δύο άκρα είναι η σχολαστικότητα και ο φιλισταϊσμός από τη μια και το τυφλό πάθος και ο σεχταρισμός από την άλλη.  Όχι πως ο σχολαστικός δεν μπορεί να είναι εμπαθής, αντίθετα μάλιστα η παθιασμένη σχολαστικότητα είναι ακόμη πιο γελοία και επικίνδυνη απ’ τον αχαλίνωτο σεχταρισμό και την πιο αχαλίνωτη δημαγωγία. Το λάθος του διανοούμενου συνίσταται στο ότι πιστεύει πως μπορεί να ξέρει χωρίς να κατανοεί και ειδικότερα χωρίς να αισθάνεται και να ενδιαφέρεται ζωηρά (όχι μόνο για το ξέρω καθεαυτό, αλλά για το αντικείμενο του ξέρω), δηλαδή πως ο διανοούμενος μπορεί να είναι τέτοιος (και όχι ένας καθαρός σχολαστικός) μόνο αν διακρίνεται και αποχωρίζεται απ’ το λαό-έθνος, δηλαδή χωρίς να αισθάνεται τα στοιχειώδη πάθη το λαού, κατανοώντας τα και μετά εξηγώντας τα και δικαιολογώντας τα μέσα στην καθορισμένη ιστορική κατάσταση, και συνδέοντάς τα διαλεκτικά με τους νόμους της ιστορίας, σε μια ανώτερη κοσμοαντίληψη, επιστημονικά και συνεκτικά επεξεργασμένη, το «ξέρω» δε γίνεται πολιτική-ιστορία  χωρίς αυτό το πάθος, δηλαδή χωρίς αυτό το συναισθηματικό δεσμό ανάμεσα στους διανοούμενους και το λαό-έθνος. Αν απουσιάζει αυτός ο δεσμός οι σχέσεις του διανοούμενου με το λαό-έθνος είναι ή ανάγονται σε σχέσεις καθαρά τυπικού, γραφειοκρατικού χαρακτήρα  οι διανοούμενοι γίνονται μια κάστα ή ιερατείο (ο λεγόμενος οργανικός συγκεντρωτισμός).

Αν η σχέση ανάμεσα σε διανοούμενους και  λαό-έθνος, ανάμεσα σε διευθύνοντες και διευθυνόμενους – ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους – δίνεται με μια οργανική συνάφεια όπου το αίσθημα-πάθος γίνεται κατανόηση και μετά ξέρω (όχι μηχανικά, αλλά ζωντανά), μόνο τότε η σχέση είναι σχέση αντιπροσώπευσης, και επέρχεται η ανταλλαγή ατομικών στοιχείων ανάμεσα σε κυβερνώμενους και κυβερνώντες, ανάμεσα σε διευθυνόμενους και διευθύνοντες, δηλαδή πραγματοποιείται η ζωή συνόλου που μόνο αυτή είναι κοινωνική δύναμη  δημιουργείται το “ιστορικό μπλοκ”.»[14].

Είναι εμφανές ότι η οπτική Γκράμσι, χωρίς να φτάνει στο επίπεδο μιας συστηματικής-εξαντλητικής ανάλυσης, διαμορφώνεται σε ένα πεδίο όπου το ιστορικό μπλοκ είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια γραμμική ταξική ή πολιτική συνεργασία. Πρόκειται, λοιπόν, για μια κατεξοχήν πολύπλοκη διαδικασία όπου η γνώση, το αίσθημα-πάθος, ο καθ’ όλου συναισθηματικό -διανοητικός παράγοντας, αποτελούν την συγκολλητική ουσία που συνδέει τα ποικίλης τάξεως διαφορετικά υποκείμενα, συμφέροντα και ιδέες να  συγκλίνουν σε ένα κοινό μέτωπο-στόχο.

Είναι, λοιπόν, και αυτό το στοιχείο που διαφοροποιεί αισθητά την έννοια του γκραμσιανού ιστορικού μπλοκ από τις μηχανιστικού χαρακτήρα οριζόντιες «ταξικές» προσθαφαιρέσεις και μηρυκασμούς, που τα κυρίαρχα κομμουνιστικά ρεύματα (τριτοδιεθνιστικά αλλά και τροτσκιστικά) επέβαλαν στην πρώτη περίοδο το μεσοπολέμου.

Ως εκ τούτου ο εντοπισμός του Πίτερ Τόμας ότι «ο Γκράμσι έθεσε το ερώτημα πώς μπορούσε να συγκροτηθεί ένα ηγεμονικό σχέδιο μέσα από τον τεράστιο πλούτο όλων των διαφορετικών ομάδων συμφερόντων-συχνά ακόμη και αντιτιθέμενων ομάδων συμφερόντων – που συγκροτούν αυτό που εκείνος καταλήγει να αποκαλεί “υποτελείς, κοινωνικές ομάδες”, ή λαϊκές τάξεις με την ευρύτατη έννοια»[15], κινείται στην σωστή κατεύθυνση.

Κι αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι «οι ασάφειες στη χρήση του όρου ηγεμονία αναπόφευκτα προκαλούν ερμηνευτικές διχογνωμίες»[16].

Οι ασάφειες, αδυναμίες και – γιατί όχι – και σε κάποιο βαθμό, ανεπάρκειες, δεν αναιρούν όμως το γεγονός ότι η παρέμβαση Γκράμσι στο ζήτημα της ηγεμονίας αποτελεί τομή που δημιουργικά υπερκερνά υπό μιαν ορισμένη έννοια και αυτήν την λενινιστικής οπτικής.

Η προσέγγιση Γκράμσι – κατά την γνώμη μου – ενσωματώνει την λενινιστική οπτική διευρύνοντάς την. Χωρίς ο ίδιος να είναι ο καθαρόαιμος λενινιστής, δεν είχε ξεχάσει ποτέ το λενινιστικό ποιος ποιον, αλλά και το ζήτημα της ιστορίας και του εθνικού και κοινωνικού πεδίου στο οποίο διεξάγεται ο συγκεκριμένος αγώνας, σε συσχέτιση – πάντα – με τα διεθνή περιβάλλοντα. Δηλαδή, ακολουθούσε σταθερά την «πεπατημένη» της συγκεκριμένης ανάλυσης για την συγκεκριμένη κατάσταση και είχε πάντα συνείδηση το ποιον εξυπηρετεί και για ποιον γίνεται όλη αυτή η ιστορία.

Μιαν εν μέρει διαφορετική και σε κάθε περίπτωση κριτική της «λενινιστικής οπτικής του Γκράμσι», μας δίνει ο Λουΐτζι Φεραγιόλι επισημαίνοντας ότι «παρ’ όλο που ο Γκράμσι εισάγει την αντίληψη της «ηγεμονίας», αυτός ο εννοιολογικός νεωτερισμός φαίνεται λιγότερο να διορθώνει τον οργανικιστικό και ολοκληρωτικοποιητικό χαρακτήρα της αντίληψης του Λένιν της δικτατορίας του προλεταριάτου, και περισσότερο να προσδιορίζεται και αναπτύσσει τις κυρίως Ηθικές και «υπερδομικές» όψεις μιας “ιακωβίνικης αντίληψης της σοσιαλιστικής εξουσίας”»[17].

Για το ζήτημα της ηγεμονίας έχουν διατυπωθεί πολλά και από πολλούς. Μια κατ’ αρχήν  κωδικοποίηση της ηγεμονίας επιχειρεί ο Πίτερ Τόμας, θεωρώντας ότι αυτή αποτυπώνεται σε τέσσερα «μοντέλα», που εκθέτει περιγραφικά, αρκούμενος σε μιαν έμμεση πρόταση ανάδειξης των θετικών τους, έτσι  που  ως  όλον  να  συμβάλουν σε μια πιο σύνθετη πρόσληψη της ηγεμονίας[18].

Αναφερόμενος προηγουμένως στο ζήτημα της ηγεμονίας θεώρησα αναγκαίο να επισημάνω την σημασία του λενινιστικού ποιος-ποιον. Αυτό μας οδηγεί στο να επιδιώξουμε την ανίχνευση της ποιοτικής διαφοράς που το ίδιο το έργο του Γκράμσι αναδεικνύει ανάμεσα στην άσκησή της «από οπισθοδρομικές,    αυταρχικές   ομάδες   από   τη μια μεριά, και προοδευτικές

κοινωνικές ομάδες από την άλλη»[19].

Γεγονός παραμένει ότι η δια της ισχύος άσκηση της ηγεμονίας μέσω του εξαναγκασμού και της εξαπάτησης αποτελεί την κύρια μέθοδο άσκησής της από μέρους των κυρίαρχων τάξεων.

Η έννοια της ηγεμονίας, λοιπόν, εμπεριέχει την λογική της ισχύος για την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά η εξουσία για να είναι λειτουργική προϋποθέτει την στήριξή της στην πλειοψηφία. Αυτό αποτελεί την πυρηνική και αδιαπραγμάτευτη λογική μιας δημοκρατικής κοινωνίας, αυτό αποτελεί το μοναδικό – ουσιαστικό όπλο των υποτελών τάξεων. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι να διαμορφώσεις όλους εκείνους τους όρους, όλες εκείνες τις υποδομές που θα καταστήσουν τις υποτελείς τάξεις ικανές στο να μπορέσουν να διαμορφώσουν ένα αντίρροπο δέος κουλτούρας, πολιτικής, ιδεολογίας και κατ’ επέκτασιν διακυβέρνησης. Μιας διακυβέρνησης, όμως, που θα έχει κύρος και, στηριγμένη στην βούληση των πολλών, θα ανανεώνει την νομιμοποίησή της.

Αυτό το κύρος όμως, δεν μπορεί να στηριχθεί μονομερώς στην ιδεολογική και γενικότερα στην υλική υπεροχή. Έχει ανάγκη και την ηθική νομιμοποίησή του.

Η Αριστερά δεν αρκεί να επικαλείται την αρετή, οφείλει να είναι ενάρετη η ίδια δεν αρκεί να στηλιτεύει το κακό, πρέπει η ίδια να το τιμωρεί παραδειγματικά.

Αυτό το ριγμένο, ιδιαίτερα στις μέρες μας, στα αζήτητα αξιακό στοιχείο είναι που ο μεγάλος Σαρδηνός εναγώνια αναζήτησε και στο τέλος ανέδειξε ως αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για τον όποιο σοσιαλισμό στο μέλλον ήθελε αποτολμηθεί.

 

 

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

 

Το 1984 εξέδωσα μια μελέτη με τίτλο Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα.

Η μελέτη τέλειωνε με μιαν έκκληση σε αυτούς που εξακολουθούν να αγωνίζονται «παρ’ όλα αυτά» (Λουΐ Μπλανκί).

Καίτοι παρήλθαν σχεδόν σαράντα έτη και επειδή τα πράγματα όντως άλλαξαν αλλά επί τα χείρω, θεωρώ χρήσιμο να επαναλάβω τα λόγια εκείνα (που – άλλωστε – και τότε που τα έγραψα είχα τον Γκράμσι στο μυαλό μου), λόγια που σήμερα θα ήθελα να εντάξω στην πρόταση πρόσληψης, που φρονώ ότι θα έπρεπε να έχουν οι βαθιά αδογμάτιστες προσεγγίσεις του Γκράμσι.

«Γι’ αυτούς, λοιπόν, από τον χώρο της κουλτούρας και της πολιτικής πιο συγκεκριμένα, που δεν προσχώρησαν στην λογική της ενσωμάτωσης ή της παραδοχής, αλλά και που δεν παραιτήθηκαν από την προσπάθεια για μιαν ανθρωποκεντρική πολιτιστική εκδοχή ειδικότερα ακόμα, γι’ αυτούς τους ελάχιστους που δεν ταύτισαν την φιλοσοφία της πράξης με τις άθλιες ταριχευμένες μούμιες των κομματικών χειρουργών, αλλά και που δεν την εγκατέλειψαν, αναχωρώντας για άλλη γη τώρα που έπαψε – ως φαίνεται – να είναι της μόδας, η ρήξη τους με τις κυρίαρχες λογικές και βεβαιότητες αποτελεί αναγκαστικό τίμημα.

Χωρίς όμως να προσφέρει καμιά βεβαιότητα, καμιά σιγουριά. Άλλωστε σε τι θα χρησίμευε ή τι θα προσέφερε σήμερα η κάθε είδους σιγουριά και βεβαιότητα; «Αυτό που μας χρειάζεται είναι αντίθετα μια πάγια μεθοδολογική αμφιβολία, που να είναι σε θέση να μας υποδεικνύει εγκαίρως τα αδιέξοδα. Για να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος (και δυστυχώς και του παρόντος)»[20].

 

 

Αθήνα, Φεβρουάριος – Απρίλιος  2020



[1] Αντόνιο Γκράμσι, «Αυτοί που κατασκευάζουν σοφίτες», στο Παρελθόν και Παρόν, μτφ. Θανάσης Αθανασίου, εκδ.»Στοχαστής», Αθήνα 1974, σελ. 67.

[2] Αντόνιο Γκράμσι, Οι Διανοούμενοι, εισαγωγή Λουτσιάνο Γκρούππι, μτφ.-σχόλια Θ.Χ. Παπαδόπουλος, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1972, σελ. 23.

[3] Αντόνιο Γκράμσι, Αμερικανισμός και Φορντισμός. Τετράδιο 22, μτφ. Ρούντι Ρινάλντι, εκδ. «Α/συνέχεια», σελ. 30 και Τζουζέπε Φόρι, Αντόνιο Γκράμσι. Η ζωή ενός επαναστάτη, μτφ. Λ. Αλεξιάδου-Μ.Μουργιάννη, εκδ. «Οδυσσέας», Αθήνα 1977, σελ. 259. Η υπογράμμιση δική μου.

[4] «Στην πολιτική θα μπορεί κανείς να μιλήσει για επιφύλαξη, όχι για κοροϊδία με την ταπεινή έννοια που πολλοί σκέφτονται: το να λέμε την αλήθεια στη μαζική πολιτική είναι οπωσδήποτε μια πολιτική αναγκαιότητα». Για περ. βλέπε Αντόνιο Γκράμσι, «Για την αλήθεια ή για το να λέμε την αλήθεια στην πολιτική», στο Παρελθόν και Παρόν, ό.π., σελ. 74.

[5] Στις 10 Μαΐου 1928, παραμονή της δίκης του, που τον οδήγησε στην φυλακή και τον θάνατο, ο Αντόνιο Γκράμσι έγραφε στην μητέρα του τα παρακάτω λόγια: « Θα ήθελα, για να είμαι εντελώς ήσυχος, να μην τρομάξεις ούτε να ταραχθείς πολύ οποιαδήποτε κι αν είναι η καταδίκη μου. Να καταλάβεις καλά, και με το συναίσθημα, ότι είμαι ένας πολιτικός κρατούμενος και θα είμαι πολιτικός κατάδικος, και δε ντρέπομαι ούτε θα ντραπώ ποτέ γι’ αυτό. Κατά βάθος, τη φυλακή και την καταδίκη τη θέλησα εγώ ο ίδιος, κατά κάποιο τρόπο, γιατί δε θέλησα ν’ αλλάξω τις ιδέες μου, για τις οποίες θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα, και όχι μόνο το να μπω στη φυλακή. Γι’ αυτό μπορώ να είμαι ήσυχος κι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου. Αγαπημένη μου μαμά, θα ήθελα να σ’ αγκαλιάσω σφιχτά σφιχτά για να νιώσεις πόσο σ’ αγαπώ και πόσο θα ήθελα να σε παρηγορήσω γι’ αυτή τη στεναχώρια που σου δίνω: αλλά δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Έτσι είναι η ζωή, πολύ σκληρή, και τα παιδιά αναγκάζονται καμιά φορά να δίνουν μεγάλο πόνο στις μητέρες τους, αν θέλουν να κρατήσουν την τιμή τους και την ανδρική τους αξιοπρέπεια». Για περ. βλέπε Τζουζέπε Φιόρι, Αντόνιο Γκράμσι. Η ζωή ενός επαναστάτη, ό.π., σελ. 330.

[6] Για περ. βλέπε Λουκάς Αξελός, Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα, Β΄ έκδοση, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2008, σελ. 70.

[7] Για περ. βλέπε  Bob Jessop, Κρατική εξουσία: Μια στρατηγική προσέγγιση, μτφ. Χρήστος Μπουκάλας, εκδ. «Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου», Αθήνα 2011, σελ. 144 επ.

[8] Για περ. βλέπε Αντόνιο Γκράμσι, Il Risorgimento, εισαγωγή Λουκάς Αξελός, μτφ-σχόλια Γιώργος Μαχαίρας, εκδ. Στοχαστής», Αθήνα 1987.

[9] Για περ. βλέπε «Πολιτικός αγώνας και στρατιωτικός πόλεμος» στο Αντόνιο Γκράμσι. Για τον Μακιαβέλη, μτφ. Φ.Κ. [Κώστας Φιλίνης], εκδ. «Ηριδανός», Αθήνα χ.χ. εκδ. [1974], σελ. 126 επ.

[10] Για περ. βλέπε Bob Gessop, Κρατική εξουσία κ.λπ., ό.π., σελ. 157.

[11] Για περ. βλέπει Ιμμάνουελ Καντ, «Απόκριση στο ερώτημα: Τι είναι Διαφωτισμός», στον συγκεντρωτικό τόμο Δοκίμια, εισαγωγή-μτφ.-σχόλια, Ε.Π. Παπανούτσος, εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα 1971, σελ.42 επ.

[12] Για περ. βλέπε Λουκάς Αξελός, «Εισαγωγή στο Risorgimento»,  στο Il Risorgimento, ό.π., σελ. 18 επ.

[13] Για περ. βλέπε Δημήτρης Γληνός, Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, Άρης Βελουχιώτης, Ο Λόγος στη Λαμία, εισαγωγή-επιμέλεια Λουκάς Αξελός, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2016.

[14] Για περ. βλέπε Αντόνιο Γκράμσι, Ιστορικός Υλισμός, μτφ. Τίτος Μυλωνόπουλος, εκδ. «Οδυσσέας», Αθήνα 1973, σελ. 175-6.

[15] Για περ. βλέπε Peter D. Thomas, «Η διαλεκτική της ηγεμονίας», περ. «Τετράδια Μαρξισμού», τεύχ. 5, χειμώνας 2017-18, σελ. 74.

[16] Για περ. βλέπε Δημήτρης Γρηγορόπουλος, «Κριτική εξέταση βασικών αντιλήψεων του Αντόνιο Γκράμσι», περ. «Τετράδια Μαρξισμού», ό.π., σελ. 114.

[17] Για περ. βλέπε Λουΐτζι Φεραγιόλι, Βία και Πολιτική, εισαγωγή-μετάφραση Δημήτρης Δεληολάνης, Νέα Έκδοση, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2015, σελ. 99 επ.

[18] Peter D. Thomas, «Η διαλεκτική της ηγεμονίας», ό.π., σελ. 66-68.

[19] Τρεντ Μπράουν, «Ο Γκράμσι και η ηγεμονία», περ. «Μαρξιστική Σκέψη», τόμ. 6, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012, σελ. 281.

[20] Για περ. βλέπε Λουκά Αξελού, Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1984, σελ. 132-3.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου