Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

Δεύτερες σκέψεις προς τους φίλους, συντρόφους και συναγωνιστές.[1]

 

του Γιάννη Μαύρου

 

Πρώτα να επαναλάβω ότι όχι απλώς με τιμά αλλά και με συγκινεί η υποδοχή που μου κάνετε ως συνομιλητή, συνοδοιπόρο και συναγωνιστή διότι εμπεριέχει και την εκτίμηση και τον σεβασμό σας προς τον πατέρα μου, που υπήρξε ένα από τα μεγάλα πολιτικά θύματα της πρόσφατης ιστορίας μας.

Αισθάνομαι την ανάγκη πριν έρθω στο παρόν και στο πρακτέο να κάνω μια αναδρομή στο παρελθόν για να φωτίσω μια παραγνωρισμένη -αλλά καθοριστική όπως θα επιχειρήσω να δείξω- πτυχή της πρόσφατης ιστορίας μας, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται ο Γεώργιος Μαύρος.

 

Η θυσία του Γεωργίου Μαύρου, στην οποία αναφέρομαι, ήταν αποφασιστικής σημασίας για την τροπή που ακολούθησε η Χώρα ήδη από το 1964. Συνοπτικά, η θέση μου είναι ότι ο Γεώργιος Μαύρος ‘έπρεπε’ να ‘βγεί από τη μέση’, να συνθλιβεί το κέντρο και να επιβληθεί η πόλωση και ο δικομματισμός για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε. Αυτό δεν αφορά μόνο την Μεταπολίτευση. Μέχρι σήμερα κανείς απ’ ότι γνωρίζω δεν έχει αποδώσει την δέουσα σημασία στο γεγονός ότι δύο μήνες μετά τον θρίαμβο της Ένωσης Κέντρου του Φεβρουαρίου του 1964 παραιτείται ο Γεώργιος Μαύρος από το ‘πρώτο τη τάξει’ υπερ-Υπουργείο Συντονισμού[2] και τούτο γιατί δεν είχε την απαιτούμενη στήριξη του Πρωθυπουργού προκειμένου να πειθαρχήσει τον Μητσοτάκη, που ως Υπουργός Οικονομικών πρόβαλε διαρκώς προσκόμματα που δυσχέραναν τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής, αλλά και τον Ανδρέα, που λόγω της επιστημονικής του κατάρτισης και του χαρακτήρα του, αλλά και της ‘ασυλίας’ που απολάμβανε εξαιτίας  της αδυναμίας του πατέρα του, επέμβαινε συχνά, άκομψα και ανεπίτρεπτα στο έργο του.

Υπό τις συνθήκες αυτές καλώς έκανε ο Γεώργιος Μαύρος και παραιτήθηκε. Είναι φρονώ επιβεβλημένο να έχει ο πολιτικός την παραίτηση στην τσέπη του για να μην καταστεί υπάλληλος κανενός και να μην καταλήξει ‘επαγγελματίας’ πολιτικός. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν έμειναν εκεί.

 Ο αείμνηστος δημοσιογράφος, ιστορικός και φίλος Βίκτωρ Νέτας, που υπήρξε επιστήθιος φίλος και συγκρατούμενος του Αντώνη Λιβάνη κατά τη Δικτατορία, μου εκμυστηρεύτηκε πολλές δεκαετίες αργότερα ότι ο τελευταίος είχε την φαεινή ιδέα να προταθεί στον πατέρα μου, εφόσον παραιτείτο από Υπουργός Συντονισμού, να αναλάβει την διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας. Έτσι, πρώτον, θα απέφευγε ο Πρωθυπουργός να δυσαρεστήσει τα δύο στηρίγματα του Ανένδοτου Αγώνα, που έφερε την Ένωση Κέντρου στην εξουσία, αφενός τον Χρήστο Λαμπράκη και το γνωστό του δημοσιογραφικό ‘Συγκρότημα’ και αφετέρου τον εκδότη της «Ελευθερίας» Πάνο Κόκκα (που μαζί  με τον Μητσοτάκη αποτελούσαν ‘δίδυμο’) οι οποίοι επιδίωκαν να ελέγξουν την ελληνική οικονομία μέσω του διορισμού φιλικού σε αυτούς Διοικητού της τότε παντοδύναμης Εθνικής Τράπεζας. Δεύτερον, θα έβγαζε από την μέση τον Γεώργιο Μαύρο (ο οποίος μετά τον αιφνίδιο -και ύποπτο- θάνατο του Σοφοκλή Βενιζέλου και την ανάληψη του Υπουργείου Συντονισμού αναδεικνύονταν άτυπος συναρχηγός της παράταξης και πάντως διάδοχος του Γεωργίου Παπανδρέου) ανοίγοντας το δρόμο στον Ανδρέα. Έτσι και έγινε. Όταν παραιτήθηκε ο Μαύρος ο Ανδρέας μεταπήδησε στο Υπουργείο Συντονισμού ως «Αναπληρωτής» Υπουργός με τη γνωστή συνέχεια.

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι  έχουμε να κάνουμε ‘απλώς’ με ίντριγκες και πονηρές κινήσεις στην εσωκομματική και κυβερνητική σκακιέρα. Όμως μια ‘μικρή λεπτομέρεια’ ήταν ότι ο Μαύρος ήταν επίσης βουλευτής και μάλιστα με διαφορά πρώτος βουλευτής της Α’ Αθηνών, τον οποίο ψήφιζαν ένας στους τέσσερις εκλογείς όλης της περιφέρειας! Η από μέρους του ανάληψη της διοίκησης της Εθνικής προϋπέθετε βέβαια την παραίτησή του και από το βουλευτικό αξίωμα.

Το ερώτημα είναι αν είχε το δικαίωμα να παραιτηθεί υπό αυτές τις συνθήκες. Ασχέτως αν πρυτάνευσαν στην απόφασή του ανιδιοτελή και πατριωτικά κριτήρια και συγκεκριμένα η υπεράσπιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (της «εθνικής πίστης», όπως έλεγε) από την ραγδαία αναπτυσσόμενη μεταπολεμική διαπλοκή, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι διέπραξε ένα μεγάλο λάθος.

Υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί μια παραίτηση βουλευτού να είναι δικαιολογημένη (πχ. για λόγους υγείας ή προσωπικής αδυναμίας) ή και επιβεβλημένη(όπως για λόγους συνείδησης, αξιοπρέπειας κλπ) αλλά στην περίπτωση αυτή  δεν συνέτρεχαν τέτοιοι λόγοι.

Πιστεύω ότι ο πατέρας μου δεν είχε το ηθικό κατ’ αρχήν δικαίωμα να παραιτηθεί τη στιγμή που ο αθηναϊκός λαός τον έστειλε ως εκπρόσωπό του στη Βουλή και μάλιστα με τέτοια συντριπτική εντολή. Επιπλέον, το λάθος πιστεύω καθίσταται βαρύτερο από το γεγονός ότι η παραίτηση έγινε με τόσο νωπή την εντολή και δίχως καμία αιτιολόγηση. Εκτός αυτού όμως η απόφαση αποδείχθηκε και πολιτικά λάθος.Αν ο Μαύρος επέλεγε τότε να παραμείνει ‘απλός’ βουλευτής θα αποτελούσε ισχυρότατο θεματοφύλακα του κύρους του σώματος, τόσο στο νομοθετικό του έργο όσο και στον έλεγχο της Κυβέρνησης, καθώς και εγγυητή της ενότητας του κόμματος και πιστεύω ακράδαντα ότι δεν θα ακολουθούσαν όσα τραγικά ακολούθησαν[3]

Το ‘ηθικό δίδαγμα’ που προκύπτει αβίαστα από τα παραπάνω για μένα είναι ότι και επειδή δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων τι επιφυλάσσει το μέλλον, στην πολιτική όπως και στη ζωή, οφείλει να ακολουθεί με θρησκευτική ευλάβεια ορισμένες αρχές. Εν προκειμένω αναφέρομαι στην ιερότητα της εντολής του λαού…

 

Είναι ‘εύκολο’ να κρίνει κανείς εκ των υστέρων και έξω από το χορό και βεβαίως άχαρο να επικρίνει νεκρούς, πόσω μάλλον αγαπημένους. Όμως είναι αναγκαίο να το πράξουμε σήμερα προκειμένου να ‘κεφαλοποιήσουμε’ ως γνώση και ως σοφία την πολύτιμη και ακριβοπληρωμένη εμπειρία της πρόσφατης ιστορίας μας, αναγκαία προϋπόθεση για να βγούμε από τον λαβύρινθο της νέας κατοχής όπου μας εγκλωβίζουν και μας καθηλώνουν τόσο οι δικές μας ανεπάρκειες όσο και οι επιδιώξεις και τα συμφέροντα των αντιπάλων μας. Μπροστά στον ιερό σκοπό της Απελευθέρωσης και της Ανάστασης της Ελλάδας να υποτάξουμε τα πάντα και πρώτα απ’ όλα εγωϊσμούς, προσωπικές φιλοδοξίες, κομματικές ιδιοτέλειες, συναισθηματισμούς και ιδεολογήματα. Όλα αυτά είναι αναπόφευκτα και ακόμα και θεμιτά, στο μέτρο όμως που υποτάσσονται!

Η ηθική αυτή επιταγή απαιτεί για την πραγματοποίησή της σθένος που προκύπτει μόνο από Απόφαση συνοδευόμενη από Πίστη και αφοσίωση στον κοινό σκοπό, πράγμα που εξασφαλίζεται τόσο από την ατομική συνείδηση καθενός και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του όσο και από την ελεύθερη θέσπιση κανόνων συλλογικού βίου, δηλαδή δράσης, σε κάθε επίπεδο, από τις διαπροσωπικές σχέσεις και την οικογένεια, την οικονομία και την κοινωνία, μέχρι την πολιτική. Μιλάμε δηλαδή για ΠΑΙΔΕΙΑ, την απαιτούμενη προϋπόθεση, μετά το «ΨΩΜΙ», για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, όπως επιγραμματικά το προσέλαβε και το διατράνωσε, με το κορυφαίο σύνθημα του Πολυτεχνείου, η νεολαία του αντιδικτατορικού αγώνα.

 

Υπό αυτό το πρίσμα οφείλουμε να κρίνουμε αυστηρά όσους ευθύνονται για την σημερινή κατάσταση της Χώρας, χωρίς βέβαια να αφήνουμε τους εαυτούς μας στο απυρόβλητο. Αν δυσκολευόμαστε εμείς σήμερα να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων αυτό είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό γιατί οι ηγεσίες του τόπου, πολιτικές και πνευματικές, αποδείχθηκαν ανάξιες να μας εμπνεύσουν με το παράδειγμά τους και να θωρακίσουν τη Χώρα με θεσμούς, με κορυφαίους την Δικαιοσύνη[4] και την Παιδεία. Μεταπολεμικά αυτό ξεκινά με τις κυβερνήσεις της παραδοσιακής δεξιάς και το κομματικό κράτος της υποτέλειας, της ιδιοτέλειας και της διαφθοράς που εγκαθίδρυσαν οι «νικητές» του Εμφυλίου, συνεπικουρούμενοι από τους δωσίλογους της Κατοχής και συνεχίζεται, μετά το μικρό διάλειμμα του 1964-65, με την τραγωδία της Αποστασίας και της Δικτατορίας, που εξευτέλισαν τα πάντα και διέσυραν τη δημοκρατία και τον πατριωτισμό, ακόμη και ως έννοιες. Αυτό το καθεστώς είναι που διέφθειρε πρώτο και κατέστρεψε την Ελλάδα και πρόδωσε την Κύπρο, κάτι που τείνει να ξεχαστεί όταν εστιάζει κανείς μόνο στην Μεταπολίτευση…

 

Η Μεταπολίτευση είναι όρος που χρειάζεται διευκρίνηση καθώς εννοείται διαφορετικά από τον καθένα, κατ’ αρχήν ως προς τη διάρκειά της. Η αρχή της είναι αναμφισβήτητη αλλά επικρατεί μεγάλη σύγχυση ως προς το τέλος της, με κάποιους να αναφέρονται ασαφώς στην ‘περίοδο’ της Μεταπολίτευσης ή ακόμη και στο ‘καθεστώς’ της Μεταπολίτευσης, έννοια οξύμωρη. Σύμφωνα με το λεξικό,  Μεταπολίτευση είναι η «αλλαγή πολιτεύματος», οπότε θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το τέλος της επήλθε με την ψήφιση του Συντάγματος στις 7/6/1975. Αυτή ήταν όμως μια τυπική πράξη που απλώς επικύρωσε μια κατάσταση που διαμόρφωσαν οι εκλογές της 18/10/1974. Θα υπενθυμίσω την περιστασιακή πλειοψηφία του 54% που επέτρεψε στον Καραμανλή να επιβάλλει  στη Χώρα μονοκομματικό Σύνταγμα. Έχω υποστηρίξει [5] ότι η Μεταπολίτευση τελείωσε ουσιαστικά με το τέλος της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και την εσπευσμένη

προκήρυξη των εκλογών του ’74 προκειμένου να απαλλαγεί ο Καραμανλής από τον Μαύρο εξαιτίας της διαμετρικής τους αντίθεσης στο Κυπριακό.

 

Πρέπει να σταθούμε στο Κυπριακό γιατί μεταπολεμικά υπήρξε η άλλη (η ‘σκοτεινή’) όψη αυτού που αποκαλώ ‘Ελλαδικό’[6]. Είναι αδύνατον να κατανοήσουμε την μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας αγνοώντας το Κυπριακό και τούτο όχι μόνο λόγω της πάγιας γεωπολιτικής σημασίας της Κύπρου αλλά και λόγω της συγκυρίας που σημαδεύτηκε από το τέλος της αποικιοκρατίας και που ξεκίνησε στην Κύπρο με το δημοψήφισμα του 1950 και συνεχίστηκε με τις προσφυγές στα Ηνωμένα Έθνη και τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Ήταν ο αγώνας αυτός που συνέγειρε την Ελλάδα και συνέβαλε καίρια στην άνοδο της ΕΔΑ στην Αξιωματική Αντιπολίτευση δέκα χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου! Είναι γνωστός ο ρόλος των Αμερικανών και των Ανακτόρων στην άνοδο στην εξουσία του Καραμανλή αλλά λιγότερο γνωστός ο ‘ρόλος’ που έπαιξε το Κυπριακό στη επιλογή του ως διαδόχου του Στρατηγού Παπάγου[7]. Γνωστή και ευεξήγητη είναι η ‘ψυχρότητα’ του Καραμανλή έναντι του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ καθώς και ο ρόλος του, μαζί με τον Αβέρωφ και τα Ανάκτορα, στην επιβολή επί της Κύπρου των τραγικών συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, που νομιμοποίησαν την Τουρκία ως «εγγυήτρια δύναμη» της Κυπριακής Δημοκρατίας με δικαίωμα βέτο στη διακυβέρνηση και με παρουσία στρατού...

Γνωστή είναι επίσης η σύγκρουση Τζόνσον και Γεωργίου Παπανδρέου αναφορικά με το Κυπριακό και ο ρόλος των ΗΠΑ στην ανατροπή της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου με την ΑποσταCIA. Γνωστές και οι δύο μοιραίες για την Κύπρο ενέργειες της Δικτατορίας, η απόσυρση της Ελληνικής μεραρχίας από τη χούντα του Παπαδόπουλου, εγνωσμένου πράκτορα της CIA, και το πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη κατά του Μακαρίου. Η πρώτη αφόπλισε την Κύπρο και η δεύτερη έδωσε την αφορμή για την Τουρκική εισβολή.Γνωστή είναι επίσης η παρασκηνιακή μεθόδευση της ‘θριαμβευτικής’ επιστροφής Καραμανλή που ‘σφράγισε’ τον πνευματικόδιχασμό του Ελληνισμούμετο γεγονός ότι ενώ θρηνούσε η Κύπρος πανηγύριζε η Ελλάδα…[8] Γνωστή είναι επίσης η εγκατάλειψη της Κύπρου στον «2ο Αττίλα», με την κυνική δήλωση Καραμανλή ότι «κείται μακράν», αθετώντας την υποχρέωση της Ελλάδας ως «εγγυήτριας δύναμης» να αναλάβει τις ευθύνες της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και της εδαφικής της ακεραιότητας, στάση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρακάμπτοντας το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών και παραβλέποντας το γεγονός ότι το Κυπριακό είναι πρωτίστως ζήτημα εισβολής και κατοχής, εθνοκάθαρσης και εποικισμού, η Ελλάδα, επί πέντε δεκαετίες, αναίσχυντα αφήνει την Κύπρο, να ‘διαπραγματεύεται’ υποτίθεται το μέλλον της στις ατέρμονες «διακοινοτικές συνομιλίες» υπό καθεστώς Τουρκικής κατοχής.

Στην αδιέξοδη αυτή ΄πολιτική’ αντιστέκονταν σθεναρά ο Γεώργιος Μαύρος, ως Αντιπρόεδρος και Υπουργός των Εξωτερικών της Κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας», εκτιμώντας ότι, παρά την στρατιωτική της αδυναμία επί του κυπριακού εδάφους, η διαπραγματευτική θέση της δημοκρατικής Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ισχυρή, πολιτικά και νομικά, γεγονός που επιβεβαίωναν οι περιοδείες του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, τόσο σε επίπεδο ηγεσιών όσο και κοινής γνώμης. Όταν μάλιστα μίλησε στην Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, τον Σεπτέμβριο του 1974, τόσο θορυβήθηκε ο πολύς Κίσσινγκερ ώστε τον επισκέφθηκε στο ξενοδοχείο του την επομένη, συνοδευόμενος από όλο το επιτελείο του Υπουργείου Εξωτερικών, επιδιώκοντας να τον πιέσει για να αναλάβει ‘μεσολαβητικό’ ρόλο. Ο Μαύρος, υπερασπιζόμενος την πολιτική διεθνοποίησης του Κυπριακού και επικαλούμενος τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, δεν υπέκυψε και αντιλαμβανόμενος την δυσαρέσκεια του Κίσσινγκερ, που έφυγε άπρακτος από την συνάντηση, κατάλαβε, όπως εκμυστηρεύτηκε στη μάνα μου, ότι «μετράει μέρες» η Κυβέρνηση. Πράγματι, λίγες μέρες αφού επέστρεψε στην Ελλάδα, ο Καραμανλής αιφνιδιαστικά, χωρίς καμία διαβούλευση μαζί του, ως  Αντιπροέδρου και Υπουργού των Εξωτερικών (τέτοια «Εθνική Ενότητα»!),  προκήρυξε εκλογές, προφανώς για να απαλλαγεί από τον δύσκολο εταίρο…

Έτσι μαζί με το τέλος της Μεταπολίτευσης σφραγίστηκε η αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού που επικρατεί έκτοτε, οδηγώντας στην εδραίωση των τετελεσμένων και την αδιαλλαξία της Τουρκίας.

Υπαίτια της κατάστασης αυτής δεν είναι μόνο η μη ανάληψη της ευθύνης της Ελλάδας ως «εγγυήτριας δύναμης» έναντι της Κύπρου και η διεξαγωγή συνομιλιών με την Τουρκία αφήνοντας το Κυπριακό «στο ράφι», όπως ομολόγησε αργότερα ο Ανδρέας, είναι επίσης η συγκάλυψη, απ’ όλες τις ελλαδικές κυβερνήσεις, του ρόλου του ξένου παράγοντα και ιδιαίτερα των αγγλο-αμερικανών στην κυπριακή τραγωδία, το θάψιμο του «φακέλου της Κύπρου» που καθιστά τις κυβερνήσεις αυτές ουσιαστικά συνένοχες του εγκλήματος. Η συνενοχή αυτή δεν περιορίζεται στη ‘διαχείριση’ του παρελθόντος και δεν αφορά μόνο τα εκάστοτε κυβερνητικά κόμματα αλλά διαπερνά ολόκληρο σχεδόν το πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν θέλει και δεν μπορεί να διαχειριστεί το Κυπριακό και είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να δεχθεί οποιαδήποτε «λύση» προκειμένου να αποσείσει τις ευθύνες του, όπως έδειξε και η εκ μέρους του (με μοναδική εξαίρεση το ΚΚΕ!) αποδοχή του λεγόμενου «Σχεδίου Ανάν» που θα καταργούσε ολοσχερώς την Κυπριακή Δημοκρατία και θα καθιστούσε την Τουρκία συγκυρίαρχη και στην ελεύθερη σήμερα Κύπρο.

Δυστυχώς (ή ευτυχώς [9]) η συνεχής διολίσθηση της Ελληνικής πλευράς (Κυπριακής και Ελλαδικής) προς τις θέσεις της Τουρκίας καθιστά την τελευταία ολοένα και πιο επιθετική στις αξιώσεις της γιατί αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να επιτύχει ολοένα και μεγαλύτερες παραχωρήσεις, πράγμα που έχει επιβεβαιώσει η μέχρι σήμερα εμπειρία.

 

Αν η μισή Κύπρος τελεί υπό στρατιωτική κατοχή, η κατάλυση από το 2010 της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας και η μετατροπή της σε αποικία χρέους, χάρις στην διαχρονική ανικανότητα και διαφθορά της πολιτικής της ηγεσίας και την νοσηρή κομματοκρατία, υπό τις ασφυκτικές μάλιστα συνθήκες ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρώ, συνιστά πολιτική και οικονομική κατοχή ολόκληρης της Ελλάδας. Η κατάσταση έχει περιπλακεί και παροξυνθεί από την εντεινόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας γενικότερα, γεγονός που συνέβαλε καταλυτικά στην πρόσφατη άνευ όρων παράδοσή της στην ‘προστασία’ των ΗΠΑ και της Γαλλίας.

 

            Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 και σχεδόν μισόν αιώνα μετά την Κυπριακή τραγωδία και τη Μεταπολίτευση του 1974, ζούμε την πλήρη ηθική και πολιτική χρεοκοπία του Ελλαδικού κράτους και την ανάγκη ανάδειξης -από την κοινωνία και τον λαό[10]- των όρων μιας Νέας Μεταπολίτευσης, δηλαδή μιας πολιτικής και πολιτειακής αλλαγής για την απελευθέρωση και ανασυγκρότησητης Ελλάδας και της Κύπρου και την αναγέννηση του Ελληνισμού.

 

            Πώς επιτυγχάνονται αυτά στις σημερινές συνθήκες που διαμόρφωσαν οι επί δεκαετίες αλλεπάλληλες ήττες και προδοσίες, με αποτέλεσμα αφενός την υλική υποβάθμιση αλλά κυρίως την ηθική κατάπτωση, τη διαφθορά, τον εκμαυλισμό και την απογοήτευση μεγάλου μέρους του λαού και ιδιαίτερα της νεολαίας;

 

 

Από πού πρέπει ν’ αρχίσουμε;

 

 

Ασφαλώς από τους εαυτούς μας. Από την ταπείνωση. Από την αναγνώριση των ανεπαρκειών, των μειοδοσιών, των ευθυνών μας για τη σημερινή κατάσταση.

Και μετά την επίγνωση ότι αποτελούμε μέρος του προβλήματος από την Απόφαση, την ανάληψη της ευθύνης, να κάνουμε ότι μπορούμε για να γίνουμε μέρος της λύσης.

 

Θα σας προκαλέσω, προτείνοντάς σας, σ’ αυτό το πνεύμα, να αλλάξετε τον τίτλο σας κατά το ελάχιστο: από «κίνημα» να …’αυτοϋποβιβασθείτε’ σε κίνηση, αναγνωρίζοντας έτσι ότι το ζητούμενο Κίνημα είναι κάτι που μπορεί και πρέπει να προκύψει μέσα από τη συνομιλία, τη συνεργασία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη πολλών κινήσεων, αντιτείνοντας στην παραδοσιακή ροπή μας προς τη διάσπαση μια καινοφανή δυναμική όσμωσης και σύντηξης…Κεντρικός στόχος του Κινήματος θα πρότεινα να είναι η αποκατάσταση της δημοκρατικής και συνταγματικής τάξης με την επίκληση του άρθρου 120 του Συντάγματος.

 

Το Κίνημα με τη σειρά του, ως πολιτικό και πολιτιστικό -πνευματικό θα έλεγα- εργαστήρι, να αποτελέσει με τη σειρά του τον καταλύτη και τον πρωτεργάτη της δημιουργίας Μετώπου -πολιτικού και κοινωνικού[11]- όχι μόνο πλειοψηφικού αλλά επαναστατικού και απελευθερωτικού, με πρόταση εξουσίας βασισμένη σε εθνική στρατηγική όχι ως άσκηση επί χάρτου αλλά ως προϊόν (και ταυτόχρονα ‘μέσο παραγωγής’) του αναγεννόμενου λαϊκού κινήματος[12].

 

Ως στρατηγικό στόχο του Μετώπου θα πρότεινα την Εθνοσυνέλευση, την επανίδρυση του Κράτους για την Αναγέννηση του Έθνους και τη σωτηρία του Λαού.

 

***

 

 

Υστερόγραφο για τις εκλογές

 

Μόνο υπό αυτούς τους όρους, σ’ αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσα να συζητήσω θέμα συμμετοχής σε εκλογές, όχι βέβαια της Κίνησης αλλά -ίσως- του Κινήματος και μόνο στο βαθμό που κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε τους απώτερους στόχους μας εντασσόμενο σε μια στρατηγική μακράς πνοής. Μόνο στο βαθμό δηλαδή που θα εξυπηρετούσε τη δημιουργία Μετώπου ικανού να επανιδρύσει τη Χώρα και να θέσει στόχους μέχρι και για την επόμενη διακοσαετία.

 

Υστερόγραφο για τις Γερμανικές Οφειλές

 

Έχω ήδη εκθέσει την άποψή μου ότι θεωρώ την διεκδίκησή τους το κλειδί για τη συγκρότηση και την ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος, επισημαίνοντας τον χαρακτήρα ‘γόρδιου δεσμού’ που έχει το θέμα υπό την έννοια ότι:

 

Όσο δεν είμαστε ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα δεν μπορούμε να τις διεκδικήσουμε αλλά και

Όσο δεν τις διεκδικούμε δεν μπορούμε να γίνουμε ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα

 

Επαναλαμβάνω επίσης τον στρατηγικό χαρακτήρα της διεκδίκησης υπό την έννοια ότι είναι αγώνας που ενώνει το έθνος και τον λαό και συνδέει το παρόν με το παρελθόν και με το μέλλον, συμβάλλοντας έτσι καίρια στην διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης ,την ανασυγκρότηση της εθνικής μας ταυτότητας και την ανάκτηση της εθνικής μας αξιοπρέπειας και αυτοπεποίθησης.

Θεωρώ, τέλος,  ότι η διεκδίκησή τους μπορεί να αποτελέσει τον κοινό παρονομαστή, το ‘νήμα’ που συνδέει τις κινήσεις σε Κίνημα ώστε  να γίνει το τελευταίο ο καταλύτης για τη δημιουργία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου.

 

Ι.Γ.Μ.

Νέα Ερυθραία

Οκτώβριος 2021                                                                    



[1] Αφορμή του κειμένου αυτού αποτέλεσε η συνομιλία μου με την Πολιτική Γραμματεία του Δημοκρατικού Πατριωτικού Κινήματος (ΔΗ.ΠΑ.Κ.) που ακολούθησε τον χαιρετισμό μου στην Πρώτη Συνδιάσκεψη καθώς και η προτροπή του προέδρου και φίλου Αποστόλη Καραγιάννη να γράψω κάτι για τον «οδικό χάρτη» στην αναγκαιότητα του οποίου αναφέρθηκα επανειλημμένα. Δυστυχώς ή ευτυχώς αυτό που κατάφερα είναι μόνο μια suigeneris «εισαγωγή» στο θέμα.

[2]Να σημειωθεί ότι το Υπουργείο Συντονισμού ήταν (ή όφειλε να ήταν) το κεντρικό επιτελικό όργανο της Κυβέρνησης που έλεγχε και συντόνιζε τα υπουργεία Οικονομικών, Δημοσίων Έργων, Συγκοινωνιών, Εργασίας, Βιομηχανίας, Εμπορίου, Γεωργίας και Εμπορικής Ναυτιλίας

[3]Αναφέρομαι βεβαίως στις φυγόκεντρες τάσεις που σπάραξαν την Ένωση Κέντρου και επέτρεψαν τελικά τη διάσπασή της με την Αποστασία και τη διολίσθηση στη Δικτατορία το 1967.

[4]Αναφέρομαι στη Δικαιοσύνη με την ευρύτερη έννοια του «Κράτους Δικαίου» και όχι μόνο στους θεσμούς απονομής δικαιοσύνης (τη Δικαστική Λειτουργία και το Σωφρονιστικό Σύστημα).

[5]Βλ. άρθρο μου υπό τον τίτλο «Πότε τελείωσε η Μεταπολίτευση;» SLpress  5/12/2019

[6]Συμμετρικά, το ‘Ελλαδικό’ μπορεί να θεωρηθεί ως η σκοτεινή όψη του Κυπριακού.

[7]Υπενθυμίζω την σθεναρή πατριωτική στάση του Παπάγου στο Κυπριακό και τον ‘ύποπτο’ θάνατό του.

[8]Αυτός ο πνευματικός διχασμός δεν είναι μόνο ο προφανής (‘εξωτερικός’/πολιτικός) διχασμός Ελλάδας-Κύπρου αλλά -κυρίως- ο αφανής (‘εσωτερικός’/ψυχολογικός) εντός κάθε Ελλαδίτη και Κυπρίου, χρήζων ψυχανάλυσης προκειμένου να κατανοηθεί πώς επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει, έμμεσα ίσως αλλά καίρια, τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Αναφέρομαι κατ’ αρχήν στους πρωταγωνιστές (τότε και τώρα) αλλά και σε όλους μας….

[9]Και εδώ -όπως και σε πλείστες άλλες παρόμοιες περιπτώσεις- το ή δεν είναι διαζευκτικό….

[10]Και όχι από τις μηχανορραφίες και δολοπλοκίες του παρασκηνίου όπως το 1974

[11]Με αυτή τη σειρά, δηλαδή με την ‘εκ των άνω’ ανασυγκρότηση του ‘κοινωνικού ιστού’, στη βάση ενός πολιτικού -και πολιτιστικού- προγράμματος μακράς πνοής.

[12]Προτείνω μια δομή πυραμιδική με βάση την Ασφάλεια, δεύτερο ‘επίπεδο’ τη Δικαιοσύνη (το ‘κράτος Δικαίου’), τρίτο ‘επίπεδο’ την Οικονομία, τέταρτο επίπεδο την Κοινωνία και κορυφαίο τον Πολιτισμό. Η δομή αυτή έχει αφενός την έννοια ότι θεμελιώνεται και ‘στέκει’ έτσι και όχι αλλιώς και αφετέρου ότι εκ της κορυφής ελέγχεται και κυβερνάται …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου