Συμπληρώθηκαν σήμερα σαράντα χρόνια από τον θάνατο στην Αθήνα του Κύπριου φοιτητή Ιάκωβου Κουμή, το απόγευμα της 23ης Νοεμβρίου 1980. Είχε τραυματιστεί βαρύτατα το βράδυ της Κυριακής, 16ης Νοεμβρίου, μετά από αναίτια δολοφονική επίθεση κρανοφόρων και ροπαλοφόρων των ΜΑΤ εναντίον του, όπως καθόταν αμέριμνος στην Πλατεία Συντάγματος… Στην ίδια διαδήλωση, για την έβδομη επέτειο του Πολυτεχνείου, δολοφονήθηκε και μια διαδηλώτρια, η Σταματίνα Κανελλοπούλου.
Ο Ιάκωβος Ιωάννου Κουμής, 24 χρονών, από τη Σωτήρα Αμμοχώστου, ήταν πρωτοετής φοιτητής της Νομικής, νιόπαντρος και νεοφερμένος στην Αθήνα, από τον Σεπτέμβριο του 1980. Ήταν η πρώτη του μεγάλη διαδήλωση στην οποία πήρε μέρος και η δολοφονία του ήταν εγκληματική ενέργεια της Αστυνομίας. Έμεινε διασωληνωμένος στο «Λαϊκό» για μια ολόκληρη βδομάδα μέχρι που εξέπνευσε, στις 23 Νοεμβρίου 1980.
Στις κυπριακές εφημερίδες της 19ης Νοεμβρίου 1980 δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες του Κουμή μαζί με φωτογραφία της γυναίκας του, Μαρίας, με σκυμμένο κεφάλι, στις ώρες αναμονής έξω από το δωμάτιο του «Λαϊκού». Αναδημοσιεύθηκαν από τον αθηναϊκό Τύπο και σύντομες δηλώσεις της Μαρίας Κουμή: «Ο Ιάκωβος πήγε στην πορεία, μόνο για να δει. Το μόνο πράγμα που υποστήριζε πολιτικά ήταν η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Δεν καταλαβαίνω γιατί συνέβη αυτό στον άντρα μου. Μου τηλεφώνησε στις 10.15 περίπου, για να μου πει ότι ετοιμάζεται να επιστρέψει στο σπίτι. Από τότε δεν πήρα άλλο μήνυμά του, μέχρι την στιγμή που με ειδοποίησαν ότι βρίσκεται βαριά τραυματισμένος στο Νοσοκομείο. Δεν έχω καταλάβει ακόμα πώς έγινε. Πριν δυο μήνες περίπου ήρθαμε στην Ελλάδα για να σπουδάσουμε.»
Ο βαρύτατος τραυματισμός του Κουμή άρχισε να παίρνει τις πραγματικές, εφιαλτικές, διαστάσεις του με τα αθηναϊκά δημοσιεύματα των επόμενων ημερών, που αναδημοσίευσαν όλες οι κυπριακές εφημερίδες. Ενδεικτικά: «Αστυνομικοί 30 ροπαλοφόροι κτυπούσαν τον Ι. Κουμή», Τα Νέα, 20 Νοεμβρίου 1980, «Καθόταν σε ζαχαροπλαστείο κι όρμησαν με τα ρόπαλα πάνω του οι αστυνομικοί!», Ο Φιλελεύθερος, 20 Νοεμβρίου 1980.
Τα κυπριακά φύλλα της 22ας Νοεμβρίου 1980 προέβαλαν νέες δηλώσεις της Μαρίας Κουμή, με τις πληροφορίες ότι η οικογένεια και φίλοι του θύματος συγκέντρωναν στοιχεία για υποβολή μήνυσης για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Οι συγκλονιστικές δηλώσεις της Μαρίας Κουμή δεν χρειάζονταν επιπλέον σχόλια, που έτσι κι αλλιώς απέφευγε ο κυπριακός Τύπος: «Ήρθαμε στην Ελλάδα πριν από δυο μήνες. Σπουδάζαμε και δουλεύαμε για να ζήσουμε. Στην πορεία πήραμε μέρος, χωρίς όμως να ανήκουμε σε οργάνωση, κόμμα ή κάποιο από τα «μπλοκ» που συμμετείχαν. Μάλιστα όταν κάποιοι γνωστοί μας συνέστησαν να μην πάμε, ούτε καν σκεφτήκαμε να απουσιάσουμε. Ο άνδρας μου είπε: πρέπει να πάμε στην πορεία για το Πολυτεχνείο. (…) Ο Ιάκωβος έμεινε παρακολουθώντας την πορεία από το πεζοδρόμιο. Είμαστε «φρέσκοι» στην Ελλάδα. Κι ο Ιάκωβος δεν γνώριζε την αγριότητά τους. Δεν ήξερε να προφυλαχτεί. Για αυτό σήμερα πεθαίνει. Πήγε σαν πρόβατο σε σφαγή.»
Στις 26 Νοεμβρίου 1980 η «Χαραυγή» αναδημοσίευσε από τον «Ριζοσπάστη» συνέντευξη της Μαρίας Κουμή στη δημοσιογράφο Αρετή Αθανασίου. Ακολουθούν αποσπάσματα:
«Ο Ιάκωβος δολοφονήθηκε. Είναι το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα. (…) Για μένα ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος, ο άνθρωπός μου. Τίμιος, με ένα χαμόγελο πάντα στα χείλη, ευαίσθητος. Είμασταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Γνωριζόμαστε από παιδιά. Γεννηθήκαμε και οι δυο στο ίδιο χωριό, στη Σωτήρα Αμμοχώστου. Πριν παντρευτούμε, ζήσαμε μαζί τρία χρόνια. Ονειρευόμαστε να φτιάξουμε μια ζεστή αληθινή οικογένεια. Δεν θέλω να θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Ήταν δύσκολα και φτωχικά. Από 12 χρονών δούλευα στο αγρόκτημα του πατέρα μου. Στα χαρτιά μου λέγομαι Μαρία Καΐκη του Ανδρέα, δεν πρόλαβα να αλλάξω ταυτότητα. Στην Κύπρο δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για να πάω στο Γυμνάσιο. Δουλεύαμε και οι δυο τα πρωινά χωριστά και τα βράδυα χορεύαμε μαζί κυπριακούς χορούς σε τουριστικό ξενοδοχείο. Ο Ιάκωβος είχε τελειώσει μια τεχνική σχολή, το δίπλωμά του όμως δεν αναγνωριζόταν στην Ελλάδα. Είχε αφήσει στη μέση το Γυμνάσιο. Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε και οι δυο σπουδές. Έτσι ο Ιάκωβος κάνει ένα χρόνο νυχτερινό Γυμνάσιο, παίρνει το απολυτήριο. Σταματάει τον Γενάρη του ’80 τη δουλειά του – μηχανολόγος στο διϋλιστήριο πετρελαίου – και διαβάζει εντατικά. Δίνει εξετάσεις και περνάει αμέσως στην Νομική Σχολή Αθηνών.
Το λαχταρούσε τόσο πολύ και το πέτυχε μετά από σκληρόν αγώνα. Παντρευόμαστε. Έρχομαι πρώτα εγώ στην Αθήνα στις 31 Αυγούστου. Πιάνω ένα μικρό δυάρι, στο οδό Αγχιάλου 43 στα Σεπόλια. Ο Ιάκωβος κανονίζει τα χαρτιά του στην Κύπρο και φτάνει στην Αθήνα, στις 24 Σεπτεμβρίου. Πιάνω δουλειά στο βιβλιοπωλείο «Χνάρι» και το βράδυ αρχίζω να παρακολουθώ νυχτερινό γυμνάσιο. Το όνειρό μου ήταν να σπουδάσω παιδοψυχολογία στο εξωτερικό.
Έφευγα το πρωί στις 8 από το σπίτι και γύριζα μετά τις 11 το βράδυ. Δουλειά, σχολείο, διάβασμα. Η ζωή μας πολύ περιορισμένη. Για τη συντήρησή μας υπήρχε μονάχα ο δικός μου μισθός και λίγα χρήματα που είχαν απομείνει από το γάμο μας. Έψαχνε και ο Ιάκωβος να βρει μια δουλειά για να τα φέρουμε βόλτα. Δεν πρόλαβε όμως.
Στην αρχή, θυμάμαι, κοιμάμαστε σε δανεικό κρεβάτι. Ύστερα αγοράσαμε ένα δικό μας και ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες. Ελπίζαμε, πως σιγά – σιγά θα φτιάχναμε το σπιτικό μας, έτσι όπως το θέλαμε. Αυτό ήταν το βασικό, παρόλες τις δυσκολίες…
Εκείνη την Κυριακή, θυμάμαι, είχαμε κανονίσει να κατεβούμε στην πορεία για να τιμήσουμε και εμείς τα θύματα του Πολυτεχνείου. Το πρωί ο Ιάκωβος έφερε στο σπίτι ένα ψυγείο μεταχειρισμένο και το έφτιαχνε για να λειτουργήσει. Κυττάζαμε μαζί τις φωτογραφίες του γάμου μας που έφερε ένας φίλος και γελούσαμε.
Το απόγευμα πήγαμε στο Πολυτεχνείο. Ακολουθήσαμε την πορεία μόνοι μας, όχι κάτω από οργανωμένο μπλοκ. Εγώ αρρώστησα από το στομάχι μου και στις 9 το βράδυ έφυγα και πήγα σπίτι. Στις 3 τα χαράματα ένας φίλος και γείτονας με ειδοποίησε για το συμβάν. Μετά μια ώρα περίπου τον είδα. Δεν περίμενα πως θα ήταν τόσο σοβαρό και ούτε που μπορούσα να φανταστώ πως μια τόσο ειρηνική πορεία θα είχε τέτοια τραγικά και απάνθρωπα αποτελέσματα.
Κάτι μέσα μου, μου έλεγε: «Δεν είναι δυνατόν, θα ζήσει.»… Πέρασε μια ολόκληρη βδομάδα γεμάτη δοκιμασίες και αγωνία. Ήρθε ένα βράδυ να μου πάρει κατάθεση η Ασφάλεια. Δεν δέχτηκα. Ο Ιάκωβος πέθανε σήμερα στις πέντε το απόγευμα. Έλειπα εκείνη τη στιγμή, ανέβαινα να τον δω. Τον είδα να τον κατεβάζουν από τις σκάλες… (…)
Ένοιωσα να γκρεμίζεται ένας ολόκληρος κόσμος μέσα μου. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο και πρησμένο. Τις τελευταίες μέρες πειράχτηκαν και τα υπόλοιπα όργανα του σώματός του, έτσι σταμάτησε η καρδιά του… Τον σκότωσαν. Χωρίς να φταίει σε τίποτα, χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς καλά – καλά να το καταλάβει.
Δεν περίμενα ποτέ πως είναι δυνατό να σκοτώνουν ανθρώπους εν ψυχρώ. Ποτέ μου δεν φαντάστηκα πως σκοτώνουν ανθρώπους που κάθονται σε μια καρέκλα! Μ’ αυτό μπορώ να πω πως κινδυνεύει η ζωή του καθένα μας την κάθε στιγμή που καθόμαστε κάπου και πίνουμε ένα καφέ ή την ώρα που προχωράμε και πάμε στη δουλειά μας! (…)
Εκείνο που ξέρω είναι πως θα αγωνιστώ για να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι στυγνοί δολοφόνοι του Ιάκωβου. Δεν θα ησυχάσω, αν δεν γίνει αυτό. Πώς αφαιρούν έτσι αδίστακτα ανθρώπινες ζωές;»
Η σορός του Ιάκωβου Κουμή μεταφέρθηκε αεροπορικώς στην Κύπρο, στις 26 Νοεμβρίου 1980, με τη συνοδεία της συζύγου και του πατέρα του θανόντος, και τις ελλαδικές αντιπροσωπείες που θα παρευρίσκονταν στην κηδεία. Στις 27 Νοεμβρίου εψάλη τρισάγιο στον ναό της Φανερωμένης, στη Λευκωσία, όπου εκφωνήθηκαν μηνύματα και χαιρετισμοί από ελλαδικά κόμματα και οργανώσεις. Το «Κάλεσμα κηδείας», «του δολοφονημένου στην Αθήνα από τα ΜΑΤ φοιτητή Ιάκωβου Κουμή», υπέγραφε «ομάδα πρωτοβουλίας από φίλους, συγγενείς και συντρόφους του Ι. Κουμή».
Η νεκρώσιμη τελετή έγινε στη Σωτήρα, γενέτειρα του Κουμή, και η σορός ενταφιάστηκε με τις εκδηλώσεις πένθους που συνηθίζονται στα Κοκκινοχώρια. Σύμφωνα με ένα δημοσίευμα, «δεν ακούστηκαν συνθήματα, εκτός από το μοιρολόι των γονιών και των συγγενών του Κουμή». Νεκρώσιμα στεφάνια κατέθεσαν όλα, σχεδόν, τα κυπριακά κόμματα (ΑΚΕΛ, ΔΗΣΥ, ΕΔΕΚ, Ένωση Κέντρου, ΝΕΔΗΠΑ, ΠΑΜΕ), συνδικαλιστικές και νεολαιΐστικες οργανώσεις (ΕΚΑ, ΠΕΟ, ΠΟΦΝΕ, κ.ά.). Από την Ελλάδα αναφέρονται τα δύο μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα και οι νεολαίες τους, η ΚΝΕ και η ΕΚΟΝ «Ρήγας Φεραίος». Ηχηρές απουσίες: η ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση, η Ελληνική Πρεσβεία και το κυβερνών κυπριακό κόμμα, ΔΗΚΟ.
Ενδιαφέρουσες πολιτικά ήταν οι ανακοινώσεις των «Οπαδών της Αυτοδιάθεσης και άλλων συντρόφων και φίλων του Ιάκωβου Κουμή» όπου, σύμφωνα με όσα αποσπασματικά δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, καταγγέλθηκε «η δολοφονική – τρομοκρατική επίθεση των οργάνων της αμερικανόδουλης Κυβέρνησης Ράλλη ενάντια στο λαό».
Στον «Αγώνα» (27 Νοεμβρίου 1980), το μικρό απόσπασμα της ανακοίνωσης των «Οπαδών της Αυτοδιαθέσεως της Κύπρου» φιλοξενήθηκε με το σουρεαλιστικό, για τα κυπριακά δεδομένα, τίτλο «”Ενωτικός μαρξιστής” ο Κουμή»: «(…) Ο Κουμής ήταν ένας μαρξιστής που αγωνιζόταν έξω από τα παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς και προπαγάνδιζε την ανάγκη συνδέσεως του εργατικού – λαϊκού κινήματος στην Κύπρο με εκείνο της Ελλάδας για ένα κοινό αγώνα αποτίναξης της ξένης εξάρτησης από το σύνολο του ελληνικού λαού. Ο Κουμής (…) ήταν υποστηρικτής της Ένωσης όλης της Κύπρου με την Ελλάδα και στην Αθήνα δεν σταμάτησε να παλεύει για τις ιδέες του και ήταν γι’ αυτόν αδιανόητο να μην πάρει μέρος στην αντινατοϊκή διαδήλωση του ελληνικού λαού.»
(Αποσπάσματα από το άρθρο μου, «Ο θάνατος του Ιάκωβου Κουμή στον κυπριακό Τύπο», περ. Τετράδια, τεύχ. 59 (Χειμώνας 2010 – Άνοιξη 2011), σσ. 69-84.)
Του γελαστού παιδιού από τη Σωτήρα Αμμοχώστου, θύματος της τυφλής αστυνομικής βίας στην Αθήνα που ονειρευόταν από παιδί, ας είναι αιωνία η μνήμη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου