Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Περί ‘ιστορικού υποκειμένου’


 

(Μια ‘αιρετική’ προσέγγιση)

 

Γράφει ο Κώστας Λάμπος

 

«Το μόνο υποκείμενο στο οποίο ανήκει ο ρόλος του ηγέτη

είναι το συλλογικό ‘Εγώ’, που διεκδικεί αποφασιστικά

για τον εαυτό του το δικαίωμα να υποπίπτει σε σφάλματα

και να μαθαίνει τη διαλεκτική της ιστορίας»

Ρόζα Λούξεμπουργκ[1]

 

Οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα συνολικά εξελίσσονται διαρκώς και αδιαλείπτως στην προσπάθειά τους να πραγματοποιήσουν κάποιους και για κάθε ιστορική εποχή εφικτούς στρατηγικούς στόχους, που θα τις οδηγούν προς έναν κάθε φορά καλύτερο κόσμο, κι ένα βήμα πιο κοντά προς την κοινωνική ισότητα. Για να συμβούν όλες αυτές οι αλλαγές χρειάστηκε κάθε φορά μια αντίστοιχη κοσμοαντίληψη ικανή να στηρίξει την στρατηγική μετάβασης από το ένα στάδιο της εξέλιξης στο άλλο, αλλά και μια τακτική για την μετάβαση την ίδια. Οι δυνάμεις που κινούν τις κοινωνίες από το Χθες στο Σήμερα και από αυτό στο Αύριο είναι οι δυνάμεις της εξέλιξης που εκφράζονται ως κοινωνική ηγεσία[2], αποτελούν κινητήρια δύναμη προόδου και αποκαλούνται κοινωνικό υποκείμενο της ιστορίας, με την έννοια βέβαια ότι αυτή η ηγεσία εργάζεται προς εξυπηρέτηση του γενικού κοινωνικού, και όχι αποκλειστικά του ατομικού/ιδιωτικού, συμφέροντος. Σε διαφορετική περίπτωση μιλάμε για άτομα ηγέτες και για ταγούς, για αρχηγούς και στρατηλάτες που ταυτίζουν το γενικό κοινωνικό συμφέρον με το ατομικό ή και το ταξικό τους συμφέρον με κατάληξη τα γνωστά ρετάλια και ερείπια της ιστορίας.

Βέβαια, κατά την διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας το ζήτημα της κοινωνικής ηγεσίας χάνεται κάθε τόσο κάτω από το βάρος των ιδεολογιών περί ‘περιούσιου λαού’, ‘απαραίτητου έθνους’ ‘μεγάλης και προστάτιδας δύναμης’, ‘παγκόσμιου ηγεμόνα’ και ‘παγκόσμιου ηγέτη’ που με την δύναμη των όπλων, υποκαθιστούν και ακυρώνουν τις τοπικές και τις εθνικές κοινωνικές ηγεσίες με εισαγόμενους πραιτοριανούς, με ‘χρήσιμους ηλίθιους’ και ‘αντ’ αυτού κυβερνήτες’. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, που δεν ήταν και δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας, το ρόλο του κοινωνικού υποκειμένου της ιστορίας αναλαμβάνει ο εκάστοτε εισβολέας αποικιοκράτης, ιμπεριαλιστής, η δράση του οποίου δεν λεηλατεί μόνο τον πλούτο των εξαρτημένων χωρών, αλλά και τις αποψιλώνει εξοντώνοντας ή εξαγοράζοντας ελεύθερα και ανυπότακτα άτομα και διαλύοντας βίαια τον κοινωνικό ιστό τους παραλύοντας έτσι προσωρινά κάθε διάθεση για κοινωνική/εθνική αυτοδιάθεση.

Όμως ήταν, είναι και παραμένει γεγονός ότι, για εκατομμύρια χρόνια οι πρωτόγονες κοινωνίες κατάφεραν να επιτύχουν την επιβίωση και την εξέλιξη, από την αγριότητα μέχρι τον πολιτισμό του ανθρώπινου είδους κινούμενες συλλογικά, ενωτικά και αλληλέγγυα σε συνθήκες κοινοβιακής άμεσης δημοκρατίας και αυτοδιεύθυνσης υπό την σοφή και ανυστερόβουλη καθοδήγηση των γεροντότερων σε μια μορφή κυλιόμενης φυσικής ηγεσίας που καθιστούσε τις κοινωνίες τις ίδιες υποκείμενο της ιστορίας τους.

Από τις βίαιες, πρώτες-πρώτες στην ιστορία, de facto περιφράξεις, και, στην συνέχεια, την de jure επιβολή της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στην γη, που για είκοσι έξι αιώνες αποτέλεσε την κύρια βάση παραγωγής, τον ρόλο του υποκειμένου της ιστορίας αναλαμβάνουν οι τάξεις των ευγενών της αρχαιότητας που με την νομοθεσία του Σόλωνα από δουλοκτήτες έγιναν και γαιοκτήμονες και οργάνωσαν τις κοινωνίες τους πάνω στην βία και στην λεηλασία άλλων κοινωνιών με αποτέλεσμα την ίδια την αποσύνθεσή τους. Καταργώντας την αρχαία αυτοδιοικούμενη κοινωνία της ισοκατανομής χάριν του δουλοκτητικού συστήματος, που κράτησε αιχμάλωτη την ανθρωπότητα σε συνθήκες κλειστής οικονομίας, οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, για περίπου χίλια χρόνια, δημιούργησαν την κοινωνία των ανισοτήτων, των τεχνητών και περιττών αναγκών για τις οποίες ο πολίτης αναγκάζεται «να πωλεί το φρόνημα του και την ελευθερίαν του»[3]. Τα επόμενα περίπου χίλια χρόνια ως υποκείμενο της ιστορίας αναδείχτηκε η τάξη των φεουδαρχών που με την αναγκαστική εργασία των δουλοπαροίκων οργάνωσε την συστηματική παραγωγή στη βάση των λατιφούντιων, (που τώρα πια πέρασαν στην ιδιοκτησία του ‘θεού’ με διαχειριστές τους, τους κατά κόσμον ‘εκπροσώπους του’, όπως πάπες, βασιλιάδες, αυτοκράτορες και σουλτάνους), για την αγορά και την απόκτηση πλούτου σε συνθήκες ανοικτής εμπορευματικής οικονομίας, οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, με την μορφή του φεουδαρχικού συστήματος.

Από την εμφάνιση της μανουφακτούρας και της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής για το εμπόριο, τον ρόλο του υποκειμένου της ιστορίας ανάλαβαν οι τάξεις των ιδιοκτητών των μέσων μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, οι οποίες και οργάνωσαν την ανατροπή του καθυστερημένου φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής και την αντικατάστασή του με τον κεφαλαιοκρατικό, τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στο όνομα της ‘ισότητας, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης’.

Όπως κάθε προηγούμενο ταξικό οικονομικοκοινωνικό σύστημα έτσι και το καπιταλιστικό γεννήθηκε, αναπτύχθηκε, μετεξελίχθηκε, χωρίς ποτέ να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του και οδηγήθηκε μέσα από αυτήν την διαδικασία στην παρακμή του, η οποία οριοθετείται από την αδυναμία του να λύσει τα προβλήματα της ανθρωπότητας και να την οδηγήσει στο επόμενο σκαλί της προόδου, όπου οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα συνολικά θα οργανώσουν την ζωή τους στη βάση ενός άλλου οικονομικοκοινωνικού συστήματος που θα έχει στο κέντρο της φροντίδας του τον άνθρωπο και τις πραγματικές υλικές και πνευματικές ανάγκες της κοινωνίας του. Αυτή η αντικειμενική αδυναμία του καπιταλισμού παίρνει σταδιακά την μορφή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας η οποία εξελίσσεται σε απειλή για τις επιμέρους κοινωνίες και για το σύνολο της ανθρωπότητας.

Κάθε υποκείμενο της ιστορίας που, μέσω του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας και του απόλυτου ελέγχου της πολιτικής εξουσίας, ξεκόβεται από την κοινωνία και δρα εναντίον της και για το δικό του ατομικό/ταξικό συμφέρον, εξελίσσεται σταδιακά σε δεσποτικό εξουσιαστή, ο οποίος συντρίβει επιμελώς και διαρκώς τη βούληση των ανθρώπων και των κοινωνιών μέχρι να παραιτηθούν από την χρήση της βούλησής τους και να αποδεχτούν την κυριαρχία της άρχουσας τάξης[4]. Ιδιαίτερα η αστική τάξη ως υποκείμενο της ιστορίας πασχίζει να ξεκόψει τα άτομα από την κοινωνία, να πολτοποιήσει και να διαγράψει την κοινωνία ως μέγεθος που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του κεφαλαίου.

Συνεπώς το πέρασμα σε μια μετακαπιταλιστική εποχή καθίσταται επιτακτική, ζωτικής σημασίας, αναγκαιότητα. Η αστική τάξη από προοδευτική ηγέτιδα δύναμη απέναντι στη φεουδαρχία έγινε ανίκανη να ξεπεράσει τον εαυτό της και ταυτόχρονα επικίνδυνη και καταστροφική δύναμη για την ανθρωπότητα και συνεπώς αδυνατεί να ανταποκριθεί στον ρόλο του ιστορικού υποκειμένου, οπότε λογικά βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ιστορικό κενό.

Επειδή όμως στην Φύση, αλλά και στην κοινωνία/ανθρωπότητα δεν νοούνται κενά, γιατί πάντα υπάρχουν δυνάμεις που τα καλύπτουν άμεσα, γι’ αυτό το πέρασμα από τον καπιταλισμό σε έναν μετακαπιταλιστικό κόσμο, προϋποθέτει την ύπαρξη του αντίστοιχου σύγχρονου υποκειμένου της ιστορίας, σε θεωρητικό επίπεδο αρχικά, ώστε να διαμορφωθεί μια αντίστοιχη συνείδηση και στρατηγική μετάβασης, πριν οι εξελίξεις οδηγηθούν στο κενό για την κάλυψη του οποίου καραδοκούν αντιδραστικές δυνάμεις και ένοπλες συμμορίες.

Η απόπειρα να είναι ιστορικό υποκείμενο, στη διαδικασία κατάργησης του καπιταλισμού, η ‘εργατική τάξη’ ως η κυρίως αντίπαλη κοινωνική τάξη στην άρχουσα αστική τάξη που εκφράζει το κεφάλαιο, αποδείχτηκε αναποτελεσματική για πολλούς λόγους και κυρίως επειδή η επιλογή έγινε για ιδεολογικοπολιτικούς λόγους και παραγνώρισε βασικά οντολογικά και δεοντολογικά ζητήματα. Έγινε σκόπιμα επειδή εξυπηρετούσε τα εξουσιαστικά σχέδια της ‘επαναστατικής πρωτοπορίας’ και επειδή μέσω αυτής της επιλογής τελικά επιβίωσε το κεφάλαιο, με αποτέλεσμα την ακύρωση των στόχων της Αμερικανικής, Γαλλικής, Οκτωβριανής και της Κινέζικης επανάστασης. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν η νεκρανάσταση του αλλοτριωτικού, εκμεταλλευτικού, ατομικού, επιχειρηματικού καπιταλισμού και η προσωρινή υποστολή της σημαίας του αγώνα των κοινωνιών και της ανθρωπότητας για κοινωνική ισότητα.

Πιο συγκεκριμένα, η θεωρητικά αυθαίρετη επιλογή της ‘εργατικής τάξης’ ως ιστορικού υποκειμένου για το ξεπέρασμα του καπιταλισμού, παραγνώρισε ότι αυτή οντολογικά αποτελεί, ως τάξη μισθωτής εργασίας, το λειτουργικό συμπλήρωμα του κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει ότι θα καταργηθεί με την κατάργηση του κεφαλαίου, γεγονός που συχνά την ανάγκασε να ταυτιστεί με αυτό ενάντια στις εργατικές τάξεις των αποικιών και των ιμπεριαλιστικά εξαρτημένων χωρών με αντάλλαγμα την οριακή συμμετοχή της στις λεηλασίες αυτών των χωρών. Αυτή η ταύτιση ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό και από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία που, ως εργαλείο του κεφαλαίου για την χειραγώγηση των εργαζόμενων και παρά ως ταξικό όργανο, συνέβαλε στην ενσωμάτωση/αφομοίωση της εργατικής τάξης στο σύστημα του κεφαλαίου, αφομοίωση που την οδήγησε από τον αγώνα για την κατάργηση του κεφαλαίου υπέρ μιας αταξικής κοινωνίας, στη χαλαρή διεκδίκηση επιδομάτων και στην κοινωνική αναβάθμιση των ηγετικών στελεχών της.

Αυτή η επιλογή ήταν, σκόπιμα ή από άγνοια, λαθεμένη και εξαιτίας του γεγονότος, ότι έσπρωχνε όλες τις άλλες εργαζόμενες τάξεις και κοινωνικά στρώματα, που ήταν εξίσου εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες από το κεφάλαιο, όπως την μικρομεσαία αγροτική τάξη, τους βιοτέχνες, μικρομεσαίους εμπόρους, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ιδιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους, τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες στην αγκαλιά του κεφαλαίου, αφού κατά την αντίληψη της θεοποίησης της εργατικής τάξης, του φαινόμενου του ‘εργατισμού’, όλοι αυτοί ‘ήταν συνεργάτες του κεφαλαίου και εχθροί της εργατικής τάξης’ και ως τέτοιοι αντιμετωπίζονταν. Το χειρότερο όλων των κριτηρίων αυτής της επιλογής φαίνεται να ήταν η εξουσιαστική μανία των λεγόμενων ‘επαναστατικών πρωτοποριών’, που κατά κανόνα προέρχονταν από γόνους της αστικής τάξης, που εξυπηρετούσαν την στρατηγική τους, για την κατάληψη της εξουσίας, με τον αγώνα της εργατικής τάξης, αλλά υπό την δική τους ηγεσία, πράγμα που επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια με τον παραγκωνισμό της εργατικής τάξης και τον εκφυλισμό της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’ σε δικτατορία μιας εξουσιαστικής νομενκλατούρας, υπό την οργανωτική μορφή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης ή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Λαϊκής Κίνας. «Κάθε συνείδηση που δεν ξεπερνάει το κίνημα από το οποίο προέρχεται για να το συγκρίνει με άλλες παρόμοιες φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας καταλήγει στον δογματισμό και στον ισχυρισμό ότι αυτό το κίνημα θα μας οδηγήσει στο ιδανικό τέρμα»[5], πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την κοινωνική πραγματικότητα, γιατί «η ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης, είναι η διαδοχική αντικατάσταση ενός τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας από έναν νέο και ανώτερο τρόπο ικανοποίησης των αναγκών […] Έτσι και η ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος γέννησε την ανάγκη της κατάργησής του, όπως ακριβώς συμβαίνει με την ανάπτυξη κάθε οργανισμού που γεννιέται, ακμάζει, παρακμάζει και πεθαίνει»[6].

Όλα αυτά τα γεγονότα νεκρανάστησαν τον καπιταλισμό, μεταμόρφωσαν την εργαζόμενη κοινωνία σε δεξαμενή εργατών, καταναλωτών και στρατιωτών στην υπηρεσία του κεφαλαίου, πολτοποίησαν κυριολεκτικά τις επιμέρους κοινωνίες μετατρέποντάς τες σε νεοφεουδαρχικά μορφώματα. Όπου από την μια κυριαρχεί μια ελίτ του πλούτου, οι νεοφεουδάρχες΄΄, που αριθμεί το 1% και από την άλλη το 99% του πληθυσμού, οι ‘νεοδουλοπάροικοι’, που παράγει πλούτο για το κεφάλαιο και φτώχεια για τον εαυτό του. Τελικά αυτή η επιλογή φρέναρε προσωρινά, με όρους ιστορικού χρόνου, τον αγώνα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού για κοινωνική ισότητα σε τοπικό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο.

Για όλους αυτούς τους λόγους η σύγχρονη επαναστατική δεοντολογία επιβάλλει:

·           να αναθεωρήσουμε αυτή την αδιέξοδη και αντιδραστική αντίληψη που θέλει ως ιστορικό υποκείμενο, για την μετάβαση από την καπιταλιστική κοινωνία της κοινωνικής ανισότητας σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία της ισότητας, μια τάξη, ή μια ταξική, εξουσιαστική, ‘επαναστατική’, κομματική πρωτοπορία και

·           να προσανατολιστούμε στην αναζήτηση του σύγχρονου υποκειμένου της ιστορίας, όχι με όρους ταξικούς, ιδεολογίας, εξουσίας και ηγεμονίας, αλλά με όρους ιστορίας, κοινωνίας και αντικειμενικής πραγματικότητας.

Βρισκόμαστε ήδη βαθιά μέσα στον 21ο αιώνα και η σημερινή αντικειμενική πραγματικότητα, όπως έχει διαμορφωθεί από τα επιτεύγματα των επιστημών και της τεχνολογίας, από τις αντιφάσεις, τις αδυναμίες, τις αστοχίες και τα εγκλήματα του καπιταλισμού, αλλά και από τις καινούργιες εμπειρίες των κοινωνικών αγώνων, φαίνεται πολύ διαφορετική από εκείνη του 19ου και του 20ου αιώνα, στα πλαίσια της οποίας έγινε, από τα πάνω, από αστούς θεωρητικούς η συγκεκριμένη επιλογή ιστορικού υποκειμένου.

Σήμερα βρισκόμαστε στον αστερισμό της προσπάθειας της εργαζόμενης κοινωνίας της ίδιας να αναδειχθεί σε υποκείμενο της ιστορίας, γεγονός που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια που συναντάει, προκειμένου να καλυφθεί το αντικειμενικό ιστορικό κενό.

Κάποιοι αντιμετωπίζουν αυτό το κενό ως αδιέξοδο, (ή μήπως ως ευκαιρία;), για αξιώματα και ατομικά οφέλη και προτείνουν ως σύγχρονο υποκείμενο της ιστορίας υποκατάστατα του κεφαλαίου, όπως ‘τις ένοπλες δυνάμεις’, ή ‘τις επιχειρήσεις’ ή ακόμα και αλλοπαρμένους ‘πολιτικούς φιλόσοφους’, παραγνωρίζοντας την ίδια την κοινωνία και την σύγχρονη πραγματικότητα. Κάποιοι άλλοι με ‘πειραγμένο’ φαντασιακό προτείνουν να αφεθούμε στις αποφάσεις του ‘θεού’, του Αλλάχ, του Γιαχβέ κ. λπ., ή έστω των προφητών τους, όπως του μηδέποτε υπάρξαντος ‘Ιησού Χριστού’[7], του Μωάμεθ και του Μεσσία, κι επειδή πρόκειται για ιδεολογικές φαντασιώσεις και συνεπώς ανύπαρκτα υποκείμενα, προφανώς εννοούν τους ‘επίγειους εκπροσώπους τους’, δηλαδή στους ψεύτες, υποκριτές και αγύρτες των διάφορων θρησκευτικών ιερατείων και των Εκκλησιών τους.

Οι συγγραφείς της ‘Αυτοκρατορίας’ Michael Hardt και Antonio Negri μετακινήθηκαν, στην αναζήτησή τους, προς την πλευρά της κοινωνίας, αλλά μιας κοινωνίας χωρίς χαρακτηριστικά, δηλαδή μιας φανταστικής, μη-πραγματικής κοινωνίας την οποία αντιμετωπίζουν ως ποσότητα, ως ‘πλήθος’. Για να κατανοήσουμε το τι ακριβώς εννοούν, μας εισάγουν στο λεγόμενο πρόγραμμα του συστήματος του Γερμανικού Ιδεαλισμού: «Οι μεγάλες μάζες έχουν ανάγκη από μια υλική θρησκεία των αισθήσεων [eine sinnliche Religiom]. Όχι μόνο οι μεγάλες μάζες, αλλά και ο φιλόσοφος την έχει ανάγκη. Μονοθεϊσμός της λογικής και της καρδιάς, πολυθεϊσμός της φαντασίας και της τέχνης, αυτό είναι που μας χρειάζεται.[…] Πρέπει να αποκτήσουμε μια νέα μυθολογία, αυτή η μυθολογία όμως θα πρέπει να υπηρετεί ιδέες. Θα πρέπει να είναι μια μυθολογία της λογικής»[8]. Μέσα σ’ αυτό το θεωρητικό αλαλούμ, την σύγχρονη πραγματικότητα δεν την αντιλαμβάνονται ως καπιταλισμό και καπιταλιστική βαρβαρότητα, αλλά ως ‘αυτοκρατορία’, «ως εξουσία που δεν μπορεί πλέον να άρει την διαπάλη των κοινωνικών δυνάμεων μετερχόμενη διαμεσολαβητικά σχήματα τα οποία μεταθέτουν τους όρους αυτής της διαπάλης. Οι μορφές της κοινωνικής διαπάλης που συγκροτούν το πολιτικό, αντιπαρατίθενται άμεσα, χωρίς κανενός είδους διαμεσολάβηση. Αυτή είναι και η ουσιαστική καινοτομία του αυτοκρατορικού καθεστώτος. Η Αυτοκρατορία δημιουργεί μεγαλύτερες δυνατότητες για επανάσταση απ’ ότι τα εξουσιαστικά καθεστώτα της νεωτερικότητας, γιατί παράλληλα προς τον μηχανισμό που επιβάλλει το πρόσταγμά της, μας παρέχει μια εναλλακτική: το σύνολο όλων εκείνων που έχουν γίνει αντικείμενα εκμετάλλευσης και καθυπόταξης, ένα πλήθος που αντιπαρατίθεται στην Αυτοκρατορία άμεσα, χωρίς καμιά μεταξύ τους διαμεσολάβηση. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, όπως λέει και ο Άγιος Αυγουστίνος, το καθήκον μας είναι να διερευνήσουμε, όσο καλύτερα μας το επιτρέπουν οι δυνάμεις μας, ‘την άνοδο, την ανάπτυξη και τα προδιαγεγραμμένα τέλη των δύο πολιτειών […] τα οποία βρίσκουμε […] συνυφασμένα […] και συγκεκριμένα’»[9].

Αυτό το θεωρητικό κομφούζιο που μπερδεύει ή ταυτίζει, προφανώς εσκεμμένα, την Αυτοκρατορία, στην ουσία τον καπιταλισμό, με το ‘Κράτος του Θεού’ του Αυγουστίνου, «τις δυό Πολιτείες», το ονομάζουν «νέα πολιτική υποκειμενικότητα, ενός στασιαστικού πλήθους εναντιούμενου στην αυτοκρατορική εξουσία. […] Του πλήθους που εργάζεται, παράγει και αναπαράγει αυτόνομα ολόκληρο το σύμπαν της ζωής. Αυτή η αυτόνομη παραγωγή και αναπαραγωγή συνεπάγεται την οικοδόμηση μιας νέας οντολογικής πραγματικότητας. Εργαζόμενο το πλήθος, κατ’ ουσίαν παράγει εαυτό ως μοναδικότητα. Είναι μια μοναδικότητα η οποία ιδρύει έναν νέο τόπο μέσα στον μη-τόπο της Αυτοκρατορίας»[10]. Οι συγγραφείς της Αυτοκρατορίας που, όπως γίνεται φανερό μέσα από τα ίδια τα λόγια τους, δεν αντιμετωπίζουν την κοινωνία ως ποιοτικό μέγεθος με κοινωνική και ιστορική συνείδηση, με όραμα και στρατηγική για μια κοινωνία της ισότητας, αλλά ως άμορφο πλήθος που αγνοεί τον ρόλο της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, αν και την ατομική ιδιοκτησία την χαρακτηρίζουν ως «μια σαπρή και τυραννική παρωχημένη κατάσταση»[11], αλλά πουθενά λόγος για την κατάργησή της. Τελικά πέφτουν στην παγίδα της θεωρίας του Αυγουστίνου περί ποιμνίου του ‘θεού’ και του κεφαλαίου, του σύγχρονου Ιανού, και επιλέγουν, τον ‘μαχόμενο’ ως οδηγό/τσομπάνη του πλήθους κατά τα πρότυπα του παλιού αγνού κομμουνιστή. Στο τέλος όμως δεν αντέχουν ούτε αυτό το σχήμα, εγκαταλείπουν την ιδέα της ‘πολιτικής υποκειμενικότητας του πλήθους’ και μας παρουσιάζουν ως πρότυπο του ‘μαχόμενου’, τον ‘επαναστάτη Άγιο Φραγκίσκο’ και την «ανεπίσχετη ελαφροσύνη και χαρά του να είναι κανείς κομμουνιστής»[12]. Θολούρα στη σκέψη, συμβιβασμός και θεωρητική σύγχυση, το μυστικό της αποδοχής από ‘τον αυτοκράτορα κεφάλαιο’ και κατά συνέπεια της εκδοτικής επιτυχίας ?!

Είναι γεγονός ότι στην σημερινή πραγματικότητα δεν στέκονται απέναντι στο μονολιθικό, μονοπωλιακό και παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, αυστηρά συγκροτημένες παραδοσιακές κοινωνικές τάξεις, ξεκομμένες η μια από την άλλη, με, αντικειμενικά ή τεχνητά, ξεχωριστά και αντικρουόμενα ταξικά συμφέροντα, όπως φαντάστηκε ο δογματικός ‘αστικός κομμουνισμός’, γνωστός και ως ‘υπαρκτός σοσιαλισμός’, αλλά ούτε και ένα άμορφο πλήθος χωρίς μια σύγχρονη κοσμοαντίληψη και στρατηγική. Σήμερα απέναντι στο κεφάλαιο στέκονται κοινωνικές κατηγορίες που συσχετίζονται κάθετα και οριζόντια μεταξύ τους, με κοινές εμπειρίες, κοινές αντιλήψεις και κοινά συμφέροντα, δηλαδή οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, που όλο και συχνότερα όλο και περισσότερο, στον 21ο αιώνα, αποστασιοποιούνται από τους σκοταδιστικούς μύθους και τις εξουσιαστικές ιδεολογίες, από τα θρησκευτικά και τα εξουσιαστικά ιερατεία και όλο και περισσότερο συμπεριφέρονται ως μια ενιαία πια οικονομική κοινωνική, επιστημονική και πολιτισμική δομή, σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε Κοινοδομή, Κοινότητα, ως μια οντότητα που διαπερνά και συνενώνει σε ενιαίο Όλον, στο Κοινό των Ανθρώπων, όλα τα, άμεσα ή έμμεσα, από το κεφάλαιο εξαρτημένα, καταπιεζόμενα και άγρια εκμεταλλευόμενα κοινωνικά στρώματα. Κι αυτό επειδή η διάχυση της επιστημονικά έγκυρης και κοινωνικά χρήσιμης γνώσης και του πολιτισμού έχει σε ατομικό υποστασιακό επίπεδο συσσωματώσει τον μονοδιάστατο παραδοσιακό εργάτη, τον κοινωνικά διευρυμένο επιστήμονα και τον καθημερινό πολιτιστικό δημιουργό σε ένα νέο όν, στον σύγχρονο άνθρωπο. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ένας πολυδιάστατος και ολοκληρωμένος άνθρωπος, ένας εν δυνάμει homo humanisticus universalis, που μπορεί να οραματίζεται μια κοινωνία πέρα από αυτήν των ιδεολογιών του 19ου και του 20ου αιώνα. Άλλωστε ο ύστερος καπιταλισμός διέλυσε τις παραδοσιακές τάξεις, τόσο την αστική και την εργατική, όσο και την αγροτική και την μικροαστική, αφού ισοπέδωσε ολόκληρη την κοινωνία με κατάληξη την ελίτ του 1% και την λεηλατημένη εργαζόμενη κοινωνία του 99% του πληθυσμού των επιμέρους κοινωνιών και της ανθρωπότητας συνολικά.

Αυτή η νέα ενιαία δομή, ως δομή ενός, με ιστορικοκοινωνικούς όρους, οριζόμενου συνόλου ολοκληρωμένων και πολυδιάστατων πολιτών με κοινή συνείδηση, κοινό όραμα και διαχρονικά κοινή στρατηγική για κοινωνική ισότητα και αταξικό οικουμενικό ουμανισμό, ως δομή μιας συγκεκριμένης ενιαίας εργαζόμενης κοινωνίας και ως δομή των κοινών συμφερόντων και των κοινών αγαθών, νοείται ως ουμανιστική κοινοδομή που ρέει πότε στην επιφάνεια και πότε κάτω από αυτήν αθόρυβα, αργά, σταθερά και αποφασιστικά σαν ένα ανθρώπινο ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω. Με αυτούς τους όρους διαμορφώνεται το σύγχρονο υποκείμενο της ιστορίας όχι ως διαχειριστής κάποιας ιδεολογίας που συνδέεται με ξεχωριστά συμφέροντα και με εξουσία των λίγων πάνω στους πολλούς, αλλά ως αυτούσιος και αυτοπρόσωπος εκφραστής της κοινωνίας ως ενιαίο Όλον, ως το Κοινό των Ανθρώπων.

Ως κοινωνική κατηγορία στη θεωρία της κοινωνικής ταξικής συγκρότησης και διαστρωμάτωσης η ουμανιστική κοινοδομή έρχεται να καλύψει κοσμοθεωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά ολόκληρη την εργαζόμενη κοινωνία και να αντικαταστήσει ιστορικά ξεπερασμένες και μάλιστα τεχνητές και γι’ αυτό συχνά ανταγωνιστικές μεταξύ τους κοινωνικές κατηγορίες, όπως οριζόντιες κοινωνικές τάξεις, (αστική, εργατική, αγροτική, μικροαστική), και κοινωνικά στρώματα, καθώς επίσης και γραφειοκρατικά μορφώματα και συντεχνίες, κι αυτό επειδή όλες αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες βιώνουν τον μαρασμό τους ως απόρροια της σταδιακής εγκατάλειψής τους από το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, τα μέλη της ουμανιστικής κοινοδομής, ως δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, ως το Κοινό των Ανθρώπων, κατανοούν ότι αυτό που όλοι μαζί συνεργαζόμενοι κάνουν, κινώντας την οικονομία, για λογαριασμό του κεφαλαίου, μπορούν τώρα πια με την σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία να το κάνουν καλύτερα και δικαιότερα για τον εαυτό τους, για μια καλύτερη για όλους ζωή και για ένα καλύτερο, με περισσότερη, ασφάλεια, ευημερία, δημοκρατία και ειρήνη, μέλλον των κοινωνιών τους και της ανθρωπότητας συνολικά.

Ως ιστορικοκοινωνικές συνιστώσες μάλιστα, αποδείχνουν και σε αυτήν την τρέχουσα πανδημική, εξαιτίας του Sars-CoV-2, αλλά και στην παγκόσμια οικονομική, κρίση ότι παραμένουν αμετακίνητες στην διαχρονική στρατηγική τους για κοινωνική ισότητα μέσω της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και της ενότητας. Αυτή, όμως, η πραγματικότητα δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίσει από το γεγονός ότι η ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής δίνει ακόμα στο κεφάλαιο την δυνατότητα να ενσωματώνει την ύπαρξη, παραγωγή και αναπαραγωγή των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού στα δικά του σχέδια, μέσω της παραγωγικής διαδικασίας, η οποία εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα και δια του υπαρξιακού ελέγχου τους μπορεί να επιβάλλει την ιδεολογική ηγεμονία του πάνω στις συνειδήσεις τους. Με αυτά τα αντικειμενικά και υλικής φύσης δεδομένα ξαναβγαίνει στην επιφάνεια η διαχρονική αντίληψη ότι ο φαύλος κύκλος της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας δεν θα κλείσει με ‘αριστερούς’ αφορισμούς και νεοκλασικά γιατροσόφια, αλλά με το σπάσιμο του γενεσιουργού αιτίου της ανισότητας και αυτό δεν είναι άλλο από την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, όσο κι’ αν αυτό έχει γίνει ταμπού για το οποίο τα παπαγαλάκια της εξουσίας του κεφαλαίου αποφεύγουν συνειδητά να μιλάνε.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η, από τις δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, κατάκτηση αυτής της νέας σύγχρονης Γνώσης και η μετατροπή της σε Επίγνωση και σε ενιαία ιστορική Συνείδηση θα τους δώσει την υπόσταση του Κοινού των Ανθρώπων και θα τις καταστήσει το νέο, σύγχρονο, επαναστατικό ιστορικό υποκείμενο που θα οδηγήσει τις επιμέρους κοινωνίες και την ανθρωπότητα συνολικά πέρα κι έξω από την καπιταλιστική βαρβαρότητα, σε έναν καλύτερο κόσμο, στον κόσμο της κοινωνικής ισότητας. Η κοινωνία συνολικά ως ιστορικό υποκείμενο, που θέλει, που κινεί και δεν το κινούν, που δεν έχει πια μέσα του καμιά αδράνεια, και καμιά αντίσταση δεν μπορεί να το σταματήσει, αυτό είναι το οικουμενικό αίτημα, αλλά και το διακύβευμα του τρέχοντος 21ου αιώνα.

Σκοπός αυτής αυτού του άρθρου[13] είναι να ξανατεθεί σε συζήτηση το οικουμενικό αίτημα για την άρση της κοινωνικής ανισότητας και το πέρασμα σε έναν κόσμο της κοινωνικής ισότητας, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες γενικής και επικίνδυνης παρακμής του καπιταλισμού, που γίνεται μέρα τη μέρα ανυπολόγιστα επικίνδυνος και καταστροφικός με τα όπλα που κατασκευάζει για υποτιθέμενους εχθρούς, ενώ αποδείχτηκε εντελώς ανίκανος να αντιμετωπίσει έναν υπαρκτό εχθρό σαν τον φονικό Sars-CoV-2. Η τελευταία παγκόσμια εμπειρία από την πανδημία του κορωνοϊού αποκάλυψε:

·      Ότι, φτάνει οι κοινωνίες να συνειδητοποιήσουν πως μια σχετικά σύντομη, προγραμματισμένη αλλά καθολική απουσία τους από τις διαδικασίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου αρκεί για την απαλλαγή τους από τον απάνθρωπο και καταστροφικό καπιταλισμό και μάλιστα χωρίς ανθρώπινες απώλειες και ανεξέλεγκτες οικονομικές κρίσεις και καταστροφές που υποβαθμίζουν το επίπεδο ζωής σε παγκόσμια κλίμακα.

·      Ότι οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού μπόρεσαν να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε και κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την πανδημία, με πρωτοπόρους τους επιστήμονες όλου του φάσματος υγείας και των συναφών επαγγελμάτων που στελεχώνουν και λειτουργούν τα, εξαιτίας της εμπορευματοποίησης της υγείας, εγκαταλειμμένα και καχεκτικά Εθνικά Συστήματα Υγείας και να σώσουν εκατομμύρια συνανθρώπους μας.

·      Ότι οι κοινωνίες κατάφεραν να αποδείξουν το αντίθετο από αυτό που πολλοί ισχυρίζονται και οι ίδιες σε κάποιο βαθμό πίστευαν, ότι όχι μόνο δεν είναι ανύπαρκτες και αδύναμες, αλλά αντίθετα και υπαρκτές και ικανές είναι να λύνουν όλα τα προβλήματά τους και να αυτοκυβερνηθούν με την βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας εξοικονομώντας χρόνο, δυνάμεις και πόρους, πράγμα που καθιστά εφικτό έναν καλύτερο κόσμο.

Ο δημόσιος διάλογος και ο αγώνας για την θεμελίωση ενός πολιτισμού της κοινωνικής ισότητας συνεχίζεται ενισχυμένος από την τρέχουσα βαθιά και καθολική κρίση του καπιταλισμού, όμως όχι πια στα σαλόνια του κεφαλαίου, της εξουσίας και της παρδαλής συστημικής ιντελιγκέντσιας, αλλά στα αλώνια, στις αλάνες, στις πλατείες, στους τόπους εργασίας και σε κάθε ιδιωτικό και δημόσιο χώρο. Σήμερα μπορεί να ξαναζωντανέψει κάτι αντίστοιχο, αλλά σε σύγχρονες μορφές και με την βοήθεια της σύγχρονης επικοινωνιακής τεχνολογίας, με την Εκκλησία του Δήμου της Αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας σε έκδοση 21ου αιώνα. Η λογική των λαών, οι αλήθειες των αιώνων, η εμπειρία των αγώνων και τα ανθεκτικά πνευματικά και επιστημονικοτεχνικά υλικά του 21ου αιώνα, εγγυώνται την εφικτότητα της αταξικής δημοκρατίας, την παγκόσμια ειρήνη και τον Αταξικό, Οικουμενικό, Ουμανιστικό Πολιτισμό.

Βρισκόμαστε σ’ εκείνο το σημείο της ιστορίας που το παρακμασμένο παλιό αρνείται να φύγει και το καινούργιο αδυνατεί να γεννηθεί, δηλαδή οι παλιές παραγωγικές σχέσεις εμποδίζουν τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο επόμενο στάδιο της προόδου. Για να λυθεί αυτή η αντίθεση πρέπει να πάψουμε να μιλάμε γενικά και αόριστα για παραγωγικές σχέσεις και παραγωγικές δυνάμεις και να προκαλούμε σύγχυση αναφορικά με το Είναι και το Δέον. Είναι ανάγκη η όποια οικονομικοκοινωνική ανάλυση, για να είναι αντικειμενική και κατανοητή να ξεκινάει από  τη σχέση της κοινωνίας, ως το υπέρτατο υποκείμενο της ιστορίας, με τα μέσα παραγωγής, γιατί από αυτήν την σχέση προσδιορίζεται η αρχιτεκτονική της όποιας οικονομίας κατά συνέπεια και της όποιας κοινωνίας, η οποία καταλήγει στον αντίστοιχο τρόπο παραγωγής και κατανομής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου. Είναι ακριβώς αυτή η σχέση της κοινωνίας με τα μέσα παραγωγής που ως ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής γεννάει οικονομικοκοινωνικές ανισότητες, ενώ ως ενιαία και αδιαίρετη περιουσία μιας αμεσοδημοκρατικά συγκροτημένης κοινωνίας δημιουργούν συνθήκες κοινωνικής ισότητας.

Τα οικονομικά συστήματα που στηρίζονται στην ατομική ιδιοκτησία[14] πάνω στα μέσα παραγωγής οδηγούν στην παραγωγή για το κέρδος, η οποία οδηγεί στην ανισότητα, σε άγονους ανταγωνισμούς, στην νόθευση των προϊόντων, στη σπατάλη των φυσικών πόρων, στην ρύπανση της βιόσφαιρας, στις κοινωνικές συγκρούσεις, στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, αλλά και στην ανατροπή φυσικών συνθηκών, που καταλήγουν σε ακραία φυσικά φαινόμενα και σε επιδημίες/πανδημίες που περιορίζουν τις δυνατότητες του πλανήτη, διευρύνουν την φτώχεια και αποδεκατίζουν την ανθρωπότητα. Κι όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με την φύση, τις ανάγκες και τα οράματα των εργαζόμενων ανθρώπων, αλλά έχουν να κάνουν με την αχόρταγη δίψα των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής, δηλαδή των καπιταλιστών για κέρδος, πλούτο και εξουσία. Δεν είναι δηλαδή ‘ανθρωπογενή’[15], όπως κάποιοι από άγνοια ή από κακοήθεια τα παρουσιάζουν. Είναι αποτέλεσμα της βουλιμίας της ατομικής ιδιοκτησίας, του κεφαλαίου και των οικονομικών συστημάτων που στηρίζονται σε αυτήν την πανούκλα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ως συστημικά φαινόμενα μπορούν να αντιμετωπιστούν στη ρίζα τους με άρση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, η οποία όμως προϋποθέτει, μέσω της αμεσοδημοκρατικής κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης, ριζική και καθολική άρνηση του καπιταλιστικού συστήματος, και όχι μεταρρυθμίσεις της παρακμής.

Το αίτημα για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας ήταν και παραμένει διαχρονικό και θα οξύνεται στο μέλλον, μέχρι οι επιμέρους κοινωνίες και η ανθρωπότητα συνολικά να αποφασίσουν, γιατί κάποια στιγμή θα αποφασίσουν, την κατάργησή της, αλλά το πρόβλημα είναι να μην είναι τόσο αργά για την ανθρωπότητα και για τον πλανήτη. Ως ανθρωπότητα έχουμε, στους αμέτρητους αιώνες που πέρασαν, δημιουργήσει όλες εκείνες τις αναγκαίες επιστημονικοτεχνικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν την οργάνωση των κοινωνιών και της οικονομίας πάνω στη βάση της κοινοκτημοσύνης, της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης, της οικονομίας των κοινών αγαθών, της καθολικής ευημερίας, της ειρηνικής συνύπαρξης ανθρώπων και λαών, της άμεσης, της αταξικής δημοκρατίας[16] και της αταξικής κοινωνίας στα πλαίσια ενός οικουμενικού ουμανιστικού πολιτισμού[17]. Ο καπιταλισμός δεν ήταν ποτέ και δεν θα είναι και στο μέλλον η ‘μοίρα της ανθρωπότητας’, επειδή ένας καλύτερος κόσμος είναι πια εφικτός.

Αυτό, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι ο διαχρονικός στρατηγικός στόχος της ανθρωπότητας για κοινωνική ισότητα και αταξικό οικουμενικό ουμανιστικό πολιτισμό[18] θα ‘κουμπώσει’ κάποια ιστορική στιγμή με το αντίστοιχο υποκείμενο της ιστορίας που θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στην μετά τον καπιταλισμό φάση της εξέλιξης.

Όποιος κοιτάει προς τα πίσω ή προς τον ουρανό δεν μπορεί να ελπίζει σ’ έναν καλύτερο κόσμο. Μπορεί να ελπίζει μόνο όποιος κοιτάει μπροστά, οραματίζεται και δρα, όπως ακριβώς συμβαίνει με το Κοινό των Ανθρώπων, το νέο, το ανερχόμενο, το σύγχρονο υποκείμενο της ιστορίας.

 





[1] Η Rosa Luxemburg (1871-1919), ήταν Πολωνογερμανίδα πολιτική φιλόσοφος, επαναστάτρια και κορυφαίο στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικύ Κόμματος της Γερμανίας και ιδρυτικό μέλος του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας και της Κίνησης «Σπάρτακος’.

[2] Βλέπε σχετικά: Λάμπος Κώστας, Ιστορικές διαστάσεις της κοινωνικής ηγεσίας, Monthly Review, τεύχος Σεπτέμβρη 2007.

[3] «Εφόσον δε ίσχυον κατ’ αρχάς οι νόμοι και τα ήθη, ωφελούσαν τον πολιτισμό και την πρόοδον αι μετά των άλλων εθνών και η εμπορία και αι περιηγήσεις των σπουδαίων. Αλλά μετά την ασθένειαν των πρώτων έβλαπτον και αυτάς αι μεταφέρουσαι από τας αποικίας την σοφιστικήν διαφθοράν του ναός, την θρασείαν δοκισισοφίαν και τον περίγελον των ιερωτέρων αρχών, ως ισχύν πνεύματος και αντιλήψεως αι παρεισάγουσαι την πολυτέλειαν, την ραθυμίαν και την μαλθακότηταν της Ασίας εις πτωχάς και εις σώφρονας και εγκρατείς δημοκρατίας. Τότε ησθάνθη η πόλις και ο πολίτης την χρείαν των π ε ρ ι τ τ ώ ν α ν α γ κ α ί ω ν  και γινόμενος κακείνη και ούτος περιφίλαυτος και φιλοτάραχος και φιλάδικος επροτίμα η μεν πόλις να αδικεί πλεονεκτούσα, ο δε πολίτης να πωλεί και το φρόνημα και την ελευθερία του, ανταλλάσσων τα προγονικάς αρετάς και την εις την πατρίδαν του αφοσίωσιν δι απλήν ψυχαγωγίαν και ευχαρίστησιν, δια θεάματα και πανηγυρικάς πομπάς», Κοζάκης-Τυπάλδος Γεώργιος Γ., Φιλοσοφικόν Δοκίμιον, περί της προόδου και της πτώσεως της παλαιάς Ελλάδος, Εκ της τυπογραφίας Π. Ματζαράκη, Εν Αθήναις 1839, σελ. 508. (Η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).

[4] Βλέπε σχετικά: Tocqueville Alexis de Η Δημοκρατία στην Αμερική, ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, Αθήνα 1997, σελ. 521 κ. επ. και 699 κ. επ.

[5] Φικιώρης Ευτύχιος, Η επιστημονική οργάνωση της κοινωνίας, Αθήνα 1953, σελ. 29.

[6] Φικιώρης Ευτύχιος, Η επιστημονική οργάνωση της…, ό. π., σελ. 57 και 72.

[7] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Θεός και Κεφάλαιο, Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα, 2005 και 2006, σελ. 149 κ. επ.

[8] Hardt Michael και Negri Antonio, Αυτοκρατορία, SCRIPTA, Αθήνα 2002, σελ. 519.

[9] Hardt Michael και Negri Antonio, Αυτοκρατορία…, ό. π., σελ. 519-520. (Τα εσωτερικά εισαγωγικά παραπέμπουν στο ‘Κράτος του θεού’, του Αυγουστίνου).

[10] Hardt Michael και Negri Antonio, Αυτοκρατορία…, ό. π., σελ. 520-521.

[11] Hardt Michael και Negri Antonio, Αυτοκρατορία…, ό. π., σελ. 542.

[12] Hardt Michael και Negri Antonio, Αυτοκρατορία…, ό. π., σελ. 546.

[13] Αυτό το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το υπό έκδοση Δοκίμιο πολιτικής φιλοσοφίας της πράξης.

[14] Βλέπε αναλυτικά στο, Λάμπος Κώστας, Η γέννηση και ο θάνατος της ατομικής ιδιοκτησίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2017.

[15] Λάμπος Κώστας, Η μεγάλη απάτη της θεωρίας περί ‘ανθρώπινης παρέμβασης’ στο περιβάλλον και στο κλίμα, http://classlessdemocracy.blogspot.com/2019/07/b

[16] Λάμπος Κώστας, Αταξική Δημοκρατία και Ουμανισμός στον 21ο αιώνα, στο συλλογικό τόμο: Η Άμεση Δημοκρατία στον 21ο αιώνα, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2013.

[17] Λάμπος Κώστας, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2012.

[18] Το όραμα της εργαζόμενης ανθρωπότητας, όπως το εξέφρασε ο νεαρός Μαρξ στα χειρόγραφα του 1844, για τον θεωρητικό, τον πρακτικό και τον θετικό Ουμανισμό, χάθηκε κάπου μεταξύ ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’ και του ‘σοβιετικού μητροπολιτικού και κρατικού σοσιαλισμού’ που έχασαν τον προσανατολισμό τους κι αντί να καταργήσουν τον καπιταλισμό, βάλθηκαν να τον φτάσουν και να τον ξεπεράσουν στην αποδοτικότητα, δηλαδή στην εκμετάλλευση, της εργασίας. Αυτός ο αποπροσανατολισμός και εκτροχιασμός της Οκτωβριανής Επανάστασης οδήγησε πολλούς υπερασπιστές της στην επαναπροσέγγιση του ουμανιστικού ιδεώδους. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του ρεύματος των «Νεομαρξιστών», της «Νέας Αριστεράς», της κριτικής «Σχολής της Φραγκφούρτης», του Περιοδικού «Praxis» του κύκλου Corcula της Γιουγκοσλαβίας, του γαλλικού περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», του περιοδικού «Ουμανιστής» της Ένωσης Ουμανιστών Ελλάδας, καθώς και πολλών άλλων σημαντικών κέντρων προβληματισμού και διαλόγου που αμφισβητούσαν το ‘λενινιστικό μοντέλο’ σοσιαλισμού και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έδειχναν προς τον Σοσιαλισμό της Εργατικής Αυτοδιαχείρισης και της Άμεσης Συμβουλιακής Δημοκρατίας. Βέβαια, η σοβιετική προπαγάνδα στιγμάτιζε κάθε αντίλογο και προσπάθησε αρχικά να τον ταυτίσει με τον «προδότη Τρότσκι» και μετά την αποσταλινοποίηση κατάφερε να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση, και κάθε κριτική προς το σύστημα μπόρεσε να την μεταστρέψει προς το πρόσωπο του Στάλιν, όπου και συνεχίζει να είναι ακόμα εγκλωβισμένη. Βλέπε σχετικά ενδιαφέροντα κείμενα στον συλλογικό τόμο: Φρομ Έριχ, (Επιμέλεια), Σοσιαλιστικός Ουμανισμός, ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗΣ, Αθήνα 1976.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου