Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Η ΕΕ διχοτομημένη σε Βορρά και Νότο και η Ελλάδα ολοταχώς προς νέο μνημόνιο

Της Μαρίας Νεγρεπόντη -Δεληβάνη *
Η, για τρίτη φορά, επίδειξη αδυναμίας της ΕΕ, στις 23 Απριλίου, να καταλήξει σε αποτελεσματική λύση  αντιμετώπισης της οικονομικής διάστασης του κορονοϊού, άνοιξε όπως φαίνεται τους ασκούς του Αιόλου. Και όχι μόνο για τον φτωχό ευρωπαϊκό Νότο, που βλέπει με τρόμο να κονιορτοποιείται, μέσα από την αδιαφορία του πλούσιου Βορρά, αλλά  και για ολόκληρη την ΕΕ. Η ΕΕ αυτοκαταστρέφεται, καθώς αυτή η αδιαφορία της για το Νότο οδήγησε τις τελευταίες εβδομάδες σε ένα  ανησυχητικό φαινόμενο.  Πρόκειται για την αποστροφή των επενδυτών από το ευρώ, το οποίο σωρηδόν υποκαθιστούν με το δολάριο.
Η υποτίμηση του ευρώ έναντι του αμερικανικού δολαρίου
Εδώ και μια δεκαετία η αμερικανική τράπεζα BNY Mellon  παρακολουθεί τις κινήσεις κεφαλαίων ανά την υφήλιο. Ο δείκτης αυτός ήταν θετικός, για την περίπτωση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος,  μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Όμως, μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, σήμανε πανικός για το ευρώ, καθώς οι επενδυτές εγκαταλείπουν μαζικά τα ευρωπαϊκά ομόλογα και τις μετοχές προτιμώντας το  δολάριο, για  μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο δείκτης, αυτός, τώρα, για το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα κινείται ήδη στο κατώτατο δυνατό σημείο του από την ίδρυσή του. Και, συγκεκριμένα, στη συνέχεια της σύσκεψης κορυφής, που περατώθηκε, για τρίτη φορά, χωρίς αποτέλεσμα, το ευρώ έχασε έναντι του δολαρίου 1,07%.
Η ΕΕ πετά τον Νότο της στο πυρ το εξώτερο

Η στροφή αυτή των επενδυτών είναι το αποτέλεσμα αρνητικών προβλέψεών τους, σχετικά με τις οικονομικές συνέπειες του κορονοϊού και την αδυναμία  της ΕΕ να τις αντιμετωπίσει. Ο συνδυασμός των  ανεπαρκέστατων πόρων, με τους οποίους  η ΕΕ προτίθεται να στηρίξει τις πιο αδύνατες  οικονομίες της, σε σύγκριση και με τις υψηλές δαπάνες των ΗΠΑ, καταδικάζει αναμφίβολα την ΕΕ στις σχετικές αποφάσεις των επενδυτών. Από τις ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες, ο μόνος ηγέτης που φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχει η ΕΕ είναι ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουήλ Μακρόν, ο οποίος πιέζει τους εταίρους για τη λήψη τολμηρότερων  και πιο αλληλέγγυων μέτρων. Αλλά,  είναι ήδη  αργά για την Ευρώπη, καθώς η αναγκαία ρευστότητα για την ομαλοποίηση των οικονομιών, μετά από την καταιγίδα του ιού, θα έπρεπε να βρίσκεται ήδη στα χέρια των κυβερνήσεων των κρατών-μελών και να χρησιμοποιείται  από αυτές.  Αλλά, επιπλέον,  η Ευρώπη φαίνεται να μην έχει  καταρτίσει  σοβαρό σχέδιο για το πώς και πού θα έπρεπε να διατεθούν αυτά τα ανύπαρκτα προς το παρόν κονδύλια. Ο κίνδυνος διάλυσης της ΕΕ είναι ορατός, και όπως, εύστοχα,  παρατήρησε ο Εμμανουήλ Μακρόν, σε συνέντευξή του στους Financial Times της 16ης Απριλίου «Είμαστε σε ώρες ειλικρίνειας….(…) Για να σωθεί η Ευρώπη έχουμε ανάγκη από μεταφορά χρημάτων και αλληλεγγύη».
Οι οίκοι αξιολόγησης στον ευρωπαϊκό Νότο
Αναμένοντας τον οικονομικό Αρμαγεδδών του κορονοϊού, με την άρνηση της ΕΕ να πορευθεί στην κρίση αυτή με αλληλεγγύη,  άρχισαν και οι  επισκέψεις των οίκων αξιολόγησης στις οικονομίες της ΕΕ, με σαφή φυσικά προτίμηση αυτές του  Νότου.   Από τη στιγμή που έγινε ξεκάθαρη η απουσία   προστατευτικής ομπρέλας της ΕΕ για τα κράτη-μέλη της, η αξιολόγηση αυτή αφορά χωριστά το κάθε κράτος-μέλος. Και παρότι η Ιταλία εμφανιζόταν, τελευταίως, ως ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, δεν ήταν αυτή που επέλεξαν οι οίκοι αξιολόγησης, για την πρώτη τους επίσκεψη στις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου. Αντιθέτως, σε πείσμα των 10 επώδυνων μνημονιακών  ετών, που υποτίθεται ότι εξασφάλισαν την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας, αλλά και σε πείσμα της επίσημης θριαμβολογίας για το «πόσο καλά πηγαίνει η οικονομία μας»,  οι διεθνείς αξιολογητές είχαν διαφορετική γνώμη. Γι’ αυτό,  από ολόκληρο το Νότο της Ευρώπης, εμείς είχαμε την πρωτιά της  υποβάθμισης του χρέους μας, με σχεδόν ταυτόχρονες ανακοινώσεις από την  Fitch  και από την S&P.  Καθώς ήμασταν ήδη σε χαμηλό επίπεδο, στη βαθμολογία του χρέους μας, η πρόσφατη αυτή υποβάθμιση, αν και μη σημαντική  σε πρώτη ματιά,  μας φέρνει ωστόσο πλησιέστερα στα «σκουπίδια» (=junk), στην απευκταία, αλλά φευ πιθανή περίπτωση,  που θα υπάρξει συνέχεια της υποβάθμισής μας. Προς το παρόν, αυτή  η υποβάθμιση  κάνει επαχθέστερη την εξασφάλιση δανείων στις αγορές. Η S&P δικαιολογεί την ενέργεια της υποβάθμισης του χρέους μας, με την πρόβλεψη  εξαιρετικής επιδείνωσης της  οικονομίας και  του προϋπολογισμού, που οφείλεται στον COVID-19, αλλά και στα μέτρα που αναγκάζεται να λάβει η Κυβέρνηση για την αντιμετώπισή του. Και η FITCH εξηγεί την απόφασή της με βάση τις  πολύ αρνητικές  συνέπειες, που προβλέπει ότι θα έχει ο κορονοϊός, στο ΑΕΠ μας, που θα μειωθεί κατά  8.1%, και στον προϋπολογισμό, που θα εμφανίσει έλλειμμα  7.4%. Πρόκειται για προβλέψεις, που προστίθενται σε πολυάριθμες προηγούμενες μεταξύ των οποίων, ωστόσο, οι διαφορές είναι σημαντικές. Σύμφωνα με τις δικές μου εκτιμήσεις, που είναι πλησιέστερα προς τις αντίστοιχες του ΟΟΣΑ, η ύφεση θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη από τους παραπάνω οίκους αξιολόγησης, το ίδιο και το ύψος του ελλείμματος στον προϋπολογισμό. Και ενώ τα ακριβή ελλείμματα και το ύψος της πτώσης του ΑΕΠ θα γίνουν γνωστά στο πολύ κοντινό μέλλον, είναι ωστόσο βέβαιο ότι στο μεταξύ οι διάφορες οικονομίες της υφηλίου, και πρωταρχικά η Ελλάδα, θα χρειαστεί να δανειστούν, για να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα.
Οι δυνατότητες δανεισμού των κρατών-μελών της ΕΕ
Τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα αντιμετωπίσουν σοβαρές  δυσκολίες δανεισμού, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες που διατήρησαν το εθνικό τους νόμισμα. Και τούτο διότι, οι  οικονομίες εκτός ευρωζώνης  έχουν δικαίωμα εκτύπωσης χρήματος,  το οποίο δεν δημιουργεί χρέος προς το εξωτερικό και το οποίο συνεπώς εξασφαλίζει ανετότερη αντιμετώπιση της κρίσης, στο εσωτερικό τους.   Αυτές οι οικονομίες, όπως και η Μ.Βρετανία «που ήδη τυπώνει χρήμα».
Θα εφαρμόσουν  τα μετά Κέϋνες οικονομικά ή  τα «μοντέρνα οικονομικά», που απέκτησαν βαρύτητα και ενδιαφέρον, στον νομισματικό τομέα, κυρίως, με την κρίση του 2007. Δεν ανήκουν συνεπώς σε ότι είναι γνωστό ως «ορθόδοξη νομισματική θεωρία» ή «συντηρητική νομισματική πολιτική», που σε πείσμα της βαθιάς κρίσης που αναμένεται,  η ΕΕ επιμένει να εφαρμόζει με αυστηρότητα.  Αυτά τα μετα-κεϋνεσιανά οικονομικά αποβλέπουν στην αύξηση της ζήτησης, χάρη στο χρήμα που εισρέει στην οικονομία (από το πουθενά), και στη δυνατότητα  της  αυξημένης ζήτησης να ανασύρει προς το δικό της υψηλότερο επίπεδο την υποτονική προσφορά. Αυτής της μορφής τα οικονομικά εφαρμόστηκαν στην κρίση του 2007, από αρκετές οικονομίες, χωρίς να προκληθεί πληθωρισμός. Στη νέα αυτή μέθοδο «τυπώνω χρήμα», «χρήμα από ελικόπτερο» κλπ. καταργείται η ορθόδοξη διάκριση αρμοδιοτήτων  Κυβέρνησης και Κεντρικής Τράπεζας. Δίδεται, έτσι, το δικαίωμα στην  Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει από την Κυβέρνηση κρατικά ομόλογα σε απεριόριστη ποσότητα, δηλαδή δημόσιο χρέος, (όση χρειάζεται κάθε φορά) εξασφαλίζοντας άνετη ρευστότητα, αλλά και αυξάνοντας το εσωτερικό δημόσιο χρέος. Αυτό, κάποτε πρέπει να αποπληρωθεί. Αλλά, εφόσον πρόκειται για εθνικό (και όχι δανειζόμενο) νόμισμα, η αποπληρωμή μπορεί να περιμένει ή και να μη γίνει ποτέ.
Η χείρα βοήθειας της ΕΚΤ
 Η Ελλάδα, και όλες οι χώρες μέλη της ευρωζώνης, δεν έχουν δικαίωμα  πρόσβασης σε αυτή την παραπάνω  διέξοδο, και θα αισθανθούν τη νέα αυτή κρίση με βαρύτατους όρους. Προκειμένου να βοηθήσει τον ευρωπαϊκό Νότο, και ιδίως τα σοβαρά προβλήματα της Ιταλίας, και στην προσπάθεια να εξουδετερώσει κατά το δυνατόν την έλλειψη ευρωομολόγων,  η ΕΚΤ  κατέφυγε σε μέθοδο (τηρουμένων των διαφορών) ανάλογη της παραπάνω. Στις 18 Μαρτίου ανήγγειλε την  εφαρμογή  προγράμματoς  αγοράς, στη δευτερογενή αγορά, χρηματιστηριακών τίτλων αξίας  Ε750 δισεκατομμυρίων, που αφορούν  το 25% περίπου του χρέους των κρατών-μελών. Δυστυχώς, η ηρεμία των αγορών, που ακολούθησε την εξαγγελία της ΕΚΤ ήταν βραχύβια, έτσι που το spread  (=διαφορά επιτοκίου ανάμεσα στο  γερμανικό χρέος και αυτό του ευρωπαϊκού Νότου) πήρε γρήγορα την ανιούσα.  Η αρνητική αυτή εξέλιξη οφείλεται στις πολύ δυσμενείς προβλέψεις, που αναφέρονται στο χρέος, η βιωσιμότητα του οποίου εξετάζεται για κάθε μία οικονομία της ΕΕ χωριστά.
Η ελληνική περίπτωση
 Από τις οικονομίες της ευρωζώνης ο Νότος και ειδικότερα η Ελλάδα είχε, όπως είναι γνωστό, το 2008-9 σοβαρότατο πρόβλημα χρέους και ελλείμματος, έγινε βορρά των κερδοσκόπων, και στη συνέχεια υπέστη σειρά στραγγαλιστικών μνημονίων, χάρη στα οποία, όπως  υποστηρίζεται από τις ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά και από την ΕΕ και το ΔΝΤ, σταθεροποιήθηκε  η οικονομία της. Οι πολλές διαπιστώσεις μου, σε άρθρα και βιβλία μου διαψεύδουν αυτή την αισιόδοξη εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Φαίνεται, όμως, ότι και οι οίκοι αξιολόγησης συμφωνούν με την άποψή μου ότι, δηλαδή, η χώρα μας ήταν και παραμένει ο αδύνατος  κρίκος της ΕΕ, εξ’ου και ήταν η πρώτη οικονομία του Νότου, που ήδη υπέστη υποβάθμιση του χρέους της.  Ανάλογα, αλλά σε μικρότερη κλίμακα και με διαφοροποίηση στις γενεσιουργές αιτίες,  ήταν και είναι τα προβλήματα των λοιπών οικονομιών του Νότου. Με τον κορονοϊό και τις συνέπειές του η προβληματική εικόνα του ευρωπαϊκού Νότου αναβιώνει, και η ΕΕ διχοτομείται: σε αυτό των οικονομιών του Βορρά, που έχουν χαμηλό και βιώσιμο χρέος, και στις άλλες του Νότου, με υψηλό και/ή μη βιώσιμο χρέος. Στα τέλη του 2019 το ελληνικό χρέος ανέρχεται σε Ε356 δισεκατομμύρια και ως  ποσοστό στο ΑΕΠ υπολογίστηκε σε 180,2%. Αντίστοιχα, ο Μ.Ο. των οικονομιών της ΕΕ είναι 86,4%. Έτσι, το ελληνικό σενάριο, στην πορεία προς την κανονικότητα,  διαγράφεται σκοτεινό για μια σειρά από προβλέψεις, που με τις παρούσες συνθήκες φαίνονται βάσιμες. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ και της δραστηριότητάς της Ελλάδας κινδυνεύει να είναι αβυσσαλέα εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησής της από τον τουρισμό, και να φθάνει τα 25-30% (ο ΟΟΣΑ προβλέπει 35% και εγώ σε πρόσφατο άρθρο μου 30%) . Η πτώση αυτή θα συνδυαστεί  με ανεργία που, πιθανότατα, θα υπερβεί το 28-35% του ενεργού πληθυσμού και θα οδηγήσει σε δραματική μείωση των φορολογικών εσόδων. Είναι αλήθεια, ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει λάβει οικονομική βοήθεια της τάξης των Ε6,8 δισεκατομμυρίων χάρη στην απόφαση του Eurogroup  να της επιτρέψει μεγάλη δημοσιονομική ευελιξία, αλλά και να την απαλλάξει για φέτος από την υποχρέωση καταβολής του πρωτογενούς πλεονάσματος, ίσου με το 3.5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα της χώρας για την αντιμετώπιση της καταιγίδας είναι ανεπαρκέστατα, και συνεπώς η προσφυγή σε δανεισμό αναπόφευκτη. Η εμφάνιση της Ελλάδας στις αγορές θα είναι δύσκολη, καθώς το χρέος της θα υπερβαίνει τα 206-210 του ΑΕΠ της και το έλλειμμα θα έχει αναρριχηθεί στο 10-12%. Εξυπακούεται ότι  θα στερείται σοβαρότητας  η όποιας μορφής συζήτηση περί  βιωσιμότητας του χρέους (άλλωστε και μέχρι τώρα μόνο με αλχημείες είχε γίνει δεκτή), και εκτός από τις πολύ εμφανείς δυσκολίες δανεισμού της, η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώνει και αστρονομικές αποδόσεις. Με τις συνθήκες αυτές θα είναι αδύνατον να αποφευχθεί ένα τέταρτο και δηλητηριώδες μνημόνιο, που θα δεσμεύσει μέχρι και τα τρισέγγονά μας.
Υπάρχουν λύσεις λιγότερο δραματικές;
Θεωρητικά,  ναι, υπάρχουν, αλλά απαιτούν είτε μεγαλύτερη τόλμη από την πλευρά μας, είτε κάποιας μορφής αλληλεγγύη από τον ευρωπαϊκό Βορρά. Με τηλεγραφική συντομία αυτές θα μπορούσαν να είναι:
  1. Διαγραφή του χρέους, ακολουθώντας την πρόταση του ΟΗΕ για  διαγραφή  του χρέους των αναπτυσσόμενων οικονομιών, που ανέρχεται σε περίπου  $1τρισεκατομμυριο.
  2. Μείωση του ελληνικού χρέους κατά 60% και επέκταση της εξυπηρέτησης και αποπληρωμής του σε 30 χρόνια.
  3. Επιστροφή της Ελλάδας στο εθνικό της νόμισμα, προλαμβάνοντας την πολύ πιθανή διάλυση της ΕΕ, ιδίως αν δεν κατορθώσει να ανέλθει στο ύψος των περιστάσεων.

*Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, συγγραφέας-πρόεδρος του Ιδρύματος Δελιβάνη, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Ρουμανίας και πρ. Πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου