Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Λίγα λόγια για τους Έλληνες

του Γιώργου Κυριακού
Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα

«Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω…», Μυθιστόρημα, Γιώργος Σεφέρης
Ο ελληνισμός είναι ένα ιστορικό συλλογικό υποκείμενο ανάμεσα σε άλλα έθνη που απέκτησαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και συνεχίζουν να τα διαμορφώνουν, ανάμεσα σε άλλα που αφομοιώθηκαν και χάθηκαν ή άλλα που γεννήθηκαν, εμπλουτίζοντας διαχρονικά την περιοχή των Βαλκανίων και τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Ο Κώστας Τσουκαλάς στο βιβλίο του «Η ελληνική τραγωδία» αναφέρει επιγραμματικά για τον ιστορικό και πνευματικό χαρακτήρα του ελληνικού έθνους: «Είναι βαλκανικός χωρίς να είναι σλαβικός, [είναι] μεσανατολίτικος αλλά όχι μουσουλμανικός, [είναι] ευρωπαϊκός αλλά όχι δυτικός». Ο Νίκος Σβορώνος στην «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας» γράφει: «Ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου, και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότησή τους σε καινούργια έθνη, που διεκδίκησαν και διεκδικούν την πολιτική τους ανεξαρτησία και την οικονομική και πολιτισμική τους αυτονόμηση, συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων στα νεότερα χρόνια».
Αφετηρία
Οι Έλληνες είναι ένας λαός με ιδιαίτερη φυσιογνωμία, μέσα στην ευρύτερη περιοχή, η οποία καλλιεργείται ήδη από την αρχαιότητα στις ανταγωνιστικές πόλεις-κράτη που ωστόσο συμμαχούν απέναντι στην ξένη απειλή, ενώ αργότερα, η ελληνική ιδέα την αλεξανδρινή περίοδο γίνεται οικουμενική. Η υποταγή στη Ρώμη, στην Ανατολική Ρώμη του Βυζαντίου, όπως και αργότερα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, δεν έκανε τους Έλληνες που άλλοτε είναι Ρωμιοί άλλοτε Γραικοί να εξαφανιστούν. Χάνοντας και ξαναβρίσκοντας πάλι την ταυτότητά τους εμποτισμένη με νέα στοιχεία σε διάδοχες ιστορικές συνθήκες, προσαρμόστηκαν, επιβίωσαν και αντιστάθηκαν.
Ο κυρίαρχος πνευματικός πολιτισμός, ο τεράστιος όγκος της γραμματείας, τα ιδεολογικά ρεύματα, η γλώσσα που άλλες φορές ήταν πεδίο σύγκρουσης με την ιθύνουσα τάξη κι άλλες φορές ήταν στοιχείο συνοχής, η οικονομική δραστηριότητα που άλλες φορές ήταν πρωταγωνιστική κι άλλες φορές ένας απαραίτητος μοχλός ξένων ηγεμονιών ή κατοχών, η επίσημη θρησκεία που είχε την ελληνική γλώσσα ως έκφρασή της, οι εθνικές αντιστάσεις σε όλη την περίοδο φραγκοκρατίας και οθωμανικής κατάκτησης, η πρώιμη ταξική πάλη που αναδείκνυε νέες διαστρωματώσεις όπως και τα επαναστατικά ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης ήταν αυτά τα βασικά στοιχεία τα οποία έδωσαν, έστω και σε σύγκρουση μεταξύ τους, τη νέα «αντιφατική» ταυτότητα αυτού του λαού μέχρι και την επανάσταση του 1821. Αναφέρει ο Νίκος Σβορώνος στο ίδιο βιβλίο: «Η αντιστασιακή αυτή διαδικασία, με την πιο πλατιά σημασία του όρου, που περιέχει κάθε προσπάθεια διαφύλαξης της ιδιαίτερης προσωπικότητας ενός λαού, παίρνει διάφορες μορφές: από την απλή προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες με προοπτική τη διείσδυση στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς της κατάκτησης και τη μετατροπή τους σε όργανα εθνικής συντήρησης [...] και την ολοένα και περισσότερο ενεργό συμμετοχή στους οικονομικούς μηχανισμούς των κατακτητών [...], ως τη συνεχή παθητική ή ένοπλη αντίσταση [...] που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ’21».
Συνθέσεις
Αποφασιστικής σημασίας γεγονός είναι η αναπάντεχη σύμφυση μεταξύ δυο αντιθετικών ιδεολογικών ρευμάτων, της ελληνικότητας και του χριστιανισμού. Αυτή η νέα σύνθεση που διέλυσε και τα δυο σε ένα, συνθέτοντας σταδιακά την εικόνα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, αποτελεί ένα πρώτης σημασίας γεγονός που καθορίζει μέχρι και σήμερα την ελληνική ταυτότητα. Αργότερα, η συρρίκνωση της ανατολικής χριστιανικής αυτοκρατορίας τόσο από τη δυτική χριστιανική αποικιοκρατία που αποκτά τις πρώτες της ρίζες στην Ανατολή το 1204 όσο και από τον ανατολικό επεκτατισμό το 1071, έστρεψαν το ενδιαφέρον της εναπομείνασας αυτοκρατορίας προς ένα εθνικό κράτος με έντονες ελληνικές αναφορές και μάλιστα προς το λαϊκό πολιτισμό, της –σχετικά- μη ελεγχόμενης περιφέρειας. Είναι η περίοδος που, ενώ οι φυγόκεντρες τάσεις των δυνατών-γαιοκτημόνων σε συμμαχία με δυτικές δυνάμεις διαλύουν την αυτοκρατορία ευνοώντας τον κατακερματισμό, κάνει την εμφάνισή της μια τάξη εμπόρων και βιοτεχνών με μια σχετικά εθνική ιδεολογία-αναγέννηση. Ο νέος ελληνισμός κάνει την εκδήλωσή του σε συνθήκες απώλειας σημαντικών εδαφών.
Προσαρμογή, αντίσταση, επανάσταση
Μετά την κατάκτηση, η προσαρμογή στο νέο μιλέτι βοήθησε το ρωμιό να επιβιώσει σε ακόμα πιο δύσκολες συνθήκες, βοήθησε στο να εξεγείρεται συχνά προκαλώντας την προστασία της Δύσης ή αργότερα της ομόδοξης Ρωσίας, διαιρεμένος και ενωμένος, με ταξικές και ιδεολογικές αντιθέσεις. Η θολή ταξική διαστρωμάτωση, τα θολά ιδεολογικά ρεύματα σε ένα πλαίσιο διατήρησης της εθνικής ταυτότητας μέσω της θρησκευτικής αντιπαράθεσης τόσο με τον καθολικισμό όσο και με το Ισλάμ, προς το τέλος της τουρκοκρατίας τείνουν να ξεκαθαρίζουν. Βασικός δημιουργός της σύγχυσης αυτής είναι το Πατριαρχείο που αποτελεί τον επίσημο εκπρόσωπο γενικά των ορθοδόξων χριστιανών, με προνομιακό στοιχείο τους έλληνες, το οποίο βασίζει την πολιτική του σε μια τριπλή κατεύθυνση: ελληνική καταγωγή, χριστιανική πίστη, αυτοκρατορική ιδέα. Αυτό το τρίπτυχο που κυριάρχησε λόγω της θεσμικής ιδιότητας του Πατριαρχείου να στέκεται ως ενδιάμεσος ανάμεσα στην Πύλη και τους υπόδουλους Έλληνες και χριστιανούς, είτε στην ενιαία του αντίληψη είτε στις ξεχωριστές του πτυχές ήταν αυτό που μπροστά στην ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κρατιδίου εξέφρασε διχασμούς και δίπολα. Ούτως ή άλλως την περίοδο της κατάκτησης, στο πλαίσιο αυτής της συνοχής, έχουμε πλήρη απουσία καθαρών γραμμών στην ταξική διαστρωμάτωση όσο και σε συναρτώμενες ιδεολογίες όπως αναφέρει ο Σβορώνος. Παρ’ όλα αυτά και παρ’ όλες τις αντιφάσεις που τη διατρέχουν, η Εκκλησία είναι ο επίσημος φορέας που διασώζει την ταυτότητα του γένους και αποτελεί το βασικό καταφύγιο ενώ επιφανή μέλη της πρωτοστατούν σε εξεγέρσεις. Διχασμοί και δίπολα που κατά καιρούς κορυφώνουν εντάσεις και αφορούν στην πίστη αλλά και την τακτική απέναντι στον κατακτητή δεν είναι ικανά να αναχαιτίσουν μια συνέχεια που αφορά τη διάσωση της γλώσσας, τη συνείδηση της ιστορίας και της γεωγραφικής έκτασης που αυτή έχει, την προσπάθεια για την εκπαίδευση που ενίοτε αποκτά εκσυγχρονιστικές τάσεις όπως και τη διατήρηση της συλλογικής ταυτότητας των Ελλήνων.
Ανάμεσα στην ιθύνουσα τάξη που αποτελείται από το Πατριαρχείο-Φαναριώτες-πρόκριτους-αργότερα εφοπλιστές και την κατώτερη τάξη που αποτελείται από τους κλεφταρματωλούς και τους πληβείους ραγιάδες ξεκινά την ιδρυτική της πράξη η ενδιάμεση τάξη των εμπόρων βιοτεχνών. Αυτή, από το ξεκίνημά της μέχρι και τις εν εξελίξει διατυπώσεις της, συναντά εμπόδια στην παραγωγική ανάπτυξη, εμπόδια για τα οποία ευθύνονται τόσο η επιρροή της Αγγλικής και Γαλλικής αποικιοκρατίας όσο και η ίδια την Πύλη που αρνείται την ενίσχυση μιας -ελληνικής προέλευσης- παραγωγικής και εμπορικής τάξης, γεγονός που μετατρέπει την Αυτοκρατορία σε οικονομική αποικία της Δύσης. Συνεπώς είναι μια τάξη η οποία ενώ συμβάλει, σε όλες τις πτυχές, στην πνευματική ανάπτυξη του γένους και στο δικό του διαφωτισμό, γίνεται ο αναπόσπαστος μεταπρατικός κρίκος της μεταφοράς της παραγωγής, πρωτογενούς και δευτερογενούς, από τα εδάφη της αυτοκρατορίας προς τη Δύση και διευκόλυνσης της διεύρυνσης των αγορών της, αντίστροφα, όπως στο έργο του έχει αναλύσεις με ενάργεια και τεκμηρίωση ο Νίκος Ψυρούκης. Έτσι, ο εμφύλιος πόλεμος για τη διεκδίκηση της εξουσίας στην επαναστατημένη Ελλάδα από την οποία μένει εκτός επικράτειας το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών χωρών, τονίζει τόσο την αδυναμία διατύπωσης προγράμματος από πλευράς Φιλικής Εταιρίας όσο και την αδύνατη εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου προγράμματος από πλευράς οργανώσεων του Ρήγα Βελεστινλή στο να εμπεδωθεί ένα όραμα για μια ανεξάρτητη πολυεθνική και πολυθρησκευτική δημοκρατία στη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που μέσα σε αυτήν θα είχαν θέση και οι τούρκοι των κατωτέρων στρωμάτων.
Ιδεολογικές τάσεις και κοινωνικά στρώματα συγκρούονται, δίχως να αντιστοιχούν οι μεν στα δε, όπως εμφατικά υπογραμμίζει ο Σβορώνος,με την παράλληλη ανάπτυξη της επιρροής των μεγάλων δυνάμεων που εγκαθίστανται στο εσωτερικό του κρατιδίου. Αυτές κανονίζουν για τις πολιτικές στρατιωτικές και οικονομικές επιλογές του και φτάνουν μέχρι και στην απόδοση εγγυήσεων για την ύπαρξή του εξαρτώντας το μέσω δανείων και πολεμικών περιπλοκών για την εδαφική του επέκταση, σε μια διελκυστίνδα για το μέλλον της Αυτοκρατορίας, στον μεταξύ τους ανταγωνισμό για την ξεχωριστή ή συνεργατική τους εδραίωση στον ευρύτερο ιστορικό χώρο της Μεσογείου-Βαλκανίων-Μέσης Ανατολής. Αυτή η κατάσταση περίπου διατρέχει μέχρι και σήμερα τον ελληνισμό, του οποίου η ύπαρξη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κηδεμονευόμενη ύπαρξης και δραστηριότητα της άρχουσας τάξης και του είδους και ποσοστού συμμετοχής της στη διεθνή αγορά, καθώς και από τη συμμετοχή της στους διεθνείς πολιτικοστρατιωτικούς οργανισμούς της Δύσης. Η εγχώρια κυρίαρχη κατάσταση εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από τις διεθνείς επιλογές για την επέκταση των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών συμφερόντων τους σε ένα πλαίσιο σταθερότητας ή ρευστότητας στους διεθνείς οργανισμούς που ελέγχουν. Από κει οι διεθνείς συμφωνίες για την ύπαρξη της χώρας, από κει και οι συμμετοχές σε πολέμους, συρράξεις ή εντάσεις. Από εκεί οι Διεθνείς Οικονομικοί Έλεγχοι, τα μνημόνια και οι επεμβάσεις. Από εκεί και η διαχρονική αντίσταση για τη διατήρηση της ταυτότητας όπως και η αντίληψη του λαού πως «όλοι μας πουλάνε».
Ή ήττα του γένους και η επικράτηση του έθνους κράτους
Βεβαίως από το 1821 μέχρι και το 1922, από το 1922 μέχρι και την αντίσταση του 1940-45, από κει μέχρι και το 1974 και τέλος στον ατέρμονο κύκλο της μεταπολίτευσης έχουν διαπιστωθεί σοβαρές αλλαγές που αφορούν το είναι και το φαίνεσθαι αυτού του λαού. Αλλά ο πυρήνας αυτής της εξάρτησης που αφορά πολυδιάστατες εξελίξεις στην πορεία της, παραμένει ως τέτοιος εφόσον η επιβίωσή του ελληνικού λαού -σε γενικές γραμμές- ταυτίζεται τόσο με το μεγαλύτερο βάθεμα της εξάρτησης από τους διεθνείς οργανισμούς όσο και με τις απελευθερωτικές διεργασίες. Από την Ελλάδα του Σπερχειού μέχρι την Ελλάδα των «δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών» συναντάμε τη σύγκρουση ανάμεσα στο έθνος και στο κράτος, ανάμεσα στο λαό και στην άρχουσα τάξη, ανάμεσα στον πόθο για την απελευθέρωση των ελληνικών χωρών και τις επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων που επικουρούνται από τμήματα της εγχωρίας ιθύνουσας τάξης, που επιθυμούν να χρησιμοποιούν το ημιανεξάρτητο ελληνικό κράτος ως μοχλό στις αποικιοκρατικές τους στοχεύσεις.
Μεγάλες ιδέες
Ανάμεσα στην πρώτη περίοδο από το 1821 μέχρι και το 1922, ουσιαστικά, κυριάρχησε ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων καθώς και η πιο ισχυρή επίδραση αυτής της ιδεολογικής σύγχυσης που εκφράστηκε στη «Μεγάλη Ιδέα», η οποία από τα πρώτα χρόνια του Καποδίστρια αποτελεί ένα βαρύνον στόχο. Εν τούτοις στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να κατευναστεί η δυσαρέσκεια από τις σοβαρότατες κοινωνικές ανισότητες, με την παράλληλη ανάπτυξη των άλλων εθνικών «Μεγάλων Ιδεών» που ήρθαν σε συνέργεια αλλά και σε σύγκρουση στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο παραδοσιακός υπαρκτός κοινοτισμός, χωρίς σαφείς ιδεολογικές αναφορές αλλά με μια διακριτή παρουσία την περίοδο της κατάκτησης, στην οικονομία, στο δίκαιο και στην πολιτική, είναι αυτός που δίνει τη θέση του στο συγκεντρωτικό κράτος. Λόγω αυτής της ιδεολογικής θολούρας αλλά και της έλλειψης διακριτών ταξικών γραμμών, οι αντιθέσεις με το συγκεντρωτικό κράτος άλλες φορές είναι ενδείξεις μιας υγιούς αυτοδιοίκησης κι άλλες φορές εκφράζουν τις τοπικές ιθύνουσες τάξεις όπως φάνηκε με τραγικό τρόπο στη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη. Το κράτος την περίοδο του Όθωνα καταστέλλει κάθε προσπάθεια εξεγέρσεων οι οποίες παραπέμπουν σε μια αχλή ιδεολογημάτων και ταξικών αντιθέσεων. Η άρχουσα τάξη, ένα μείγμα ιθυνόντων στρωμάτων, είναι απόλυτα υποταγμένη στην παρασιτική της, μεταπρατικής της φύση και θέση, δημιουργώντας ένα κράτος όπου οι Έλληνες απουσιάζουν-όλα όμως με το νι και με το σίγμα του ευρωπαϊκού νεωτερισμού. Ο διχασμός που οδήγησε σε σοβαρή κρίση την Ελλάδα, οι κυβιστήσεις των πρωταγωνιστικών του επιτελείων έδωσε μια ακόμα σπρωξιά στη μεγαλοϊδεατική ιδεολογία η οποία συγχωνεύτηκε με την αγγλογαλλική στόχευση που ήθελε να διατηρήσει το οθωμανικό της εξάρτημα ενάντια στη μεταρρύθμιση του Κεμάλ. Οι γενοκτονίες και το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας», με κατεστραμμένο οριστικά τον ανατολικό πνεύμονα της Μικράς Ασίας, περιόρισαν την Ελλάδα στην οριστική της μορφή ριζώνοντας ακόμα περισσότερο την εξάρτηση ενισχύοντας το πρότυπο της πολιτικής υποτέλειας στο εσωτερικό της χώρας εδραιώνοντας τον προσανατολισμό αυτόν. Η εμφάνιση του στρατού ως ρυθμιστή της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής είναι ένα νέο φαινόμενο που θα απασχολήσει για δεκαετίες μετά το 1909 όπως και η επιβολή της ξένης μοναρχίας ως ύψιστης αρχής του κράτους.
Η εμφάνιση του στρατού και της εργατικής τάξης
Η σύνδεση του στρατιωτικού παράγοντα και της μοναρχίας, συνεργατικά μεταξύ τους ή αντιθετικά, ήταν αυτή που σταθεροποιήθηκε μέχρι και τον πόλεμο του ’40, περίοδο όπου διαμορφώνονται νέες ιδεολογικές τάσεις: απ’ τη μια της αριστεράς κι από την άλλη του φασισμού, ενός φαινομένου που αποκτά μαζικές διαστάσεις στην Ευρώπη ενώ στην Ελλάδα είναι ένα μειοψηφικό φαινόμενο σε μια περίοδο πολιτικής αποσταθεροποίησης που υποστηρίζεται πολιτικά από την Αγγλία για γεωπολιτικούς και οικονομικούς χειρισμούς στην ευρύτερη περιοχή. Κι ενώ η μονόπλευρη προσκόλληση με την Αγγλία και τη Γαλλία απέδωσε τα μέγιστα με τον υπερδιπλασιασμό του εδάφους της χώρας στους βαλκανικούς και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το πλαίσιο ώσμωσης των ιδεολογιών που προέρχονται από τα ιθύνοντα στρώματα και το στρατό αποβαίνει σε ένα συγκυρίαρχο δίπολο της μεταξικής-μοναρχικής διακυβέρνησης. Δίπολο που ωστόσο οφείλεται στην χρήσιμη μεν δικτατορία για την Αγγλία αλλά και στην ιδεολογική εφαρμογή των συναντιλήψεων του Άξονα. Στην ίδια περίοδο επιχειρείται μια σταθερότητα στην περιοχή: οι διαβαλκανικές συμφωνίες, η ελληνοτουρκική προσέγγιση και μάλιστα σε σημείο που η εξέγερση των Ελλήνων της Κύπρου το 1931 κατά της αγγλοκρατίας να αποδοκιμάζεται από το ελλαδικό κράτος στο όνομα της εξάρτησης από την Αγγλία. Απέναντι σε όλα αυτά μια νέα δύναμη ανθρώπων, μια νέα δυναμική, εμποτισμένη σθεναρά με τα εν δυνάμει αποκρυσταλλωμένα πρότυπα της ανάπτυξης των μαρξιστικών αντιλήψεων σε άλλες χώρες και με άλλο εκτόπισμα, διαφάνηκε στον ορίζοντα δημιουργώντας νέα πρότυπα για τη ζωή, την κοινωνική οργάνωση και τον αγώνα για την ισότητα. Την περίοδο αυτή έχει σταθεροποιηθεί η επικράτεια της Σοβιετικής Ένωσης και αποτελεί το σχεδόν υποχρεωτικό πρότυπο του επαναστατικού κινήματος σε όλο τον κόσμο μέσω της κομουνιστικής Διεθνούς. Στην Ελλάδα το όραμα για τη Βαλκανική Ομοσπονδία φέρνει μπροστά το μακεδονικό ζήτημα το οποίο γίνεται η κατ’ εξοχήν αιτία και αφορμή καταστολής του εγχώριου κομουνιστικού κινήματος, που σ’ ένα διακριτό βαθμό επηρεάζει εργατικά, αγροτικά στρώματα αλλά και διανοούμενους. Η μετατόπιση όμως του ΚΚΕ επί του ζητήματος, αργότερα, θα επηρεάσει δραστικά τις εξελίξεις μέσα στην κατοχή.
Νέες συνθέσεις στον πόλεμο
Έτσι με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, απόρροια κατευθύνσεων των δυνάμεων του άξονα και νομής της κυριαρχίας στην Ευρώπη, σε μια πολεμική αναμέτρηση με τη συμμαχία στην οποία εντάχθηκαν με τους δικούς τους όρους τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΣΣΔ, έχουμε την επανεμφάνιση του λαϊκού παράγοντα που δίνει αποφασιστικές μάχες δίπλα στον ελληνικό στρατό, ένα στρατό που απλά είναι ο λαός ντυμένος στρατιωτικά και μόνος του, χωρίς σοβαρό σχέδιο, υποδομές και υποστήριξη. Η διπολική σχέση του καθεστώτος το οποίο υπονόμευσε όλον αυτό τον αγώνα που είχε υπό την εποπτεία του, ήταν καταστροφική ως προς την έκβασή του, παρ’ όλες τις νίκες που αναπτέρωσαν το ηθικό των λαών της Ευρώπης και καταρρακώνοντας ηθικά τον Άξονα. Η συμβολική και καθόλου ουσιαστική ενίσχυση εκ μέρους της Αγγλίας, η διάψευση των προσδοκιών για τη μεσολάβηση της χιτλερικής Γερμανίας, η αποχώρηση των επιτελικών του καθεστώτος μαζί με τα αποθέματα χρυσού και η εγκατάστασή τους στην αγγλική διοίκηση στην Αίγυπτο και η συνεργασία ενός μέρους της άρχουσας τάξης με τις αρχές κατοχής έστρεψε τους ηττημένους νικητές του αλβανικού μετώπου και των οχυρών του Ρούπελ προς το ριζοσπαστισμό. Σ’ αυτό το κενό η Εθνική Αλληλεγγύη, το ΕΕΑΜ, το ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ, ο ΕΛΑΣ καθώς και μια σειρά δομών προσκείμενων περισσότερο ή λιγότερο, που αντανακλούσαν στο φρόνημα ενός λαού που πραγματοποίησε άθλους ενώ υπέστη τα πάνδεινα, ξεκινούν μια επαναστατική αλλαγή σε όλα –κυριολεκτικά- τα επίπεδα της καθημερινής ζωής και των θεσμών της παράλληλα με τον πατριωτικό αγώνα. Μια «παράταιρη» επανάσταση, χωρίς μανιφέστο, χωρίς τη βασική αντίθεση προλεταριάτου-αστικής τάξης περιγράφεται από το μεγαλύτερό της εχθρό, τον Κρις Γουνταχάουζ: «…To EAM αποκτώντας τον έλεγχο σε όλη σχεδόν την ύπαιθρο, εκτός από τις βασικές συγκοινωνιακές αρτηρίες που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί, πρόσφερε στους αγρότες άγνωστες έως τότε δυνατότητες. Ποτέ έως τότε, ή ακόμη και μετά την απελευθέρωση δεν ήταν τόσο ικανοποιητικά τα μέσα επικοινωνίας –τηλέφωνο ασύρματος- στις ορεινές περιοχές. Το ΕΑΜ επισκεύασε και χρησιμοποιούσε τους αυτοκινητόδρομους… Τα αγαθά του πολιτισμού έφτασαν για πρώτη φορά στα βουνά. Άρχισαν να λειτουργούν τα σχολεία, η τοπική διοίκηση, τα δικαστήρια και οι κοινωνικές υπηρεσίες που είχαν κλείσει με την έναρξη του πολέμου. Για πρώτη φορά άρχισαν να λειτουργούν θέατρα, εργοστάσια και να πραγματοποιούνται συνελεύσεις. Η κοινωνική ζωή οργανώθηκε καταργώντας τον παραδοσιακό ατομικισμό του Έλληνα αγρότη: Η ΕΠΟΝ προσηλύτισε το παιδί του, η ΕΑ επίταξε την κλώσα του, το ΕΛΑΝ επίταξε το καΐκι του. Προχωρώντας μπροστά από τις μικρότερες οργανώσεις το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έβαζε τις βάσεις ενός οργανωμένου κράτους στα ελληνικά βουνά πράγμα που είχαν παραλείψει οι ελληνικές κυβερνήσεις…». Ένας άλλος πολιτισμός γεννήθηκε, μεγαλούργησε και πραγματοποίησε γεγονότα που συνέβησαν για πρώτη φορά σε μια μικρή κατεχόμενη χώρα στην κατεχόμενη Ευρώπη με αφορμή και αιτία ένα δίκαιο πατριωτικό αγώνα. Πατριωτικό για την άμυνα κατά της τριπλής ή τετραπλής κατοχής -αν συνυπολογίσουμε τη μουσουλμανοτσάμικη καταδυνάστευση στην Ήπειρο- και διεθνιστικό ως προς την πολύ δύσκολη προοπτική συνεργασίας με άλλες πατριωτικές δράσεις στη Γιουγκοσλαβία και στην Αλβανία ή και με άλλες μικρότερες αντιστάσεις όπως στη Βουλγαρία. Εκεί και τότε ολοκληρώνεται η επανάσταση του 1821, εκεί και τότε πραγματοποιείται η μεγάλη σύνθεση του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα, της εθνικής ανεξαρτησίας με το διεθνισμό.
Ο ίδιος ο λαός, που είναι σε έναν επαναστατικό αναβρασμό, είναι αυτός που βαθμιαία εκχωρεί την οργάνωσή του, που ο ίδιος την επιτηρεί μέσα σε ‘’αυθόρμητες’’ συλλογικές διαδικασίες, στην εποπτεία μιας ιεραρχίας στην πολιτική και στην άμυνα. Η εν τέλει υποτελής σχέση της ηγεσίας αυτής με τον αγγλικό παράγοντα (κάτω από τις σοβιετικές οδηγίες) στο πλαίσιο μιας επιτυχημένης σε μεγάλο βαθμό στρατιωτικής συνέργειας η οποία κατόρθωσε αξιοθαύμαστα αποτελέσματα διεθνούς σημασίας για την αντιμετώπιση και την ήττα του Άξονα, θα συμπληρώσει την καταστροφική αντίληψη της εκχώρησης της εξουσίας σε έναν ηγετικό πυρήνα. Η καταστροφή γίνεται ακόμα πιο μεγάλη αφού ο αγγλικός παράγοντας έχοντας εξασφαλίσει τα μεσογειακά νώτα του για τον έλεγχο της Ελλάδας-σταυροδρόμι κι αφού έχει πληρώσει πολύ μεγάλο τίμημα με την παραχώρηση των βαλτικών χωρών στην ΕΣΣΔ, όπως αναφέρεται ρητά ο «πατέρας της Νίκης», Ουίνστον Τσόρτσιλ, συμπράττει με όλους τους αξιοκατάκριτους εχθρούς του ΕΑΜ: αντικομουνιστές που φτάνουν να συνεργούν με τους Γερμανούς, με τους φασίστες και τυχοδιώκτες των ταγμάτων ασφαλείας, με την κυβέρνηση των δοσίλογων κι ακόμα με ανθρώπους της Γερμανικής κατοχής.
Η διαδοχική αυτή εκχώρηση των εξουσιών, από τις ‘’αυθόρμητες’’ δομές προς το στο κόμμα και στην ηγεσία του κι από το κόμμα προς τους Άγγλους για τον έλεγχο των κινήσεων της αντίστασης, μιας πολιτικής ανεξαρτησίας που κερδήθηκε με αίμα και αγώνα, όπου η μια εξίσωση οδηγεί και στην επόμενη, κι όλες μαζί αντιστοιχούν στην καταστροφή, είχε (πιθανώς) ως αποτέλεσμα να διαρραγεί και κάθε δυνατότητα ενός βαλκανικού μετώπου-όχι χωρίς προβλήματα λόγω εθνικών ζητημάτων και κυρίως του μακεδονικού και του βορειοηπειρωτικού αλλά -πιθανώς- ισχυρού παράγοντα αναχαίτισης των ιμπεριαλιστικών εφαρμογών που ακολούθησαν. Η συνεχιζόμενη αγγλική ενίσχυση όλου του αντικομουνιστικού πόλου στον οποίο εντάσσεται και ο εναπομείνας αντιμοναρχικός-φιλελεύθερος πόλος, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Μέση Ανατολή, συνετέλεσε αποφασιστικά, δίπλα και σε λάθη τακτικής από πλευράς του ΕΑΜ, στη διάσταση, στη διάσπαση, στο διχασμό και εν τέλει σε πρώιμα δείγματα ενός εμφυλίου. Οι διεθνείς διμερείς και τριμερείς συμφωνίες (Τεχεράνη, Μόσχα κλπ.) είχαν ήδη προκρίνει περίπου την προοπτική μετά την έκβαση του πολέμου. Το ανερμάτιστο επιτελείο της αντίστασης έκανε τα πιο καταστροφικά λάθη. Αλλά είπαμε, το ίδιο το λαϊκό κίνημα του έδωσε την πλήρη εξουσιοδότηση να υπονομεύσει τον ίδιο του τον εαυτό. Οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας έστρωσαν το δρόμο για τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Ηττημένοι νικητές
Η ήττα στα Δεκεμβριανά, ως αποτέλεσμα μιας σειράς ενεργειών της ηγεσίας που εκχωρούσε πλέον πολιτικά και στρατιωτικά τη δύναμή της στους εχθρούς της, ήταν το αποτέλεσμα των εγγενών ζητημάτων που αφορούν το έλλειμμα της δημοκρατίας και της τελικής επικράτησης μιας πολιτικής κάστας που στο όνομα του ριζοσπαστισμού ενέδιδε στο συμβιβασμό-ο Ψυρούκης στην «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας» έχει περιγράψει το φαινόμενο της εισβολής του αστισμού μέσα στις τάξεις της ηγεσίας των επαναστατών. Η έλλειψη στοιχειώδους πολεμικού σχεδιασμού όταν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ είχε στα χέρια του την ελλαδική επικράτεια, η παράδοση όπλων χωρίς εγγυήσεις στη συμφωνία της Βάρκιζας από την οποία σώθηκε μόνο το ίδιο το επιτελείο και στη συνέχεια ο εμφύλιος πόλεμος, ήταν συνέπεια των αποτελεσμάτων αυτής της σημαντικής υποχώρησης. Η αγγλική αποικιοκρατία εκδηλώνοντας αδυναμία ελέγχου έδωσε τη θέση της στις ΗΠΑ κι έτσι το δόγμα Τρούμαν ως ένα ενιαίο αντικομουνιστικό δόγμα, που έμελλε με παραλλαγές να κυριαρχήσει σε όλον τον κόσμο, ώθησε ανοιχτά την αμερικανική επέμβαση σε μια νέου τύπου κατοχή της χώρας επενδύοντας, μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: στην κοινή αντισοβιετική, ελληνοτουρκική φιλία. Ήταν η ταφόπλακα μιας σπουδαίας επανάστασης που δημιούργησε μέσα στις στάχτες τον πολιτισμό της ισότητας, της αλληλεγγύης, της μόρφωσης, της δικαιοσύνης, μιας εθνικής επανάστασης που πραγματοποίησε την πιο σημαντική αντίσταση και δέχτηκε τα ισχυρότερα πλήγματα από τους κατακτητές πανευρωπαϊκά. Αυτή δέχτηκε και το πρώτο πλήγμα του ψυχρού πολέμου. Οι βόμβες ναπάλμ και η κατάληψη του υψώματος Κάμενικ πιστοποίησαν την ήττα του λαϊκού κινήματος των Ελλήνων που μέσα στην κατοχή κέρδισαν με τον αγώνα τους μια άλλη ταυτότητα. Μια ήττα που ξεκίνησε από την εκχώρηση των λαϊκών εξουσιών σε μια ηγετική ομάδα. Ο Άρης Βελουχιώτης, το σύμβολο αυτού του αγώνα, αυτής της επαναστατικής σύνθεσης που έλαβε χώρα σχεδόν σε όλη την κατεχόμενη Ελλάδα, με την αυτοκτονία του είχε ήδη δώσει και το συμβολικό τέλος της.
Στη συνέχεια, οι ανελέητες διώξεις, εκτελέσεις, σκευωρίες, εξορίες, δείγμα των οποίων ήδη είχε διαφανεί από τη μεταβαρκιζιανή κατάσταση, η διάλυση όλου του αγωνιστικού, παραγωγικού, μορφωτικού ιστού της Ελλάδας, η προσφυγιά χιλιάδων αγωνιστών, συνοδεύτηκαν από σκληρή ταξική επίθεση καθώς και την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην στρατιωτική της υπαγωγή στις ΗΠΑ με την υποχρεωτική φιλία Ελλάδας-Τουρκίας εναντίον της ΕΣΣΔ. Η κυρίαρχη ιδεολογία, ο αντικομουνισμός, που τσάκιζε ακόμα και τις θεσμικές πλευρές μιας δημοκρατικής αντίθεσης στις επιλογές του καθεστώτος, η κυριαρχία του στρατού και των ένοπλων σωμάτων ασφαλείας απότοκων της πρωθύστερης σύμπραξης με τους συνεργάτες της κατοχής, η συστηματική συνωμοσία του ΙΔΕΑ που τσάκιζε κάθε ίχνος δημοκρατίας στο στρατό προετοιμάζοντας δυναμικές λύσεις, η υποκριτική στάση της επίσημης Εκκλησίας που δημιουργούσε πρότυπα μιας προτεσταντικής ηθικής καθώς και η καταστροφή συνοχής της αριστεράς παρέπεμπε σε μια χώρα κατ’ επίφαση δημοκρατική σύμφωνα με τα κυρίαρχα στερεότυπα. Από τους Σκόμπι στους Αμερικανούς Πιουριφόι, το παλάτι, η δεξιά, και μια μικρή ολιγαρχία που λεηλατούσε τα χρήματα του δημοσίου και του σχεδίου Μάρσαλ, έστησαν μια «δημοκρατική» δικτατορία-συνήθως με ενίσχυση των χρήσιμων κεντρώων, μια βιομηχανία παραγωγής αντικομουνιστικών διώξεων και οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής υποτέλειας της χώρας. Αυτή τη νέα σταθερότητα, παράλληλα με τη συνεργασία Ελλάδας-Τουρκίας ως άμυνας κατά του κομμουνισμού, μιας Τουρκίας που παίζοντας με όλα τα ηγεμονικά άλογα της εποχής του πολέμου εποφθαλμιούσε τη συγκυριαρχία στο Αιγαίο μαζί με μερικά νησιά και η οποία λίγο πριν τη οριστική λήξη του πολέμου τάχθηκε με το μέρος των συμμάχων, ξεκίνησε να διασαλεύει το κυπριακό ζήτημα με την προτροπή του αγγλικού παράγοντα.
Κύπρος
Ο πόθος των ελλήνων της Κύπρου, που ήταν η συντριπτική πλειοψηφία στο νησί, για την ένωση με την Ελλάδα ξεκίνησε να εκφράζεται επίσημα μέσω της πανίσχυρης αυτοκέφαλης αρχιεπισκοπής-εθναρχίας. Οι έλληνες της Κύπρου, παρ’ όλη τη σφαγή του 1821 απ’ τους τούρκους, σε κάθε περίσταση αναμέτρησης για την απελευθέρωση των ελληνικών χωρών, πολέμησαν παντού. Στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο κατά του Άξονα ακόμα και μετά από μια επονείδιστη και τρομοκρατική παλμεροκρατία που ήταν η τιμωρία για την εξέγερση των οκτωβριανών του 1931, οι κύπριοι πολέμησαν κατά χιλιάδες με το μέρος της αντιφασιστικής συμμαχίας για την αυτοδιάθεση ως ανταμοιβή. Το αίτημα της αυτοδιάθεσης μετά από ένα παγκύπριο δημοψήφισμα με συντριπτικό αποτέλεσμα υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα (ακόμα και τ/κ είχαν υπογράψει), έφερε σε πολύ δύσκολη θέση συνολικά το ελλαδικό πολιτικό σύστημα αφού η υποστήριξη σ’ αυτό σήμαινε διάρρηξη των σχέσεων με την ηγεμονική Αγγλία που δεν έπαψε ποτέ να έχει σημαντική δύναμη στη Μεσόγειο. Όμως έγινε το ‘’διαβατήριο’’ της ελλαδικής αριστεράς να ορθοποδήσει μέσα στην κοινωνία, για να ξαναβγεί στους δρόμους υπερασπιζόμενη την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Από τότε μέχρι και το 1974 το κυπριακό, για μια 20ετία, είναι το ζήτημα που λειτουργεί ως θρυαλλίδα του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Είναι «η συμπυκνωμένη έκφραση του προβλήματος της ξενοκρατίας σ’ ολόκληρο τον ελληνικό εθνικό χώρο» που θα έλεγε ο αγνοημένος μας μαρξιστής ιστορικός Νίκος Ψυρούκης. Από τότε μέχρι και σήμερα, για μια 60ετία, το κυπριακό σε πρώτη ή σε δεύτερη προτεραιότητα είναι ζήτημα το οποίο τονίζει, όσο κανένα άλλο, το πρότυπο της διπλοπρόσωπης πολιτικής όλων των κυβερνήσεων: πατριωτική ρητορεία και υποτέλεια τους διεθνείς μηχανισμούς που επιδιώκουν με τον α ή τον β τρόπο τη διχοτόμηση.
Ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας βρέθηκε στα χέρια της δεξιάς παράταξης ενώ το αριστερό ΑΚΕΛ, που με παλινωδίες, μεταπολεμικά, ξαναβρέθηκε στο στρατόπεδο του ενωτικού αγώνα, πέρασε στο περιθώριο της εξεγερμένης ζωής μετά από μια σημαντική περίοδο ταξικών αγώνων ε/κ και τ/κ, μη έχοντας πρόγραμμα και σχέδιο που να συνέδεε τον εθνικό με τον ταξικό αγώνα, αν και κάποια μέλη ή στελέχη του εντάχθηκαν στην ΕΟΚΑ. Σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα από το 1955 μέχρι και το 1960 που η Κύπρος κερδίζει μια νόθα ανεξαρτησία με ένα σύνταγμα που δεν μπορεί να αναθεωρηθεί, με μια διοίκηση που εξαρτάται από το βέτο των εκπροσώπων της τ/κ μειονότητας, με ξεχωριστές διοικήσεις στους δήμους και που η ασφάλειά της εξαρτάται από τη μονομερή ανάληψη ευθύνης από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της Αγγλίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας, η ελλαδική αριστερά βρίσκεται στους δρόμους για την ελευθερία των Κυπρίων. Το ελλαδικό κράτος υποταγμένο σε ένα διακανονισμό που του επιβάλλει να συνεργάζεται με την Τουρκία και παράλληλα να εντάσσει το ίδιο το νησί στη στρατηγική συμμαχία της Δύσης, εν μέσω ανταγωνισμών Αγγλίας και ΗΠΑ στο ζωτικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου –με κορυφαίο το ζήτημα της διώρυγας του Σουέζ- ουσιαστικά αφήνει ανεμπόδιστη την Τουρκία στο να γίνει συνδιαχειριστής της κρίσης εντάσσοντάς την όλο και πιο πολύ στους σχεδιασμούς. Τα τραγικά γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1955 στην Πόλη εν όψει της τριμερούς στο Λονδίνο ακολουθήθηκαν από τα γεγονότα της τουρκικής ΤΜΤ και των τ/κ επικουρικών που βοήθησαν τους Εγγλέζους στην καταστολή του αγώνα της ΕΟΚΑ. Μετά από ένα λαμπρό αγώνα, με απεργίες, με συλλαλητήρια μαθητών, με βασανιστήρια χιλιάδων αγωνιστών, με φυλακίσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, με δεκάδες εκτελέσεις και δολοφονίες, αγώνες δηλαδή που πήρε μέρος σχεδόν όλη η κοινωνία της Κύπρου μαζί με τους 200 περίπου οπλοφόρους της ΕΟΚΑ, η Κύπρος μπήκε σε μια νέα τροχιά όλο και πιο τραγικών εξελίξεων.
Μέχρι και τα γεγονότα του 1963-64, όπου η Τουρκία προκαλεί, με την ανοχή των ΗΠΑ, της Αγγλίας και του ελεγχόμενου ΟΗΕ, την πρώτη διχοτόμηση σε καίριους θύλακες, επί της σημερινής πράσινης γραμμής, η Ελλάδα βρίσκεται σε διαπραγμάτευση για την εξέλιξη του σχεδίου διχοτόμησης τέτοιου που να ικανοποιεί την άρχουσα τάξη που ως μοχλός συμφερόντων του ιμπεριαλισμού, θα αναβάθμιζε τη θέση της σε μια ειρήνευση με την Τουρκία, κι από την άλλη θα κατέστειλε κάθε τάση ανεξαρτησίας μέσα στον ελλαδικό χώρο. Δεν υπήρξε όμως μια συγκροτημένη πολιτική στρατηγική που θα μπορούσε να έχει μια ενιαία στάση στο ζήτημα αυτό. Η ρευστότητα στην πολιτική είχε το αντίστοιχό της αποτέλεσμα στο μεγάλο αυτό ζήτημα. Αντίθετα, η Τουρκία με το σχεδιασμό Νιχάτ Ερίμ, ήδη από το 1956 είχε χαράξει μια συγκροτημένη πολιτική που προχωρούσε με βάση τη διχοτόμηση και με την απειλή της πλήρους κατάληψης του νησιού έχοντας διασφαλίσει τα διπλωματικά της νώτα και τη στρατιωτική της αναβάθμιση. Το σχέδιο Άτσεσον, για του οποίου τις εκδοχές διαπραγματεύτηκαν τόσο οι εκλεγμένες κυβερνήσεις όσο και η χούντα, ουσιαστικά πραγματοποιήθηκε με την στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα μεταξύ 1960-1974 ο ΙΔΕΑ, οργάνωση αξιωματικών του οποίου ο πρώτος πυρήνας ιδρύθηκε στη Μέση Ανατολή μετά την καταστολή του κινήματος του Ναυτικού το ‘44, ως παρακράτος μέσα στο στρατό και η χούντα ως η πολιτική του κυβερνητική απόληξη, κατάφεραν να καταστείλουν το δημοκρατικό φρόνημα του ελληνικού λαού ο οποίος από το 1964 ξεκίνησε να διαμορφώνει μια νέα ταυτότητα. Ισχυροί ταξικοί αγώνες, αγώνες για την αμνηστία και τις πολιτικές ελευθερίες, κοινωνικές κατακτήσεις των Λαμπράκηδων για την παραγνωρισμένη νεολαία και την παραγκωνισμένη γυναίκα, κίνημα ειρήνης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, μια νέα αναζήτηση της ελληνικότητας βασισμένης στην παράδοση και τη λαϊκή σκέψη που άσκησε επιρροή σε όλα τα πνευματικά, καλλιτεχνικά και αισθητικά πεδία μαζί με το αίτημα της αυτοδιάθεσης της Κύπρου, δημιούργησαν ένα συλλογικό υποκείμενο. Αυτό το υποκείμενο μπήκε στο γύψο στις 21/04/1967.
1967-1974 μεταπολίτευση και κυπριακό
Έτσι, το κυπριακό, για μια ακόμα φορά, δίπλα σε όλα τα ζητήματα που αφορούν το αίτημα για πλήρη ανεξαρτησία της Ελλάδας βρήκε στη σκηνή να πρωταγωνιστούν οι ανεξαρτησιακές τάσεις του Μακάριου που ήταν ο βασικός πολιτικός υπεύθυνος στην Κύπρο για τη διάψευση του ενωτικού κινήματος και ένα ιδιόμορφο ενωτικό μέτωπο το οποίο τον πολεμούσε στην αρχή πολιτικά και αργότερα με ένοπλο τρόπο. Οι χουντικοί, που χρησιμοποίησαν την ελληνικότητα στην πιο κακοποιημένη της μορφή μετά το Μεταξά, επιδίωξαν να προσαρμοστούν στο ρόλο των Αμερικανών προστατών τους πυροδοτώντας κρίσεις στην Κύπρο. Οι εξελίξεις στην Κύπρο βρήκαν την ελλαδική αριστερά ανέτοιμη μπροστά στην εκδήλωση του απριλιανού πραξικοπήματος. Πιάστηκε σαν σπουργίτης στην ξόβεργα. Συνεπώς η αντιστάσεις στην αρχή ήταν ελάχιστες και οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν αργότερα από μικρές παρέες, μικρές ομάδες, με συμβολικές ενέργειες κι αργότερα όλο και πιο δυναμικές. Αντιχουντικές στην αρχή, μέχρι που έφτασαν να θέτουν επαναστατικούς πολιτικούς στόχους. Μη έχοντας την επιτήρηση της κοινοβουλευτικής αριστεράς η οποία απαξιώθηκε στο εσωτερικό του αντιχουντικού κινήματος κι επηρεασμένες από διεθνή γεγονότα και ιδεολογικές ανακατατάξεις, από μετατοπίσεις στα κινήματα διεθνώς, από νέες αριστερές, επαναστατικές αντιλήψεις που τοποθετούσαν πλέον και τη ΕΣΣΔ ως ένα πόλο ιμπεριαλιστικό, δημιούργησαν ένα πολύ ενδιαφέρον κίνημα. Η εκ των πραγμάτων αυτοργάνωση, κυρίως φοιτητικών κύκλων αλλά και λίγων εργατικών συσπειρώσεων ή και διανοουμένων που προέρχονταν από ομάδες διαφωνούντων ή διαγραμμένων του Κόμματος από το παρελθόν, ξεχώρισαν ως ένα μη διαυγές αλλά ζωηρό και επικίνδυνο επαναστατικό υποκείμενο. Το νέο αυτό –κυρίως- φοιτητικό ρεύμα γεμάτο ζωντάνια που είχε και τη δυνατότητα να μετακινείται στην Ελλάδα μετέφερε τις νέες ιδέες παντού. Ήταν ικανό να δημιουργήσει δυο σοβαρά γεγονότα εναντίωσης στη χούντα, στη Νομική και στο Πολυτεχνείο όχι όμως τόσο ισχυρό που θα μπορούσε να αποτρέψει και τις εξελίξεις στο κυπριακό.
Έτσι η τακτική της χούντας μέχρι και το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, που επιθυμούσε την ανατροπή του Μακαρίου για να προχωρήσει σχέδια στα οποία η Τουρκία και οι ΗΠΑ υποτίθεται πως θα συμφωνούσαν, συναντήθηκε με την παράλληλη ανάπτυξη ενός άλλου ενωτικού κινήματος που επίσης ζητούσε την ανατροπή του Μακαρίου. Με στόχο να υπάρξει ομαλά η διχοτόμηση και η διπλή ένωση-μια εκδοχή του σχεδίου Άτσεσον, το πραξικόπημα του Ιωαννίδη βρήκε την Τουρκία έτοιμη, με πρόσχημα την προστασία των τ/κ, να επεμβαίνει μονομερώς για να προκαλέσει τετελεσμένα. Το ενωτικό κίνημα της ΕΟΚΑ β’, μη έχοντας οργανικές και πολιτικές σχέσεις με τη χούντα, αποδείχθηκε, μετά το θάνατο του αρχηγού της και μετά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του υπαρχηγού της Καρούσου, για μια πολιτική διέξοδο, ο χρήσιμος ηλίθιός της. Η ελλαδική μεταπολίτευση κατά συνέπεια ταυτίζεται με την κατοχή της Κύπρου η οποία πλέον περνά σε δεύτερη μοίρα από τη νέα στρατηγική του ελληνικού κράτους με την, για πολλούς παράγοντες, βολική τακτοποίηση του ζητήματος: «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα στηρίζει». Αυτή η υποκριτική πολιτική, μέσες-άκρες, είναι μέχρι τώρα το βασικό ελλαδικό κρατικό δόγμα.
Το τέλος του κινήμα

τος και ο νεοέλληνας
Το χαρακτηριστικό των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης ήταν ο ριζοσπαστισμός, η αυτοοργάνωση σχεδόν όλων των αγώνων. Εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες σε όλα τα επίπεδα είναι κύκνειο άσμα ενός λαού που, χωρίς λαϊκή-ριζοσπαστική οργάνωση και με μια αριστερά στη συντριπτική της πλειοψηφία, αφομοιωμένη ή αφομοιώσιμη, προσπαθεί να ορθοποδήσει. Από τότε ο δικομματισμός, μέχρι και την περίοδο της κρίσης όπου το πολιτικό σκηνικό ρευστοποιείται, πάλι σε αυτήν την κατεύθυνση, κανοναρχεί τις θελήσεις του λαού. Τραγικό είναι επίσης ότι μέσα σε σχεδόν μισό αιώνα σταθεροποίησης και γεωπολιτικής τακτοποίησης, ο Έλληνας άλλαξε δραματικά: ο ίδιος πέρασε σε έναν ανθρωπολογικό τύπο που εξυμνεί την κατανάλωση, την πολιτική υποτέλεια για ατομικό συμφέρον και τον εφησυχασμό σαν λύση απέναντι στο επαναστατικό αίτημα. Μικρά σπαράγματα αγώνων που προσέδωσαν κάποιες προσωρινές ταυτότητες δεν ήταν ικανά να έχουν προοπτική. Η άκρα αριστερά, η αυτονομία, οι ριζοσπαστικές κινήσεις, διασπασμένες και διαχωρισμένες μεταξύ τους, για πολλούς λόγους, στο τέλος της πρώτης επταετίας της μεταπολίτευσης εξέφρασαν την παρακμή τους. Το οριζόντιο κοινωνικό κίνημα που ονομάζει τον εαυτό του αναρχικό ή αντιεξουσιαστικό ή ελευθεριακό ή αυτόνομο, κυρίως νεολαιίστικο και φοιτητικό, που μπορεί να ορίζεται ως ένα κίνημα που εκφράζεται χωρίς δομές ή με προσπάθειες οριζόντιας δομής, εδώ και 40 περίπου χρόνια αδυνατεί να μεταδώσει ένα πρότυπο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης με αποτέλεσμα να καταστέλλεται περιθωριοποιημένο ή να εξωθείται στην αυτοκαταστροφή μέσα από δυναμικές ενέργειες χωρίς προοπτική.
Η μετέπειτα κατάσταση στην Ελλάδα του ’90, στο φόντο κοσμογονικών αλλαγών στον πλανήτη με πρώτη-πρώτη τη διάψευση του κρατικού σοσιαλιστικού οράματος, θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία. Όμως ο κατακερματισμός του κινήματος, οι ελλείψεις του σε βασικά θεωρητικά ζητήματα, το νεαρόν της ηλικίας του, η δυσανεξία του στην οργάνωση και στη σύνθεση, η βαθιά αδιαφορία ή άγνοιά του για την ελληνική ιδιαιτερότητα, η ταξική του προέλευση και η πλήρης αστικοποίησή του εμπόδισαν τη διάχυση μιας νέας επαναστατικής ιδέας στο λαό, μιας νέας συλλογικής δυνατότητας οργάνωσης σε οριζόντια βάση.
Οι πολιτικές δυνάμεις στη μεταπολίτευση κυριάρχησαν και συνεχίζουν να κυριαρχούν μεταλλαγμένες στο σήμερα. Η παρασιτική ανάπτυξη της οικονομίας, η διεύρυνση των υπαλληλικών στρωμάτων, η ανακατανομή του εισοδήματος που ευνόησε την άνθιση της κατανάλωσης στα κατώτερα λαϊκά και μεσαία στρώματα, η διαρκής υποσχεσιολογία της ιθύνουσας πολιτικής τάξης και η φιλολογική της αντιμετώπιση από την ενσωματωμένη αριστερά και τις αντιπολιτευτικές σ’ αυτήν παραφυάδες της, βοήθησαν στο βάθεμα της εξάρτησης από τους διεθνείς πολιτικούς-οικονομικούς και στρατιωτικούς μηχανισμούς. Έτσι από το «λεφτά υπάρχουν» του ΓΑΠ φτάσαμε στο «το μνημόνιο μας έφερε πιο κοντά στην χρεοκοπία» του Σαμαρά κι από κει στο «θα σκίσουμε τα μνημόνια» του Αλέξη ως επιτομή του κυρίαρχου ψέματος και της ευμενούς αποδοχής αυτών των υποσχέσεων. Η χρόνια χρηματοδότηση από την ΕΟΚ κι αργότερα την ΕΕ, οι δανειοδοτήσεις από τους ξένους μηχανισμούς, για τα μεγάλα έργα και τις δομικές αλλαγές στην οικονομία συναντήθηκαν με μια ευρύτατη συναίνεση στη διαφθορά, τη βόλεψη και την πολιτική ομηρία στους κομπογιαννίτες πολιτικούς του δικομματισμού. Ο αναπόδραστος ευρωκεντρισμός και οι έωλες στρατιωτικές συμμαχίες της εκπροσώπων της αστικής τάξης που στο όνομα των «ανοιχτών συνόρων» καλείται το ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, φτάνουν μέχρι την υποστήριξη του σιωνιστικού-τρομοκρατικού Ισραήλ κάνουν μια χώρα που κάποτε φάνταζε «πτωχή πλην τίμια» να άγεται και να φέρεται ως «τίμια πλην πτωχή». Φτάνουν σε μια προσπάθεια επίδειξης κατευνασμού του νέο-οθωμανικού θηρίου που έχει τα χέρια του στην Κύπρο, στη Συρία και στο Ιράκ, που απλώνεται στο Αιγαίο μέχρι και στη Λιβύη επιβάλλοντας τα σύνορα της «καρδιάς» του.
Διάψευση, το τέλος της μεταπολίτευσης;
Ακόμα και σήμερα μετά το αίτημα των πλατειών για «λεφτά χωρίς ΠΑΣΟΚ» και την είσπραξη σε «ένα ΠΑΣΟΚ χωρίς λεφτά» το 2015, το πολιτικό σύστημα παρ’ όλο που αμφισβητείται στη μορφή του, λειτουργεί και αποτελεί το πρότυπο για την κάθε δυσφορία ή απόκλιση. Την περίοδο αυτή μετά τη διάψευση της «πρώτης φοράς αριστερά» με την παράλληλη ανάπτυξη των εθνικών θεμάτων, ένα κενό βαθμιαία καλύπτεται από τις δεξιές δυνάμεις κι αυτή η κάλυψη έρχεται σε επαφή με μια διεθνή αναδίπλωση των λαϊκών ντόπιων στρωμάτων που έχουν καταστραφεί από την παγκοσμιοποίηση. Με τη δυναμική επιστροφή στις εθνικές ή εθνικιστικές αναφορές, σε όλο τον κόσμο, κάνουν πλέον την εμφάνισή τους πολιτικές συσσωματώσεις που δημαγωγούν εκθρέφοντας ένα Φρανκεστάιν-μιας «παθητικής» ή και σε κάποιες περιπτώσεις «ενεργητικής» «επανάστασης». Για την περίπτωση της Ελλάδας είναι το μεταναστευτικό «ζήτημα» που προκαλεί ανοιχτά η Τουρκία, το μακεδονικό ζήτημα, οι απειλές στο Αιγαίο και στην Κύπρο, δίπλα στην διαψευσμένη από την αριστερά φτωχολογιά που συνεγείρουν το πληβειακό κοινό, βορά και τροφή στους εθνομαστούρηδες πολιτικούς που κατασκευάζουν λίγκες του ελληνικού βορρά και μακεδονικά κόμματα. Αυτό περιγράφει η σημερινή διαδρομή μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης, ανάμεσα σε έναν παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό που εξαφανίζει τις εθνικές ιδιαιτερότητες ως επιζήμιες για την επέκτασή του κι από την άλλη σε ένα σοβινισμό-εθνικισμό-φασισμό που ανασύρει από την ιστορία επιλεκτικά την αίγλη των εθνικών ηγεμονιών.
Ταυτότητα-Κοινά
Ως λαός, ως συλλογικό υποκείμενο που θα θέλαμε να εκφράζεται από την πλειοψηφία των εργατικών, λαϊκών και γενικότερα λαϊκών στρωμάτων, πρέπει να ανασκουμπωθούμε μπροστά στο σταυροδρόμι: Θα ενδίδουμε σε ηγέτες που μοιραία θα μας οδηγήσουν την υποτέλεια, στη φτώχεια και σε εθνικές καταστροφές ή θα αναλάβουμε την ευθύνη της συλλογικής μας ζωής, δημιουργώντας αυτόνομα πολιτικά μέσα και δίνοντας συνεργατικές λύσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό στις σχέσεις μας με τους άλλους λαούς; Ο ιστορικός μας χώρος έχει μια σχετικά κοινή γενεαλογία τόσο ως προς τη συμπαγή του συγκρότηση όσο και ως προς τη διάλυσή του στη νεωτερική περίοδο. Η ιστορία των τελευταίων δυο αιώνων έχει εγγράψει στον πυρήνα, αυτής, της ευρύτερης περιοχής Μέσης Ανατολής, Ελλαδικού χώρου και Βαλκανίων τον ενιαίο κανόνα λειτουργίας τους: -Πεδίο δράσης, διεκδίκησης, κατοχής, επιρροής, δημιουργίας διαδρόμου των ηγεμονικών δυνάμεων. Βαθμιαία ως ραγδαία, μετατοπίσεις, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου λόγω του πολυπολικού συστήματος και της έναρξης μεγάλων πολιτικών-οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων. Η ευρύτερη περιοχή είναι διάδρομος πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών επεκτάσεων. -Εφαρμογή του εθνικού κρατικού προτύπου (έδαφος, γλώσσα, λαός) με βάση και προοπτική την πολιτική, οικονομική, κοινωνική ανισότητα. -Ο πρωτεύων ρόλος της διασποράς, ως ρόλος εκμάθησης, τροφοδότησης και εμφύτευσης-στήριξης προτύπων διοίκησης. -Διχασμός ανάμεσα σε απολυταρχικά και κοινοβουλευτικά πρότυπα διοίκησης-εναλλαγές καθεστώτων, πραξικοπήματα. -Δημιουργία του μειονοτικού ζητήματος ως εφεδρεία για την περεταίρω αποσταθεροποίηση της επιβεβλημένης σταθερότητας. -Διχασμός στην εθνική «αστική» τάξη ή άρχουσα τάξη. Η ίδια αποτελεί συνονθύλευμα κατάλοιπων της γαιοκτητικής, θρησκευτικής, εμπορομεσιτικής αριστοκρατίας και η οποία ποτέ δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο πρότυπο της κεντροδυτικής Ευρώπης. Περεταίρω τριτογενοποίηση των οικονομιών-βάθεμα των εξαρτήσεων, ιδιαίτερα μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου. -Έντονος διχασμός έως και ένοπλη, εμφύλια σύγκρουση ως έκφραση της δημιουργίας δυο πόλων στο «εσωτερικό», με υποδαύλιση έως ανοιχτή υποστήριξη από το «εξωτερικό». -Ιστορικές ταξικές συγκρούσεις ανάμεσα στους αγρότες, άκληρους, μικροϊδιοκτήτες και τους τσιφλικάδες-τιμαριούχους-γαιοκτήμονες. -Ιστορική άνοδος του εργατικού κινήματος με διαχείριση από κομμουνιστικά, σοσιαλιστικά ή σοσιαλίζοντα με εθνικούς στόχους, κόμματα. Η φθορά τους, η μεταλλαγή τους και η αφομοίωσή τους από το πολιτικό σύστημα σε όλο τον ευρύτερο της ΝΑ Μεσογείου-Βαλκανίων χώρο είναι κοινή κυρίως μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου καθώς και η σύμπλευσή τους με διεθνείς επιλογές κυριαρχίας. -Σημαντική παρουσία της θρησκευτικής πίστης καθώς και των ιεραρχιών που την τυποποιούν προωθώντας πρότυπα ενάντια σε νεωτερικές αλλαγές. Σημαντικός παράγοντας η ιστορική ταύτιση αλλά και διχασμός έθνους-θρησκείας -Ιστορικό αντιαποικιακών αγώνων, σε ένα σύμπλεγμα με τους ανταγωνισμούς των διεθνών ηγεμονιών που ως αντιμαχόμενες αλληλοϋπονομεύονται, είτε ως ενωμένες καταστέλλουν τάσεις ανεξαρτησίας ή εθνικής ενσωμάτωσης. -Αποτυχία ή ανεκπλήρωτη υπόσχεση της συμμαχίας με τον «εχθρό του εχθρού». -Ανειλικρινείς επιδιώξεις συμμαχιών με διαψεύσεις επί αμφισβητούμενων περιοχών-νέες κατοχές με την υποστήριξη ηγεμόνων. -Επέκταση του νεοφιλελεύθερου ιδεώδους, ειδικά μετά τη δεκαετία του ’90, παγίωση των χαρακτηριστικών του, λειτουργία του ως προτύπου για τον κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό, δηλαδή εκρίζωση κάθε έννοιας «κοινού», άρα και αποτροπή για τον εκσυγχρονισμό. -Δημιουργία οικολογικού ζητήματος που προέρχεται από νέες διεθνείς επιλογές (ΑΟΖ) για την άντληση και εκμετάλλευση της ενέργειας δίπλα στις παλιές, την χωρίς όρους βιομηχανική ανάπτυξη, τη συνέχιση ή κλιμάκωση για την εγκατάσταση εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας, τις δημιουργίες ζωνών ανακύκλωσης αποβλήτων, της περεταίρω αστικοποίησης με σοβαρές συνέπειες της κατάρρευσης των κοινωνικών υποδομών.
Αυτή η πάνω-κάτω απεικόνιση της ευρύτερης περιοχής, η λίγο-πολύ καταγραφή των συστατικών της, με πολλές επαναλήψεις και ελλείψεις, μπορεί να συμβάλει σε μια δυνατότητα ξετυλίγματος των αδυναμιών και των δυνατοτήτων, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο προσπεράσματος των ιδιαιτεροτήτων ή επιδίωξης εισαγωγής αλλότριων προτύπων δράσης. Οι ομοιότητες δεν εξαντλούνται στην παραπάνω παράθεση, προσεγγίζουν όμως τη δυνατότητα να υπάρξει μια όλο και πιο συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών θεμελιακών συστατικών της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής-Ελλαδικού χώρου-Βαλκανίων για μια προσπάθεια εξεύρεσης εναλλακτικής πρότασης χωρίς κράτος, με τη νεωτερική του σημασία, χωρίς καπιταλισμό. Οι τρεις μας κατοχές, της Κύπρου, της Παλαιστίνης και του Κουρδιστάν, η αποσταθεροποίηση στη Βαλκανική και στη Μέση Ανατολή, ο διεθνής πόλεμος στη Συρία, επιτάσσουν αυτή τη συνθετική προσέγγιση. Ο «μαγικός» ρόλος των αυτόνομων συμβουλίων και η δικτύωσή τους μέσα και έξω από τα επίσημα διοικητικά σύνορα είναι ουσιαστικός, στην κατεύθυνση της αυτονομίας και της χειραφέτησης. Η ανεξαρτησία των λαών της περιοχής, η δημοκρατία, η πολιτισμική αναγέννηση, η αλληλέγγυα οικονομία και η οικολογία είναι οι πέντε ξεχωριστές σφαίρες που μόνο αδιαχώριστα μπορεί κανείς να τις προωθήσει.
Ο ελληνικός ελλαδικός χώρος, κοντά στο μάτι του κυκλώνα ή δίπλα στο σταυροδρόμι των επίγειων παραδείσων είναι ο χώρος που θα μπορούσε ένα νέος μύθος να στήσει το βασίλειο της ελευθερίας. Η ομοσπονδία των κοινοτήτων προς αντικατάσταση του δημοτικού «κράτους», τα συμβούλια προς αντικατάσταση των περιφερειακών δομών του, οι συνομόσπονδες διεθνικές συγκροτήσεις μπορούν να γίνουν η έκφραση μιας νέας ταυτότητας ενός οικουμενικού ελληνισμού και μιας ριζοσπαστικής θρησκείας.
Από το ισοκράτειο «της ημετέρας παιδείας μετέχοντες» μέχρι το τραγούδι του ΕΑΜ «θέλουμε ελεύθερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά» κι από το χριστανικό «δωρεάν ελάβατε δωρεάν δότε ημίν» μέχρι το «ο Χριστός ήταν ο πρώτος κουμουνιστής» του αγράμματου μαχητή του ΕΛΑΣ, είναι η ρίζα που πρέπει να θρέψουμε, το έδαφος που θα κινηθούμε για την έφοδο στον ουρανό. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει πατρίδα μας όλη η γη και θρησκεία μας η ελευθερία.
Παρ’ όλα αυτά οφείλουμε να συνυπολογίσουμε δίπλα στα οράματα, την άμυνα που οφείλουμε να δώσουμε σήμερα την περίοδο αυτή απέναντι στις διαρκείς προκλήσεις της δυτικής νεοαποικιακής δραστηριότητας και της ανατολικής δεσποτείας της Τουρκίας. Διότι, όπως λέει ο Καραμπελιάς, η Ελλάδα «παίζει τα ρέστα της».
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου