Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Oι χασομέρηδες


του Άντη Ροδίτη

Η επίσκεψη των αναμνήσεών μας, αποτελεί μια ακατάπαυστη επιθυμία. Μέσα της κρύβει την πεποίθηση ότι τη στιγμή που θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε από κοντά, αόρατοι, τον εαυτό μας σε μια εμπειρία των πρώτων μας χρόνων, θα είναι η στιγμή της αποκάλυψης της αλήθειας του κόσμου. Παρασυρόμαστε από εκείνο που μόνο να φανταστούμε μπορούμε, στο να πιστεύουμε ότι αποτελεί τον τρόπο να εννοήσουμε το αδύνατο να εννοηθεί.
Από την άλλη, οι περισσότεροι βασανίζονται σκληρά πιστεύοντας ότι η λογική είναι σε θέση να δώσει έγκυρες απαντήσεις σε
όλα. Το αποτέλεσμα ιλαροτραγικό. Οι άνθρωποι το καταλαβαίνουν, αλλά δυσκολεύονται να το παραδεχτούν. Στη φάση πολιτισμού που βρισκόμαστε εδώ και μερικούς αιώνες η λογική θέλει να είναι κυρίαρχη δύναμη.
Έχει, βέβαια, κάθε δικαίωμα να πρωταγωνιστεί στη ζωή μας, αλλά οι πραγματικά πολιτισμένοι άνθρωποι ξέρουν πότε να τη διώχνουν μακριά, υποδεικνύοντάς της να πάει στη δουλειά της, ν’ ασχοληθεί με τα δικά της και να τους αφήσει ήσυχους. Αυτοί δεν είναι οι πολλοί κι όταν τύχει να είναι άνθρωποι της τέχνης συχνά φαντάζονται τον εαυτό τους ναυαγό σ’ αφιλόξενη χώρα.
Ένας από παλιά γνωστός μου για την ευαισθησία και τις ανησυχίες του, ο από την Αμμόχωστο Πολύβιος Νικολάου, μου έστειλε μια έκδοση καμιά πενηνταριά σελίδων με τίτλο Σχέδιο για έξι ραψωδίες, ποιήματα ή σχεδιάσματα ποιημάτων του Ευάγγελου Λουίζου, ενός πολιτισμένου ανθρώπου (όπως πολλοί τον θυμούνται) που έζησε απαρατήρητος από τα πλήθη. Ανοίγω τώρα αυτό το βιβλίο και διαβάζω γραμμένο από τον Πολύβιο με μολύβι: «Έκδοση εκτός εμπορίου». Φράση γραμμένη με τις ψιλές της, τις οξείες και τις βαρείες της. Όλο το βιβλίο είναι στο πολυτονικό. Πάντως και «εντός εμπορίου» να ήταν, φίλε, ποια διαφορά θα έκανε;
Οι «Ραψωδίες» του Λουίζου βρέθηκαν από την ξαδέλφη του Κλειώ Γ. Χατζηκώστα με μια δική του σημείωση, που έλεγε: «Ποιος ξέρει, μπορεί να βρεθεί κάποτε κανένας χασομέρης να τις τυπώσει».
Ο «χασομέρης» βρέθηκε. Ήταν ο Πολύβιος, που τον έβαλε πάνω η «χασομέρισσα» Κλειώ. Βρέθηκε, τελικά, κι ένας τρίτος «χασομέρης», εγώ (μόλις χθες ένας δημοσιογράφος μού έγραψε «Εσύ έμεινες στην ασφαλή διαχείριση ενός παρελθόντος για να δικαιολογείς την ύπαρξη σου στο παρόν», που έκατσα να διαβάσω και να «σχολιάσω» τις «ραψωδίες» του Λουίζου.
Ο Λουίζος, άνθρωπος με ευρεία ενδιαφέροντα, κυρίως στην παγκόσμια φιλολογία, σχεδίασε τις «ραψωδίες» του όταν ήταν ήδη γύρω 64-65 χρονών, λίγα χρόνια μετά το άγριο, ανήλεο μαστίγωμα της Κύπρου από τον Αττίλα. Η Κύπρος συνήλθε από το όνειρο το ’74 και βρέθηκε ξύπνια μέσα στην σκληρή πραγματικότητα, τον ζώντα εφιάλτη, την τρέχουσα πριν τη Δευτέρα Παρουσία, κόλαση. Αυτό το καθολικό ξύπνημα, η προσφυγιά, η βαθιά επιθυμία της επιστροφής στο «πριν», έσπρωξαν τον Λουίζο στην απόπειρα των «έξι ραψωδιών»⸱ και με απόηχους από τις τεχνικές της Έρημης Χώρας του Έλιοτ, κατόρθωσε να γράψει μόνο την Α΄, τη Β΄ και τη Στ΄ «ραψωδία» ή μόνο τα «σχεδίασματά» τους. Η Γ΄, η Δ΄ και η Ε΄ απουσιάζουν. Δεν γράφτηκαν ή δεν μπήκαν στο χαρτί ούτε καν ως «σχέδια», ποτέ. Τέτοιες τραγωδίες, όπως και τα μέγιστα οράματα,  ποτέ  δεν αποτυπώνονται τελεσίδικα. Ποτέ  δεν  φτάνουν σε  «τέλος».
Στίχοι 130 έως 135: Δεν έχει τέλος ο δρόμος που πήραμε
                                 δεν έχει τέρμα τούτο το μονοπάτι.
                                 Πού θα μας πάη, πού θα μας πάη.
                                 Πήραμε στραβό δρόμο
                                 που δεν βγάζει πουθενά.
                                 Δεν έχει άκρη.

Στη συνέχεια με απευθείας παράθεση στίχων (146-155) από το Murder in the Cathedral, δεν οδηγεί πουθενά αλλού τον αναγνώστη παρά στο να σκεφθεί τις ευθύνες της ηγεσίας της δικής μας Εκκλησίας για τη μάστιγα που έπληξε τον τόπο. Λίγο μετά παντρεύει τις εκ μέρους μας υποκριτικές, αφ’ υψηλού απαγορεύσεις ανάμιξης της δικτατορικής Ελλάδας στα «εσωτερικά» μας (– Εδώ, κύριε Γιώργο, έχουμε Δημοκρατία! / -όπου γίνεται ό,τι θέλω εγώ-) (186-190) με στίχους από τον Ezra Pound: Mais! / “Respectons les prêtres”, remarked Talleyrand. «Ας σεβαστούμε τους ιερωμένους, είπε ο Ταλεϋράνδος», όνομα που ταυτίζεται με την κυνική διπλωματία. Όμως o υποψιασμένος αναγνώστης δεν μπορεί να παραβλέψει πως «Γιώργος» δεν ήταν μόνο ο Παπαδόπουλος της δικτατορίας αλλά και ο Παπανδρέου της ξεκάθαρης δημοκρατίας.
Με τον ελιοτικό τρόπο της άμεσης παράθεσης στιγμιότυπων της ευτελούς καθημερινή ζωής σε στίχους, σε αντιπαράθεση με άλλους από τον Όμηρο, τα έργα της κλασικής λογοτεχνίας ή της Βίβλου, όλα υπό τύπο «σημειώσεων», ο Λουίζος αγωνίζεται να εννοήσει το δυσπρόσιτο μέγεθος της κυπριακής τραγωδίας και την προσωπική δική του, της πολύμορφης προσφυγιάς.
Μιλώντας ευθέως γι’ αυτήν στη δεύτερη Ραψωδία, αρχή-αρχή κάνοντας από τον Αινεία, που φεύγει από την αλωμένη Τροία κουβαλώντας στην πλάτη τον γέρο πατέρα του, φτάνει στο παραλήρημα του μοναχικού ανθρώπου, που βρίσκει εαυτόν σε χώρα βαρβάρων, σκέτα λογικών ανθρώπων:
Στίχοι 38-39: Στη χώρα των ανθρωποφάγων ασυμβίβαστος,
                   Αναφομοίωτος, αχώνευτος.
Όπου (40-41): Μια θάλασσα τον κράτησε
                       κι ο έρως των σειρήνων (πιστό στον εαυτό του).
Για πόσο όμως; Στο τέλος (44 έως 46): Τίποτε δεν απόμεινε
                                                               παρά μια γεύση φτήνιας
                                                               στην άκρη του γκρεμού.
Μετά την προσφυγιά δεν υπάρχει άλλο παρά ένας (στίχοι 49 έως 54):
Χορός κανιβάλων!                                                                                                                                                           Έτσι συνηθίζεται για χώνεψη                                                                                                                  στο άλλο στρατόπεδο του Αττίλα.
Και το προζύμι,
έγινε άθυρμα στα χέρια μοιχαλίδας
και χαρτομάντηλο για αιμομίκτες και περαστικούς.

Μας έδεσαν πισθάγκωνα οι εχθροί. (63).

Κι έτσι Βρήκε καλό προζύμι η Κίρκη (στίχος 67) να φτιάξει από αυτό γουρούνια.  Κι οι «ελεύθερες» πόλεις μας έγιναν στο τέλος το άλλο στρατόπεδο του (ιδίου) Αττίλα. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει στίχους (70-72), που παραπέμπουν άμεσα στην «πολιτική» ζωή του τόπου, με τις κληρονομημένες της «αξίες», τις ίδιες που έφεραν το ’74, των «δεξιών» που στο κυνήγι απόκτησης ή παραμονής στην εξουσία δεν δίστασαν να πάρουν ανάποδες των πεποιθήσεών τους (αν είχαν ποτέ «πεποιθήσεις») στροφές:
       Μα  ταλαιπώρησαν αφάνταστα
κοχλίες αριστερόστροφοι
κι εμείναμε κι από βενζίνη

          Έτσι (στίχοι 95-100): Λίγο πιο πέρα τον επρόσεξα
                                          να δρασκελίζει μπουσουλώντας
                                          το νεοελληνικό κενό.
                                          Πάντα του
                                             κουβαλώντας όλο τον κόσμο
                                          στη τσάντα του.

Αυτό ακριβώς κι αν είναι το νεοελληνικό κενό, που δεν έχει κανένα δικαίωμα στο «ελληνικό», αφού χωρά όλο κι όλο σε μια στενή, ασφυκτικά περιορισμένη ατομική τσάντα.

Η έκτη Ραψωδία αποτελείται από 7 μόνο στίχους. Ο έκτος λέει: Ό,τι μ’ έφαγεν ο νόστος της πατρίδας.
Νόστος πατρίδας, αφού ο Πατριδεγωφάγος εαυτός μας έχει φάει όλους μας.
Ποιος λόγος, ποιο ποίημα, ποια τέχνη μπορεί να δικαιώσει την καταστροφή της Κύπρου;
Τίποτε δεν απόμεινε
παρά μια γεύση φτήνιας
στην άκρη του γκρεμού.

          Και το «νεοελληνικό κενό»; Αυτό κι αν είναι δουλειά των πιο περιφρονημένων μας, των «χασομέρηδων» ποιητών, να το εκθέσουν μια κι έξω σε δημόσια περιφρόνηση και αποστροφή.

ΑΡ

1 σχόλιο: