Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Τουρκική λίρα: Ωρολογιακή βόμβα στην οικονομία της Άγκυρας

του Γιάννου Χαραλαμπίδη *                                                                    



Γιατί η Τουρκία είναι έτοιμη να φτάσει στα άκρα και πώς αποτρέπεται
Η παγκόσμια ύφεση, τα χρέη της Τουρκίας και το νέο Ιράν
Το πρόβλημα της λίρας
Η συνεχής πτώση της τουρκικής λίρας συναρτάται με το πάγιο πρόβλημα της Τουρκίας ως προς το ανισοζύγιο των εμπορικών συναλλαγών που προκαλεί έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές και αναγκάζει τη χώρα να μειώνει τη νομισματική αξία της λίρας για να κρατά την ανταγωνιστικότητα. Το πρόβλημα με τη λίρα οξύνθηκε, λόγω των πολιτικών ζητημάτων με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ και τη μειωμένη πιστοληπτική ικανότητα του τουρκικού τραπεζικού συστήματος, όπως αυτό αξιολογείται από τους Διεθνείς Οίκους. Σε αυτά προστέθηκε η εμμονή του Ερντογάν να διατηρεί τα επιτόκια χαμηλά, παρότι ο πληθωρισμός κάλπαζε, σε μια προσπάθεια να αφήσει ανοικτό τον δίαυλο του δανεισμού και της ανάπτυξης, η οποία το 2017 έφτασε το 7%. Η πολιτική αυτή ήταν αντίθετη με ό,τι η Τουρκική Κεντρική Τράπεζα επιδίωκε να πράξει, δηλαδή να αυξήσει το επιτόκιο δανεισμού, για να μαζέψει το χρήμα από την αγορά και να περιορίσει τον πληθωρισμό, ο οποίος, λίαν προσφάτως, από 15% εκτινάχθηκε μέχρι και 20%.
Η αύξηση των χρεών
Η συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου με τη λίρα ήταν πριν από τέσσερα χρόνια 1 προς 2 και σήμερα έχει φτάσει το 1 προς 6. Η υποτίμηση της λίρας έφερε απανωτές αρνητικές επιπτώσεις, όπως:
Αυξήθηκε το χρέος του κράτους, αφού οι δανεισμοί της Τουρκίας είναι σε δολάρια και δη προς τις ΗΠΑ, αλλά και προς άλλες δυτικές χώρες. Συνεπώς, έχουμε μεγαλύτερη πολιτική εξάρτηση της Άγκυρας έναντι της Ουάσιγκτον.
Όταν η ισοτιμία ήταν ένα προς δύο συνέφερε σε πολλούς επιχειρηματίες να δανείζονται σε δολάρια κυρίως ή και σε ευρώ. Το όποιο χρέος σήμερα έχει πολλαπλασιαστεί και δεν μπορεί να πληρωθεί εύκολα ή καθόλου, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα διπλό πρόβλημα: Το ένα είναι ότι δεν μπορεί να πάρει πίσω τα χρήματα από τα δάνεια και το δεύτερο είναι ότι, για να δανείσει η όποια τράπεζα σε ξένο συνάλλαγμα, δανείστηκε και αυτή με τη σειρά της.
Οι οφειλές από δανεισμούς σε ξένο νόμισμα φτάνουν τα 285 δις δολάρια, που αναλογεί σε ποσοστό της τάξης του 28,3% επί του ΑΕΠ (περί τα 883 δις δολάρια). Από τα 285 δις δολάρια τα 179 θα πρέπει να δοθούν για την αποπληρωμή ομολόγων που ωριμάζουν και 146 δις δολάρια είναι δάνεια επιχειρήσεων και τραπεζών.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν αυξήθηκε μόνο το χρέος όλων εκείνων των επιχειρήσεων που δανείστηκαν σε δολάρια, αλλά και των ίδιων των τραπεζών. Έχει, ήδη, δημιουργηθεί τεράστιο πρόβλημα με τα κόκκινα δάνεια. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που στις 30 Απριλίου του 2019 η τουρκική κυβέρνηση προχώρησε σε bail out στηρίζοντας τις τράπεζες, για να μετριάσει το πρόβλημα των κακών δανείων, δαπανώντας το ποσό των 4,9 δις δολαρίων (80 δις τουρκικές λίρες).
Οικονομία και πολιτικά παιχνίδια
Η εμπλοκή του Ερντογάν στις αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας και δη στη μείωση του επιτοκίου αντί στην αύξησή του, προκειμένου να κρατήσει υψηλούς τους ρυθμούς ανάπτυξης το 2017, καθώς και τα προηγούμενα χρόνια, είχε πολιτική σκοπιμότητα. Κέρδισε το δημοψήφισμα για το πολιτειακό και τις προεδρικές εκλογές. Όμως, η πρακτική αυτή αφαίρεσε από την αξιοπιστία της τουρκικής οικονομίας και δη του τραπεζικού συστήματος με αρνητικά μακροοικονομικά αποτελέσματα, που όσο και αν ο Τούρκος Πρόεδρος προσπαθούσε να τα κρύψει κάτω από το χαλί, τελικώς τα έφεραν στην επιφάνεια οι ξένοι και δη οι Αμερικανοί, για ευνόητους πολιτικούς λόγους. Το τίμημα το πληρώνει η χώρα και οι πολίτες της. Εξ ου και η απώλεια της δημαρχίας στην Κωνσταντινούπολη. Είναι, δε, αντιληπτόν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος χάνει στις μεγάλες και αναπτυγμένες πόλεις της χώρας όπου παράγεται το ΑΕΠ, το οποίο συρρικνώνεται. Ταυτοχρόνως, γίνεται αντιληπτό στη νέα αστική κοινωνία του ΑΚP το οικονομικό πρόβλημα της χώρας τόσο στην καθημερινότητα, όσο και στις επιχειρήσεις. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί προστριβές και απειλεί τη συνοχή του κόμματος, δημιουργώντας σκοπέλους στην ομαλή άσκηση της εξουσίας του Ερντογάν. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι, με τη μείωση της τουρκικής λίρας, θα ήταν ευκαιρία για επενδύσεις στην Τουρκία. Η λογική αυτή εξισορροπείται από την άλλη αντίληψη, που λέει ότι κανείς δεν επενδύει σε μια οικονομία με τεράστια πολιτικά προβλήματα και με το τραπεζικό της σύστημα να βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, καθώς και με την τουρκική λίρα να είναι ωρολογιακή βόμβα μέσα στα ταμεία των τραπεζών, λόγω της συνεχούς διολίσθησης και των συνεχών αρνητικών επιπτώσεων, που προκαλεί ο πληθωρισμός. Γεγονός που καθιστά και το κράτος και τους πολίτες φτωχότερους, κυρίως όταν αυτοί ταξιδεύουν στο εξωτερικό.
Επιτόκια και ρυθμοί ανάπτυξης
Αληθές είναι ότι, το καλοκαίρι του 2018, ο Ερντογάν έδωσε τη συγκατάθεσή του για την αύξηση του επιτοκίου. Από 8% που ήταν το επιτόκιο τον προηγούμενο χρόνο, είχε φτάσει στις αρχές του 2019 στο 24%, σε μια προσπάθεια να προσελκύσει ξένο συνάλλαγμα και να μαζέψει το χρήμα από την αγορά. Κατόπιν παρέμβασης του Τούρκου Προέδρου το επιτόκιο μειώθηκε πρόσφατα στο 19,75% και υπολογίζεται ότι ώς το τέλος του έτους θα πέσει ώς το 16%. Παρά τα νέα μέτρα που επιχειρεί να λάβει η τουρκική κυβέρνηση, το πρόβλημα παραμένει, γεγονός που αποτυπώνεται με εμφανή τρόπο στη συρρίκνωση των ρυθμών ανάπτυξης συγκριτικά με προηγούμενες προβλέψεις. Για παράδειγμα, οι ρυθμοί ανάπτυξης ακολουθούν πτωτική πορεία. Από το 7% το 2017, ο ρυθμός ανάπτυξης μειώθηκε στο 3,8% το 2018 και αναμένεται να πέσει στο 2,3% το 2019. Το ντόμινο των επιπτώσεων αποτυπώνεται και στις προβλέψεις των ελλειμμάτων. Μόνο τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους το έλλειμμα από τον προϋπολογισμό έφτασε τα 2,1 δις δολάρια, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2019 ανήλθε στα 13,9 δις δολάρια. Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Ότι το έλλειμμα των έξι μηνών ήταν αυτό που προέβλεπε ό,τι θα έχει η Τουρκία ολόκληρο το 2019! Προκειμένου να καλυφθεί το έλλειμμα στον προϋπολογισμό, η Κεντρική Τράπεζα μετέφερε στον κρατικό προϋπολογισμό ποσό της τάξης των 8 δις δολαρίων.
Πέραν τούτων, αυξητική τάση παρουσιάζει ο δείκτης της ανεργίας, ο οποίος έχει φτάσει στο 12%, ενώ σταθερή μείωση παρουσιάζει και η εισροή επενδύσεων, παρά τις προσπάθειες της Τουρκίας να στραφεί προς την Κίνα και παρά την κατά καιρούς στήριξη από το Κατάρ, ακόμη και από τη Ρωσία.
Η ύφεση και η τιμή του πετρελαίου
Η τουρκική οικονομία θα επηρεαστεί αρνητικά από το γενικότερο κλίμα ύφεσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ευρώπη και η Ιαπωνία δεν εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν το 1% ρυθμών ανάπτυξης και οι ΗΠΑ το 2% το 2019. Η μείωση των επιτοκίων στον χώρο της Ευρωζώνης, σε κάποιες, μάλιστα, χώρες με αρνητικό πρόσημο, δεν ανακουφίζει την κατάσταση, ούτε οδηγεί σε αύξηση της ανάπτυξης. Θύμα, δε, της ύφεσης είναι και η Γερμανία, η οποία αποτελεί το κεντρικό οικονομικό άρμα της ΕΕ, ενώ αρνητικές τάσεις έχει και η οικονομία της Βρετανίας. Είναι, μάλιστα, κατανοητό ότι, ένα άτακτο Brexit θα φέρει νέα πρόσθετα σοβαρά προβλήματα και στις Βρυξέλλες, αλλά κυρίως στο Λονδίνο. Στο σκηνικό προστίθεται ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας. Αυτός της αύξησης των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου μετά την επίθεση σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας. Η εξέλιξη αυτή θα επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των χωρών που εξαρτώνται από τις εισαγωγές φυσικού αερίου και ειδικότερα εκείνες που έχουν βιομηχανία και μεγάλες οικονομίες. Εκ των πραγμάτων έχουμε ακόμη μιαν αρνητική μεταβλητή, που απειλεί να αυξήσει τις τάσεις ύφεσης στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Οι ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της κατάστασης και προκειμένου να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν από τα ενεργειακά αποθεματικά τους. Σχετική απόφαση ελήφθη από τον Πρόεδρο Τραμπ.
Φυσικό αέριο και τουρκική πολιτική
Η κρίση της τιμής και δη της αύξησης της τιμής του πετρελαίου φέρνει στο προσκήνιο τη σημασία των πηγών φυσικού αερίου που υπάρχουν εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκία δεν πρόκειται να υποχωρήσει από την ενεργειακή της πολιτική, διότι το διακύβευμα είναι μεγάλο, αφού σχετίζεται: 1. Με την οικονομία της. Ο δείκτης του κόστους από τις ενεργειακές κρίσεις είναι αντίστροφος μεταξύ των παραγωγών χωρών και των εξαρτώμενων από αυτές. Οι μεν έχουν κέρδος, οι δε έχουν κόστος. 2. Με την ενίσχυση της γεωπολιτικής θέσης και του ρόλου έναντι της ΕΕ, των ΗΠΑ και του Ισραήλ, αλλά και του αραβικού – μουσουλμανικού κόσμου. 3. Με την πρόθεση της Τουρκίας να εμπεδωθεί ως περιφερειακή δύναμη. Ως εκ τούτου χρειάζεται ενεργειακές πηγές και ατομική ενέργεια, μέσω του Άκιουγιου.
Συνεπώς, η Τουρκία θα επιδιώξει να επιτύχει την ενεργειακή της πολιτική διά πυρός και σιδήρου. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εάν χρειαστεί θα φέρει την Κυπριακή Δημοκρατία στο δίλημμα είτε να υποχωρήσει με λύση είτε να υποχωρήσει κατόπιν χρήσης στρατιωτικών μέτρων. Είναι πολλά τα λεφτά της Κυπριακής ΑΟΖ! Και η φόρμουλα αποτροπής είναι η συμμαχία της Κύπρου με χώρες όπως το Ισραήλ και οι ΗΠΑ, των οποίων τα συμφέροντα θα τίθενται υπό απειλή από την Άγκυρα, εάν συνδεθούν με τα κυπριακά μέσω της ενέργειας και δη του EastMed. Ο αγωγός αυτός έχει γεωπολιτική σημασία για τις ΗΠΑ, διότι θεωρείται ως εργαλείο απεξάρτησης της Ευρώπης από τη ρωσική ενεργειακή εξάρτηση είτε μέσω του Βόρειου Αγωγού 2 είτε μέσω του Turkish Stream. Σε ένα τέτοιο έργο εμπλέκονται μεγάλες επενδύσεις από ευρωπαϊκής και αμερικανικής, καθώς και ισραηλινής πλευράς, γεγονός που δημιουργεί ασπίδα οικονομικής ασφάλειας. Είναι πρόδηλον ότι, καλύτερα θα είναι η εξάρτηση της Ευρώπης να βρίσκεται κάτω από την Κύπρο, που συνιστά ακίνδυνο εταίρο, παρά από μια χώρα επιθετική, όπως η Τουρκία. Κανείς, λογικά, δεν πρέπει να έχει πρόθεση να βγάλει την Άγκυρα από τη δύσκολη οικονομική θέση, που βρίσκεται σήμερα και να τη μετατρέψει σε υπερδύναμη προσφέροντάς της το φυσικό αέριο της Κύπρου. Ακόμη και αν δεν έχουν αυτήν τη διάσταση στο μυαλό τους οι Ευρωπαίοι, θα πρέπει να τους βοηθήσουμε να την κατανοήσουν.
Τουρκία, οι εκλογές στο Ισραήλ και ο ΕastMed
Από την άλλη, το Ισραήλ βρίσκεται σε μια περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας. Αληθές είναι ότι τα σοβαρά κράτη εργάζονται επί στρατηγικών σχεδιασμών, που σημαίνει ότι ακόμη και όταν αλλάζει η ηγεσία δεν παρατηρούνται ριζικές αποκλίσεις. Στο πλαίσιο των στρατηγικών του κατευθύνσεων, το Ισραήλ επιλέγει τον EastMed αντί του αγωγού προς Τουρκία. Εκτός και αν οι Ελληνοκύπριοι αποφασίσουν να παραδώσουν το φυσικό αέριο στην Άγκυρα μέσω μιας λύσης όπως είναι αυτή που βρίσκεται στο τραπέζι. Εάν όμως δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η αλλαγή στάσης του Ισραήλ με μια νέα κυβέρνηση δεν εξαρτάται κυρίως από το ίδιο, αλλά από την πολιτική Ερντογάν. Ενόσω ο Τούρκος Πρόεδρος θέλει να κυριαρχήσει στη θάλασσα και να καταστεί πυρηνική δύναμη αρπάζοντας την πρωτοκαθεδρία από το Ισραήλ, η βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών είναι δύσκολη. Στην εξίσωση υπεισέρχεται και η συμμαχία της Τουρκίας με το Ιράν μέσω του άξονα με τη Μόσχα. Καμιά κυβέρνηση του Ισραήλ δεν θα συμβιβαστεί με την υφιστάμενη τουρκική πολιτική του Ερντογάν, ο οποίος μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016 χρωστά την εξουσία που διαθέτει στη Ρωσία, η οποία τον είχε ενημερώσει επί τούτου. Εάν, μάλιστα, η Άγκυρα επιμένει να καταστεί πυρηνική δύναμη, το γεγονός αυτό θα πυροδοτήσει χειροτέρευση των σχέσεων με το Ισραήλ. Βεβαίως, από την εξίσωση δεν μπορεί να λείπουν οι ΗΠΑ. Εκτιμούμε όμως ότι ενόσω ο Ερντογάν είναι στην εξουσία για τους λόγους που έχουμε ήδη παραθέσει, η Άγκυρα δεν πρόκειται να χαλάσει τις σχέσεις της με τη Μόσχα.
Φτάνει να τη δει...
Η Τουρκία είναι ένας στρατιωτικός γίγαντας με πήλινη οικονομία και δη ένα τραπεζικό σύστημα, που απειλείται από τις ακροβασίες του Ερντογάν, ο οποίος έχει μετατρέψει τη λίρα από εργαλείο ανάπτυξης σε ωρολογιακή βόμβα. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, το φυσικό αέριο εμφανίζεται για την Τουρκία ως σωσίβιο για την οικονομία της και ως πυλώνας για την ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη. Και θα φτάσει στα άκρα για τον έλεγχο του φυσικού αερίου, εκτός και αν η Κυπριακή Κυβέρνηση αντιληφθεί ότι ο εξευμενισμός δεν αποδίδει και ότι η λύση της αποτρεπτικής στρατηγικής είναι μπροστά της, μέσω συμμαχιών με τους ισχυρούς, όπως είναι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Φτάνει να τη δει..
*Δρ Διεθνών Σχέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου