Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Τέλειωσε η Αμερική ως Αναντικατάστατο Έθνος;

του Andrew Basevitch

Aνάδειξη: Μιχαήλ Στυλιανού
«Μόνον όσοι από εμάς γεννηθήκαμε υπό την βασίλισσα Βικτώρια,» έγραψε ο Ρόναλντ Νοξ «ξέρουν πως αισθάνεσαι ξέροντας  σαν σίγουρο πως η Αγγλία είναι μόνιμα το κορυφαίο έθνος,  πως οι ξένοι δεν λογαριάζονται και πως και το χειρότερο να συμβεί, ο Λόρδος Σώλσμπερυ θα στείλει μια κανονιοφόρο.»
Ο Νοξ πρόφερε αυτήν την αιχμηρή παρατήρηση, που απέπνεε ειρωνεία ίσως ανάμικτη με νοσταλγία, όχι ως σχεδιαστής πολιτικής ή στρατηγικός νους, αλλά από το υψηλό βάθρο θεώρησης ενός κληρικού. Από την δεκαετία του 1920 ως τα τέλη εκείνης του 1950, ο αιδεσιμότατος Νοξ ήταν ο ποιο διάσημος και με μεγάλη επιρροή καθολικός ιερέας σε όλη την Μεγάλη Βρετανία. Ως τέτοιος, είχε αναπτυγμένη μιαν ξεχωριστή αντίληψη για το τι πραγματικά είναι μόνιμο και το τι απλά μοιάζει να είναι.
Ενώ χρησιμοποιούν ίσως διαφορετικούς όρους –προτιμούμε τώρα να στέλνουμε αεροπλανοφόρα αντί κανονιοφόρους- οι Αμερικανοί που γεννήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μεγάλωσαν διαποτισμένοι με ακριβώς το ίδιο συναίσθημα για την χώρα τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 και έπειτα, η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ θεωρείτο ως αυτονόητο δεδομένο. Η Ιστορία είχε εκδώσει μιαν ετυμηγορία: Εμείς –όχι οι Βρετανοί κι βέβαια όχι οι Γερμανοί, οι Γάλλοι ή οι Ρώσοι- είμαστε το νούμερο ένα και –σημαντικότερο- είχαμε αυτόν τον προορισμό. ΄Οτι αυτή η ετυμηγορία της ιστορίας μπορούσε να υποστεί αναθεώρηση ήταν κυριολεκτικά αδιανόητο, ιδιαίτερα για κάποιον που κέρδιζε το βιός του στην, ή κοντά στην, Ουάσιγκτον.
Εάν απέμεναν κάποιες αμφιβολίες γι’ αυτό, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου τις εξάλειψε. Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση του κομμουνισμού, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και διανοούμενοι πολιτικής έπεσαν με τα μούτρα σε έναν συναγωνισμό για το ποιος θα εξηγήσει καλύτερα πόσο πρωτοφανής, πόσο πλήρης και πόσο θαυματουργική ήταν η παγκόσμια υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών.
« Εάν είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε βία,» ανακοίνωσε η υπουργός Εξωτερικών Μαντλέν Ωλμπράιτ, σε πρωινό τηλεοπτικό δελτίο, τον Φεβρουάριο του 1998, «είναι επειδή είμαστε η Αμερική. Είμαστε το αναντικατάστατο έθνος. Στεκόμαστε ψηλά. Βλέπουμε μακρύτερα στο μέλλον.»
Πίσω σε εκείνες τις μέρες, ήταν αυτή η διεκδίκηση του αναντικατάστατου από την Ωλμπράιτ που μου είχε καθίσει στον λαιμό. Και όμως, σαν μαρτυρία υπεροψίας της κυβερνώσας τάξης, η διακήρυξη του αναντικατάστατου ωχριά σε σύγκριση με την επιμονή της Ωλμπράιτ ότι «εμείς βλέπουμε μακρύτερα στο μέλλον.»
Στην πραγματικότητα, από τον Φεβρουάριο του 1998 και μέχρι σήμερα, τα γεγονότα δε έπαψαν, ξανά και ξανά, να πιάνουν αυτό το «εμείς» της Ωλμπράιτ στον ύπνο. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 9 Νοεμβρίου (2001, στην Ν. Υόρκη) και οι διάφοροι αποτυχημένοι πόλεμοι επιλογής που ακολούθησαν προσφέρουν ξεχωριστά παραδείγματα. Αλλά το ίδιο ισχύει με την καθυστερημένη και ανεπαρκή αναγνώριση από μέρους της Ουάσιγκτον των εξελίξεων που πραγματικά απειλούν την ευημερία των Αμερικανών του 21ου Αιώνα, όπως η κλιματική αλλαγή, οι ηλεκτρονικές απειλές και η πραγματοποιούμενη μετατόπιση της παγκόσμιας εξουσίας, με την άνοδο της Κίνας. Αντί να βλέπουν μακριά στο μέλλον, οι αμερικανικές ηγετικές τάξεις αγωνίζονταν να διακρίνουν τι θα μπορούσε να συμβεί την ερχόμενη εβδομάδα. Και συχνότατα έπεφταν έξω και σ’ αυτό.
Σαν ένας φρόνιμος ηλίθιος, ο Ντόναλντ Τραμπ αυτό το κατάλαβε. Αντιλήφτηκε ότι η συνταγή του κατεστημένου για στρατιωτικοποιημένη παγκόσμια ηγεσία, που εφαρμόστηκε στις συνθήκες της μετά τον Ψυχρό Πόλεμο εποχής σπιρούνιζε την παρακμή της Αμερικής. Ασφαλώς και άλλοι παρατηρητές, όπως και συνεργάτες αυτής της έκδοσης (The American Conservative), διατύπωναν την ίδια προειδοποίηση, αλλά στις αίθουσες της εξουσίας τέτοιες απόψεις δεν κρίνονταν άξιες προσοχής.

Αλλά το 2016, η κριτική του Τραμπ για την αμερικανική πολιτική βρήκε απήχηση σε πολλούς απλούς Αμερικανούς πολίτες και δημιούργησε την βάση μιας επιτυχημένης εκστρατείας για την προεδρία. Δυστυχώς, μόλις ο Τραμπ ανέλαβε την προεδρία, αυτή η κριτική του δε μεταφράστηκε σε τίποτα που να πλησιάζει και στο ελάχιστο μιαν συνεπή, συνεκτική στρατηγική. Η κακοψημένη συνταγή του Προέδρου Τραμπ για να κάνει την Αμερική και πάλι Μεγάλη –χτίζοντας «το τείχος», προκαλώντας εμπορικούς πολέμους και ανακηρύσσοντας το Ιράν σε υπαρξιακή απειλή  -είναι, σε ήπια διατύπωση, ελαττωματική, αν μη τελείως άσχετη. Η έκδηλη προσωπική του ανικανότητα και περιορισμένη διάρκεια προσοχής δεν μπορούν να βοηθήσουν.
΄Ετσι το έθνος βρίσκεται σήμερα σε ένα  ενδιαφέρον στρίμωγμα. Οι ηγεσίες των ΜΜΕ, που καθοδηγούν την εθνική συζήτηση, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τίποτε δεν είναι σημαντικότερο από την απομάκρυνση του Τραμπ από την εξουσία. Οι εκλογές του Κογκρέσου, που επανέφεραν τους Δημοκρατικούς κυρίαρχους στην Βουλή ενίσχυσαν τις προσδοκίες ότι η εποχή Τραμπ βαίνει στο τέρμα της. Αυτό έδωσε μιαν αίσθηση επείγοντος στους πρόωρους ελιγμούς για τις προεδρικές εκλογές του 2020. Βλέποντας την ευκαιρία, υποψήφιοι σπεύδουν να συμμετάσχουν στον συναγωνισμό. Στην αρένα προβλέπεται συνωστισμός. Μεταξύ των προοδευτικών γυναίκες, έγχρωμοι και τουλάχιστον ένας «γκέϊ» στην κούρσα, δημιουργούν την εντύπωση πως πρόκειται να συμβεί γεγονός επικής σημασίας. Μπορεί να είναι και έτσι. Αλλά ιδού κάτι που είναι πιθανό να απουσιάσει: Οποιαδήποτε σοβαρή εκτίμηση του κόστους και των συνεπειών των πρόσφατων πολιτικών επιλογών, που έγιναν λόγω της επιμονής ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι, όπως το διατύπωσε ο αιδεσιμότατος Νοξ, «το μόνιμα κορυφαίο έθνος»
Οι θεματοφύλακες της ορθοδοξία, ενωμένοι στην καταδίκη του Τραμπ, δεν θα επιτρέψουν οποιανδήποτε τέτοια εκτίμηση. Έτσι η ερχόμενη προεκλογική εκστρατεία θα είναι αναμφίβολα διασκεδαστική.  Από ορισμένων απόψεων μπορεί επίσης να είναι διαφωτιστική. Αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, θα αφήσει άθικτες τι βασικές αρχές της αμερικανικής πολιτικής – τον υπερδιογκωμένο στρατιωτικό προϋπολογισμό, την απέραντη αυτοκρατορία των βάσεων, την μανία του παρεμβατισμού, όλων αυτών στηριζόμενων από τους λογούς ισχυρισμούς για την «εξαιρετικότητα» (ασύγκριτη υπεροχή) που διεκδικούν οι όμοιοι της Ωλμπράιτ και αδελφά της πνεύματα.
 Όταν γεννήθηκε ο Ρόναλντ Νοξ, η βασίλισσα Βικτώρια ηγεμόνευε μιας αυτοκρατορίας, όπου ο ήλιος δεν έδυε ποτέ. Όταν πέθανε, κατά την βασιλεία της δισέγγονής της, αυτή η αυτοκρατορία είχε εξαφανιστεί. Περίεργο και αστείο πόσο γρήγορα κάτι τέτοια πράγματα μπορούν να συμβούν.
*Πηγή: The American Conservative, 23-2-2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου