του Κώστα Ράπτη
Μέσα δεν πάει καλά. Το τελευταίο διάστημα ο Βλαντίμιρ Πούτιν βλέπει την δημοτικότητά του να υποχωρεί ραγδαία (με τα ρωσικά μέτρα), όπως άλλωστε και η εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του στο πολιτικό σύστημα συνολικά. Η πρωτοβουλία της μεταρρύθμισης του χρονολογούμενου από τη σοβιετική εποχή συνταξιοδοτικού συστήματος, στη σκιά της πετυχημένης διοργάνωσης του Μουντιάλ του 2018, αποτέλεσε ρητή αθέτηση της περί του αντιθέτου δέσμευσης του Ρώσου προέδρου, αλλά και αφορμή για να εκδηλωθεί η εφ’όλης της ύλης δυσαρέσκεια του ρωσικού πληθυσμού.
Εκ των υστέρων, ο ένοικος του Κρεμλίνου πήρε τις αποστάσεις του επιχειρώντας να φορτώσει την αντιδημοφιλή αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στην κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Όμως το γενικότερο πρόβλημα παραμένει. Η απήχηση του Πούτιν δεν μπορεί να είναι ισχυρή στις νεότερες γενιές των Ρώσων που δεν έχουν ζήσει παρά υπό την εξουσία του και δεν διατηρούν μνήμες της καταστροφικής δεκαετίας του ’90.
Η εκτεταμένη διαφθορά στον δημόσιο χώρο αποτελεί αντικείμενο καθολικής κατακραυγής και δεν έχει αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά. Η ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική γνωρίζει μεν τη λαϊκή αποδοχή (και δημιουργεί καταστάσεις πανεθνικής συσπείρωσης σε κρίσεις όπως αυτή της Ουκρανίας), όχι όμως και η εσωτερική πολιτική, όπου άλλωστε η κατάσταση της οικονομίας πιέζει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Και το κυριότερο: ο διάδοχος του Πούτιν δεν έχει ακόμη φανεί στον ορίζοντα.
Ο Βλαντισλάβ Σουρκόφ θεωρείται «γκρίζα εξοχότης» του Κρεμλίνου. Τσετσένος την καταγωγή, ενδεχομένως πρώην μέλος των μυστικών υπηρεσιών, ο 55χρονος σήμερα Σουρκόφ, υπήρξε υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του ολιγάρχη Χοντορκόφσκι πριν μεταπηδήσει το 1999 στην υπηρεσία του Πούτιν. Θήτευσε ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης το 2011-13, γνώρισε περιόδους δυσμένειας, αλλά πάντοτε επέστρεφε στο πλευρό του προέδρου, του οποίου σήμερα είναι επισήμως σύμβουλος.
Κωδικοποίησε την έννοια της «κυρίαρχης δημοκρατίας», λειτουργώντας ως οιονεί θεωρητικός του «πουτινισμού», ενώ φαίνεται πως υπήρξε άνθρωπος «ειδικών αποστολών» στην ουκρανική κρίση -γεγονός που εξασφάλισε τη συμπερίληψή του στη λίστα κυρώσεων της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Έχει κατηγορηθεί ότι χειραγωγεί την κρατική τηλεόραση και μικρότερα ψευδό-αντιπολιτευτικά κόμματα, ενώ πρωτοστάτησε στη δημιουργία του φιλοπουτινικού κινήματος νεολαίας «Nashi». Έχει επίσης εκδώσει ένα μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας με ψευδώνυμο.
Η τελευταία του παρέμβαση επικεντρώνεται στην ιδέα ότι η κληρονομιά του Πούτιν θα διαρκέσει -με τον τρόπο που η Ε’ Γαλλική Δημοκρατία ζει ακόμη στον αστερισμό του Σαρλ ντε Γκωλ. Υποστηρίζει μάλιστα ο Σουρκόφ ότι με τον Πούτιν η Ρωσία αντέστρεψε την «αφύσικη και αντί-ιστορική» κατάρρευσή της και ανέκτησε τον ρόλο που της έχει αναθέσει η Ιστορία και «δεν της επιτρέπει να αποχωρήσει από τη διεθνή σκηνή και να μείνει σιωπηλή μεταξύ της κοινότητας των εθνών».
Κατά τον Σουρκόφ, το σύστημα διακυβέρνησης της τωρινής Ρωσίας δεν έχει ακόμη εκδηλώσει όλες του τις δυνατότητες αλλά αποτελεί ήδη διεθνές υπόδειγμα, έχοντας προοικονομήσει εξελίξεις που εκδηλώνονται τώρα και οι Δυτικοί αναλυτές αποκαλούν, ελλείψει καλύτερων όρων, ως «λαϊκισμό».
«Όταν όλοι χαιρέτιζαν το Διαδίκτυο ως απαραβίαστο χώρο απεριόριστης ελευθερίας, ήταν από τη Ρωσία που προέκυψε το ερώτημα αν στον Παγκόσμιο Ιστό είμαστε η μύγα ή η αράχνη. Τώρα ο καθένας, ακόμη και οι πιο φιλικές προς την ελευθερία γραφειοκρατίες έχουν αφοσιωθεί στην αποσυναρμολόγηση του Ιστού και κατηγορούν το Facebook ότι διευκολύνει ξενικές παρεμβάσεις. Ο άλλοτε ελεύθερος εικονικός χώρος, που διαφημιζόταν ως προανάκρουσμα του επίγειου παραδείσου, έχει περιφραχτεί από κυβερνο-αστυνόμους και κυβερνο-εγκληματίες, κυβερνο-στρατούς και κυβερνο-κατασκόπους, κυβερνο-τρομοκράτες και κυβερνο-ηθικολόγους» αναφέρει ο Σουρκόφ σε μια χαρακτηριστική αποστροφή του.
Ο σύμβουλος του Πούτιν δεν φείδεται χλευαστικών αναφορών στον τρόπο λειτουργίας των δυτικών δημοκρατιών, στην ψευδαίσθηση επιλογής που προσφέρουν, στην έλλειψη εμπιστοσύνης που τις κατατρώει και την κυριαρχία της δυσφορίας και του μίσους στον δημόσιο λόγο. Η δημοτικότητα τηλεοπτικών σειρών όπως το «Boss» και το «House of Cards» δείχνει ότι κανείς πια δεν θεωρεί τους πολιτικούς αξιόπιστους ή έντιμους, ενώ η εξάπλωση του τουρκικής προελεύσεως όρου «βαθύ κράτος» δείχνει ότι τα συνήθη αντίβαρα (checks and balances) δεν αρκούν για την εξασφάλιση της ευστάθειας.
Ο Σουρκόφ ισχυρίζεται ότι στη Ρωσία δεν υφίσταται «βαθύ κράτος» αλλά «βαθύ έθνος». Ο κρατικός μηχανισμός είναι συμπαγής και οι πιο αυταρχικές του πλευρές βρίσκονται σε κοινή θέα, διότι καλούνταν πάντοτε να διαχειριστεί μιαν αχανή, ετερογενή επικράτεια που βρισκόταν στο επίκεντρο διαρκούς γεωπολιτικού ανταγωνισμού, ενώ η επιχειρηματική τάξη και οι φιλελεύθεροι πολιτικοί που υποτιμούν αυτή τη διάσταση δεν κυριάρχησαν στη ρωσική ιστορία παρά μόνο για λίγους μήνες το 1917 και κατά τη δεκαετία του ’90.
Αντιθέτως, στα έγκατα της ρωσικής κοινωνίας, χωρίς να μπορεί να διαγνωσθεί, να επηρεασθεί ή να ταυτισθεί με ένα συγκεκριμένο πάντοτε στρώμα, βρίσκεται ένα «βαθύ έθνος» που επιφανειακά μόνο ακολουθεί τις κινήσεις των ελίτ, αλλά δημιουργεί ένα αξεπέραστο πολιτισμικό βαρυτικό πεδίο που τις υποχρεώνει να προσγειώνονται κάθε φορά που ξεφεύγουν στα κοσμοπολίτικα πετάγματά τους.
Στη Ρωσία, συνεχίζει ο Σουρκόφ, μπορείς να ακολουθήσεις οποιαδήποτε διαδρομή (συντηρητισμό, σοσιαλισμό, φιλελευθερισμό), αλλά στο τέλος θα καταλήξεις περίπου στο ίδιο πράγμα. Επί της ουσίας, η κοινωνία εμπιστεύεται μόνο τον αρχηγό του κράτους και οι δυτικής προελεύσεως ενδιάμεσοι τυπικοί θεσμοί δεν είναι παρά ένα «κυριακάτικο ένδυμα», που φορά η Ρωσία για να μην αναστατώνονται τα λοιπά έθνη. Το κύριο επίτευγμα του πουτινισμού είναι ότι κρατά ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας με το «βαθύ έθνος», παρά τις παρεμβολές «της ανοησίας, της οπισθοδρομικότητας και της διαφθοράς», υπηρετεί τα συμφέροντά του, υποτάσσει όλες τις κρατικές λειτουργίες σε αυτό και θεμελιώνει μια σχέση εμπιστοσύνης – εκεί που στη Δύση κυριαρχεί η καχυποψία. Για αυτό και το «νέο κράτος» θα αντέξει όλον τον 21ο αιώνα και αργά ή γρήγορα ο καθένας στη διεθνή σκηνή θα πρέπει να συμφιλιωθεί με αυτό.
Οι θριαμβολογίες του Σουρκόφ έχουν όμως ήδη αντικρουστεί από έναν άλλο, εν πολλοίς σύμμαχο του Κρεμλίνου, ιδεολόγο, τον εθνικιστή καθηγητή γεωπολιτικής Αλεξάντρ Ντούγκιν. Σε απαντητικό του άρθρο ο Ντούγκιν υποστηρίζει ότι ο προεδρικός σύμβουλος απλώς προσπαθεί, καθώς η «εποχή Πούτιν» οδηγείται στο λογικό της τέλος, να καθησυχάσει το σύμπλεγμα εξουσίας ότι όλα βαίνουν καλώς και δεν χρειάζονται αλλαγές.
Ο Ντούγκιν πιστώνει τον Πούτιν με την αποκατάσταση της ρωσικής ισχύος μετά τη δεκαετία του ’90, όμως τονίζει ότι το καθεστώς του δεν είναι παρά ένας συμβιβασμός: μεταξύ ελίτ και λαού, προοδευτικών και συντηρητικών, κυριαρχιστών και θιασωτών της παγκοσμιοποίησης, Ευρασιανιστών και Ευρωπαϊστών. Ο συμβιβασμός αυτός διατηρείται χάρη στους διαρκείς ελιγμούς του Πούτιν και μόνο όσο ο ίδιος παραμένει στο προσκήνιο.
Οι θεσμοί που προέκυψαν τη δεκαετία του ’90 δεν άλλαξαν: απλώς ορκίσθηκαν πίστη σε έναν νέο ηγέτη και προσαρμόστηκαν στο πατριωτικό στυλ του. Χάρη στις ενέργειες και του ίδιου του Σουρκόφ κάθε λαϊκή πρωτοβουλία κατεστάλη ή διοχετεύθηκε σε ανούσιες απομιμήσεις. Η έξοδος του Πούτιν θα σημάνει την απονομιμοποίηση των ελίτ, οι οποίες θα επιχειρήσουν επιστροφή στον Γελτσινισμό και σύγκρουση με τον λαϊκό παράγοντα. Ο «Πουτινισμός χωρίς τον Πούτιν», υποστηρίζει ο Ντούγκιν, θα φανεί ανέφικτος (όσο και αν ο Σουρκόφ απεργάζεται το ομοίωμα του) και οι τωρινές ισορροπίες θα διασαλευθούν.
Για να μην απειληθεί και πάλι η εθνική της συνοχή, η Ρωσία χρειάζεται έναν «σούπερ-Πούτιν», χωρίς τους δισταγμούς του τελευταίου, ο οποίος θα επιτεθεί στις ελίτ και θα συνδυάσει την αποφασιστική στάση προς τα έξω με μια τολμηρή αναμόρφωση της εσωτερικής πολιτικής, καταλήγει ο Ντούγκιν.
από το «http://www.capital.gr/»
Μέσα δεν πάει καλά. Το τελευταίο διάστημα ο Βλαντίμιρ Πούτιν βλέπει την δημοτικότητά του να υποχωρεί ραγδαία (με τα ρωσικά μέτρα), όπως άλλωστε και η εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του στο πολιτικό σύστημα συνολικά. Η πρωτοβουλία της μεταρρύθμισης του χρονολογούμενου από τη σοβιετική εποχή συνταξιοδοτικού συστήματος, στη σκιά της πετυχημένης διοργάνωσης του Μουντιάλ του 2018, αποτέλεσε ρητή αθέτηση της περί του αντιθέτου δέσμευσης του Ρώσου προέδρου, αλλά και αφορμή για να εκδηλωθεί η εφ’όλης της ύλης δυσαρέσκεια του ρωσικού πληθυσμού.
Εκ των υστέρων, ο ένοικος του Κρεμλίνου πήρε τις αποστάσεις του επιχειρώντας να φορτώσει την αντιδημοφιλή αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στην κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Όμως το γενικότερο πρόβλημα παραμένει. Η απήχηση του Πούτιν δεν μπορεί να είναι ισχυρή στις νεότερες γενιές των Ρώσων που δεν έχουν ζήσει παρά υπό την εξουσία του και δεν διατηρούν μνήμες της καταστροφικής δεκαετίας του ’90.
Η εκτεταμένη διαφθορά στον δημόσιο χώρο αποτελεί αντικείμενο καθολικής κατακραυγής και δεν έχει αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά. Η ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική γνωρίζει μεν τη λαϊκή αποδοχή (και δημιουργεί καταστάσεις πανεθνικής συσπείρωσης σε κρίσεις όπως αυτή της Ουκρανίας), όχι όμως και η εσωτερική πολιτική, όπου άλλωστε η κατάσταση της οικονομίας πιέζει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Και το κυριότερο: ο διάδοχος του Πούτιν δεν έχει ακόμη φανεί στον ορίζοντα.
Η «γκρίζα εξοχότης» του Κρεμλίνου
Ο Βλαντισλάβ Σουρκόφ θεωρείται «γκρίζα εξοχότης» του Κρεμλίνου. Τσετσένος την καταγωγή, ενδεχομένως πρώην μέλος των μυστικών υπηρεσιών, ο 55χρονος σήμερα Σουρκόφ, υπήρξε υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του ολιγάρχη Χοντορκόφσκι πριν μεταπηδήσει το 1999 στην υπηρεσία του Πούτιν. Θήτευσε ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης το 2011-13, γνώρισε περιόδους δυσμένειας, αλλά πάντοτε επέστρεφε στο πλευρό του προέδρου, του οποίου σήμερα είναι επισήμως σύμβουλος.
Κωδικοποίησε την έννοια της «κυρίαρχης δημοκρατίας», λειτουργώντας ως οιονεί θεωρητικός του «πουτινισμού», ενώ φαίνεται πως υπήρξε άνθρωπος «ειδικών αποστολών» στην ουκρανική κρίση -γεγονός που εξασφάλισε τη συμπερίληψή του στη λίστα κυρώσεων της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Έχει κατηγορηθεί ότι χειραγωγεί την κρατική τηλεόραση και μικρότερα ψευδό-αντιπολιτευτικά κόμματα, ενώ πρωτοστάτησε στη δημιουργία του φιλοπουτινικού κινήματος νεολαίας «Nashi». Έχει επίσης εκδώσει ένα μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας με ψευδώνυμο.
«Μανιφέστο» του πουτινισμού
Η τελευταία του παρέμβαση επικεντρώνεται στην ιδέα ότι η κληρονομιά του Πούτιν θα διαρκέσει -με τον τρόπο που η Ε’ Γαλλική Δημοκρατία ζει ακόμη στον αστερισμό του Σαρλ ντε Γκωλ. Υποστηρίζει μάλιστα ο Σουρκόφ ότι με τον Πούτιν η Ρωσία αντέστρεψε την «αφύσικη και αντί-ιστορική» κατάρρευσή της και ανέκτησε τον ρόλο που της έχει αναθέσει η Ιστορία και «δεν της επιτρέπει να αποχωρήσει από τη διεθνή σκηνή και να μείνει σιωπηλή μεταξύ της κοινότητας των εθνών».
Κατά τον Σουρκόφ, το σύστημα διακυβέρνησης της τωρινής Ρωσίας δεν έχει ακόμη εκδηλώσει όλες του τις δυνατότητες αλλά αποτελεί ήδη διεθνές υπόδειγμα, έχοντας προοικονομήσει εξελίξεις που εκδηλώνονται τώρα και οι Δυτικοί αναλυτές αποκαλούν, ελλείψει καλύτερων όρων, ως «λαϊκισμό».
«Όταν όλοι χαιρέτιζαν το Διαδίκτυο ως απαραβίαστο χώρο απεριόριστης ελευθερίας, ήταν από τη Ρωσία που προέκυψε το ερώτημα αν στον Παγκόσμιο Ιστό είμαστε η μύγα ή η αράχνη. Τώρα ο καθένας, ακόμη και οι πιο φιλικές προς την ελευθερία γραφειοκρατίες έχουν αφοσιωθεί στην αποσυναρμολόγηση του Ιστού και κατηγορούν το Facebook ότι διευκολύνει ξενικές παρεμβάσεις. Ο άλλοτε ελεύθερος εικονικός χώρος, που διαφημιζόταν ως προανάκρουσμα του επίγειου παραδείσου, έχει περιφραχτεί από κυβερνο-αστυνόμους και κυβερνο-εγκληματίες, κυβερνο-στρατούς και κυβερνο-κατασκόπους, κυβερνο-τρομοκράτες και κυβερνο-ηθικολόγους» αναφέρει ο Σουρκόφ σε μια χαρακτηριστική αποστροφή του.
Ο σύμβουλος του Πούτιν δεν φείδεται χλευαστικών αναφορών στον τρόπο λειτουργίας των δυτικών δημοκρατιών, στην ψευδαίσθηση επιλογής που προσφέρουν, στην έλλειψη εμπιστοσύνης που τις κατατρώει και την κυριαρχία της δυσφορίας και του μίσους στον δημόσιο λόγο. Η δημοτικότητα τηλεοπτικών σειρών όπως το «Boss» και το «House of Cards» δείχνει ότι κανείς πια δεν θεωρεί τους πολιτικούς αξιόπιστους ή έντιμους, ενώ η εξάπλωση του τουρκικής προελεύσεως όρου «βαθύ κράτος» δείχνει ότι τα συνήθη αντίβαρα (checks and balances) δεν αρκούν για την εξασφάλιση της ευστάθειας.
Πουτινισμός για έναν αιώνα
Ο Σουρκόφ ισχυρίζεται ότι στη Ρωσία δεν υφίσταται «βαθύ κράτος» αλλά «βαθύ έθνος». Ο κρατικός μηχανισμός είναι συμπαγής και οι πιο αυταρχικές του πλευρές βρίσκονται σε κοινή θέα, διότι καλούνταν πάντοτε να διαχειριστεί μιαν αχανή, ετερογενή επικράτεια που βρισκόταν στο επίκεντρο διαρκούς γεωπολιτικού ανταγωνισμού, ενώ η επιχειρηματική τάξη και οι φιλελεύθεροι πολιτικοί που υποτιμούν αυτή τη διάσταση δεν κυριάρχησαν στη ρωσική ιστορία παρά μόνο για λίγους μήνες το 1917 και κατά τη δεκαετία του ’90.
Αντιθέτως, στα έγκατα της ρωσικής κοινωνίας, χωρίς να μπορεί να διαγνωσθεί, να επηρεασθεί ή να ταυτισθεί με ένα συγκεκριμένο πάντοτε στρώμα, βρίσκεται ένα «βαθύ έθνος» που επιφανειακά μόνο ακολουθεί τις κινήσεις των ελίτ, αλλά δημιουργεί ένα αξεπέραστο πολιτισμικό βαρυτικό πεδίο που τις υποχρεώνει να προσγειώνονται κάθε φορά που ξεφεύγουν στα κοσμοπολίτικα πετάγματά τους.
Στη Ρωσία, συνεχίζει ο Σουρκόφ, μπορείς να ακολουθήσεις οποιαδήποτε διαδρομή (συντηρητισμό, σοσιαλισμό, φιλελευθερισμό), αλλά στο τέλος θα καταλήξεις περίπου στο ίδιο πράγμα. Επί της ουσίας, η κοινωνία εμπιστεύεται μόνο τον αρχηγό του κράτους και οι δυτικής προελεύσεως ενδιάμεσοι τυπικοί θεσμοί δεν είναι παρά ένα «κυριακάτικο ένδυμα», που φορά η Ρωσία για να μην αναστατώνονται τα λοιπά έθνη. Το κύριο επίτευγμα του πουτινισμού είναι ότι κρατά ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας με το «βαθύ έθνος», παρά τις παρεμβολές «της ανοησίας, της οπισθοδρομικότητας και της διαφθοράς», υπηρετεί τα συμφέροντά του, υποτάσσει όλες τις κρατικές λειτουργίες σε αυτό και θεμελιώνει μια σχέση εμπιστοσύνης – εκεί που στη Δύση κυριαρχεί η καχυποψία. Για αυτό και το «νέο κράτος» θα αντέξει όλον τον 21ο αιώνα και αργά ή γρήγορα ο καθένας στη διεθνή σκηνή θα πρέπει να συμφιλιωθεί με αυτό.
Η απάντηση του Ντούγκιν
Οι θριαμβολογίες του Σουρκόφ έχουν όμως ήδη αντικρουστεί από έναν άλλο, εν πολλοίς σύμμαχο του Κρεμλίνου, ιδεολόγο, τον εθνικιστή καθηγητή γεωπολιτικής Αλεξάντρ Ντούγκιν. Σε απαντητικό του άρθρο ο Ντούγκιν υποστηρίζει ότι ο προεδρικός σύμβουλος απλώς προσπαθεί, καθώς η «εποχή Πούτιν» οδηγείται στο λογικό της τέλος, να καθησυχάσει το σύμπλεγμα εξουσίας ότι όλα βαίνουν καλώς και δεν χρειάζονται αλλαγές.
Ο Ντούγκιν πιστώνει τον Πούτιν με την αποκατάσταση της ρωσικής ισχύος μετά τη δεκαετία του ’90, όμως τονίζει ότι το καθεστώς του δεν είναι παρά ένας συμβιβασμός: μεταξύ ελίτ και λαού, προοδευτικών και συντηρητικών, κυριαρχιστών και θιασωτών της παγκοσμιοποίησης, Ευρασιανιστών και Ευρωπαϊστών. Ο συμβιβασμός αυτός διατηρείται χάρη στους διαρκείς ελιγμούς του Πούτιν και μόνο όσο ο ίδιος παραμένει στο προσκήνιο.
Οι θεσμοί που προέκυψαν τη δεκαετία του ’90 δεν άλλαξαν: απλώς ορκίσθηκαν πίστη σε έναν νέο ηγέτη και προσαρμόστηκαν στο πατριωτικό στυλ του. Χάρη στις ενέργειες και του ίδιου του Σουρκόφ κάθε λαϊκή πρωτοβουλία κατεστάλη ή διοχετεύθηκε σε ανούσιες απομιμήσεις. Η έξοδος του Πούτιν θα σημάνει την απονομιμοποίηση των ελίτ, οι οποίες θα επιχειρήσουν επιστροφή στον Γελτσινισμό και σύγκρουση με τον λαϊκό παράγοντα. Ο «Πουτινισμός χωρίς τον Πούτιν», υποστηρίζει ο Ντούγκιν, θα φανεί ανέφικτος (όσο και αν ο Σουρκόφ απεργάζεται το ομοίωμα του) και οι τωρινές ισορροπίες θα διασαλευθούν.
Για να μην απειληθεί και πάλι η εθνική της συνοχή, η Ρωσία χρειάζεται έναν «σούπερ-Πούτιν», χωρίς τους δισταγμούς του τελευταίου, ο οποίος θα επιτεθεί στις ελίτ και θα συνδυάσει την αποφασιστική στάση προς τα έξω με μια τολμηρή αναμόρφωση της εσωτερικής πολιτικής, καταλήγει ο Ντούγκιν.
από το «http://www.capital.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου