Ερώτηση Νίκου Χουντή (ΛΑΕ):
Η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) σχεδιάζει, σε συνεργασία με τις 4 συστημικές τράπεζες, την εφαρμογή ενός νέου σχεδίου για τον περιορισμό των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPE).
Το σχέδιο αυτό προβλέπει την ίδρυση ενός Οχήματος Ειδικού Σκοπού (SPV), στο οποίο θα μεταφερθούν λογιστικά κεφάλαια σε μορφή Αναβαλλόμενου Φόρου (DTC), παράλληλα με Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (NPE) (δηλαδή, κόκκινα δάνεια), μαζί με τις εξασφαλίσεις τους. Στη συνέχεια η εταιρεία αυτή θα τιτλοποιεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και θα τα πουλάει στην αγορά.
Με δεδομένο ότι:
– Κομισιόν, ΕΚΤ και κυβέρνηση είχαν συμφωνήσει, μέσω του 3ου Μνημονίου, σε μια στρατηγική απελευθέρωσης της αγοράς NPE και των πλειστηριασμών κατοικιών,
– Το σχέδιο της ΤτΕ δημιουργεί αυτομάτως κεφαλαιακό κενό στις συστημικές τράπεζες, που εκτιμάται σε 3-5 δις ευρώ,
ερωτάται:
Θεωρεί, τελικά, αποτυχημένη τη σημερινή στρατηγική αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων που εφαρμόζεται στην Ελλάδα και βασίζεται, μεταξύ άλλων, και στην βίαιη επίθεση στις λαϊκές κατοικίες, μέσω των πλειστηριασμών;
Ποια είναι η επίσημη αξιολόγηση του προτεινόμενου σχεδίου καταπολέμησης των κόκκινων δανείων;
Πιστεύει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν κεφαλαιακή ενίσχυση, την οποία θα αναγκαστεί να πληρώσει και πάλι ο ελληνικός λαός;
Απάντηση Ντανιέλ Νουί:
Φρανκφούρτη, 20 Δεκεμβρίου 2018
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας όσον αφορά το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ), την οποία μου διαβίβασε ο κ. Roberto Gualtieri, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή, στις 4 Δεκεμβρίου 2018.
Όπως γνωρίζετε, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει ένα πολύ υψηλό επίπεδο ΜΕΔ, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ικανότητα των τραπεζών να χορηγούν πιστώσεις και άρα την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ως συνόλου. Η ταχεία μείωση των ΜΕΔ αποτελεί επομένως μία από τις βασικές προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες και σημαντικό τομέα ενδιαφέροντος για τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ).
Σε ό,τι αφορά τις ερωτήσεις σας για τις στρατηγικές μείωσης των ΜΕΔ, τα ελληνικά σημαντικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις συγκεκριμένες στρατηγικές τους για τη μείωση αυτών των δανείων από το 2016, όπως εξήγησα στην επιστολή μου προς εσάς στις 11 Ιουνίου 2018[1]. Αυτές οι στρατηγικές στηρίζονται σε διάφορα μέτρα, στα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η αναδιάρθρωση ΜΕΔ, κατασχέσεις και διαδικασίες αφερεγγυότητας, καθώς και η διάθεση των χαρτοφυλακίων ΜΕΔ μέσω πωλήσεων ή τιτλοποιήσεων.
Τα εθνικά νομικά και δικαστικά πλαίσια, και ιδίως οι άρτιοι μηχανισμοί ρευστοποίησης εξασφαλίσεων, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για την αποτελεσματική υλοποίηση των στρατηγικών μείωσης των ΜΕΔ. Επομένως, από τη σκοπιά της εποπτείας, η σταδιακή αύξηση των πλειστηριασμών στην Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει την ικανότητα των σημαντικών ιδρυμάτων να μειώσουν τα ΜΕΔ τους, αυτό θα στηρίξει δε την αξιοπιστία των στρατηγικών τους για τη συνολική μείωση των ΜΕΔ[2].Κατάλληλα θεσμικά πλαίσια που διασφαλίζουν άρτιες νομικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων προτύπων για την προστασία του καταναλωτή και μηχανισμών κοινωνικής προστασίας, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά δεν εμπίπτουν στα καθήκοντα του ΕΕΜ.
Γενικότερα, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ επιδοκιμάζει και αξιολογεί προσεκτικά πρωτοβουλίες που αποβλέπουν στο να διευκολύνουν την πορεία και την αποτελεσματικότητα της μείωσης των ΜΕΔ στην Ελλάδα. Επίσης, διενεργεί σε βάθος ανάλυση του σχεδίου μεταβίβασης ΜΕΔ το οποίο παρουσίασε η Τράπεζα της Ελλάδος[3]. Καθώς θα πρέπει ακόμη να διευκρινιστούν αρκετές λεπτομέρειες, είναι πολύ νωρίς να καταλήξουμε σε σαφές συμπέρασμα σχετικά με την πιθανή αποτελεσματικότητα και επίδρασή του στα διαθέσιμα ίδια κεφάλαια των σημαντικών ιδρυμάτων. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι οποιαδήποτε σχέδιο συστημικής μείωσης των ΜΕΔ πρέπει να συνάδει με τη νομοθεσία της ΕΕ, η οποία, μεταξύ άλλων, έχει ως στόχο να αποτρέπει στο μέτρο του δυνατού τη χρήση των χρημάτων των φορολογούμενων για τη στήριξη πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως επίσης επισημαίνεται στο «Σχέδιο στρατηγικής για εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (AMC Blueprint)» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[4].
Με εκτίμηση, [υπογραφή] Danièle Nouy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου