του Όθωνα Κουμαρέλλα
Στον χώρο των οικονομικών διατυπώνεται ένας κανόνας, που προσπαθεί να ερμηνεύσει τα αίτια της ανεργίας σε μια οικονομία: «Η ανεργία δημιουργείται όταν ο ιδιωτικός τομέας αποταμιεύει και δεν επιθυμεί να δαπανήσει για να αγοράσει τα προϊόντα που παρήχθησαν σε ένα χρόνο».
Ερώτημα: Είναι θέμα μόνο επιθυμίας, ή μήπως συμβαίνει και κάτι άλλο;
Ωστόσο είναι σωστό να βλέπουμε όλα τα θέματα μόνο από την πλευρά της ζήτησης, ή της προσφοράς;
Μήπως πρέπει να τα δούμε συνδυαστικά και αντί να ερίζουμε για το φύλο των αγγέλων, ή αν έκανε η κότα το αυγό, ή το αυγό την κότα, να αντιμετωπίσουμε την οικονομία ως ένα πολυπλοκότατο κοινωνικό φαινόμενο, που δεν μπορεί να ερμηνεύεται με μόνο την εξέταση κάποιων από τα βασικά του χαρακτηριστικά, αγνοώντας κάποια άλλα και τη διατύπωση θεωριών με βάση αυτά;
Μήπως πρέπει να τα δούμε συνδυαστικά και αντί να ερίζουμε για το φύλο των αγγέλων, ή αν έκανε η κότα το αυγό, ή το αυγό την κότα, να αντιμετωπίσουμε την οικονομία ως ένα πολυπλοκότατο κοινωνικό φαινόμενο, που δεν μπορεί να ερμηνεύεται με μόνο την εξέταση κάποιων από τα βασικά του χαρακτηριστικά, αγνοώντας κάποια άλλα και τη διατύπωση θεωριών με βάση αυτά;
Οι θεωρίες είναι καθολικής ισχύος, ή ενίοτε υπάρχουν εξαιρέσεις που καθιστούν τον κανόνα εξαιρετικά αδύναμο;
Κατά την άποψή μου, στην οικονομία, η πράξη είναι εκείνη που αποδεικνύει κάθε φορά την ισχύ ενός κανόνα και σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Διότι διαφορετικά δεν εξηγείται το γιατί καταρρέουν τα διαφορετικά μοντέλα που εφαρμόζονται. Ή αλλού επιτυγχάνουν και αλλού όχι.
Ας δούμε λοιπόν μερικούς λόγους πέραν της επιθυμίας για αποταμίευση, γιατί ο ιδιωτικός τομέας ενίοτε δεν δαπανά:
α. Ο ιδιωτικός τομέας, είναι ελλειμματικός και πνίγεται στα χρέη. Ούτε αποταμιεύει, ούτε καταναλώνει, διότι απλά δεν μπορεί. Συνεπώς ούτε να επενδύσει μπορεί. Κάτι μας θυμίζει αυτό, ή όχι;;
Ωστόσο εάν το πρόβλημα δεν λυθεί στη ρίζα του η κρίση θα βαθαίνει, και το κράτος καλείται να πάρει την πρωτοβουλία, διότι, αρέσει δεν αρέσει, δεν υπάρχει τρίτος να το κάνει.
β. Ο τομέας της κατανάλωσης, παρόλης της ευρωστίας του ιδιωτικού τομέα κι εξ αιτίας της σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, έχει κορεστεί και πέραν της ενίσχυσης του αποθησαυρισμού, καθιστά τις παραγωγικές επενδύσεις μη προσοδοφόρες στο βαθμό που οι κάτοχοι των κεφαλαίων και των μέσων παραγωγής θα ήθελαν. Η οικονομία μπαίνει σε στασιμότητα και η προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση ισορροπεί στο σημείο που παύουν να δημιουργούνται νέες ανάγκες προς κάλυψη. Η παγκόσμια κρίση οφείλεται ακριβώς σε αυτό. Κάποιοι, σε ελεύθερη περιγραφή με οικονομολογικούς όρους, θα το εκλάμβαναν και ως αιφνίδια, ή μη προσδοκώμενη, διαδικασία υπερβολικής ενίσχυσης της τάσης μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους.
Έτσι τα κεφάλαια στρέφονται σε πιο κερδοφόρες και συνήθως παρασιτικού τύπου τοποθετήσεις. Κι αυτό πρέπει κάτι να μας θυμίζει σχετικά με την παγκόσμια… μπαρμπουτιέρα (επί το… καλλιτεχνικότερον «χρηματιστηριακές αγορές»).
Σε αυτήν την περίπτωση η μόχλευση της ζήτησης μέσω της αυξημένης κρατικής δαπάνης, λίγα έχει να προσφέρει.
Πιο αποτελεσματικά, σε παγκόσμιο επίπεδο, αποδείχθηκαν τα τρυκ με την ποιοτική υποβάθμιση και τον περιορισμένο χρόνο λειτουργικής χρήσης των προϊόντων, προκειμένου αυτά να ανανεώνονται συχνότερα, όπως και η διαφήμιση νέων προϊόντων, που ελάχιστα διαφέρουν από τα παλαιότερα, ενδεχομένως μόνο στο περιτύλιγμα. Αλλά κι αυτά τα τρυκ, μολονότι χρησιμοποιούνται κατά κόρον, δεν μπορούν να αποτελούν οριστική απάντηση στο πρόβλημα. Δεν είναι μια λύση ικανή να αντιστρέψει την τάση. Κατασπατάληση μη ανανεώσιμων πόρων θα μπορούσαν να ονομάσουν βέβαια αυτό που συμβαίνει, κάποιοι κακοί τύποι, που δεν συμπαθούν τους… οικονομολόγους.
γ. Η τεχνολογική επανάσταση έχει επιφέρει δραματικές αλλαγές και εκτίναξη της παραγωγικότητας σε σημείο που η όποια, συνεπακόλουθα, αύξηση της παραγωγής και της ζήτησης, δηλαδή ανάπτυξη, με τη παραγωγική όμως δυνατότητα πάντα υπερβάλλουσα της αύξησης της ζήτησης, να μη σημαίνει σε πολλές περιπτώσεις μείωση, αλλά αύξηση της ανεργίας.
Αν και οι φιλελευθεριάζοντες οικονομολόγοι μάλλον το αρνούνται, ο Μάρξ πρώτος περιέγραψε τις κρίσεις υπερπαραγωγής. Οι πρώτοι, μπροστά στο φαινόμενο, ανατρέχουν σε ηθικολογικού τύπου προσεγγίσεις, που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα. Φυσικά ο Κάρολος που να ήξερε, ο καημένος, ότι οι απόψεις του δεν συνέφεραν κανέναν (ούτε καν τους οπαδούς του).
Παρ’ όλα αυτά, διαπιστώνεται, ότι οι κρίσεις πάντα έχουν να κάνουν με τη ζήτηση. Συνεπώς οι όποιες «θεραπείες» εκεί πρέπει να κατευθύνονται κι όχι αντίστροφα προς την προσφορά. Διότι άνευ ζητήσεως η προσφορά καταρρέει. Κι αυτό δεν είναι απλά νόμος, αλλά στεγνή πραγματικότητα, υπέχουσα θέση αξιωματικής αρχής.
Όμως σε τέτοιου είδους κρίσεις και προκειμένου να συνεχιστεί η παραγωγή (άρα η κερδοφορία αυτών που θα μπορούσαν να επενδύσουν, κι όχι για να μη γυρίσουμε στα σπήλαια, για το οποίο δεν καίγεται καρφάκι των «επενδυτών»), λαμβάνονται σκληρά μέτρα μείωσης του κόστους παραγωγής. Συνεπώς των αμοιβών της εργασίας ως πρώτιστη προτεραιότητα, αφού η ιδεοληψία πεθαίνει τελευταία. Αλλά και η μεταφορά των παραγωγικών δραστηριοτήτων σε περιοχές του πλανήτη που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μειωμένα κόστη για εύλογο χρονικό διάστημα. Να λοιπόν ένας από τους λόγους που όλοι ομνύουν στην ελευθερία της κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών κι ανθρώπων και αναθεματίζουν τον προστατευτισμό.
Η διαδικασία όμως αυτή περιορίζει ακόμα περισσότερο τη ζήτηση προϊόντων, αφού οι οιωνεί καταναλωτές έχουν όλο και μικρότερη ικανότητα να δαπανήσουν. Όλοι ομνύουν στην εξωστρέφεια αδιαφορώντας για τη ζήτηση στο εσωτερικό. Με τον ανταγωνισμό, έτσι, να βαράει κόκκινο και ως λογική συνέπεια να εκτροχιάζεται προς το αθέμιτο. Με το κατά Ρικάρντο «συγκριτικό πλεονέκτημα», να χάνει ολοένα και περισσότερο τη σημασία του αναφορικά με την καθ’ αυτού αγορά (αφού οτιδήποτε παράγεται πχ στην Ελλάδα, μπορεί να παραχθεί με την ίδια ευκολία, ή και με μεγαλύτερη στη Μυανμάρ, χωρίς την ύπαρξη ουδενός φραγμού), και να προσλαμβάνει μεγάλη αξία στο γεωπολιτικό πεδίο.
Πρόκειται επί της ουσίας για φαύλο κύκλο, που οδηγεί το παγκόσμιο σύστημα σε έκρηξη και αυτοχειριασμό.
Συνεπώς ανακεφαλαιώνοντας, η ανάγκη να δαπανήσει το κράτος δεν είναι τόσο προφανής σε περιπτώσεις κρίσεων υπερπαραγωγής, ενώ καθίσταται προφανέστατη σε περιπτώσεις καχεξίας του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή αδυναμίας του τελευταίου να δαπανήσει είτε επενδύοντας, είτε καταναλώνοντας, οδηγώντας τόσο τη ζήτηση, όσο και την προσφορά σε χαμηλότερα επίπεδα, άρα την οικονομία σε ύφεση.
Είναι όμως αρκετή η δαπάνη από την πλευρά του κράτους για να φέρει την επιθυμητή ισορροπία, μοχλεύοντας την ανάπτυξη;
Στις ΗΠΑ και σε άλλες προηγμένες οικονομικά χώρες, η παρατηρούμενη ανάκαμψη και η μείωση της ανεργίας -που ειρήσθω εν παρόδω δεν γνωρίζουμε πόσο μόνιμη, ή προσωρινή είναι, με μια νέα κρίση χειρότερη εκείνης του 2008, να αποτελεί τον εφιάλτη των αναλυτών-, θα πρέπει να ανιχνευτεί σε συνδυασμό και άλλων παραγόντων. Αυτών που δρουν μαζί με την ποσοτική χαλάρωση και τα κρατικά ελλείμματα, όπως πχ η αντιστροφή της «παγκοσμιοποίησης» και η σταδιακή εφαρμογή -έστω αφανώς- μέτρων προστατευτισμού, με χρήση και του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» της στρατιωτικής ισχύος, πέραν του δολλαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Η ελληνική περίπτωση
Σε χώρες, όμως, όπως η Ελλάδα, δεν μπορούμε -προφανώς- να μιλάμε για κρίση υπερπαραγωγής, αλλά για χωρίς προηγούμενο παραγωγικό έλλειμμα, τουλάχιστον για ημιανεπτυγμένη χώρα. Η δε κάλυψη της όποιας ζήτησης εξακολουθεί να υπάρχει, να γίνεται από τις εισαγωγές και μόνο ένα μέρος της από την υποαπασχόληση ιδίων πόρων, με τους περισσότερους από αυτούς να αργούν. Στην περίπτωση, ο εγχώριος ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί εξ αντικειμένου να παράξει, διότι είναι καταχρεωμένος, δεν έχει πρόσβαση σε φτηνό χρήμα κι άρα δεν είναι ανταγωνιστικός, ούτε μπορεί να γίνει, όσο και να παταχθεί η γραφειοκρατία, ή να του μειωθεί η φορολογία, και -καπάκι- στερείται εσωτερικής (καταναλωτικής) αγοράς, η οποία καταστρέφεται συστηματικά.
Όμως εδώ παρατηρείται το εξής παράδοξο (όχι και τόσο).
Οι κεφαλαιούχοι -εγχώριοι και ξένοι- αρνούνται στο κράτος να δαπανήσει και του επιβάλλουν μέσω του χρέους και του ευρώ την προτεσταντικού τύπου «εγκράτεια» και αποχή και μέσω αυτής τα «πέτσινα» (λογιστικά) πλεονάσματα (που ταμειακά είναι ολοένα και μεγαλύτερα ελλείμματα -δείτε τα στοιχεία στον διπλανό πίνακα). Διότι εποφθαλμιούν τον χώρο σημαντικών τομέων που μπορούν να τους εξασφαλίσουν υψηλή κερδοφορία με μειωμένο ρίσκο (λιμάνια, αεροδρόμια, επικοινωνίες, δίκτυα, ενέργεια, σε επόμενη φάση ασφαλιστικό σύστημα κ.ο.κ.), συμπαρασύροντας και τους εναπομείναντες «παραγωγούς». Παρόλο που στους τελευταίους δεν τους συμφέρει ένα τέτοιο καθεστώς, όπως επιβλήθηκε. Αλλά μολονότι το κράτος αποσύρεται «τοις κεινων ρήμασι πειθόμενον», οι ίδιοι δεν δαπανούν στον βαθμό τουλάχιστον που χρειάζεται για να αυξηθεί τόσο η παραγωγή, όσο και η ζήτηση, αλλά προσπαθώντας να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, δεν καινοτομούν, ούτε επενδύουν. Επιβάλλουν συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα, δεν απορροφούν την ανεργία. Εν τέλει συνεχίζουν να συμβάλλουν σε μια καταστροφική πορεία μείωσης της προσφοράς και της ζήτησης σε ολοένα και χαμηλότερα επίπεδα με τις όποιες ανάγκες να καλύπτονται από τις εισαγωγές και με τις εξαγωγές να αδυνατούν να καλύψουν τη διαφορά, αφού -με τούτα και με ‘κείνα- η ανταγωνιστικότητα παραμένει χαμηλή. Διότι το εργατικό κόστος είναι μόνο μια παράμετρος, στην εξίσωση υπεισέρχονται κι άλλες εξ ίσου, ή περισσότερο σημαντικές και η «σκληρότητα» του νομίσματος είναι μια από αυτές.
Οι «μεταρρυθμίσεις», που στο σύνολό τους σχεδόν αφορούν στην αγορά εργασίας, η πάταξη της γραφειοκρατίας, ο περιορισμός του κράτους στα απολύτως αναγκαία και η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων καθίστανται, εκτός από ασπιρίνες στον καρκίνο, στην καθυστέρηση ολοκληρωτικής εφαρμογής τους, προφάσεις εν αμαρτίαις για την αποεπένδυση. Στο βαθμό, μάλιστα, που στη χώρα μας (πέραν των άλλων κοινωνικού χαρακτήρα παραμέτρων) δεν επιλύεται τόσο το ζήτημα της εύκολης και φτηνής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, όσο και το ζήτημα της ζήτησης (ύπαρξη εύρωστης αγοράς). Διότι αυτά είναι τα κρίσιμα και μεταξύ τους αλληλένδετα.
Έτσι, ένας άλλου τύπου φαύλος κύκλος δημιουργείται με κύριο χαρακτηριστικό την πολιτική αστάθεια εξ αιτίας της φτωχοποίησης ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού, και του συνολικού ελλείμματος στην οικονομία που βαθαίνει. Τα οποία, σε συνδυασμό, επιτείνουν την αβεβαιότητα και το έλλειμμα εμπιστοσύνης. Και αυτό με τη σειρά του επιτείνει τα αδιέξοδα, με επίκεντρο το χαμηλό ενδιαφέρον για παραγωγικές επενδύσεις από το εξωτερικό, τις οποίες πολλοί αντιλαμβάνονται ως το μάνα εξ ουρανού, αλλά ουδέποτε αυτό πέφτει.
Με δεδομένο ότι η Ελλάδα παρά τη σκληρή εσωτερική υποτίμηση θα αδυνατεί για πολλά χρόνια ακόμη να ανταγωνιστεί τις οικονομίες υπερχαμηλού παραγωγικού κόστους κι όσο λειτουργεί σε συνθήκες «σκληρού» νομίσματος, θα υπολείπεται στο διηνεκές των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης, κάτι πρέπει να γίνει.
Ας δούμε λοιπόν τι χρειάζεται να γίνει κάτω από τις ιδιάζουσες ελληνικές συνθήκες.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι έχουν δίκιο αυτοί που ισχυρίζονται ότι το κράτος δεν πρέπει να δαπανά, διότι δημιουργεί «ελλείμματα». Πολύ ωραία. Ποιος θα δαπανήσει λοιπόν;;
Οι ελληνικές επιχειρήσεις; Μα αυτές μη έχοντας αγορά για να απευθυνθούν, ταυτόχρονα σπανίζουσα και πανάκριβη χρηματοδότηση, κλείνουν η μια πίσω από την άλλη, ενώ οι μεγαλύτερες κι ανθεκτικότερες την κάνουν «ελαφρώς» προς άλλα μέρη. Μόλις προχθές ο «Τιτάνας».
Ο απλός κόσμος, πέραν ενός 20% που μπορεί και δαπανά, ακόμα και να σπαταλά στην κατανάλωση, ο υπόλοιπος καταχρεωμένος δύσκολα τα φέρνει βόλτα στα απολύτως απαραίτητα, ενώ ήδη ένα περίπου 40% του συνολικού πληθυσμού έχει οικονομικά δει «τα ραπανάκια ανάποδα» βυθιζόμενο από τη φτωχοποίηση στην εξαθλίωση. Άρα ο πληθυσμός δεν μπορεί να συγκροτήσει αγορά που να δελεάσει τους σοβαρούς παραγωγούς.
Έτσι οι ξένοι σοβαροί δεν πλησιάζουν, ούτε πρόκειται, ακριβώς γιατί το μίγμα στη χώρα είναι εκρηκτικό και δεν προσφέρεται για παραγωγικού τύπου τοποθετήσεις. Οι «γύπες» βέβαια εδώ είναι και ξεκοκκαλίζουν…..
Γι’ αυτό είναι απολύτως αναγκαία μια ολοκληρωτική αντιστροφή των ακολουθούμενων πολιτικών.
1. Ανεξάρτητα εάν θεωρούμε περιττή, ή και βλαπτική λόγω της (εντός ευρώ) δημιουργίας «ελλειμμάτων», την κρατική δαπάνη, γενικά, στην ελληνική περίπτωση, ειδικά, λόγω της προβληματικότητας του ιδιωτικού τομέα είναι αδιαμφισβήτητη η αναγκαιότητά της ως ατμομηχανή μιας προσπάθειας εξόδου από το τέλμα.
2. Όπως αδιαμφισβήτητη είναι η αναγκαιότητα για άπλετη και φτηνή, έως δωρεάν, χρηματοδότηση των παραγωγικών επιχειρήσεων, στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα. Σε παλαιότερη έκθεσή του ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) είχε αναφερθεί σε αναγκαίες επενδύσεις ύψους 100 δις ευρώ, προκειμένου η ελληνική οικονομία να ανακάμψει. Πόθεν;
3. Η ελληνική αγορά πρέπει να αποκτήσει ξανά στοιχειώδη δυναμισμό δια μέσου της ζήτησης. Δηλαδή είναι αναγκαία η παροχή εισοδήματος, αρχής γενομένης από τα πλέον πληττόμενα από την κρίση στρώματα του πληθυσμού.
Και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις πρέπει να δημιουργηθούν και να δράσουν συνδυαστικά για να υπάρξει αποτέλεσμα. Να υπάρξει πραγματική ανάπτυξη και άνοδος του ΑΕΠ, με την πλήρη απασχόληση πόρων και ανθρώπων. Να υπάρξει παραγωγή που θα υποκαταστήσει εν μέρει τις εισαγωγές και θα σταθεροποιήσει σε στέρεες βάσεις το ισοζύγιο εξ. πληρωμών.
Μπορεί αυτό να συμβεί σε καθεστώς δουλοπαροικίας χρέους και ευρώ;
Όποιος ισχυριστεί κάτι τέτοιο παραπλανά συνειδητά.
Μόνο με ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας, όπου η κρατική δαπάνη δεν δημιουργεί ελλείμματα και χρέος, και αποκήρυξη του υπάρχοντος ληστρικού χρέους, οι τρεις αυτές προϋποθέσεις μπορούν να συντρέξουν και έτσι να μπορέσουμε να μιλήσουμε για μια τραγωδία που τη ζήσαμε μεν τα τελευταία οκτώ χρόνια, αλλά ότι μπορούμε έτσι, να την αφήσουμε οριστικά πίσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου