του Νικόλα Μιτζάλη
0 Κωνσταντινίδης εξυμνεί την οργανική συνέχεια της ελληνικής αρχιτεκτονικής από την Κνωσσό και τον Όμηρο ως τα βυζαντινά μοναστήρια, τα απλά ανώνυμα σπίτια της νεότερης Ελλάδας και τις προσφυγικές κατοικίες όσων διώχθηκαν το '22 από την Ιωνία. Σε όλο αυτό το ιστορικό και χωρικό φάσμα, στην «ελληνική αρχιτεκτονική οι μεταβατικοί, ημιυπαίθριοι χώροι ήταν πάντοτε ένα πρωταρχικό οργανικό και συνθετικό στοιχείο».[9] Τούτο ανασύρει ο συγγραφέας ως κεντρικό σημείο μιας «αληθινής ελληνικής αρχιτεκτονικής». Επίσης, διαχρονικά, τα γνήσια αρχιτεκτονικά έργα στην Ελλάδα ήταν, μας λέει, οργανικά δεμένα με τον φυσικό τους περίγυρο. Έτσι, «όλες οι γραμμές του τοπίου και το φως του και η πλαστικότητά του και η ποιότητά του... βρίσκονται ξανά πάλι στο κάθε αρχιτεκτόνημα, από τα θεμέλια μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια».[10] Αυτό είναι μάλιστα το «θαύμα» της Ελλάδας από αρχαιοτάτων χρόνων ως σήμερα. Κι αυτό αντιτείνει με εθνική περηφάνεια σε μια «κυρία από την Αμερική» που ρωτούσε τον ξεναγό για τον ναό του Ποσειδώ- να στο Σούνιο: «ναι, κυρία μου, αυτό είναι το θαύμα εδώ στην Ελλάδα· όταν στέκεις μπροστά στο οποιοδήποτε αρχιτεκτονικό έργο (από τον πιο αρχαίο ναό ως το πιο σύγχρονο ανώνυμο χτίσμα), να μην μπορείς να ξεχωρίσεις ποιο είναι το έργο που έκανε ο άνθρωπος και ποιο είναι το έργο που έκανε η φύση».[11]
Τέτοιες αποστροφές του λόγου γεννούν εύκολα την εντύπωση ότι η αρχιτεκτονική κοσμοθεωρία του Κωνσταντινίδη αντιπροσωπεύει μια εκλεπτυσμένη εκδοχή ελληνολατρικού ναρκισσισμού που ερωτοτροπεί με το γνωστό «όταν εσείς τρώγατε βελανίδια εμείς κτίζαμε Παρθενώνες». Οι υποθέσεις της πολιτισμικής συνέχειας από την πιο μακρινή αρχαιότητα ως τις μέρες μας, το ιδεολόγημα της επιβίωσης του αρχαίου πνεύματος στον «απλό λαό» της νεότερης Ελλάδας και μια εθνική έπαρση απέναντι στον «αδαή» και (εξυπονοείται) «κατώτερο πολιτισμικά» ξένο, που δεν μετέχει στο «θαύμα εδώ στην Ελλάδα», μοιάζουν να συνθέτουν τον αρχαιολα- τρικό κλασσικισμό με τον εθνο-ρομαντισμό σε ένα κράμα επαρχιώτικου ελληνοκεντρισμού που δεν μας είναι καθόλου ανοίκειο.
Παραπομπές
[36] Στο ίδιο, σελ. 351.
[37] Στο ίδιο, σελ. 119.
[38] Βλ. Michel Foucault, Ti είναι Διαφωτισμός;, μτφρ. Στέφανος Ροζάνης, Έρασμος, Αθήνα 2003.
[39] Κωνσταντινίδης, Για την αρχιτεκτονική, ό.π., σελ. 112.
ΙΑ Στο ίδιο, σελ. 327.
[41] Στο ίδιο, σελ. 112-115.
[42] Στο ίδιο, σελ. 20.
[43] Στο ίδιο, σελ. 310, 243.
[44] Στο ίδιο, σελ. 263.
[45] Στο ίδιο, σελ. 244.
[46] Στο ίδιο, σελ. 265.
[47] Στο ίδιο, σελ. 241.
[48] Βλ. Michael Hardt, Antonio Negri, Multitude. War and Dmocraq/ in the Age of Empire, Penguin, Λονδίνο 2004 και Michael Hardt, Antonio Negri, Commonwealth, Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge (Mass.) 2009.
[49] Κωνσταντινίδης, Για την αρχιτεκτονική, ό.π., σελ. 244.
[50] .Στο ίδιο, σελ. 244.
[51] .Στο ίδιο, σελ. 265.
[52] Στο ίδιο, σελ. 118.
[53] Στο ίδιο, σελ. 241.
Αρκεί όμως μια γρήγορη ματιά σε αρχιτεκτονήματα του Κωνσταντινίδη για να διασκεδάσει τέτοιες εύκολες εντυπώσεις. Το περίφημο «Σπίτι διακοπών στην Ανάβυσσο» (1962) μιλάει εύγλωττα, με τις μοντέρνες ευθείες γραμμές, την ορθογώνια, λιτή γεωμετρία και τη χρήση του μπετόν. Κοινή διαπίστωση των μελετητών του έργου του είναι ότι ξεπερνά το δίλημμα παράδοση ή (δυτική) νεωτερι- κότητα, γεφυρώνει την ιστορία του τόπου με τον μοντερνισμό, και επινοεί μια δική του εκδοχή του «διαρκούς ελληνικού μοντέρνου».[12] Στο ίδιο δοκίμιο, «Δοχεία ζωής», ο Κωνσταντινίδης επιμένει ότι η «πρώτη και θεμελιακή αφετηρία» για την αρχιτεκτονική όπως την αντιλαμβάνεται «δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η σύγχρονη ζωή και ο σύγχρονος άνθρωπος».[13] Αρχή του έργου του είναι ότι το αρχιτεκτόνημα πρέπει να είναι δοχείο ζωής. Αυτό σημαίνει ότι «δεν είναι ένα στατικό πλαστικό μέγεθος, που στέκουμε μπροστά του μονάχα σαν θεατές και μονάχα για να το προσκυνάμε, αλλά είναι κάτι το ζωντανό, που δουλεύουμε και ζούμε μαζί του... αφού για να ζει πραγματικά πρέπει να μπορεί να μεταπλάθεται σύμφωνα με κάθε καινούργια αναγκαιότητα της ζωής».[14]
Στα χνάρια της γενιάς του '30, ο Κωνσταντινίδης τοποθετείται ενάντια στο δίπολο «ξενομανία απ' τη μια μεριά και... αρχαιολατρία από την άλλη».[15] Θέλει να ανασύρει κι αυτός «τη συνέχεια που κρατιόταν συνειδητά από τον Νεοέλληνα... τα "λαϊκά" δηλώματα της νεοελληνικής ευρυθμίας».[16] Η πρότασή του έχει όμως μια συν- θετότητα και ιδιοτυπία που συγκαλύπτεται από τη φαινομενική της απλότητα και τις εκλεκτικές της συγγένειες. Γι'αυτό θα προσπαθήσουμε να την ξεδιπλώσουμε στις διάφορες πτυχές της.
Τα έργα του, αρχιτεκτονικά και γραπτά, εκπέμπουν μια βαθιά εξοικείωση με τη δυτική νεωτερικότητα, τόσο τη μοντέρνα αρχιτεκτονική της Ευρώπης, την οποία σπούδασε στη Γερμανία του μεσοπολέμου όσο και τον ευρύτερο δυτικό πολιτισμό, τα γράμματα και τις τέχνες των νεότερων χρόνων. Έτσι ο λόγος του πλημμυρίζει από απανωτές αναφορές σε μια πλατιά χορεία μορφών όπως ο Γιάκομπ Μπούρκχαρντ, ο Γκαίτε, και ο Ματίς.[17] Αυτές ξεπροβάλλουν με τέτοια άνεση και φυσικότητα που δείχνουν ξεκάθαρα ότι ο νεώτερος δυτικός πολιτισμός είναι το οικείο περιβάλλον μέσα στο οποίο ο Κωνσταντινίδης σκέφτεται, αναπνέει, δουλεύει και ζει, χωρίς κανένα αίσθημα μειονεξίας και καμία διάθεση επιφανειακού μιμητισμού. Η ουσιαστική αφομοίωση και ενσωμάτωση επιτρέπουν και τον ισότιμο διάλογο αλλά και τον δημιουργικό μετασχηματισμό νεωτερικών σχημάτων εκ των ένδον.[18]
Συστατικοί άξονες του νεωτερικού πολιτισμού, της ορθολογικής φιλοσοφίας του Διαφωτισμού και της δυτικής αρχιτεκτονικής στον εικοστό αιώνα οργανώνουν τη σκέψη και το έργο του Κωνσταντι- νίδη:. η επιδίωξη της γενικής αλήθειας, της οικουμενικότητας, της καθολικής ισχύος και ωφελιμότητας· η αρχιτεκτονική λειτουργικότητα που υπηρετεί λιτά τις σύγχρονες ανάγκες, με ορθολογική οικονομία, τεχνική αποτελεσματικότητα και ισορροπία. Ο Κωνσταντινίδης καταφάσκει μια αρχιτεκτονική που είναι «σύγχρονη» με την έννοια ότι είναι «σύμφωνη με τις πιο νέες επιδιώξεις της σύγχρονης εποχής για μιαν αληθινή και αυτονόητη αρχιτεκτονική, που θα ξέρει να δουλεύει νόμιμα με το κάθε υλικό που της δίνεται για να δίνει μορφή σε αληθινές λειτουργίες της ζωής, έτσι όπως το θέλει κάποια πραγματική ανάγκη και όχι... η οποιαδήποτε προσωπική ιδιοτέλεια ή ιδιοτροπία».[19] Η αρχιτεκτονική ικανοποιεί έτσι τις βασικές υλικές ανάγκες και λειτουργίες, πρωτίστως την «κάλυψη» και την προστασία των σωμάτων από τις απειλές των καιρικών φαινομένων. «Καλυπτική είναι, λοιπόν, πάνω απ' όλα και πρωταρχικά, η αρχιτεκτονική και μετά οτιδήποτε άλλο».[20] Μια τέτοια αληθινή αρχιτεκτονική «δουλεύει πάντα για το "κοινό και το κύριο" ... για να δώσει δηλαδή "λύσεις" που είναι καλές και αγαθές για όλους... πάντοτε για όλους η ίδια, η μία, στο πνεύμα και στο περιεχόμενό της και στην ποιότητά της».[21] Και «χρησιμοποιεί την "τεχνική" όσο χρειάζεται και όπου χρειάζεται», για να «ευκολύνει μονάχα μιαν άνετη διαβίωση», στηρίζοντας το κύριο, τη στέγη, με «στύλους από μπετόν... ή και με στύλους από σίδερο και από χάλυβα».[22] Ταγμένη στην εξυπηρέτηση των σύγχρονων αναγκών με τα σύγχρονα μέσα και τις σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις είναι η αρχιτεκτονική του Κωνσταντινίδη.[23]
Λειτουργικότητα και καθολικότητα, το «αναγκαίο και το αληθινό»,[24] ο Λε Κορμπυζιέ και ο Ιμάνουελ Καντ. Ωστόσο, η ορθολογιστική νεωτερικότητα που εμφανίζεται να κατέχει καθολικές αλήθειες και νόμους, και επιζητεί την κατάκτηση του χώρου και της φύσης με την τεχνοεπιστήμη της, ελέγχεται από τον Κωνσταντινίδη και εμπλουτίζεται με ζωτικά στοιχεία ενός επίσης νεωτερικού ρομαντισμού. Το αποτέλεσμα της σύζευξης είναι φαινομενικά μόνον παράδοξο: Είναι ένας άλλος μεταμοντερνισμός, διαφορετικός από τον επιφανειακό συμφυρμό ετερόκλητων στυλ που δεσπόζει στη μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική, αλλά πολύ κοντά σε σημερινές λογικές που στέκονται κριτικά απέναντι στις καθολικές αξιώσεις, στον ιμπεριαλισμό, στην ισοπεδωτική ομοιομορφία και στις κυριαρχικές διαθέσεις της νεωτερικότητας.
Η στόχευση στο λειτουργικό, το τεχνικά αποτελεσματικά και το καθολικό υφίσταται λοιπόν μια ώσμωση με τις «ρομαντικές» κλίσεις προς το μερικό, το τοπικό, το οργανικό, το συναισθηματικό, το ωραίο, το ατελές, το ανολοκλήρωτο και το μεταβλητό, την κριτική στον στεγνό και απόλυτο ορθολογισμό. «[Γ]ια να είναι η κάθε αρχιτεκτονική και τέχνη αληθινή πρέπει να είναι πρωταρχικά δεμένη με το τοπίο της, δηλαδή τοπική».[25] Η αληθινή αρχιτεκτονική εκφράζει με βιωμένο τρόπο, βαθιά κατανόηση και συναίσθηση, τον κάθε επιμέρους τόπο, το κλίμα του, τη φύση, την ιστορία του, το πνεύμα του και τη ζωή της κοινωνίας, και ενσωματώνεται έτσι αρμονικά στον κάθε ιδιαίτερο χωροχρόνο.27 «[Ε]κφράζει αυτό που γυρεύει η φύση και το τοπίο, μαζί και ό,τι όλοι οι "κάτοικοι" του ίδιου τοπίου βλέπουνε και νοιάζονται να έχουνε σαν αναγκαίο και απαραίτητο» έτσι που «το κάθε χτίσμα να φυτρώνει (κι αυτό είναι η αρχιτεκτονική) στο κάθε τοπίο, όπως ένα δέντρο ή ένα φυτό, και να γίνεται ένα μαζί του».28 «Να έχεις νιώσει το χαρακτήρα του τόπου και αυτόν να ζητάς να εκφράσεις μέσα απ' το έργο σου... Να τι είναι αρχιτεκτονική!».[26] Τότε τα αρχιτεκτονήματα μπορούν να λειτουργούν ως «δοχεία ζωής... που να βγαίνουν από μια γενική θεώρηση της ζωής» και να συντονίζονται με τον «ρυθμό της ψυχής» των συγκεκριμένων ανθρώπων κάθε ιδιαίτερης κοινωνίας και εποχής.[27] Γι' αυτό και ο Κωνσταντινίδης εμβάθυνε συστηματικά στο τοπίο, στους ανθρώπους του τόπου αλλά και στην ανώνυμη, λαϊκή αρχιτεκτονική τους για να συλλάβει τα δικά του δημιουργήματα.[28]
Η τοπικά ριζωμένη αντίληψη συνυφαίνεται πυκνά με μια «ρομαντική» κριτική στη «μηχανοκρατούμενη νοοτροπία», στους «ειδικούς τεχνικούς» και σε έναν ορθολογισμό γυμνό από κάλλος και συναισθήματα αγάπης και χαράς για τη ζωή.[29] «Η γνώμη μου είναι πως υπερβάλλουμε συχνά με την "τεχνική"... για να χάνουμε το άλας της γης και για να χάνουμε μαζί και την ομορφιά και μια πραγματική, αληθινή άνεση. Γιατί η άνεση στη ζωή... δεν κερδίζεται μονάχα με την "τεχνική πρόοδο" και με το ξεκομμένο, ορθολογικό μονάχα πνεύμα. Αλλά κερδίζεται εκεί όπου θα υπάρχει κάποια ισορροπία...».[30] «Για να γίνουνε όμως όλα αυτά... χρειάζεται πρωταρχικά κάτι άλλο: μια πίστη και μια αγάπη για τη σύγχρονη ζωή, όσο και για τον πιο νέο άνθρωπο».[31] Και τότε «το κάθε χτίσμα, η κάθε αρχιτεκτονική, είναι σαν μια σκέψη, σαν ένας βαθύς στοχασμός, σαν μια ποιητική πράξη... μέσα σε έναν κόσμο, που δεν μπο- ρεί να είναι μονάχα λογικός, όταν μπορεί να είναι και όμορφος».[32]
0 εναγκαλισμός του ιδιαίτερου, της τοπικής παράδοσης και κατάστασης, δεν σηματοδοτεί την επιστροφή στο παρελθόν, την παραδοσιοκρατία και τον συντηρητισμό. Σημαίνει μια εσωτερική συνάφεια με τις ιδιαίτερες κοινωνίες όπως είναι σήμερα, άρα και με την ιστορία που φέρουν, με σκοπό κατασκευές που στηρίζουν τις κοινωνίες ώστε να προχωρήσουν τη δημιουργική τους ζωή στο σήμερα: «Αλήθεια, δε μου αρέσει καθόλου η λέξη αυτή -"Ανοικοδό- μησις"- αφού έχει μέσα της και την έννοια της επιστροφής προς τα περασμένα... δεν δηλώνει καθόλου -και καθαρά- αυτό που πραγματικά πρέπει να στέκει σαν ο μοναδικός σκοπός της ζωής μας: Η οικοδόμηση μιας νέας ζωής, που θα 'ναι καλύτερη από την παλιά... Να πιστέψουμε στην πραγματοποίηση νέου ρυθμού ζωής και μαζί στη δημιουργία νέων μορφών, σε όλους τους κλάδους...».[33] Η ανθρώπινη ψυχή πλάθει την τέχνη της «όχι μέσα από ένα τίποτε (το κενό του ανύπαρκτου), αλλά μέσα από τις δοκιμασμένες και βιω- μένες εμπειρίες που κερδίζει ο συγκεκριμένος άνθρωπος, στον συγκεκριμένο τοπιακό του χώρο».[34] Η παράδοση, ωστόσο, δεν νοείται ως «ένα στατικό σχήμα, μια σταματημένη μορφή, που μας τήνε χάρισε κάποτες κάποιος Θεός και που η κάθε πιο νέα εποχή οφείλει να την αντιγράφει... προκύπτει και... μετασχηματίζεται αδιάκοπα, με τα μέτρα και τα σταθμά της κάθε πιο νέας εποχής».[35] Η «πιο σύγχρονη εποχή δέχεται τις παλιές αλήθειες, επειδή έχει αυτή βρει πιο πρώτα, από μόνη της, τη δική της αλήθεια».[36]
Ο Κωνσταντινίδης αποκηρύσσει έτσι τον εθνο-ρομαντισμό. «Αρχιτεκτονημένη πρωτοβουλία σημαίνει κριτικός νους και φιλοσοφημένος στοχασμός, δηλαδή πρωτοβουλία που θα είναι σε θέση να απορρίψει και την οποιαδήποτε αισθητική προκατάληψη, ή εθνοπλαστική αισθηματολογία».[37] Το κύριο γι 'αυτόν δεν είναι να αποτυπώσουμε ή να διαιωνίσουμε το παρελθόν και το παρόν. Είναι να καλλιεργήσουμε μια άλλη στάση προς την τωρινή μας συνθήκη -τη στάση που ο Φουκώ- περιέγραψε ως «ήθος της νεωτερικότητας»-[38] ώστε να διαμορφώσουμε μια καλύτερη ζωή: «αν εξετάσουμε τον εαυτό μας πιο καλά, αν τον κοιτάξουμε θέλω να πω πιο ζωντανά και με αγάπη κι ενδιαφέρον... θα δούμε ότι και από μας -στη σύγχρονη αυτή στιγμή- μπορεί να βγει κάτι πιο ζωντανό, πιο αγαθό και πιο αληθινό, αρκεί να το θελήσουμε και να το ζητήσουμε και να πιστέψουμε στις μεγάλες ικανότητες που κλείνει μέσα του ο εαυτός μας».[39] Έτσι μπορούμε να γίνουμε «άνθρωποι με ήθος και με αξιοπρέπεια και με κάποιο πολιτισμένο ανάστημα, άνθρωποι δυνατοί και ώριμοι για μια καλή σύγχρονη ζωή».[40] Αυτοέλεγχος, αυτοπειθαρχία, αυτοκριτική, μελέτη και γνώση είναι συστατικά στοιχεία αυτού του άλλου νεωτερικού ήθους ζωής, του αγώνα προς εαυτόν που θα οικοδομήσει έναν διαφορετικό, καλύτερο εαυτό και θα βγάλει στο φως νέες δυνατότητες.[41]
Η δεξίωση του ιδιαίτερου κατά τόπους, του οργανικού, του ωραίου και του συναισθήματος δεν γίνεται, επίσης, σε βάρος του γενικού, του λειτουργικού και της εξυπηρέτησης αναγκών. Το ιδιαίτερο υπάρχει μέσα στο καθολικό: «Η αρχιτεκτονική είναι διεθνής... όσο το κλίμα, οι όροι υγιεινής και της επιστήμης, η γιατρική και τα μέσα ζωής είναι κοινά σ'όλον τον κόσμο. Από 'κεί και πέρα... η κάθε χώρα έχει και μερικά δικά της χαρακτηριστικά για να εκφραστεί».[42] Το κύριο ζητούμενο για τον αρχιτέκτονα είναι μια συνύφανση αυτών των διαθέσεων και κριτηρίων που θα πλάθει ένα «ποίημα» -«σαν μια ποιητική πράξη», η οποία «πειθαρχεί σε ένα πιο γενικό νόημα... σε μια πιο καθολική αρμονία» και διέπεται από μια «καλλιτεχνική σωφροσύνη».[43] Έτσι μπορεί να κατασκευάσει αυτό που πραγματικά χρειάζονται οι άνθρωποι σύμφωνα με το κλίμα και το πνεύμα του τόπου - «η ανάγκη γεννά την καλή μορφή».[44]
Παρά την οργανικότητα που εναρμονίζεται με την καθολικότη- τά του (η αληθινή αρχιτεκτονική δίνει «λύσεις» που «είναι καλές και αγαθές για όλους»),[45] το αρχιτεκτονικό ποίημα δεν προβάλλει καμία αξίωση οριστικότητας και ολοκλήρωσης. «[Τ]ίποτα δεν είναι και οριστικά, απ' αρχής, τελειωμένο. Αλλά όλα, δηλαδή το κάθε αρχιτεκτόνημα (η αληθινή αρχιτεκτονική) είναι κάτι το ατελείωτο (αυτό το ατελείωτο είναι η τελειότητά του), αφού για να ζει πραγματικά πρέπει να μπορεί να μεταπλάθεται σύμφωνα με κάθε καινούργια αναγκαιότητα της ζωής».[46]
Τέλος, η σύγκλιση καθολικού και ιδιαίτερου-τοπικού-οργανικού απολήγει σε μια σύλληψη του καθολικού ως κοινού με μια έννοια που στοιχίζεται με την πιο σύγχρονη συζήτηση για τα «κοινά», είκοσι χρόνια πριν την έναρξη αυτής της συζήτησης (με το έργο της Elinor Ostrom, Governing the Commons, Cambridge University Press, Cambridge 1990). Τα «κοινά» νοούνται ως συλλογικά αγαθά τα οποία επιμέρους κοινότητες κατέχουν, νέμονται και διαχειρίζονται από κοινού. Και για τον Κωνσταντινίδη, η «αληθινή αρχιτεκτονική γίνεται από όλους (όχι μονάχα από τους αρχιτέκτονες) και όταν όλοι δουλεύουν συντροφικά, μέσα από μια "ενιαία" βούληση και "γλώσσα"».[47] Η «κοινή αρχιτεκτονική» είναι ένα έργο αρχιτεκτόνων και «ανώνυμων» κατοίκων ενός τόπου και εκφράζει έναν κοινό τρόπο ζωής: αυτά που βλέπουν και νοιάζονται να έχουν ως αναγκαία και απαραίτητα. Η «κοινή αρχιτεκτονική» δεν οδηγεί σε μια πλήρη ομοιομορφία αλλά σε ιδιαίτερες επιλογές που συνομιλούν και επικοινωνούν, χρησιμοποιώντας μια κοινή γλώσσα και συγκροτώντας μια κοινή βούληση, όπως ακριβώς τα «κοινά» στη θεωρία των Χαρντ (Hardt) και Νέγκρι (Negri).[48] Ο αρχιτέκτονας καθίσταται κι αυτός κοινωνός και συμπαραγωγός μιας κοινής αρχιτεκτονικής. Γι' αυτό ο Κωνσταντινίδης ενδιατρίβει στην «ανώνυμη» λαϊκή αρχιτεκτονική, η οποία έγινε και γίνεται από ανώνυμους τεχνίτες, τη μελετά συστηματικά και εμπνέεται βαθιά από τα σχήματά της.[49] Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι η ανώνυμη, κοινή αρχιτεκτονική είναι η πιο σύμφωνη με τις επιταγές της σύγχρονης εποχής για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των διαθέσιμων μέσων και την ικανοποίηση των πραγματικών λειτουργιών της ζωής. «0 ανώνυμος αρχιτέκτονας...δουλεύει πάντα για το "κοινό" και το "κύριο" (όπως έλεγε ο Σολωμός), για να δώσει δηλαδή "λύσεις" που είναι καλές και αγαθές για όλους».[50]
Το «καθολικό» δεν είναι μια αφηρημένη οικουμενική αλήθεια του Ορθού Λόγου. Είναι μια δημιουργία από κοινού που πατάει σε κοινές γνώσεις, κοινές διαθέσεις, κοινές ανάγκες και ιδιαίτερες συνθήκες. Η αρχιτεκτονική δημιουργία αποδίδει έτσι τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων και τον τρόπο ζωής τους, ως το κάτοπτρο του βίου. Το αρχιτεκτόνημα που μιλάει αυτή την κοινή γλώσσα γίνεται έργο και στέγη μιας ελευθερίας από κοινού, χρησιμοποιώντας κοινούς κώδικες και ενσαρκώνοντας μορφές φιλόξενες σε μια κοινή εμπειρία της ζωής. Δεν ασκεί βία, δεν επιβάλλεται έξωθεν και άνωθεν στα άτομα, ούτε επιδίδεται σε τεχνικές ακροβασίες. Γι' αυτό ακριβώς και δεν είναι κάτι στατικό, αλλά μεταπλάθεται διαρκώς από όσους και όσες ζούνε μέσα σε αυτό, συγκροτώντας το «κοινό» ως ένα αέναο συλλογικό έργο των ζωντανών.[51]
Παρά τα φαινόμενα, και πάλι, ο Κωνσταντινίδης δεν ασπάζεται έναν ρομαντικό οργανικό κοινοτισμό, μια επαναφορά στις ρίζες των τοπικών παραδόσεων και των κλειστών και (σχετικά) ομοιογενών κοινοτήτων. Γιατί η αρχιτεκτονική του, όπως είδαμε, διαποτίζεται από τη νεωτερική γνώση, τέχνη και τεχνολογία και αγαπά τη σύγχρονη ζωή που ανανεώνεται. Δεν εξαλείφει, επίσης, τον ρόλο του «ειδικευμένου» αρχιτέκτονα.[52] Τον καλεί, όμως, να μη δρα ως πεφωτισμένος καθοδηγητής που επιβάλλει τις ανώτερες επιστημονικές του γνώσεις πάνω στις διαφορετικές κοινωνίες με τις ιδιαίτερες οικολογίες, ιστορίες και κατευθύνσεις τους. Θέλει να συνομιλεί ουσιαστικά και ισότιμα με τα τοπία, τους ξεχωριστούς ανθρώπους, τις ιδιαίτερες ταυτότητες και τις κοινωνικές τους σχέσεις.[53] Έτσι η αρχιτεκτονική που μορφοποιεί τον χώρο και στεγάζει ζωές γίνεται μια τέχνη που υπηρετεί την ελευθερία των πολλών, το πνεύμα, τις ανάγκες τους και την ελεύθερη ανάπτυξή τους. Δεν νομοθετεί ex cathedra. Δεν υπαγορεύει τις ανώτερες αλήθειες και τους καθολικούς της νόμους στον «απλό κόσμο», ποδοπατώντας τις ιστορικές του ιδιαιτερότητες και τις δικές του επιθυμίες, ισοπεδώνοντας τις ιδιορρυθμίες των φυσικών τοπίων και των βιοκόσμων.
Αλέξανδρος Κιουπκιόλης
Απόσπασμα από το άρθρο «Η μετα-αποικιοκρτική μας συνθήκη και το αντι-παράδειγμα του Άρη Κωνσταντινίδη» περιοδικό ΕΡΜΑ, Ν.1, σς 77-99
Απόσπασμα από το άρθρο «Η μετα-αποικιοκρτική μας συνθήκη και το αντι-παράδειγμα του Άρη Κωνσταντινίδη» περιοδικό ΕΡΜΑ, Ν.1, σς 77-99
Παραπομπές
[9] Στο ίδιο, σελ. 241.
[10] Στο ίδιο, σελ. 267.
[11] Στη ίδιο, σελ. 267.
[12] Η φράση αυτή του Αναστάσιου Μπίρη παρατίθεται από τον Γρηγόρη Μπέκο, «Τα "Δοχεία Ζωής" του Άρη Κωνσταντινίδη», Το Βήμα, 1 Ιουνίου 2011.
[13] Κωνσταντινίδης, Για την αρχιτεκτονική, ό.π., σελ. 264.
[14] Στο ίδιο, σελ. 264.
[15] Στο ίδιο, σελ. 93.
[16] Στο ίδιο, σελ. 93.
[17] Στο ίδιο, σελ. 263-265.
[18] Στο ίδιο, σελ. 346-347.
[19] Στο ίδιο, σελ. 244.
[20] Στο ίδιο, σελ. 237.
[21] .Στο ίδιο, σελ. 244.
[22] Στο (διο, σελ. 240, 237.
Στο ίδιο, σελ. 40-41, 50-56, 75.
[24] Στο ίδιο, σελ. 264.
[25] Στο ίδιο, σελ. 241, 264.
[26] Στο ίδιο, σελ. 41.
[27] Στο ίδιο, σελ. 243, 94.
[28] Στο ίδιο, σελ. 244, 297-311.
[29] .Στο ίδιο, σελ. 242.
[30] Στο ίδιο, σελ. 240.
[31] .Στο ίδιο, σελ. 264.
[32] Στο ίδιο, σελ. 311.
[33] .Στο ίδιο, σελ. 73-74,
[34] Στο ίδιο, σελ. 351.
[35] Στο ίδιο, σελ. 352.[36] Στο ίδιο, σελ. 351.
[37] Στο ίδιο, σελ. 119.
[38] Βλ. Michel Foucault, Ti είναι Διαφωτισμός;, μτφρ. Στέφανος Ροζάνης, Έρασμος, Αθήνα 2003.
[39] Κωνσταντινίδης, Για την αρχιτεκτονική, ό.π., σελ. 112.
ΙΑ Στο ίδιο, σελ. 327.
[41] Στο ίδιο, σελ. 112-115.
[42] Στο ίδιο, σελ. 20.
[43] Στο ίδιο, σελ. 310, 243.
[44] Στο ίδιο, σελ. 263.
[45] Στο ίδιο, σελ. 244.
[46] Στο ίδιο, σελ. 265.
[47] Στο ίδιο, σελ. 241.
[48] Βλ. Michael Hardt, Antonio Negri, Multitude. War and Dmocraq/ in the Age of Empire, Penguin, Λονδίνο 2004 και Michael Hardt, Antonio Negri, Commonwealth, Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge (Mass.) 2009.
[49] Κωνσταντινίδης, Για την αρχιτεκτονική, ό.π., σελ. 244.
[50] .Στο ίδιο, σελ. 244.
[51] .Στο ίδιο, σελ. 265.
[52] Στο ίδιο, σελ. 118.
[53] Στο ίδιο, σελ. 241.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου