του Σταύρου Λυγερού –
Η Τουρκία κουβαλάει στο γονίδιό της το στίγμα ότι ως σύγχρονο κράτος δημιουργήθηκε από αξιωματικούς, μετά από έναν νικηφόρο πόλεμο. Και μάλιστα η ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας ως ιδιότυπου εθνικού κράτους ήταν τότε ο μοναδικός τρόπος για να αποφευχθεί η παντελής διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Μουσταφά Κεμάλ οικοδόμησε την Τουρκική Δημοκρατία κατ’ αντιδιαστολή προς την οθωμανική παράδοση.
Ποτέ και πουθενά, όμως, παραδοσιακές αντιλήψεις και ριζωμένες νοοτροπίες δεν καταργούνται με διατάγματα. Ο ίδιος, άλλωστε, υποκατέστησε με άλλη μορφή τον σουλτάνο. Μπορεί το κεμαλικό καθεστώς να διαλαλούσε τον κοσμικό χαρακτήρα του, αλλά ουσιαστικά ήταν όχι μόνο απολυταρχικό, αλλά και ιδιότυπα θεοκρατικό. Ο ιδρυτής και ηγέτης έγινε ο «μεγάλος πατέρας» των Τούρκων και στη συνέχεια σχεδόν θεοποιήθηκε.
Το παραδοσιακό οθωμανικό δόγμα του ισχυρού κράτους-πατέρα όχι μόνο επιβίωσε στην Τουρκική Δημοκρατία, αλλά και μεταλλαγμένο αποτέλεσε ατύπως καθοριστική ορίζουσα του κεμαλικού καθεστώτος. Όπως και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έτσι και στην Τουρκική Δημοκρατία, οι όποιοι εκσυγχρονισμοί επιβλήθηκαν αυταρχικά άνωθεν και συχνά ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων και πιέσεων. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν βίωσε ποτέ μια δημοκρατική επανάσταση. Ο δεσποτισμός επιβίωσε μεταλλαγμένος. Η κοινωνία παραμένει σε μεγάλο βαθμό υποταγμένη σ’ ένα κράτος που δεν είναι δημιούργημά της ούτε προέρχεται από αυτή.
Κοινοβουλευτισμός από τα πάνω
Ο πολυκομματικός κοινοβουλευτισμός επιβλήθηκε από το ίδιο το μετακεμαλικό καθεστώς το 1946, προκειμένου η Τουρκία να προσαρμοσθεί επιφανειακά στο δυτικό πρότυπο. Ήταν προϋπόθεση για να ενσωματωθεί γεωπολιτικά στη Δύση και αργότερα να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Είναι ενδεικτικό ότι το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα ιδρύθηκε από το κράτος.
Ο νεοσύστατος κοινοβουλευτισμός ξεκίνησε και παρέμεινε επί δεκαετίες ελεγχόμενος από το κεμαλικό κατεστημένο. Αυτό λειτουργούσε ως ιδιοκτήτης του κράτους και ως κηδεμόνας του πολιτικού συστήματος. Ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, επανειλημμένως πρωθυπουργός και Πρόεδρος Δημοκρατίας, έχει ομολογήσει ότι «εάν εφαρμόσουμε τη δημοκρατία, όπως μας ζητάει η Ευρώπη, θα διαλυθούμε ως κράτος κι αυτό δεν θα το αφήσουμε να συμβεί» (Τζουμχουριέτ, 3-6-1995).
Ο κεμαλισμός είχε πυλώνες του τον εθνικισμό, τον κρατισμό, τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους (όχι με την έννοια του διαχωρισμού κράτους-θρησκείας, αλλά υπάγοντας τη θρησκεία στον έλεγχο του κράτους) και την επιβολή ευρωπαϊκών προτύπων στην κοινωνία στο όνομα της στροφής προς τη Δύση. Στην εξέλιξή του ο κεμαλισμός μετατράπηκε σε κάτι περισσότερο από κρατική ιδεολογία. Προσέλαβε διαστάσεις «θρησκείας», επειδή αποτελούσε τον συνεκτικό δεσμό που ενοποιούσε τις κρατικές ελίτ.
«Ένα κράτος, μία γλώσσα, ένα έθνος»
Με την ίδια ιδεολογία ο κρατικός μηχανισμός επιχείρησε να ενοποιήσει βίαια τους φυλετικά πολύχρωμους οθωμανικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, στη βάση του δόγματος «ένα κράτος, μία γλώσσα, ένα έθνος». Απέναντι στις μη μουσουλμανικές κοινότητες (Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους) η Άγκυρα ακολούθησε πολιτική εθνικής κάθαρσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι διωγμοί των Εβραίων της Αδριανούπολης και των Σαράντα Εκκλησιών το 1934, ο εξοντωτικός κεφαλικός φόρος Βαρλίκ Βεργκισί που επιβλήθηκε στις μειονότητες το 1942, οι απελάσεις των Ελλήνων του 1955 και του 1964, οι ανοιχτές φυλακές και οι βιασμοί στην Ίμβρο κ.λπ.
Η τουρκική επιχειρηματική τάξη, λόγω του γεγονότος ότι αναπτύχθηκε σ’ ένα περιβάλλον έντονου κρατισμού, δεν κατάφερε για δεκαετίες να χειραφετηθεί πολιτικά. Η ομάδα των στρατιωτικών που ίδρυσαν την Τουρκική Δημοκρατία και στη συνέχεια αποτέλεσαν τη μόνιμη πολιτική ηγεσία της ήταν το κέντρο της εξουσίας.
Μετά την είσοδο της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και την εγκαθίδρυση του πολυκομματισμού, η στρατιωτική ιεραρχία αναβαθμίσθηκε. Αφενός ήταν ο βασικός συνομιλητής των Αμερικανών, αφετέρου παρέμεινε ο πιο αυτόνομος, συμπαγής και αποτελεσματικός μηχανισμός εξουσίας σ’ ένα μάλλον ρευστό κοινωνικό τοπίο. Γι’ αυτό και ο εποπτικός ρόλος της ήταν πάντα ορατός, μόνιμος και σε μεγάλο βαθμό αποδεκτός από τα κόμματα. Δεν ήταν, όμως, μόνη της. Συλλειτουργούσε με τον κορμό της κρατικής γραφειοκρατίας και είχε σημαντική απήχηση στην κοινωνία.
Μεταπολεμικά στην Τουρκία έγιναν τρία πραξικοπήματα (1960, 1971 και 1980) και ένα «ημιπραξικόπημα» (1997). Τα πραξικοπήματα στην Τουρκία δεν έμοιαζαν με τα πραξικοπήματα σε άλλες χώρες. Οι στρατηγοί δεν χρειάσθηκε να καταφύγουν σε συνωμοσίες. Οι αξιωματικοί εκφράζονταν ως ενιαίο σύνολο μέσα από την ιεραρχία τους. Γι’ αυτό και τα πραξικοπήματα είχαν τον χαρακτήρα διορθωτικών επεμβάσεων που έκανε ο άτυπος πλην ουσιαστικός κηδεμόνας του κράτους.
Ο κοινός παρονομαστής του δεσποτισμού
Στην πραγματικότητα, η κεμαλική στρατογραφειοκρατία ήταν πάνω από την Εθνοσυνέλευση. Γι’ αυτό και όταν έκρινε ότι τα κόμματα είχαν ξεπεράσει τα όρια, τα επανέφερε στην τάξη ή απαγόρευε τη λειτουργία τους και δρομολογούσε τη δημιουργία νέων κομμάτων. Αιτία των πραξικοπημάτων δεν ήταν μόνο η υπεράσπιση του κεμαλισμού, αλλά και η ψυχροπολεμική σκοπιμότητα των Αμερικανών, που ήθελαν την Τουρκία ελεγχόμενο γεωπολιτικό έρεισμα στο υπογάστριο της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα δυτικότροπο εθνικό κράτος, ο Κεμάλ επιδίωξε με διοικητικά μέτρα να εξουδετερώσει την επιρροή του Ισλάμ στο πολιτικό πεδίο και να το συρρικνώσει στο στενό θρησκευτικό πλαίσιο. Στόχος του ήταν να επιφέρει τομή σε σχέση με τα ισχύοντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αυτοκρατορία ήταν οικοδομημένη στη βάση της θρησκευτικής ταυτότητας με αποτέλεσμα το πολιτικό Ισλάμ να κυριαρχεί απολύτως θεσμικά. Υπενθυμίζουμε ότι ο σουλτάνος ήταν και χαλίφης, δηλαδή ηγέτης των απανταχού μουσουλμάνων.
Το κίνητρο του Κεμάλ δεν ήταν, βεβαίως, αποκλειστικά ιδεολογικό. Ήταν και πρακτικά πολιτικό, αφού οι σεΐχηδες και τα ισλαμικά τάγματα λειτουργούσαν ως άτυποι μηχανισμοί εξουσίας στην οθωμανική κοινωνία και ως εκ τούτου ήταν εμπόδιο στη νέα εξουσία. Επιφανειακά, το κεμαλικό καθεστώς επέτυχε τον στόχο του. Στην πραγματικότητα, όμως, η ιδεολογική επιβολή του παρέμεινε στην επιφάνεια. Η «βαθιά Τουρκία» μπορεί να αποδέχθηκε τον κεμαλισμό, αλλά δεν μεταλλάχθηκε. Η αντίφαση ανάμεσα στον κεμαλισμό και στη «βαθιά Τουρκία» παρήγαγε ένα ορατό διά γυμνού οφθαλμού πολιτισμικό-κοινωνικό χάσμα.
Από αυτό ακριβώς το χάσμα ξεπήδησε το νεοοθωμανικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Τη “βαθιά Τουρκία” εξέφρασε πολιτικά ο Ερντογάν κι αυτή του εξασφάλισε τις αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες. Κι όταν, βεβαίως, κέρδισε τον άτυπο εσωτερικό πόλεμο εναντίον της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας και κατέλυσε το μετακεμαλικό καθεστώς, ο ίδιος επανέλαβε το ίδιο δεσποτικό πρότυπο: μετατράπηκε σε “νεοσουλτάνο”. Μπορεί το ιδεολογικό πρόσημο και η μορφή να διαφέρουν πολύ, αλλά όσον αφορά την αντίληψη για την εξουσία ο Κεμάλ ήταν συνέχεια των σουλτάνων και ο Ερντογάν δική του συνέχεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου