Γράφει ο Κώστας
Λάμπος
«Είμαστε το στολίδι, η συνείδηση και το χαμόγελο και
όχι οι αφελείς και ηλίθιοι ιδιοκτήτες-κατακτητές του αναρχοατελεύτητου και
μεγαλοπρεπούς Σύμπαντος»
Satsok Sopmal[2]
Ο καπιταλισμός δεν
είναι πετυχημένος. Δεν είναι ευφυής, δεν είναι όμορφος,
δεν είναι δίκαιος,
δεν είναι ηθικός. Και δεν μας προσφέρει αυτά που υπόσχεται.
Με λίγα λόγια, τον
αντιπαθούμε και αρχίζουμε να τον απεχθανόμαστε.
Τζον Μέιναρντ Κέινς[3]
«Όπως έχει αποδειχτεί, η βλάβη στους μετωπιαίους
λοβούς του εγκεφάλου
συνεπάγεται τη διάβρωση της επινοητικότητας, το
μειωμένο ενδιαφέρον
για το μέλλον, τον ελαττωμένο αυτοέλεγχο, την
αναισθησία και την
εμμονική προσκόλληση σε ατελέσφορα μονοπάτια»
Γιώργος Παξινός[4]
Ο Αριστοτέλης, πρώτος αυτός, υποστήριξε και
ο Κάρολος Δαρβίνος τον επιβεβαίωσε στο ακέραιο, ότι όλες, χωρίς εξαίρεση, οι
μορφές ζωής έχουν κοινή ρίζα, αλλά για λόγους επιβίωσης διαφοροποιούνται στην
διαδρομή της εξέλιξής τους με αποτέλεσμα μια τεράστια βιοποικιλότητα από άπειρα
ήδη χλωρίδας και πανίδας. Η σύγχρονη επιστήμη της αστροφυσικής, της χημείας και
της μοριακής βιολογίας επιβεβαιώνουν την διδασκαλία του Ιπποκράτη, ότι το
ανθρώπινο σώμα αποτελείται από όλα σχεδόν τα στοιχεία του Σύμπαντος, ότι δηλαδή
είμαστε αστρόσκονη, μέρος του Σύμπαντος. Η ανακάλυψη της διπλής έλικας της
ζωής, του DNA, σφράγισε αυτή την άποψη ως
τελεσίδικα επαληθευμένη γνώση, διαπιστώνοντας ότι όλες, που αριθμούνται σε
δισεκατομμύρια, οι μορφές ζωής έχουν κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό το ίδιο DNA και διαφέρουν ελάχιστα και μόνο κατά το υπόλοιπο,
πράγμα που αποδεικνύει ότι όλες οι μορφές ζωής που τυχαία ξεκίνησαν, αλλά σε
συγκεκριμένες ευνοϊκές συνθήκες και διαδικασίες-λειτουργίες της ύλης και της
ενέργειας από την αβιογένεση και ολοκληρώθηκαν βιογενετικά, αποτελούν το Όλον,
το Εμείς των πολλών μορφών, των άπειρων οργανικών-ζωντανών Εγώ. Τούτων
δεδομένων είναι απόλυτα αδύνατο να ισχυριστεί κανείς ότι μπορεί να υπάρξει
ανθρώπινο Όν, ως Εγώ ανεξάρτητο, έξω και πέρα από κάποιο ανθρώπινο Όλον, το
Όλον Εμείς. Ακόμα κι αν δεχτούμε, ως υπόθεση τάχα επιστημονικής φαντασίας, ότι
οι άνθρωποι φύτρωσαν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον σαν τα μανιτάρια την
Άνοιξη, ή ακόμα και ως υπόθεση της διεστραμμένης φαντασίας των σκοταδιστικών
ιερατείων και των λεγόμενων ‘δημιουργιστών’, ότι αποτελούν ‘πλάσματα’ κάποιου
‘θεού’, είναι αδύνατο να χρεώσουμε στα νήπια, που χωρίς κάποια Εμείς είναι
καταδικασμένα σε πρόωρο θάνατο, ότι επιλέγουν να στραφούν, ως νοσηρά Εγώ, ενάντια
στους γονείς τους και στην κοινωνία που της οφείλουν τη ζωή, την επιβίωση και
την φροντίδα που απολαμβάνουν ως μέλη συγκεκριμένων Εμείς, χωρίς να
διερωτηθούμε για τις προθέσεις και την ποιότητα όσων κρύβουν τον μισανθρωπισμό
τους και την αγυρτεία τους με το ‘πρόσωπο’ κάποιου ανύπαρκτου ‘θεού’ που τον
έπλασαν, φετιχοποιώντας τον εαυτό τους, σαν τα μούτρα τους και ως εργαλείο της
απληστίας και της εξουσίας τους.
Όλοι γνωρίζουμε ότι το ανθρώπινο Όν, είναι
το πιο αδικημένο από τη φύση αναφορικά με την αντικειμενική ανικανότητά του να
επιβιώσει από μόνο του αμέσως μετά την γέννησή του. Γνωρίζουμε επίσης ότι, ο
άνθρωπος είναι η μόνη μορφή ζωής που για να επιβιώσει χρειάζεται την φροντίδα
πολλών ετών όσων τον έφεραν στον κόσμο και ζουν σε συνθήκες σχετικής και επαρκούς
ασφάλειας που τις προσφέρουν ευρύτερα κοινωνικά σύνολα συγκροτημένα σε
συνεκτικά θεσμικά Εμείς. Συνεπώς η έννοια του Εγώ γεννιέται, διαμορφώνεται,
ολοκληρώνεται και υπάρχει ως μέρος κάποιου ιστορικά οριοθετημένου Εμείς στο
οποίο γεννηθήκαμε, οπότε κάθε άλλη αντίληψη περί αυτόνομου, ανεξάρτητου Εγώ,
εκτός και εναντίον κάποιου Εμείς αποτελεί ψεύδος, παραλογισμό και νοσηρότητα.
Συμπερασματικά, το Εγώ, αντικειμενικά, ανήκει στο Εμείς και χωρίς κάποιο μικρό
ή μεγάλο Εμείς δεν μπορεί να υπάρξει κανένα Εγώ. Βέβαια η ποιότητα και η
ικανότητα των διάφορων Εμείς να προσφέρουν ασφάλεια και ικανοποιητικές συνθήκες
εμφάνισης, και ολοκλήρωσης του Εγώ καθορίζουν και την ποιότητα της σχέσης ενός
εκάστου, αλλά και πολλών μαζί Εγώ με το μικρό ή/και με το μεγάλο Εμείς τους, η
διαταραχή της οποίας καθιστά προβληματική αυτήν την σχέση, προκαλώντας σύγχυση
που βλάπτει τα Εγώ και το Εμείς. Στην περίπτωση διαταραχής αυτής της σχέσης
μπορούν να συμβούν δύο πράγματα, το πρώτο είναι να αποκατασταθεί η αρμονία
μεταξύ τους σε ένα ανώτερο επίπεδο συνεργασίας και αλληλεγγύης ή να
αυτοκαταστραφεί το Εμείς συμπαρασύροντας στο θάνατο όλα τα στοιχεία του.
Καταλήγοντας δεν είναι απλά παράλογο ως
σκέψη, αλλά φαντάζει αδιανόητο και ως πράξη, ένα Εγώ που υπάρχει ως σάρκα του
Εμείς, επιβιώνει και ολοκληρώνεται χάρη στις θυσίες του Εμείς, να μεταστρέφεται
από κληρονόμος, συνεχιστής και υπερασπιστής του Εμείς που το δημιούργησε, σε
πλιατσικολόγο, εκδικητή και καταστροφέα του. Είναι προφανές ότι αυτή η
μεταστροφή συντελείται ως υποταγή του Εγώ, δηλαδή του υποκειμένου στο
αντικείμενο, δηλαδή στην ατομική ιδιοκτησία και μπορεί να ερμηνευτεί μόνο ως
αποτέλεσμα της διαστροφικής φύσης της απάνθρωπης, αντικοινωνικής και
καταστροφικής ατομικής ιδιοκτησίας, που επιβάλλει το Έχω ως εξουσία πάνω στο
Είμαι και ως Έχω ιδιοκτησία και εξουσία των λίγων ιδιοκτητών πάνω στους
πολλούς, πάνω στο Εμείς. Με άλλα λόγια η άμεσα ή έμμεσα βίαιη απόσπαση τμήματος
από την ενιαία υλική βάση ύπαρξης της κοινωνίας-ανθρωπότητας υποβαθμίζει, πέρα
από το Εγώ σε Έχω, το Όλον Εμείς, ολόκληρη την κοινωνία-ανθρωπότητα σε
αντικείμενο ετεροκαθορισμού, χειραγώγησης και εκμετάλλευσης.
Αυτή η διαδικασία γίνεται αντιληπτή ως
αντιστροφή της εμπράγματης σχέσης, όπου υποτίθεται ότι το υποκείμενο εξουσιάζει
το αντικείμενο, σε μια αλλόκοτη και αφύσικη σχέση, μια σχέση ανωμαλίας όπου το
αντικείμενο υποτάσσει-εξουσιάζει και συνεπώς υπαγορεύει σύστημα αξιών και
συμπεριφορές στον υποτιθέμενο εξουσιαστή του, στο υποκείμενό του, στο
αυτοευνουχισμένο και αυτοαλλοτριωμένο Εγώ του. Αυτό το αποτέλεσμα μόνο
παρανοϊκοί μπορούν να το θεωρούν ως πηγή ασφάλειας και ελευθερίας, γιατί
ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία, ως τραγωδία, μας διδάσκει ότι πρόκειται για πηγή
δουλείας, ανθρώπινης δυστυχίας και κοινωνικής κακοδαιμονίας. Αυτή η αντιστροφή
των σχέσεων μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, όπου το αντικείμενο, δηλαδή η
ατομική ιδιοκτησία επιβάλλεται κυριαρχικά επί του υποκειμένου, του φορέα της,
υπαγορεύεται από την αρχή «ο θάνατός σου η ζωή μου», πράγμα που αποκαλύπτει,
πέραν των άλλων και την ακόρεστη κανιβαλική φύση της ατομικής ιδιοκτησίας, όπου
η μεγάλη-ισχυρή τρώει κάθε ανίσχυρη και μικρή ιδιοκτησία, όπως ακριβώς το
μεγάλο ψάρι τρώει τα μικρά, με τη διαφορά ότι το μεγάλο ψάρι σταματάει και
γεννοβολάει την επόμενη τροφή του όταν χορταίνει, σε αντίθεση με την στείρα και
ανασφαλή και γι αυτό ανικανοποίητη και βουλιμική ατομική ιδιοκτησία που δεν
χορταίνει ποτέ, μέχρι που φτάσαμε στο σημείο, πέντε-δέκα οικογενειακές
οικονομικές δυναστείες να ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία[5].
Μετά από αυτή τη σύντομη, απλή και κατανοητή
ανάλυση γεννιέται το ερώτημα, γιατί πολλοί άνθρωποι, ‘μορφωμένοι κι αμόρφωτοι’,
θεωρούν και υποστηρίζουν φανατικά την βλακώδη αντίληψη περί αυθύπαρκτου,
εγωιστικού, ατομιστικού, νοσηρού και αντικοινωνικού Εγώ; Η απάντηση σ’ αυτό το
ερώτημα αναφορικά με τους έχοντες, εξουσιαστές και κατά τεκμήριο ‘μορφωμένους’
θα πρέπει να αναζητηθεί στην υστεροβουλία τους να παρουσιάσουν την
εγκληματικότητά τους ή/και την ιδιωτία τους ως υπόθεση της ‘ανθρώπινης φύσης’,
ή της ‘θείας βούλησης’ και συνεπώς άσχετη από την βούλησή τους. Αναφορικά με
τους εξουσιαζόμενους, μη-έχοντες και επίσης κατά τεκμήριο ‘αμόρφωτους’ η
απάντηση, στο γιατί γίνονται απολογητές απόψεων που ως εφαρμοσμένη πολιτική
τους αδικούν, τους ταπεινώνουν και τους εξαθλιώνουν, σχετίζεται προφανώς με τον
εξουσιαστικό φόβο[6],
με την άγνοια, με την βία των θεσμών και των δομών του καπιταλισμού και κυρίως
με την θρησκευτική τους πίστη που τους θέλει ‘δούλους του θεού’, υποταγμένους
μισθωτούς δούλους στα αφεντικά τους, καταστάσεις που το σύστημα της ατομικής
ιδιοκτησίας και εξουσίας τους αναγκάζει να τις βιώνουν υλικά, οργανικά,
πνευματικά και συναισθηματικά.
Κατά τον Ρουσώ[7], ο οποίος
θεωρεί ότι η εγκαθίδρυση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι η αρχή όλων των
κοινωνικών κακών και αιτία της ολέθριας πορείας της ανθρωπότητας η απάντηση
πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορική περίοδο κατά την οποία το Εμείς ανέχθηκε την
βίαιη απόσπαση μέρους της κοινής γης από κάποιο ή κάποια Εγώ, τα οποία στη
συνέχεια συσπειρώθηκαν σε ένα άλλο Εμείς, σε μια εξουσιαστική κοινωνική τάξη,
αντίπαλο προς το αρχικό Εμείς από το οποίο προέρχονταν. Η επιβολή της ατομικής
ιδιοκτησίας αλλοίωσε την σχέση μεταξύ Εγώ και Εμείς σε βαθμό που τα αποκομμένα
Εγώ κατάληξαν σε ανταγωνιστικά μέχρι υποταγής και θανάτου Εμείς.
Η σχέση του ανθρώπου, ως μέλους μικρής ή
μεγάλης κοινωνίας, με τη γη ως βάση της κατοικίας και της παραγωγής κάποιων
αγαθών για αυτοκατανάλωση προέκυψε ως φυσικό αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της
νομαδικής τροφοσυλλεκτικής περιπλάνησής του και της προσωρινής ή μονιμότερης
εγκατάστασής του, αλλά ποτέ, μέχρι την καθιέρωση της ατομικής ιδιοκτησίας από
τον Σόλωνα, δεν εξελίχθηκε σε ατομικό δικαίωμα αποκλειστικής κατοχής, σε
ατομική ιδιοκτησία που πωλείται και αγοράζεται. Κι αυτή η σχέση οριζόταν
ορθολογικά με μέτρο τις βιοτικές ανάγκες της ομάδας και της κοινότητας, με
αποτέλεσμα κανένας να μην έχει λόγο να επιδιώκει την υπέρβαση του μέτρου. Κι
αυτό, επειδή δεν υπήρχε η έννοια του ατομικού πλούτου, γιατί η συλλογική
ασφάλεια και η επιβίωση ήταν ζωτικής σημασίας και γι’ αυτό υπέρτερες του Εγώ
και του πλούτου, κοινωνικές αξίες. Έννοιες όπως το Εγώ και ο ατομικός πλούτος
σε βάρος του Εμείς είναι απότοκες του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας, για τη
δικαιολόγηση της οποίας χρειάστηκε ένα είδος ψευδαίσθησης, «θεοποίησης του
ατόμου», που το αποσπά και το απομακρύνει από την κοινωνία του, για να μπορεί
το κεφάλαιο να το εκμεταλλεύεται ευκολότερα. «Η επινόηση και η κωδικοποίηση
του καθεστώτος της ατομικής ιδιοκτησίας, κατά την ύστερη μεσαιωνική και την
πρώιμη σύγχρονη εποχή, αποτέλεσε το θεμέλιο για την επιδίωξη του οράματος του
Διαφωτισμού: της απεριόριστης υλικής προόδου. Τα δικαιώματα ατομικής
ιδιοκτησίας έγιναν ουσιώδες νομικό εργαλείο για τον διαχωρισμό του ατόμου από
την ανθρώπινη συλλογική του ύπαρξη. Το καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας
θεσμοποίησε τη νέα χωρική και χρονική συνείδηση και κατέστησε δυνατές τις
μοντέρνες έννοιες της αυτονομίας και της κινητικότητας, όπως επίσης και την
αρνητική ιδέα της ελευθερίας ως προσωπικής ανεξαρτησίας και αυτοπεποίθησης»[8].
Ο σύγχρονος ορισμός για την ατομική
ιδιοκτησία την ταυτίζει με την απόλυτη εξουσία, το αποκλειστικό δικαίωμα
κάποιου ατόμου στην αποκλειστική χρήση και την εκμετάλλευση ενός πράγματος ή
μιας ιδέας. Να σημειωθεί ότι πολλοί εξουσιαστές και σε διάφορες περιοχές και
εποχές, ως πράγμα (res) και,
ακόμα χειρότερα, ως αντικείμενο εκμετάλλευσης και αγοραπωλησίας θεώρησαν και
θεωρούν και τον άνθρωπο, ακόμα και τα μικρά παιδιά. Η ιδεαλιστική, η λεγόμενη
και φιλελεύθερη, φιλοσοφία, η νεοφιλελεύθερη αστική ιδεολογία και η νεοκλασική
οικονομική αντίληψη, πλαστογραφώντας την ιστορία της νηπιακής ηλικίας της
ανθρωπότητας, αλλά και των σύγχρονων, εκτός καπιταλιστικού συστήματος,
εξισωτικών κοινωνιών και κακοποιώντας την ανθρώπινη φύση, θεωρούν την
ιδιοκτησία αιώνιο και αναλλοίωτο «φυσικό δικαίωμα που απορρέει από την
ανθρώπινη φύση». Κάποιοι φιλόσοφοι, γράφει ο Ρουσώ, «μιλώντας αδιάκοπα για
ανάγκη, απληστία, καταπίεση, επιθυμίες και εγωισμό, μετέφεραν και απέδωσαν στη
φυσική κατάσταση ιδέες που είχαν πάρει μέσα από την κοινωνία τους. Μιλούσαν για
τον πρωτόγονο άνθρωπο και περιέγραφαν τον (σύγχρονο) πολίτη»[9],
προβάλλοντας έτσι τις δικές τους αντιλήψεις, κάνοντας ένα αφύσικο άλμα χιλιάδων
χρόνων προς τα πίσω, αγνοώντας ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία και τα εγκλήματα
όλων των εξουσιών, σε βάρος του ανθρώπου και της ανθρωπότητας, που μεσολάβησαν
για να δικαιολογήσουν τις ταξικές προθέσεις και τα ταξικά τους συμφέροντα.
Η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός σφράγισαν το
τέλος του Μεσαίωνα, της «σκοτεινής περιόδου» της ανθρώπινης
ιστορίας, κι έβαλαν τέλος στο μύθο ότι «ο θεός έχει φτιάξει έτσι τον κόσμο,
ώστε ορισμένοι άνθρωποι να έχουν μεγαλύτερη περιουσία και υψηλότερη κοινωνική
θέση, κι άλλοι να βρίσκονται πιο χαμηλά. Ωστόσο όλοι θα πρέπει να αρκούνται
στην περιουσία και την κοινωνική θέση τους»[10].
Από αυτόν το φεουδαρχικό φαύλο κύκλο προσπάθησαν
οι θεμελιωτές του φιλελευθερισμού, όπως ο Χομπς, ο Χάρινγκτον, ο Λοκ, ο Καντ, ο
Χέγκελ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ[11], και πολλοί
άλλοι πολιτικοί φιλόσοφοι του πρώιμου καπιταλισμού να απαλλάξουν την ιδιοκτησία
της γης, αλλά και του κοινωνικού πλούτου, με σκοπό να απελευθερώσουν το
δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, ως προϋπόθεση, υποτίθεται, της απελευθέρωσης
του ανθρώπου, από τη φεουδαρχική δουλοπαροικία, που ουσιαστικά λειτουργούσε ως
ημιδουλεία. Για να θεμελιώσουν όμως την αντίληψη της απόλυτης ατομικής
ιδιοκτησίας, όπως την αντιλαμβανόταν το μαχητικό κατά της θεοκρατικής μοναρχίας
κίνημα των «Ισοπεδωτών», με κορυφαίο εκφραστή του τον Ρίτσαρντ Όβερτον[12], επινόησαν το σόφισμα της «εαυτοκτησίας»,
ότι δηλαδή «τα αστικά και τα πολιτικά δικαιώματα αντλούνται από το φυσικό
δίκαιο και ότι το φυσικό δίκαιο αντλείται από την φυσική κυριότητα του καθενός
επί του εαυτού του και συνεπώς η ιδιοκτησία του εαυτού αντλείται από την
δημιουργημένη με όλα της τα ένστικτα φύση του ανθρώπου»[13].
Μια πιο προσεκτική ανάγνωση αυτής της
σοφιστείας του Όβερτον και όσων μετά από αυτόν την συντηρούν, όπως
αναλυτικότερα θα δούμε στη συνέχεια, αποκαλύπτει μια κραυγαλέα αντίφαση που
αποκρύπτεται με τη σοφιστεία, ότι ακόμα και ‘τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα
του ατόμου’, του Εγώ, δεν απορρέουν από την κοινωνία, από το Εμείς, που τον
ανάδειξε σε Εγώ, αλλά από το ουρανοκατέβατο φυσικό δίκαιο, από την ‘φυσική
κυριότητα του ατόμου επί του εαυτού του’ και από τα ένστικτα και τη φύση του
ανθρώπου που καταλήγουν στην υποτιθέμενη ιδιοκτησία του εαυτού του, λες και οι
άνθρωποι φύτρωσαν σαν τα μανιτάρια την άνοιξη. Όμως οι τετράποδοι μακρινοί μας
πρόγονοι, οι ανθρωπίδες που εμπειρικά συνειδητοποίησαν ότι δεν είναι μανιτάρια
που ξαναγεννιούνται, αλλά αδύναμα σκεπτόμενα όντα που για να επιβιώσουν
οφείλουν να συνεργαστούν και γι αυτό αγωνίστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να μην
είναι εκτεθειμένοι στους αδυσώπητους φυσικούς νόμους και καθηλωμένοι στο
υποτιθέμενο φυσικό δίκαιο, ως ζώα, αλλά προχώρησαν στον εξανθρωπισμό
τους για να επιβιώσουν σε κοινωνίες, σε Εμείς, που προσφέρουν ασφάλεια
κατοχυρωμένη με ανθρώπινους-κοινωνικούς νόμους συνεργαζόμενοι και αλληλέγγυοι.
Μάλιστα η κραυγαλέα αποσιώπηση, ότι το οντολογικό Εγώ ανήκει αντικειμενικά σε
κάποιο συλλογικό-κοινωνικό Εμείς, αποσκοπεί στην δικαιολόγηση της απόσπασης του
Εγώ από το Εμείς και στην υποβάθμισή του μοναχικού Εγώ σε Έχω, το οποίο Έχω, ως
ατομική ιδιοκτησία, υπερισχύει τελικά πάνω στο Εγώ με αποτέλεσμα, είτε
μεγαλώνει είτε χάνεται, να καταστρέφει τελικά το Εγώ τόσο ως μέρος εμπράγματης
σχέσης, όσο και ως κοινωνική σχέση, προκαλώντας ανωμαλίες στις κοινωνικές
λειτουργίες του Εμείς.
Είναι βέβαια λογικό να υποθέσουμε πως η έννοια της εαυτοκτησίας
επινοήθηκε για ν’ απομακρύνει τον άνθρωπο από τη φεουδαρχική-θεοκρατική
αντίληψη και να του δώσει την ψευδαίσθηση ότι στις υπό διαμόρφωση νέες
οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες θα απελευθερωθεί και θα γίνει «κύριος του
εαυτού του» με την απόκτηση ατομικής ιδιοκτησίας. Η έννοια της εαυτοκτησίας
αποσκοπούσε ακόμα στο να βγάλει τους δουλοπάροικους και τους χειροτέχνες από
τον πύργο του μπουρζουά φεουδάρχη, όπου δούλευαν γι’ αυτόν και να τους
μετακινήσει προς τις ραγδαία διαμορφούμενες παραποτάμιες και παραθαλάσσιες
πόλεις, για να δουλεύουν στις συντεχνιακές βιοτεχνίες και στα εργοστάσια ή και
ως ανεξάρτητοι τεχνίτες και βιοτέχνες για λογαριασμό τους, προμηθεύοντας με τα
προϊόντα τους τα τοπικά παζάρια και την ευρύτερη αγορά.
Το καινούργιο χαρακτηριστικό αυτής της νέας μορφής
ιδιοκτησίας προσδιοριζόταν από το χαρακτήρα του νέου τρόπου παραγωγής, του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και ήταν ίδιο με αυτό οποιουδήποτε
εμπορεύματος που μπορεί ο ιδιοκτήτης του να το πουλά και να το αγοράζει
ελεύθερα στην αγορά. Κι επειδή αρχικά η αγορά, η ευρεία εμπορευματοποίηση
κινητών και ακίνητων αξιών και προϊόντων, λάβαινε χώρα στις πόλεις, στα άστη,
αυτή η νέα μορφή ιδιοκτησίας ονομάστηκε και αστική ιδιοκτησία,
την οποία ο δυναμικά ανερχόμενος καπιταλισμός επέκτεινε στη γη και στην εργασία
των απελεύθερων κολλήγων, συγκροτώντας, δίπλα στην αγορά μέσων παραγωγής,
πρώτων υλών, χρήματος και βιομηχανικών προϊόντων, συμπληρωματικές αγορές, όπως
την αγορά γης και ακινήτων, καθώς και την αγορά εργασίας αντίστοιχα, με σκοπό
την παραγωγή κέρδους και τη συσσώρευση κεφαλαίου. Η, μέσω της απαλλοτρίωσης και
της διανομής των μεγαλογαιοκτησιών στους καλλιεργητές τους, αστικοποίηση ακόμα
και της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στο έδαφος έσπασε τη θεοκρατική μεσαιωνική
στασιμότητα αιώνων[14] και
παντρεύοντας το χωράφι με την καινούργια κατάκτηση του ανθρώπινου μυαλού, τη
μηχανή, προκάλεσε τη μεγαλύτερη, στην μέχρι τότε ανθρώπινη ιστορία, έκρηξη
παραγωγής αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων για τις αγορές, οι οποίες, μέσω
των μεγάλων εμπορικών δικτύων, των επιμελημένα σχεδιασμένων ιεραποστολικών
επιδρομών[15] και των αιματηρών στρατιωτικών
επεμβάσεων, απλώθηκαν ταχύτατα ως αστική κοινωνία μέσω του εμπορίου, της
αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Αυτή η νέα θεωρία και πρακτική, αναφορικά με την
ατομική ιδιοκτησία ως φυσικό δικαίωμα, έγινε η σημαία και η κινητήρια δύναμη
του καπιταλισμού, παρά το γεγονός ότι πολλοί, σύγχρονοι του Όβερτον, κορυφαίοι
αντιμοναρχικοί και θεωρητικοί της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας,
όπως ο Χένρι Άιρτον (Henry Ireton) υποστήριζαν ότι: «Ο νόμος του θεού δεν
μου παρέχει ιδιοκτησία, ούτε ο νόμος της Φύσης. Η ιδιοκτησία έχει συσταθεί από
τους ανθρώπους. […] Το πολίτευμα θεμελιώνει την ιδιοκτησία»[16].
Με αυτή τη θεώρηση, η επικρατούσα αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η πηγή της
ατομικής ιδιοκτησίας είναι φυσικό δικαίωμα και «θεία πρόνοια», δέχεται θανάσιμο
πλήγμα, γιατί αποκαλύπτεται πως η ατομική ιδιοκτησία είναι, όπως είδαμε και με
την περίπτωση της υποτιθέμενης «επανάστασης του Σόλωνα», θεσμικό ζήτημα,
δημιούργημα βίας και εξουσίας. «Οι θεσμοί ανήκουν στον Νόμο και όχι
στη Φύση, είναι ανθρώπινες δημιουργίες και όχι δώρα του Θεού ή της Φύσης»[17].
Όταν μάλιστα ο λόγος είναι για εξουσιαστικούς και ειδικότερα για
καπιταλιστικούς θεσμούς, τότε οφείλουμε να παίρνουμε υπόψη μας, ότι λαβαίνει
χώρα το φαινόμενο που ο Καστοριάδης ονόμασε ξένωση της κοινωνίας
από τους θεσμούς της, πράγμα που σημαίνει αποξένωση και «αυτονόμηση
των θεσμών ως προς την κοινωνία»[18] και εναντίον
της κοινωνίας, όπως ακριβώς συμβαίνει με το θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας.
Βέβαια, η διχαστική, κατά το πρότυπο του θνητού
σώματος και της υποτιθέμενα αθάνατης ψυχής, έννοια της εαυτοκτησίας, ως
δικαίωμα ιδιοκτησίας επί του εαυτού, σημαίνει ότι το πρόσωπο, δηλαδή το άτομο,
είναι απόλυτα διχοτομημένο, αφού είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο
αποκλειστικού δικαιώματος, όπου το υποκείμενο δικαιούται να πωλεί, ακόμα και να
καταστρέφει τον εαυτό του ως αντικείμενο, ενώ ταυτόχρονα το πρόσωπο ως
αντικείμενο υπόκειται στην αυθαιρεσία του εαυτού του ως υποκείμενο, πράγμα που
αποτελεί τον τέλειο ορισμό του φαύλου κύκλου και της απόλυτης σχιζοφρένειας.
Είναι προφανές πως η έννοια της εαυτοκτησίας τέμνει, διχάζει το άτομο, και σε
συνθήκες δουλείας, ημιδουλείας και αλλοτριωτικής εξουσίας αποτελεί ένα
ιδεολογικό σόφισμα με σκοπό τη δημιουργία εθελοδουλικής συνείδησης και
ηθελημένης υποταγής στην εκάστοτε εξουσία. Γιατί αποτελεί ακραίο παραλογισμό να
μιλάει κανείς για εαυτοκτησία σε κοινωνικές συνθήκες που δεν συνδιαμορφώνονται
από όλα τα μέλη της όποιας συλλογικότητας-κοινωνίας, αλλά επιβάλλονται από κάποια,
αλλοτριωτική και αποξενωμένη από αυτή τη συλλογικότητα, εξουσία, η οποία δεν
επιτρέπει την ελεύθερη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας, γιατί εκείνο που
χρειάζεται είναι υπηκόους, υποτακτικούς και δούλους. Η αντίφαση και ο
παραλογισμός της έννοιας είναι προφανής και γίνεται προφανέστερη όταν οι
«Ισοπεδωτές», οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της ατομικής εαυτοκτησίας έξω, πέρα
και ενάντια στην κοινωνία, οι θεωρούμενοι και πρόδρομοι μιας ατομικιστικής
τάσης του μεταγενέστερου αναρχικού κινήματος, «θεωρούσαν το άτομο ως φυσικό
ιδιοκτήτη των ικανοτήτων του, ο οποίος δεν όφειλε τίποτα στην κοινωνία γι’
αυτές και θεωρούσαν όντως τη ζωή και την ελευθερία μάλλον ως κτήματα παρά ως
κοινωνικά δικαιώματα που συνεπάγονται και αντίστοιχα καθήκοντα»[19].
Ποιος όμως και με ποια λογική θα μπορούσε να δεχτεί
ότι υπήρξαν ποτέ ή μπορούν να υπάρξουν δικαιώματα αποκλειστικής εαυτο-ιδιοκτησίας,
συνεπώς και ιδιοκτησίας, με την έννοια της εμπράγματης σχέσης, για ανθρώπους που
έζησαν αναγκαστικά ή επιλέγουν να ζήσουν εκτός ανθρώπινης κοινότητας, και σε
τελική ανάλυση ποια θα ήταν η ουσία και ποιο το νόημα της ιδιοκτησίας; Και
ποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι κάθε άνθρωπος που γεννιέται στα πλαίσια
μιας κοινότητας-κοινωνίας και χάρη σ’ αυτή την τυχαία, και χωρίς να είναι
επιλογή του, συμμετοχή του επιβιώνει, μαθητεύει και αποκτά τις όποιες γνώσεις,
δεξιότητες και ικανότητες, δεν χρωστάει τίποτα στους γεννήτορές του, στους
συνανθρώπους του και στην κοινωνία του, και φυσικά στις προηγούμενες γενιές,
γιατί τάχα, όπως υποστηρίζει ο Όβερτον, το ατομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας του
εαυτού του και όσων άλλων πραγμάτων μπορέσει με τη βία ν’ αποκτήσει προέρχονται
από κάποιον «πάγιο νόμο και ριζική αρχή της φύσης που είναι χαραγμένη στα φύλλα
της καρδιάς από το χέρι του θεού […] που αποκλείει όλους τους άλλους,
δεν αποκλείει όμως το καθήκον προς τον εαυτό του και τον δημιουργό του»[20].
Επειδή όμως το «χέρι του θεού» δεν ήταν αρκετό για την προστασία της
ατομικής ιδιοκτησίας, οι «Ισοπεδωτές» ζητούσαν ρητά με τα μανιφέστα τους, και
συγκεκριμένα με τη λεγόμενη Δεύτερη Συμφωνία (Second Agreement), από το 1648, «να δεσμευτεί συνταγματικά το
κοινοβούλιο να μην ισοπεδώσει τις ιδιοκτησίες των πολιτών, να μην καταστρέψει
την ιδιοκτησία και να μην επιβάλει κοινοκτημοσύνη των αγαθών»[21].
Το γεγονός ότι και η νέα εξουσία βρίσκεται απέναντι στην εργαζόμενη κοινωνία,
αναγκάζει τους προφήτες του καπιταλισμού να επανασυνδέσουν, βιαστικά και
άκομψα, και την αστική ατομική ιδιοκτησία, μέσω του σοφίσματος της
εαυτοκτησίας, με το κατασκεύασμα της εκάστοτε εξουσίας, το φετίχ και σκιάχτρο
της, τον υποτιθέμενο «θεό δημιουργό», για να γίνει αποδεκτή από τους «δούλους
του θεού» και τους εργάτες, τους μισθωτούς δούλους του καπιταλιστή. Ποιος
αλήθεια και για ποιο λόγο επανασυνδέει την ανθρώπινη ιστορία με τον υποτιθέμενο
«θεό», εκτός από το για να κρύψει την εγκληματική φύση της ατομικής ιδιοκτησίας
και τις ευθύνες της εκάστοτε ταξικής ιδιοκτησίας;
Αυτός ο «ποιος» ήταν βασικά ο Τζον Λοκ[22], ο «πατέρας του φιλελευθερισμού»[23],
ο θεωρητικός της μετάβασης από τη θεοκρατική φεουδαρχία και το μοναρχισμό στη
μεταφυσικά θεμελιωμένη κεφαλαιοκρατία και στον κοινοβουλευτισμό, σκληρό πυρήνα
των οποίων θεωρεί την ατομική ιδιοκτησία πάνω στη γη, τη βίαιη και παράνομη
απόκτηση-κατοχή της οποίας δικαιώνει και νομιμοποιεί ως υπακοή των σφετεριστών
της στην οφθαλμοφανώς διαστρεβλωμένη εντολή τού, από τους ίδιους κακότεχνα
κατασκευασμένου, υποτιθέμενου «θεού»: «κατακυριεύσατε την γην»[24].
Η σκοπιμότητα αυτής της αυθαίρετης και παράλογης
αντίληψης είναι προφανής. Να αποσπαστεί ο άνθρωπος από τη Φύση και την κοινωνία
που πραγματικά τον δημιούργησαν και να εμφανιστεί ως «δημιούργημα του θεού», ενός
μη όντος, αντικειμενικά ανύπαρκτου και φανταστικού δημιουργήματος, στο
οποίο τάχα ανήκουν η γη, όλα τα όντα, οι άνθρωποι και κάθε μορφή πλούτου, η
διαχείριση των οποίων υποτίθεται ότι ανατίθεται, από το δόλια δημιουργημένο μη
ον, στους εκάστοτε αυτόχριστους εκπροσώπους του στη Γη, με μόνη τη διαφορά ότι
τώρα αυτοί δεν είναι οι σχεδόν αόρατοι βασιλιάδες και ο ανώτατος κλήρος, αλλά
οι ορατοί «αντιπρόσωποι του λαού», δηλαδή τα μέλη του αστικού κοινοβουλίου που
λειτουργούν ως υπάλληλοι των αθέατων μεγιστάνων του πλούτου. Με αυτόν τον τρόπο
η εκάστοτε εξουσία φετιχοποιεί, δηλαδή θεοποιεί, τον εαυτό της, τη σκοταδιστική
ιδεολογία και την εξουσιαστική βία της, για να μπορεί ανενόχλητη να
ιδιοποιείται τον φυσικό και κοινωνικό πλούτο σε βάρος της εργαζόμενης
κοινωνίας. Για να μπορούν κάποιοι άνθρωποι, που ασκούν «το επάγγελμα των
όπλων»[25] και των νόμων, αφού «το δικαίωμα της
ιδιοκτησίας είναι έργο πολεμικό»[26], «να
φτάσουν να έχουν ιδιοκτησία διάφορων μερών εκείνου που ο θεός έδωσε στην
ανθρωπότητα από κοινού, και ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει χωρίς καμιά ρητή
σύμβαση μεταξύ όλων των μελών της κοινότητας»[27].
Και για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση αναφορικά με
την έκταση του λεγόμενου δικαιώματος της εαυτοκτησίας και ως απάντηση στον
αντίλογο που διατύπωναν αντιπολιτευόμενοι επαγγελματίες πολιτικοί και
ανυπότακτοι πολιτικοί φιλόσοφοι ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους ίσοι και
ότι η συνεργασία και η αρμονική κοινωνική συμβίωσή τους είναι η υπέρτατη
κοινωνική αξία, οι απολογητές συμπλήρωναν ότι «η εργασία ενός ανθρώπου
αποτελεί τόσο αδιαμφισβήτητα ιδιοκτησία του, ώστε μπορεί ελεύθερα να την
πουλήσει έναντι μισθού. Ένας ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να πουλήσει σε άλλον
‘για ορισμένο χρονικό διάστημα την υπηρεσία που αναλαμβάνει να προσφέρει,
έναντι μισθού που πρόκειται να λάβει’. Αλλά η εργασία που έχει πουληθεί με
αυτόν τον τρόπο γίνεται ιδιοκτησία του αγοραστή, οποίος τώρα δικαιούται να
ιδιοποιηθεί το προϊόν αυτής της εργασίας»[28].
Έτσι όμως γίνεται ολοφάνερο ότι το δικαίωμα εαυτοκτησίας των εργαζόμενων
και για όσο χρόνο πωλούν την εργασία τους, δηλαδή τον εαυτό τους, τους καθιστά
ιδιοκτησία των αγοραστών της εργασίας τους και συνεπώς η ελευθερία τους
αίρεται, αφού η ελευθερία ταυτίζεται με την ιδιοκτησία, οπότε γίνεται φανερό
πως εδώ οι πολιτικοί φιλόσοφοι και απολογητές του καπιταλισμού δεν μιλάνε για
την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά για την εγκληματική ασυδοσία των αστών, των
καπιταλιστών πάνω στην εργαζόμενη κοινωνία-ανθρωπότητα, αφού μόνο αυτοί μπορούν
να ιδιοποιούνται τα προϊόντα ξένης εργασίας.
Η παρακάτω ομολογία τού, και «πατέρα του καπιταλισμού»
από κάποιους αποκαλούμενου[29], Τζον Λοκ
είναι αποκαλυπτική: «Η εργατική τάξη είναι αναγκαίο μέρος του έθνους, αλλά
τα μέλη της δεν είναι και δεν έχουν δικαίωμα να είναι πλήρη μέλη του πολιτικού
σώματος, και δεύτερον, ότι τα μέλη της εργατικής τάξης δεν ζουν και δεν μπορούν
να ζήσουν μια πλήρη έλλογη ζωή. Ο όρος ‘εργατική τάξη’ εδώ συμπεριλαμβάνει και
τους ‘εργαζόμενους φτωχούς’ και τους ‘άνεργους φτωχούς’, δηλαδή όλους όσοι
είναι εξαρτημένοι είτε από την εργοδοσία, είτε από τη φιλανθρωπία, είτε από το
πτωχοκομείο, επειδή δεν έχουν δική τους ιδιοκτησία»[30].
Μάλιστα, ο Τζον Λοκ, ως ευσεβής και καλός ‘χριστιανός’ συνεχίζει και διευκρινίζει
ότι «τα παιδιά των ανέργων ‘ηλικίας άνω των τριών ετών’ αποτελούν αναίτια
βάρος για το έθνος και πρέπει να πιάσουν δουλειά και να αναγκαστούν να παράγουν
περισσότερα από τα έξοδα διαμονής τους»[31].
Και όλα αυτά τα άκρως αποκαλυπτικά και ιδιαίτερα παράλογα, ο Λοκ τα απέδιδε
στην «ανθρώπινη φύση», όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν φυσικά, επειδή, τάχα, «οι
περισσότεροι άνθρωποι είναι ανίκανοι να κυβερνούν τη ζωή τους σύμφωνα με τον
νόμο του Λόγου, πράγμα που σημαίνει ότι μια πολιτική κοινωνία με νομικές
κυρώσεις και μια Εκκλησία με πνευματικές κυρώσεις είναι αναγκαία για να τους
κρατήσει στην τάξη»[32]. Καταλήγει
όμως στη διαπίστωση ότι η διαφορά της ορθολογικότητας δεν είχε εμφυτευθεί σ’
αυτούς από το θεό ή τη Φύση, αλλά «την αποκτούν κοινωνικά μέσω των
διαφορετικών οικονομικών θέσεών τους»[33],
αφού «το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας δεν έχει χρόνο για μόρφωση και
για την εκμάθηση της λογικής και για τις λεπτεπίλεπτες διακρίσεις των
σχολαστικών, αφού όταν το χέρι δουλεύει το αλέτρι και την αξίνα, το κεφάλι
σπάνια υψώνεται προς τις μεγάλες ιδέες»[34].
Βέβαια, όλες αυτές οι σοφιστείες δεν είναι ούτε σοφίες ούτε Λογική ούτε
επιστήμη, επειδή είναι απλά εξουσιαστικός ταξικός κυνισμός, ο κυνισμός του
κεφαλαίου και της ατομικής ιδιοκτησίας που μισούν τον άνθρωπο και την κοινωνία
του.
Την ίδια αντίληψη εκφράζει, όπως είδαμε παραπάνω, και
ο Γερμανός φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ. Αλλά και στο κοινωνικό μοντέλο των τριών
τάξεων του Χέγκελ[35], δηλαδή της
μεγαλογαιοκτημονικής αριστοκρατίας που χρησιμοποιεί ξένη εργατική δύναμη
αγρεργατών, των καπιταλιστών που χρησιμοποιούν εξαρτημένη εργασία και των
αγροτών που καλλιεργούν μόνοι τους τη γη τους, μόνο η ατομική ιδιοκτησία
αποτελεί το κριτήριο της ύπαρξης της προσωπικότητας και συνεπώς της ιδιότητας
του Πολίτη[36] που ανήκει σε μια από τις παραπάνω
κοινωνικές τάξεις. Οι ακτήμονες, συνεχίζει ο Χέγκελ, οι άνεργοι, οι
περιθωριοποιημένοι δεν μπορούν να ανήκουν σε καμιά κοινωνική τάξη, βρίσκονται
στο περιθώριο της κοινωνίας και το καλύτερο γι’ αυτούς και για τη χώρα θα ήταν
να προωθηθούν ως μετανάστες στις αποικίες, για να δημιουργήσουν ατομική
ιδιοκτησία και πλούτο. Παραπέρα ο Χέγκελ θεωρεί αναγκαιότητα την ατομική
ιδιοκτησία, παρά το γεγονός ότι αποδέχεται πως αυτή θα οδηγήσει σε συσσώρευση πλούτου,
σε μεγάλες κοινωνικές ανισότητες στη μορφή της βαρβαρότητας, αλλά φαίνεται να
ελπίζει ότι ένας «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» θα περιορίσει τις
συνέπειες των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Η επιλογή των
σκοταδιστικών και εξουσιαστικών ιερατείων να αναδείξουν την ατομική ιδιοκτησία
σε δικαίωμα δικαιωμάτων, πάνω από το οποίο δεν υπάρχει άλλο δικαίωμα, αποσκοπεί
στην ιεροποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας με αποτέλεσμα την αποϊεροποίηση της
ζωής, της ελευθερίας και του αγώνα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και
του Πολιτισμού για την κοινωνική ισότητα, για έναν καλύτερο κόσμο.
Όλες αυτές οι αντιλήψεις των θεμελιωτών της αστικής
ιδεολογίας, περί αδυναμίας ή ανικανότητας των εργαζόμενων να μάθουν χρήσιμα γι’
αυτούς τους ίδιους και για την κοινωνία τους πράγματα, έχουν παταγωδώς
διαψευστεί, γιατί, παρά τις τεράστιες και στοχευμένες μαθησιακές δυσκολίες που
θέτει το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας και της κοινωνικής ανισότητας για «να
μην τρώμε από το δέντρο της Γνώσης του καλού και του κακού», οι περισσότεροι
εργαζόμενοι γνωρίζουν απέξω κι ανακατωτά το παραμύθι του εβραϊσμού-ιουδαϊσμού
στην παλιά και στη νέα του εκδοχή, τους κατασκευασμένους μύθους της ζωής των
«θαυματοποιών» αγίων, το κοράνι, τα ταλμούδ, τις βέδες και όσα άλλα «ων ουκ
έστιν αριθμός», γιατί αυτά τους επιτρέπουν και τους παροτρύνουν τα σκοταδιστικά
και τα εξουσιαστικά ιερατεία να μάθουν. Αν σε όλα αυτά τα «σωτήρια» προσθέσει
κανείς τις τεράστιες «γνώσεις» που αποκτούν πολλές γυναίκες για τα κουτσομπολιά
που αφορούν τόσο τις γειτόνισσες όσο και τους/τις σταρ του Χόλυγουντ, την
αστρολογία και το «φλιτζάνι», τη χειρομαντεία και τη χαρτομαντεία, αλλά και
πολλοί άντρες για τις «ομαδάρες τους», για τις επιδόσεις και τις μεταγραφές των
«αγίων γκολτζήδων της Εκκλησίας της στρογγυλής θεάς», για τις «παράγκες» και
για τη διεθνή μαφία του ποδοσφαίρου, τότε σίγουρα είναι βέβαιο ότι, με
διαφορετικό πρόγραμμα καθολικής τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης, η επιστημονικά
έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη πανανθρώπινη Γνώση θα ήταν τόση και τέτοια που ο
ανθρώπινος πολιτισμός θα βρισκόταν χιλιάδες χρόνια μπροστά και δεν θα κινδύνευε
από την απάνθρωπη και καταστροφική καπιταλιστική βαρβαρότητα για τη διαιώνιση
της ατομικής ιδιοκτησίας και της κοινωνικής ανισότητας. Το γεγονός μάλιστα ότι
πολλοί εργαζόμενοι καταφέρνουν ν’ ανεβούν στην κορυφή των επιστημών και οι
περισσότερες τεχνικές εξελίξεις ξεκινούν από τις εμπειρίες και τις προτάσεις
των απλών εργαζόμενων, δείχνει ότι όλα τα ανθρώπινα όντα έχουν μυαλό και όραμα
ικανό για την οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου, φτάνει να μην εμποδίζονται
συστηματικά και βίαια από ρατσιστικές και κοινωνικές διακρίσεις και από
συνθήκες άνισων ευκαιριών. Έτσι όμως προκύπτει το ερώτημα: Γιατί τόσοι «σοφοί»
είπαν και έγραψαν τόσα οφθαλμοφανώς παράλογα πράγματα; Λόγος παράλογος; Όχι,
είναι λόγος εξουσιαστικός, λόγος συστημικός, που εκφράζει τις επιλογές και τα
συμφέροντα της ανερχόμενης τότε και παρακμάζουσας τώρα αστικής τάξης, μέσω
αντιφατικών θέσεων και θεωριών σοφών ανθρώπων, οι οποίοι αποτελούν δημιούργημα
αυτής της εποχής και επιλέγουν ως συνειδητοποιημένοι αστοί «διανοητές» να
υπηρετούν την τάξη τους και τα συμφέροντά τους.
Η εκδοχή του εξορθολογισμού των οικονομικών σχέσεων
και κοινωνικών θέσεων μεταξύ των ανθρώπων με σκοπό την εξοικονόμηση χρόνου για
μόρφωση και για μεγάλες ιδέες των εργαζόμενων ανθρώπων δεν ταίριαζε στο
κοινωνικό μοντέλο του Λοκ, των συγχρόνων του και όσων άλλων φιλελεύθερων
πολιτικών φιλοσόφων τον ακολούθησαν γι’ αυτό «θα έπρεπε ο χριστιανισμός,
ως μια ‘απλή ορθολογική, ηθική θρησκεία’ […] να μετατρέψει τους
ηθικούς κανόνες του Ευαγγελίου σε δεσμευτικές εντολές, γιατί χωρίς υπερφυσικές
κυρώσεις η εργατική τάξη είναι ανίκανη να ακολουθήσει μιαν ορθολογική ηθική. […]
Για τους μεροκαματιάρηδες και τους βιοτέχνες, τις γεροντοκόρες και τις
γαλατούδες […] η πίστη σε απλές εντολές είναι ο βέβαιος και ο μόνος
δρόμος που θα τους οδηγήσει στην υπακοή και στην πρακτική εφαρμογή. Το
μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας δεν μπορεί να γνωρίζει και συνεπώς πρέπει να
πιστεύει»[37]. Βέβαια, το τι θα πρέπει να
πιστεύει, αυτό το επιλέγει η εκάστοτε εξουσία με τη μορφή του εκπαιδευτικού
προγράμματος, του Φόβου των «εντολών του θεού», των νόμων, των συμβουλών του
ατομικού «πνευματικού», του εξομολογητή, με τη συλλογική πλύση εγκεφάλων και με
την πνευματική τρομοκρατία του μισάνθρωπου, αρνητή της ζωής και θανατόφιλου
φανατικού ιεροκήρυκα από τον άμβωνα του κυριακάτικου εκκλησιασμού ή με κάθε
ευκαιρία τέλεσης των «αγίων μυστηρίων», αλλά και με τα έντυπα, το ραδιόφωνο και
την τηλεόραση.
Είναι προφανές ότι όλη αυτή η επιχειρηματολογία περί
«φυσικού δικαίου», περί «ιδιοκτησιομανούς» ανθρώπινης φύσης και περί
ανεπιδεκτικότητας μάθησης των εργαζόμενων αποσκοπεί στο να εμφανίσει την
ατομική ιδιοκτησία ως «φυσικά αναγκαία και κοινωνικά χρήσιμη» για να κρύψει την
αντικειμενική πραγματικότητα, ότι η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί την κύρια αιτία
της κοινωνικής ανισότητας και όσων δεινών αυτή επιφέρει στον άνθρωπο και στην
ανθρωπότητα. Στο Δεύτερο Λόγο του ο Ρουσώ, αποτιμώντας την κοινωνική ανισότητα,
υποστηρίζει πως αυτή είναι ανύπαρκτη στη φυσική κατάσταση του ανθρώπου, ενώ
γίνεται μόνιμη και νόμιμη με την εγκαθίδρυση της ιδιοκτησίας και των νόμων, και
πως η οικονομική, πολιτική και κοινωνική ανισότητα είναι αντίθετη προς την
ανθρώπινη φύση και το φυσικό δίκαιο και συνεπώς είναι εγωιστική, υστερόβουλη
και από κάθε άποψη ανήθικη[38].
Βέβαια, η υπό διαμόρφωση αστική ιδεολογία θεωρούσε την
ατομική ιδιοκτησία αναγκαία για την επιβίωση, την ασφάλεια και την ελευθερία
του ατόμου, παραβλέποντας την κοινωνική του υπόσταση και αδυνατώντας ή
αποφεύγοντας να κατανοήσει αυτό που οι άνθρωποι από την εποχή της φυσικής τους
κατάστασης είχαν κατανοήσει και για όλους αυτούς τους λόγους ταύτισαν τη ζωή
τους με συλλογικότητες, κοινότητες και κοινωνίες, για να μη γίνουν κάποιοι
λίγοι μεγάλοι ιδιοκτήτες και εξουσιαστές και οι πολλοί να καταλήξουν ακτήμονες
εξουσιαζόμενοι, ανασφαλείς, ανελεύθεροι και στερημένοι από τους όρους της
υλικής επιβίωσής τους, χωρίς στοιχειώδη ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Γι’
αυτό οι προφήτες του καπιταλισμού, ακόμα και σε ουτοπικές εξιδανικεύσεις της
πολιτικής τους φιλοσοφίας, όπως η Ωκεάνα του Τζέιμς Χάρινγκτον, υποστηρίζουν
ότι το πρώτο καθοριστικό στοιχείο της εξουσίας σε ένα κράτος είναι η ατομική
ιδιοκτησία, κύρια η ατομική ιδιοκτησία στη γη[39],
πράγμα που σημαίνει ότι όσοι στερούνται ιδιοκτησίας, «οι μισθωτοί ή
“υπηρέτες”, δεν στερούνται μόνο τα δικαιώματα του πολίτη, και με το σκεπτικό
ότι δεν είναι ελεύθεροι πολίτες και κατά συνέπεια δεν είναι σε θέση να μετέχουν
στη διακυβέρνηση μιας κοινοπολιτείας, δεν αντιμετωπίζονται ως τάξη μέσα στην
κοινοπολιτεία, αλλά ως άνθρωποι που βρίσκονται έξω από αυτήν»[40].
Και επειδή, όπως φαίνεται από τις αντιφάσεις, τις
ασάφειες και τις θεωρητικές παλινδρομήσεις τους, όλα φάνταζαν παράλογα και
απάνθρωπα, ακόμα και στους ίδιους τους θεωρητικούς θεμελιωτές του
φιλελευθερισμού, χρειάστηκε να υποστηρίξουν τη θεωρία του αυτόχειρα, σύμφωνα με
την οποία «οι άνθρωποι συμφώνησαν την δυσανάλογη και άνιση κτήση της γης με
την απλή σιωπηρή συναίνεσή τους, συναίνεση που δόθηκε έξω από τα πλαίσια της
κοινωνίας χωρίς σύμβαση»[41] και
προφανώς με τη βία των όπλων, που μεταμορφώθηκε στη βία των θεσμών, των δομών
και των λειτουργιών της καπιταλιστικής οικονομίας. Γι’ αυτό, αναφορές
όπως «οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως ικανοί να αυτοκυβερνώνται βάσει του νόμου
της Φύσεως ή του Λόγου […] ενώ άνθρωποι που έχουν εγκαταλείψει τις αρχές
της ανθρώπινης φύσης και ζουν σύμφωνα με κάποιον κανόνα διαφορετικό από εκείνον
του Λόγου και της κοινής δικαιοσύνης γίνονται επικίνδυνοι για την ανθρωπότητα»[42]
αποτελούν ευπρόσδεκτες αυτοδιαψεύσεις, αν δεν είναι κρίσεις συνείδησης. Και
αν δεν αποτελούν υποκρισία και απόπειρα παραπλάνησης, τότε στην καλύτερη
περίπτωση αποτελούν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα του αντικοινωνικού
ατομικιστικού φιλελευθερισμού που θεοποιεί το α-κοινωνικό και το αντικοινωνικό
άτομο που ο φιλελευθερισμός και στη συνέχεια ο νεοφιλελευθερισμός το
φασιστικοποιούν και το στρέφουν ενάντια στην κοινωνία και στην εργαζόμενη
ανθρωπότητα.
Ακραίες αντιλήψεις θα πει κάποιος που αγγίζουν τα όρια
της εγκληματικής ανηθικότητας. Υπάρχει όμως, σε συνθήκες ακραίων ανισοτήτων,
μια ενιαία ηθικότητα που μπορεί κανείς να επικαλεσθεί για να συγκρίνει
αντιλήψεις και στάσεις ζωής; Μπορεί ο μεγαλοϊδιοκτήτης μέσων παραγωγής που
πλουτίζει σε βάρος ολόκληρης της κοινωνίας να έχει την ίδια ηθική με τα θύματά
του, τα οποία τα λεηλατεί εγκλωβίζοντάς τα σε μια αντικειμενικά ανύπαρκτη
‘εαυτοκτησία’ και σε κάποια πλασματική ‘ατομική ιδιοκτησία’ που δεν αποφέρει
εισόδημα, αλλά λειτουργεί ως αφιόνι και ως αλυσίδα οικονομικής και κοινωνικής
εξάρτησης από τους ελάχιστους μεγαλοϊδιοκτήτες και στο κράτος τους. Ο
μεταγενέστερος γερμανός φιλόσοφος Μαξ Στίρνερ, ο πιο ακραίος και κυνικός
απολογητής της ατομικής ιδιοκτησίας και του νοσηρού εγωκεντρισμού είναι
αποκαλυπτικός και σαφής: «Η ηθικότητα είναι ασυμβίβαστη με τον εγωισμό,
επειδή η πρώτη δεν δίνει εγκυρότητα σ’ εμένα, αλλά στον άνθρωπο μέσα σ’ εμένα.
Όμως αν το κράτος είναι μια κοινωνία ανθρώπων, όχι μια ένωση από Εγώ από τα
οποία το καθένα βλέπει μονάχα τον εαυτό του, τότε το κράτος δεν μπορεί να
υπάρξει χωρίς την ηθικότητα, και πρέπει να μείνει σ’ αυτήν. Συνεπώς, εμείς οι
δύο, το κράτος κι εγώ είμαστε εχθροί. Εγώ, ο εγωιστής, δεν έχω στην καρδιά μου
την ευημερία αυτής της ‘ανθρώπινης κοινωνίας’. Δεν θυσιάζω τίποτα σ’ αυτήν,
μόνο την χρησιμοποιώ, για να μπορώ όμως να την χρησιμοποιώ πλήρως, την
μετατρέπω σε ιδιοκτησία μου και δημιούργημά μου, δηλαδή, την εκμηδενίζω και
σχηματίζω στη θέση της την ένωση των εγωιστών»[43].
Τόσο σαφής θέση μισανθρωπισμού, αντικοινωνικότητας και φασισμού που δεν χρειάζεται
και δεν αξίζει σχολιασμό, ούτε και για την αντιφατικότητα της έννοιας ‘ένωση
εγωιστών’.
Θα κατανοήσουμε, νομίζω, καλύτερα τις αντιφάσεις του
φιλελευθερισμού αν παρακολουθήσουμε μια βασική θεωρητική ακροβασία του ίδιου
του Τζον Λοκ: «Είναι σαφέστατο ότι ο θεός, όπως λέγει και ο Βασιλεύς Δαβίδ
(Ψαλμοί ριγ΄ 24: ‘την δε γην έδωκε τοις υιοίς των ανθρώπων’), έχει παραδώσει
τον κόσμον στους ανθρώπους από κοινού. Αν αυτό όμως θεωρηθεί δεδομένο,
ανακύπτει, σύμφωνα με μερικούς, μεγάλη δυσκολία ως προς την δυνατότητα
οποιουδήποτε να αποκτήσει ιδιοκτησία. […] Θα επιχειρήσω όμως να δείξω
πώς οι άνθρωποι έχουν την δυνατότητα να διαθέτουν ιδιοκτησία σε επιμέρους
τμήματα εκείνου που ο Θεός δώρισε στην ανθρωπότητα από κοινού και τούτο χωρίς
οποιαδήποτε ρητή σύμβαση μεταξύ των κοινών χρηστών»[44].
Και επειδή αντιλαμβάνεται ότι στο συλλογισμό του υπάρχει μια αντίφαση και μια
λογική υπέρβαση που υποτιμά τη λογική του «θεού», βέβαια, ως λογική της
εξουσίας, που κρύβεται πίσω από το δημιούργημά της το «θεό», σπεύδει να
ερμηνεύσει τη λογική του «θεού», ότι τάχα δεν μπορούσε ο «θεός» να θέλει να
μένει η γη ακαλλιέργητη[45]. Και γι’
αυτό, επικαλούμενος και πάλι το «θεό», αναφέρεται στην υποτιθέμενη εντολή του
υποτιθέμενου «θεού» του Ισραήλ: «Αυξάνεσθε και πληθύνετε και κατακυριεύσατε
την Γην». Παραλείπει όμως να αναφέρει ότι ο «θεός του Ισραήλ», ο Γιαχβέ,
έδινε εντολή «στον περιούσιο λαό του» να κατακυριεύσει αυτός τη
Γη, για να κάνουν οι γιοι του Ισραήλ το έδαφος ατομική τους ιδιοκτησία και όχι
κάποιοι άλλοι λαοί και άνθρωποι. Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται περί πλάνης,
αλλά περί παραλογισμού και ιδεολογικής απελπισίας που αναπόφευκτα οδηγεί στον
ανορθολογισμό.
Ο Τζον Λοκ παρερμηνεύει εδώ ακόμα και ό,τι ο ίδιος
θεωρεί «άγιες γραφές», για να δικαιολογήσει τη θέση των βίαιων ιδιωτικοποιήσεων
της γης ότι τάχα τα κοινά κτήματα έμειναν χέρσα, πράγμα βέβαια ιστορικά
ανακριβές, γιατί για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια τα κοινά κτήματα
καλλιεργούνταν από κοινού και μάλιστα προς όφελος ολόκληρης της
κοινότητας-κοινωνίας. Είναι φανερό το γεγονός ότι ο «θεός» ως κατασκεύασμα της
εκάστοτε κοσμικής εξουσίας έχει να επιτελέσει ένα διττό ρόλο. Το ρόλο του
νομιμοποιητικού εργαλείου-μπαλαντέρ στα χέρια των εξουσιαστών δημιουργών του
και το ρόλο του αφέντη και τιμωρού προς τους εκάστοτε εξουσιαζόμενους[46],
με σκοπό την διατήρηση της ανισοκατανομής του πλούτου.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι κλασικοί θεωρητικοί
θεμελιωτές της ιδεολογίας του κεφαλαίου, που ταύτισαν την ελευθερία του
ανθρώπου με την ατομική ιδιοκτησία, δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να δουν ότι «αν
καταστήσεις την ατομική ελευθερία συνάρτηση της ιδιοκτησίας, τότε πρέπει να
δεχτείς ολόκληρη την κοινωνία της αγοράς. Αν επιμένεις ότι ένας άνθρωπος είναι
άνθρωπος ως μοναδικός ιδιοκτήτης του εαυτού του, μόνο στο βαθμό που είναι
ελεύθερος από όλες τις σχέσεις εκτός από εκείνες της αγοράς, τότε πρέπει να
μετατρέψεις όλες τις ηθικές αξίες σε αξίες της αγοράς»[47],
οπότε καταλήγεις στη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα της αντικοινωνικής,
ανώνυμης και αφανούς offshore
εταιρικής ιδιοκτησίας και της λεγόμενης «εταιρικής κουλτούρας» που ετοιμάζεται
να καταπιεί αμάσητη την αστική δημοκρατία και να την ξεράσει ως Demokratur[48] των Golden Boys και των οικονομικών δολοφόνων[49] του σκληρού πυρήνα της καπιταλιστικής
παγκοσμιοποίησης. Μια μορφή ιδιοκτησίας η οποία τελικά αποκαλύπτει ότι καμιά
έμφυτη, δηλαδή φυσική, σχέση μεταξύ ιδιοκτήτη και ιδιοκτησίας δεν υφίσταται,
αφού οι περισσότεροι σημερινοί μεγαλοϊδιοκτήτες δεν γνωρίζουν τις διάσπαρτες σε
ολόκληρο τον πλανήτη ιδιοκτησίες τους, τις οποίες άλλωστε μισθωμένοι εργάτες
τις καλλιεργούν, τις χειρίζονται και τις λειτουργούν και καλοπληρωμένοι ειδικοί
επιτελείς και σύμβουλοι τις διαχειρίζονται για λογαριασμό των «κατά νόμον»
ιδιοκτητών τους, οι οποίοι έπαψαν πια να προσφέρουν χρήσιμο έργο και συνεπώς η
μηχανή της ιστορίας που συνέτριψε τον άχρηστο δουλοκτήτη και φεουδάρχη, θα
συντρίψει αναπόφευκτα και τον άχρηστο, επικίνδυνο και καταστροφικό
κεφαλαιοκράτη, απελευθερώνοντας την όποια ιδιοκτησία από το άτομό του και
επιστρέφοντάς την στην κοινωνία-ανθρωπότητα.
Κάποια στιγμή, ο ίδιος Τζον Λοκ κατανόησε ότι το
δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας οδηγεί αναπόφευκτα σε ιδιοκτήτες,
μεγαλοϊδιοκτήτες και υπεριδιοκτήτες από τη μια μεριά και σε μικροϊδιοκτήτες
και μη ιδιοκτήτες από την άλλη, και συνεπώς σε οικονομικές και κοινωνικές
ανισότητες. Γι’ αυτό πρότεινε, νεκρανασταίνοντας τον Σόλωνα, τον περιορισμό
τους σε επίπεδο «δίκαιης ανισότητας» να τον αναλάβει το κράτος με την
αστυνόμευση των ανισοτήτων που παράγονται από την ατομική ιδιοκτησία και την
ελεύθερη αγορά. Βέβαια, αστυνομία για αστυνόμευση των ανισοτήτων δεν
συγκροτήθηκε ποτέ. Συγκροτήθηκε όμως αστυνομία για την προστασία των ανισοτήτων
και το αποτέλεσμα ήταν οι μικροϊδιοκτήτες και οι ακτήμονες να προστατεύουν, στο
όνομα της κοινής πατρίδας, την ατομική ιδιοκτησία των μεγαλοϊδιοκτητών,
δίνοντας ακόμα και τη ζωή τους για την προστασία της ξένης ατομικής ιδιοκτησίας
που τους καταδικάζει να ζουν σε συνθήκες στέρησης και εξαθλίωσης. Με αυτό το
σκεπτικό και για να διασκεδαστεί η ανησυχία της κοινωνίας, διαμορφώθηκε (κατά
το άρθρο 153 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, το 1919) η αντίληψη
σύμφωνα με την οποία «η ατομική ιδιοκτησία δεσμεύει τον κάτοχό της να τη
χρησιμοποιεί με τρόπο που να εξυπηρετεί ταυτόχρονα και το γενικό καλό»[50],
θέμα για το οποίο αποφαίνεται ο ίδιος (;) ο κάτοχος ή/και κάποια εξουσία
που ελέγχεται από τον ίδιο και τους ομοίους του;
Υπάρχουν ακόμα μερικοί που υποστηρίζουν πως η μεγάλη
ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς η μεγάλη περιουσία «εξυπηρετεί το γενικό καλό» μέσω
της προσφοράς αγαθών και της φορολόγησής της. Η εμπειρία όμως δείχνει πως οι
μεγάλες ιδιοκτησίες κατά κύριο λόγο παράγουν μέσα και υπηρεσίες στήριξης της
εκάστοτε εξουσίας και ως διαπλεκόμενες καταφέρνουν να αποφεύγουν τη φορολόγησή
τους, κι επιπλέον γίνονται μεγαλύτερες με τα «κίνητρα» και με την οικονομική
υποστήριξη που τους προσφέρει το κράτος από φόρους που παίρνει από τους φτωχούς
εργαζόμενους που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν και να φοροκλέψουν και από το
τραπεζικό σύστημα με τα θαλασσοδάνεια που τους χορηγεί από τη λαϊκή
αποταμίευση.
Όλα τα σύγχρονα Συντάγματα αναφέρονται ρητά στην
προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η ατομική
ιδιοκτησία βλάπτει τη δημόσια ωφέλεια. «Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία
του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο,
όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που
να ανταποκρίνεται στην αξία που είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της
συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της απαλλοτρίωσης»[51].
Βέβαια, απαλλοτριώσεις «για δημόσια ωφέλεια» συμβαίνουν σπάνια. Εκείνο που
συχνά συμβαίνει είναι να κρατικοποιούνται χρεοκοπημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις
έναντι ιδιαίτερα υψηλής αποζημίωσης, για να ξαναϊδιωτικοποιηθούν αργότερα, όταν
εξυγιανθούν, έναντι ευτελούς αξίας, πολιτική γνωστή και ως ιδιωτικοποίηση των
κερδών και κοινωνικοποίηση των ζημιών. Το τελικό συμπέρασμα είναι πως όταν
γίνεται κάποια απαλλοτρίωση, αυτό συμβαίνει μόνο προς όφελος των
μεγαλοϊδιοκτητών, διαφορετικά τα αστικά δικαστήρια θα επικαλεστούν την
υποχρέωση του κράτους να προστατεύσει την ατομική ιδιοκτησία και την ελεύθερη
αγορά, η οποία τελικά αποτελεί και την πεμπτουσία του καπιταλισμού. Και επειδή
η «δημόσια ωφέλεια» βλάπτεται από την καταστροφή του περιβάλλοντος, από την
οικονομική και κοινωνική ανισότητα και φυσικά από τους καταστροφικούς πολέμους
που προκαλούνται από τον ανταγωνισμό των ατομικών ιδιοκτησιών, φαίνεται να
είναι λογικό και ώριμο το αίτημα για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, ως
προϋπόθεση της πραγματικής κατοχύρωσης της ασφάλειας του Εγώ εντός του Εμείς,
της καθολικής ευημερίας, της κοινωνικής ισότητας και της πραγματικής
ελευθερίας.
Υπάρχει, βέβαια, ένα ψευτοδίλημμα σε επίπεδο αστικής
πολιτικής φιλοσοφίας, δηλαδή ιδεολογίας, που θέλει αλληλοαποκλειόμενες την
κοινωνική ισότητα και την ελευθερία, που σημαίνει τάχα πως η επιλογή της μιας
αποκλείει την άλλη, οπότε όποιος ζητάει κοινωνική ισότητα επιλέγει ανελευθερία
και όποιος προτιμάει ελευθερία επιλέγει την κοινωνική ανισότητα. Πίσω από αυτό
το σόφισμα κρύβονται οι δυό εναλλακτικές πολιτικές του κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής, η μια της ατομικής επιχειρηματικότητας και της ελεύθερης αγοράς
πράγμα που σημαίνει ότι η ελευθερία νοείται ως ελευθερία του ιδιωτικού
κεφαλαίου και η άλλη του κρατισμού και της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας,
πράγμα που σημαίνει την ελευθερία του ‘συλλογικού καπιταλιστή’, δηλαδή του
κρατικομονοπωλιακού κεφαλαίου, με την κοινωνία στο περιθώριο και στις δυό περιπτώσεις.
Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική αφού η κοινωνική ανισότητα στην
αναλογία του 1% εναντίον του 99% αποκαλύπτει την ελευθερία του 1% και την
ανελευθερία και συνεπώς και τη δυστυχία του 99% του, σε εξουσιαστές και
εξουσιαζόμενους διαιρεμένου παγκόσμιου πληθυσμού. Το φαινόμενο, όμως, των
κραυγαλέων κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, είναι κοινωνικό, δηλαδή
συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων, δηλαδή ωμής, πνευματικής, θεσμικής,
δομικής και λειτουργικής βίας κάποιων Εγώ (1%), ως ελάχιστου μέρους, σε βάρος
του Εμείς ως Όλον (99%) και δεν είναι βιολογικό, δηλαδή της ανθρώπινης φύσης,
όπως θέλουν να το εμφανίζουν αργυρώνητοι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί και αμαθείς
και δόλιοι πολιτικοί εκπρόσωποι του σκοταδισμού και του φασισμού.
Είναι το Εμείς που διαχρονικά δημιούργησε τις
σύγχρονες επιστήμες και την σύγχρονη τεχνολογία που μπορούν να μειώσουν τον
αναγκαίο, για την καθολική ευημερία, ημερήσιο χρόνο εργασίας στο ένα δέκατο
(1/10) του σημερινού και να αυξήσουν τον, αναγκαίο για το ‘εύ ζείν’ και
την πνευματική καλλιέργεια όλων μας, ελεύθερο χρόνο κατά τα υπόλοιπα εννέα
δέκατα (9/10), φτάνει το Όλον Εμείς, δηλαδή, το 99% της εκάστοτε κοινωνίας και
συνολικά της ανθρωπότητας να ξεπεράσει τις οικονομικές και κοινωνικές
αντιλήψεις του 19ου και του 20ου αιώνα και να αποφασίσει
να επανοικοιοποιηθεί, με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα
παραγωγής, όσα το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει βίαια και παράνομα
σφετεριστεί με κατάληξη την σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Για όλα αυτά και για χίλιους ακόμα λόγους, καθημερινά
όλο και περισσότερο, όλο και περισσότεροι, συνειδητοποιούμε ότι ζούμε σε έναν
εικονικό, σε ένα ψεύτικο κόσμο που στηρίζεται στη βία, στον εξουσιαστικό Φόβο,
στην άγνοια και στο ψέμα, στους απατηλούς σκοταδιστικούς μύθους[52] και στις
θανάσιμα ανταγωνιζόμενες εξουσιαστικές ιδεολογίες του απάνθρωπου και
καταστροφικού κεφαλαίου, που υπονομεύουν το παρόν και το μέλλον της
ανθρωπότητας. Αυτός ο εφιάλτης μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με την επιστροφή
στο Εμείς, στο Όλον Εμείς και στο διαχρονικό όραμα των δυνάμεων της
Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού για την κοινωνική ισότητα στη μορφή
της άμεσης δημοκρατίας, με περιεχόμενο την αταξική κοινωνία[53], της μοναδικής
εγγύησης για την πραγματική ελευθερία του Εγώ, η οποία οφείλει να σταματάει
εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων και αλληλέγγυα να συμβάλει σ’ αυτήν.
[1]
Για μια εκτενέστερη ανάλυση βλέπε: Λάμπος Κώστας, Η γέννηση και ο θάνατος της
ατομικής ιδιοκτησίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2017, (Παρουσιάζεται την Παρασκευή
15 Δεκεμβρίου, στις 6 το απόγευμα, στο Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, Θεμιστοκλέους
37, Εξάρχεια).
[2]
Ο Satsok Sopmal είναι
εκπρόσωπος της φυλής No Mister
Capital και πρεσβευτής του θετικού-αταξικού ουμανισμού.
[3]
John Maynard Keynes (1883-1946). Άγγλος οικονομολόγος, υπέρμαχος της πολιτικής
του κρατικού παρεμβατισμού για την αντιμετώπιση των συνεπειών της μεγάλης
οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού (1929-1932) και συγγραφέας, μεταξύ άλλων,
του γνωστού βιβλίου Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του
χρήματος.
[4]
Ο Γιώργος Παξινός, είναι κορυφαίος Έλληνας νευροεπιστήμονας. Καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ της Αυστραλίας, που έγινε παγκόσμια γνωστός από το έργο
του της χαρτογράφησης του ανθρώπινου εγκεφάλου.
[5]
Βλέπε σχετικά, Κώστας Λάμπος, Η γέννηση και ο θάνατος της ατομικής
ιδιοκτησίας…, ο. π., σελ. 200 κ. επ.
[6]
Για μια σε βάθος ανάλυση βλέπε, Κώστας Λάμπος, Αμερικανισμός και
Παγκοσμιοποίηση. Οικονομία του Φόβου και της παρακμής, ΠΑΠΖΗΣΗΣ, Αθήνα 2009.
[7]
«Ο πρώτος που περιέφραξε ένα κομμάτι γης και είπε μέσα του ‘αυτό είναι δικό
μου’ και βρήκε ανθρώπους αρκετά αφελείς ώστε να τον πιστέψουν, υπήρξε ο
πραγματικός ιδρυτής της κοινωνίας των πολιτών. Από πόσα εγκλήματα πολέμους,
φόνους, από πόσες αθλιότητες και αίσχη θα είχε απαλλάξει το ανθρώπινο γένος
εκείνος που ξεριζώνοντας τους πασσάλους ή σκεπάζοντας το χαντάκι θα φώναζε
στους συνανθρώπους του: ‘Μην ακούτε αυτόν τον αγύρτη. Χαθήκατε, αν ξεχάσετε πως
οι καρποί ανήκουν σε όλους και η γη δεν ανήκει σε κανέναν’», Ζαν-Ζακ Ρουσώ, Πραγματεία
περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους,
Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010, σελ 46-47.
[8] Jeremy Rifkin, Το
ευρωπαϊκό όνειρο. Πώς το όραμα της Ευρώπης για το μέλλον επισκιάζει αθόρυβα το
αμερικανικό όνειρο, Λιβάνης, Αθήνα 2005, σελ. 217.
[9]
Ζαν-Ζακ Ρουσώ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας
ανάμεσα…, ό. π., σελ. 76.
[12]
Richard Overton (1599-1664). Άγγλος δημοσιογράφος-συγγραφέας
και θεωρητικός του κινήματος των «Ισοπεδωτών» (Levellers) κατά τη
διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1642-1651).
[13] Richard Overton,
An
arrow against all tyrants [Ένα
βέλος εναντίον όλων των τυράννων], 1646, αναφέρεται στο Κ. Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός
και ιδιοκτησία, Γνώση, Αθήνα 1986, σελ. 192.
[14]
«“Περίεργο φαινόμενο είναι η στάσιμη κατάσταση της γεωργίας τους τελευταίους
πέντε αιώνες, από το 10ο μέχρι το 15ο. Επικρατούν και
σήμερα όλες σχεδόν οι καλλιεργητικές μέθοδοι που επικρατούσαν από αιώνες. Αν
ήταν δυνατό γεωργός που έζησε πριν τριακόσια χρόνια να παρατηρήσει τη σημερινή
γεωργία, δεν θα δοκίμαζε καμιά έκπληξη, γιατί σχεδόν καμία μεταβολή δεν θα
έβλεπε”. Αλλά ο ίδιος γεωργός θα έχανε το νου του αν βρισκόταν σ’ ένα σύγχρονο
αγρόκτημα που καλλιεργείται με σύγχρονες μηχανές», Léopold Victor Delisle, Études
sur la condition de la classe agricole et l’état de l’agriculture en Normandie
au moyen âge, 1851, αναφέρεται στο Paul Lafargue, Η εξέλιξη της ιδιοκτησίας, Αναγνωστίδης,
Αθήνα χ. χ., σελ. 105.
[15] «Όταν οι ιεραπόστολοι ήρθαν στην Αφρική, αυτοί
κρατούσαν τη Βίβλο κι εμείς τη γη μας. Μας είπαν να προσευχηθούμε. Κλείσαμε τα
μάτια και προσευχηθήκαμε. Όταν όμως ανοίξαμε τα μάτια μας, είδαμε ότι εμείς
κρατούσαμε τη Βίβλο τους και αυτοί τη γη μας», Ντέσμοντ Τούτου, Νοτιοαφρικανός
επίσκοπος που το 1984 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
[16]
Αναφέρεται στο Κ. Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός και ιδιοκτησία, σελ. 191.
[17] Cornelius Castoriadis, Philosophy,
Politics, Autonomy: Essays in Political Philosophy, Oxford University
Press, New York/Oxford 1991.
[18]
Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Κέδρος, Αθήνα
1978, σελ. 171.
[19]
Κ. Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός και ιδιοκτησία, σελ. 210.
[20]
D. M. Wolf, Leveller
Manifestoes of the Puritan Revolution, New York
1944, αναφέρεται στο Κ.
Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός
και ιδιοκτησία, σελ. 194-195.
[21] Αναφέρεται στο Κ. Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός
και ιδιοκτησία, σελ. 189.
[22]
Για μια αναλυτική παρουσίαση των θεωριών του Τζον Λοκ, της έντονης κριτικής
υποδοχής και αμφισβήτησής τους και της σημασίας τους για τις μετέπειτα
εξελίξεις μέχρι την εποχή μας, βλ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, «Η πολιτική σκέψη
του John Locke ως
ερμηνευτικό πρόβλημα», στο John Locke, Δεύτερη πραγματεία, σελ. 21-76.
[23] Οι αντιλήψεις του Τζον Λοκ τεκμηρίωσαν ιδεολογικά την
«ένδοξη επανάσταση» του 1688, την επανάσταση των προτεσταντών
κοινοβουλευτικών και τμήματος του στρατού ενάντια στην απολυταρχική,
ρωμαιοκαθολική αγγλική μοναρχία, στην οποία πήρε και ο ίδιος μέρος, και άνοιξαν
το δρόμο για τον αστικό μετασχηματισμό της φεουδαρχικής κοινωνίας, πυροδοτώντας
ταυτόχρονα μια χωρίς προηγούμενο ιδεαλιστική φιλοσοφική συζήτηση που διευκόλυνε
την ανάπτυξη της αστικής ιδεολογίας, της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας και του
αστικού πολιτισμού.
[24]
«Ο Θεός όταν παραχώρησε τον κόσμο στους ανθρώπους ως κοινή παρακαταθήκη,
διέταξε τον άνθρωπο να εργάζεται και η ένδεια της κατάστασής του επέβαλε
αναγκαστικά την εργασία. Ο Θεός και ο Λόγος του επέβαλαν να κατακυριεύσει τη
γη. […] Όποιος, υπακούοντας στην εντολή του Θεού, καθυπέταξε, όργωσε και
έσπειρε κάποιο τμήμα της γης, προσάρτησε σ’ αυτήν κάτι το οποίο αποτελούσε
ιδιοκτησία του και στο οποίο κανείς άλλος δεν θα διέθετε οποιοδήποτε δικαίωμα,
ούτε θα μπορούσε να του το αφαιρέσει χωρίς να διαπράξει αδίκημα», John Locke, Δεύτερη
πραγματεία, σελ. 112.
[25]
Αναφέρεται στο Κ. Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός και ιδιοκτησία, σελ. 243.
[27] John Locke, Second Treatise of Government
(1690), Chapter 5, Paragraph 25, αναφέρεται
στο Κ.
Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός και ιδιοκτησία, σελ.
269.
[28]
Στο ίδιο, σελ. 288.
[29]
Αντώνης Κρούστης, «Η ηθική ανωτερότητα του καπιταλισμού; Μύθοι και αλήθειες»,
στο http://fileleftheros1966.blogspot.gr/2014/06/blog-post.html
[30]
Κ. Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός και ιδιοκτησία, σελ. 297.
[31]
Στο ίδιο, σελ. 298 (υπογράμμιση Κ.Λ.).
[32]
Στο ίδιο, σελ. 327.
[33]
Στο ίδιο.
[34]
Στο ίδιο, σελ. 300.
[35]
Βλ. Georg Hegel, Die Philosophie des Rechts [Η φιλοσοφία του δικαίου],
Suhrkamp, Hamburg 2004.
[36]
«Das Eigentum als dem Dasein der Persönlichkeit» [Η ιδιοκτησία ως ύπαρξη της
προσωπικότητας], στο ίδιο, παράγρ. 51.
[37]
John Locke, Works, 1759, αναφέρεται στο Κ. Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός
και ιδιοκτησία, σελ. 301.
[38]
Ζαν-Ζακ Ρουσό, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της
ανισότητας…, ό. π., σελ 148-149.
[40]
Αναφέρεται στο Κ. Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός και ιδιοκτησία, σελ.
245-246.
[41] John Locke, Second Treatise of
Government (1690), Chapter 5, Paragraph 50, αναφέρεται στο Κ. Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός και ιδιοκτησία, σελ. 312.
[42] John Locke, Second
Treatise of Government (1690), Chapter 5, Paragraph 6, 8 και 10, αναφέρεται στο Κ. Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός και
ιδιοκτησία, σελ. 318 και 319.
[45]
«Ο Θεός έδωσε τον κόσμον στους ανθρώπους από κοινού, [αλλά] δεν είναι δυνατόν
να υποτεθεί ότι τον προόριζε να παραμείνει εσαεί κοινό κτήμα και
ακαλλιέργητος», στο ίδιο, σελ. 112-113.
[46]
Αναλυτικά, στο Κώστας Λάμπος, Θεός και Κεφάλαιο.
[47]
Κ. Μπ. Μακφέρσον, Ατομικισμός και ιδιοκτησία, σελ. 353.
[48]
Ο όρος Demokratur εμφανίζεται να έχει πρωτοχρησιμοποιηθεί από τον
Γερμανό κωμικό ηθοποιό Dieter Hildebrand ως χαρακτηρισμός της κυβέρνησης του
Konrad Adenauer, στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 τον ξανασυναντάμε ως
χαρακτηρισμό της βασιλευόμενης σοσιαλδημοκρατίας της Σουηδίας από τον Vilhelm
Moberg, (εφημερίδα Dagens Nyheter, 14.12.1965), αλλά τελικά αποδίδεται
στον μεταγενέστερο Γάλλο κοινωνιολόγο Gerard Mermet. Χρησιμοποιήθηκε από τον
πρώην πρύτανη του LSE Ralf Dahrendorf για τη λεγόμενη αμερικάνικη δημοκρατία
και από τον εκδότη του περιοδικού Der Spiegel Rudolf Augstein για το πολιτικό σύστημα της
Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σήμερα χρησιμοποιείται γενικά για όλες
τις αστικές δημοκρατίες, τις δήθεν δημοκρατίες που στην ουσία λειτουργούν ως
δικτατορίες με πολιτικό άλλοθι το θέατρο των κοινοβουλευτικών εκλογών. Σχετικά
με τη Δημοκτατορία, βλ. Κώστας Λάμπος, «Αταξική Δημοκρατία και Οικουμενικός
Ουμανισμός στον 21ο αιώνα», στο συλλογικό τόμο: Η Άμεση Δημοκρατία στον 21ο
αιώνα, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2013.
[49]
Τα Golden Boys είναι οι ακριβοπληρωμένοι κυβερνητικοί σύμβουλοι και τα
ανώτερα στελέχη των μεγάλων οικονομικών ομίλων που διαμορφώνουν πολιτική και
εισηγούνται νόμους και λύσεις. Οι οικονομικοί δολοφόνοι είναι
«στρατηγικοί σύμβουλοι», εκπρόσωποι μεγάλων τραπεζικών ομίλων, επενδυτικών funds, δανειστών, εμμέσως και
κυβερνήσεων μεγάλων χωρών, που λειτουργούν ως σύμβουλοι κυβερνήσεων αδύναμων
και χρεωμένων χωρών και καταφέρνουν με τις συμβουλές τους να καταστρέψουν τις
οικονομίες αυτών των χωρών διά του επαχθούς δανεισμού και της χρεοκοπίας. Βλ.
σχετικά, Marc Roche, Η
Τράπεζα. Πώς η Goldman
Sachs κυβερνά τον κόσμο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2010. Βλ. επίσης, John Perkins, Εξομολόγηση
ενός οικονομικού δολοφόνου, Αιώρα, Αθήνα 2011.
[50] Βλ. σχετικά, Γιάννης Ζ. Δρόσος, Συνταγματικοί
περιορισμοί της ιδιοκτησίας και αποζημίωση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1997,
σελ. 28 κ.επ.
[51]
Άρθρο 17 του Ελληνικού Συντάγματος.
[52]
Για τον ρόλο των θρησκειών, των Εκκλησιών και των σκοταδιστικών ιερατείων
βλέπε, Κώστας Λάμπος, Θεός και Κεφάλαιο. Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ
θρησκείας και εξουσίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2015.
[53]
Βλέπε Κώστας Λάμπος, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η μεγάλη πορεία
της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ,
Θεσσαλονίκη 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου