Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

Ποιος θυμάται τον Δημήτριο Ιωαννίδη;



Του Γιάννη Κ. Λάμπρου

«Έκαστον των πριν υπαρξάντων προς το τελευταίον εκβάν κρίνεται», μας έχει διδάξει ο Δημοσθένης. Τελευταίον εκβάν στη σειρά των γεγονότων που κατέληξαν στην καταστροφή της Κύπρου ήταν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Ο αρχιτέκτονάς του, ο παρανοϊκός δικτάτορας Δημήτριος Ιωαννίδης, ενήργησε με απίστευτη επιπολαιότητα και ανευθυνότητα. Στον προβληματισμό των συνενόχων του Φαίδωνα Γκιζίκη, προέδρου της Ελληνικής «Δημοκρατίας», Γρηγόριου Μπονάνου αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων, Ανδρέα Γαλατσάνου αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού και του πρωθυπουργού Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, ότι ένα πραξικόπημα θα μπορούσε να προκαλέσει τουρκική εισβολή, ο Ιωαννίδης απαντούσε ότι οι Τούρκοι δεν είχαν λόγους να ενδιαφέρονται για την τύχη του Μακαρίου και ότι η Ελλάδα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει επιτυχώς οποιαδήποτε τουρκική στρατιωτική ενέργεια. Εξάλλου, αντί να προσπαθήσει να πληροφορηθεί τις επίσημες θέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης από τους υπευθύνους της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, ικανοποιήθηκε με κάποιες προσωπικές απόψεις δευτεροκλασάτων στελεχών της CIA, που ήταν οι μόνοι Αμερικανοί με τους οποίους ερχόταν σε επαφή. Και ενώ είχε αποφασίσει να ανατρέψει τον Μακάριο αμέσως μετά τον θάνατο του Γρίβα τον Ιανουάριο του 1974 θέτοντας την ΕΟΚΑ Β' υπό τον έλεγχό του και ενώ, όπως μαρτυρούν οι Μπονάνος και Γκιζίκης, από τον Μάρτιο του 1974 άρχισε να τους μυεί στα σχέδιά του, μόλις τον Ιούνιο έκαμψε τους δισταγμούς τους, διαβεβαιώνοντάς τους ότι είχε αποσπάσει την έγκριση των Αμερικανών.

Με το πραξικόπημα ανατράπηκε η νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου, καταλύθηκε η συνταγματική τάξη και η Τουρκία με πρωθυπουργό τον Μπουλέντ Ετζεβίτ και αντιπρόεδρο της κυβέρνησής του τον ισλαμιστή Νετζμετίν Ερμπακάν βρήκε την ουρανοκατέβατη ευκαιρία να επέμβει. Εκμεταλλευόμενη την παγκόσμια κατακραυγή κατά της ελληνικής χούντας και εξαπατώντας τη διεθνή κοινότητα με τη δικαιολογία ότι η στρατιωτική της επέμβαση στόχευε στην αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως, η Τουρκία μπόρεσε να εισβάλει στην Κύπρο στις 20.7.1974, χωρίς να επισύρει την καταδίκη καμιάς άλλης χώρας πλην της Ελλάδας. Το αντίθετο συνέβη το 1964, όταν στην Κύπρο υπήρχε η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.


Οι Τούρκοι είχαν και τότε εκδηλώσει πρόθεση να εισβάλουν. Όμως, η Σοβιετική Ένωση υπό την ηγεσία του Νικήτα Κρούστσιεφ κατέστησε σαφές στην Τουρκία ότι δεν θα ανεχόταν οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργειά της εις βάρος της Κύπρου, ενώ ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον με μια αυστηρότατη επιστολή του συγκράτησε τους Τούρκους καθιστώντας σ’ αυτούς σαφές ότι το ΝΑΤΟ δεν θα τους προστάτευε από τυχόν σοβιετική επίθεση. Όλως διόλου διαφορετική ήταν η στάση της Σοβιετικής Ένωσης το 1974 μετά την ανατροπή του Μακαρίου και την κατάλυση της συνταγματικής τάξης. Όχι μόνο δεν απείλησε την Τουρκία, αλλά και την ενθάρρυνε να επέμβει στρατιωτικώς στην Κύπρο, για να εμποδίσει την εμπέδωση των αποτελεσμάτων του πραξικοπήματος στο νησί. Αλλά και οι ενέργειες των Αμερικανών για αποτροπή της εισβολής ήταν χλιαρές και δεν έφεραν αποτέλεσμα.

Η χούντα του Δημήτριου Ιωαννίδη, όχι μόνο προκάλεσε την τουρκική εισβολή, αλλά και εμπόδισε την πραξικοπηματική ηγεσία την οποία είχε εγκαταστήσει στην Κύπρο να πάρει στοιχειώδη μέτρα προς απόκρουσή της. Όλοι οι Έλληνες στρατιωτικοί που έγραψαν για την τουρκική εισβολή υποστηρίζουν ότι αυτή θα αποτύγχανε αν τα επάκτια πυροβολεία και πολυβολεία ήταν επανδρωμένα και εφοδιασμένα με τα ισχυρά όπλα που διέθετε η Εθνική Φρουρά και αν λαμβάνονταν όλα τα μέτρα που προνοούνταν από τα άριστα επιτελικά σχέδια για την άμυνα της Κύπρου. Αντ' αυτών, στις 20.7.1974 που άρχισε η εισβολή, οι Τούρκοι αφέθηκαν τις πρώτες ώρες να αποβιβαστούν εντελώς ανενόχλητοι στο Πέντε Μίλι της Κερύνειας και να δημιουργήσουν ένα ισχυρό προγεφύρωμα. Εξίσου ανενόχλητοι έκαναν ρίψεις αλεξιπτωτιστών και πολεμοφοδίων και ενίσχυσαν τους πιο νευραλγικούς τουρκοκυπριακούς θυλάκους. Η χούντα αχρήστευσε και το δόγμα περί ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας και Κύπρου. Ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος εμπόδισε αεροπλάνα φάντομ και υποβρύχια τελευταίας τεχνολογίας, παρόμοια των οποίων δεν διέθεταν τότε οι Τούρκοι, να πλήξουν τα τουρκικά πλοία που συνωστίζονταν έξω από το Πέντε Μίλι και να ματαιώσουν την αποβατική επιχείρηση.

Και ενώ ο Ιωαννίδης είναι ο κύριος ένοχος για την τραγωδία της Κύπρου, πολλοί θεωρούν πολύ απλοϊκό να κάνουν λόγο για τις ευθύνες του. Σε βαθυστόχαστες δήθεν αναλύσεις τους εστιάζουν την προσοχή τους μόνο σε υπαρκτά και ανύπαρκτα, τις περισσότερες φορές, λάθη του Μακαρίου και προσπερνούν το πραξικόπημα, το μεγαλύτερο έγκλημα και τη μεγαλύτερη προδοσία στην ελληνική Ιστορία. Αρχίζουν από τις διαπραγματεύσεις Μακαρίου-Χάρντιγκ και αφελέστατα θεωρούν ως αιτία της κατάρρευσής τους τις 19 εκρήξεις βομβών που συνέβησαν λίγο πριν από τη συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τους Μπόιντ και Χάρντινγκ το βράδυ της 29ης Φεβρουαρίου 1956. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι τη διαταγή για εκείνες τις εκρήξεις έδωσε ο Μακάριος, ενώ ο Γεώργιος Γρίβας στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε στην αγγλική ο Τσάρλς Φόλεϊ, ομολογεί ότι ο ίδιος έδωσε τη διαταγή, αντίθετα με τη θέληση του Μακαρίου. (Charles Foley, The Memoirs of General Grivas, London 1964, p. 64). Αυτό επιβεβαιώνεται και από μαρτυρία του Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου («Πώς έζησα την Προπαρασκευή και τον Αγώνα της ΕΟΚΑ», σ. 300), καθώς και από όσα λέγει διά ζώσης ο Μακάριος στην ταινία του Ευάγγελου Ιωαννίδη «Μακάριος, Η Μεγάλη Πορεία».

Άλλοι θεωρούν ως αιτία των δεινών μας τις 13 προτάσεις που υπέβαλε ο Μακάριος προς συζήτηση με τους Τουρκοκυπρίους για αναθεώρηση του Συντάγματος (30.11.1963). Παραθεωρούν μεταξύ άλλων και ότι: α) Η κίνηση εκείνη του Μακαρίου κατέληξε σε μια τεράστια πολιτική επιτυχία, αφού με το ψήφισμα της 4ης Μαρτίου 1964 του Συμβουλίου Ασφαλείας η Δημοκρατία της Κύπρου αναγνωρίζεται από όλες τις χώρες του κόσμου πλην της Τουρκίας και οι εκάστοτε κυβερνήσεις της θεωρούνται νόμιμες, παρ’ όλο που αυτές καθώς και η Βουλή μετά την αποχώρηση των τουρκοκυπριακών μελών τους έχουν αποκλειστικά ελληνοκυπριακή σύνθεση. β) Οι ενδοκυπριακές συνομιλίες που άρχισαν τον Ιούνιο του 1968 παρουσίασαν θεαματική πρόοδο το τελευταίο τετράμηνο του 1972 και θα μπορούσαν να είχαν καταλήξει σε συμφωνία μέσα στο 1973, αν δεν παρενέβαλλε τεράστια εμπόδια η ΕΟΚΑ Β' με την παράνομη και εγκληματική της δράση. Παρ’ όλα αυτά, όπως μαρτυρεί ο Έλληνας εμπειρογνώμονας σε συνταγματικά θέματα Μιχαήλ Δεκλερής («Κυπριακό 1972-1974: Η Τελευταία Ευκαιρία, σ. 272), ο οποίος ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης μετείχε στις ενισχυμένες ενδοκυπριακές συνομιλίες μαζί με τον εκπρόσωπο της Τουρκίας καθηγητή Ορχάν Αλντικαστί, παραμονές του πραξικοπήματος οι συνομιλίες είχαν φτάσει στο αίσιο τέλος τους. Πόσοι γνωρίζουν ότι είχε επέλθει τότε συμφωνία, ακόμη και στο θέμα της λειτουργίας των πέντε μεγάλων δήμων της Κύπρου, από το οποίο είχε ξεκινήσει η διένεξη των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων; Αντίθετα, πολλοί δίνουν πίστη στον εντελώς αβάσιμο ισχυρισμό του Γλαύκου Κληρίδη, ότι ο ίδιος και ο Ραούφ Ντενκτάς κατέληξαν δήθεν σε συμφωνία τον Σεπτέμβριο ή τον Δεκέμβριο του 1972, την οποία απέρριψε ο Μακάριος (Γιάννης Κ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού: Τα Χρόνια μετά την Ανεξαρτησία, 1960 – 2008, σ.σ. 790-800).

Ο ολέθριος ρόλος του πραξικοπήματος παραγνωρίζεται ή υποβαθμίζεται και από εκείνους που υποστηρίζουν ότι η Κύπρος καταστράφηκε, επειδή απορρίφθηκαν από τον Μακάριο τα Σχέδια Άτσεσον το καλοκαίρι του 1964. Όμως, ακόμη και το Σχέδιο Β' του Άτσεσον, το οποίο προέβλεπε την παραχώρηση για 50 χρόνια με ενοίκιο στην Τουρκία της Καρπασίας για να τη χρησιμοποιεί ως στρατιωτική βάση, με αντάλλαγμα την Ένωση της υπόλοιπης Κύπρου με την Ελλάδα, ενείχε τον ίδιο θανάσιμο κίνδυνο με το Σχέδιο Α', που προνοούσε κυρίαρχη βάση της Τουρκίας στην Καρπασία. Δεν θα ήταν δύσκολο κάποια επεισόδια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν Τουρκοκύπριοι να έδιναν την αφορμή στα τουρκικά στρατεύματα να προελάσουν και να διχοτομήσουν ή να καταλάβουν ολόκληρη την Κύπρο. Πολύ σωστά απορρίφθηκαν τότε τα Σχέδια Άτσεσον, όχι μόνο από τον Μακάριο, αλλά και από τον Γρίβα και τον Γλαύκο Κληρίδη και ολόκληρη την πολιτική ηγεσία, καθώς και από τον κυπριακό λαό.

Εδώ και χρόνια ο Άντης Ροδίτης διατυμπανίζει ότι οι Αμερικάνοι μας πρόσφεραν ευκαιρία για Ένωση «ατόφια», δηλαδή χωρίς εδαφικά ανταλλάγματα προς την Τουρκία και ο Μακάριος προτίμησε την ανεξαρτησία. Ο ισχυρισμός είναι εντελώς παράλογος. Ήταν αδύνατο οι Αμερικάνοι να ικανοποιήσουν 100% την Ελλάδα και να δυσαρεστήσουν 100% την Τουρκία, την πολυτιμότερη και αναντικατάστατη σύμμαχό τους στην περιοχή. Αλλά και τα έγγραφα που παρουσιάζει με φωτοτυπίες στα βιβλία του ο Άντης Ροδίτης, ενώ είναι εγκυρότατα και η παρατιθέμενη μετάφρασή τους ακριβής, ουδόλως οδηγούν στα συμπεράσματα του κ. Ροδίτη. Ακόμη και στην περίπτωση που οι Αμερικάνοι συναινούσαν στην άμεση ή πραξικοπηματική Ένωση, απαιτούσαν από τον Γεώργιο Παπανδρέου να δεσμευτεί εκ των προτέρων ότι θα παραχωρούσε στην Τουρκία εδαφικά ανταλλάγματα μετά την ανακήρυξη της Ένωσης.

Προβάλλοντας πολλοί υπαρκτά ή και ανύπαρκτα τις πιο πολλές φορές λάθη του Μακαρίου κρύβουν ή υποβαθμίζουν τις αβάσταχτες ευθύνες του Δημητρίου Ιωαννίδη και των άλλων πραξικοπηματιών για την τραγωδία της Κύπρου. Όμως ακόμη κι αν όλα όσα καταμαρτυρούν στον Μακάριο είναι αληθινά, που δεν είναι, ακόμη κι αν ο Μακάριος διέπραττε διπλάσια λάθη απ’ αυτά που του αποδίδονται, η Κύπρος δεν θα καταστρεφόταν χωρίς το πραξικόπημα, το μεγαλύτερο έγκλημα και τη μεγαλύτερη προδοσία στην ελληνική Ιστορία.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου