Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Μπορούμε



του Αλέκου Μιχαηλίδη 
....... ο Αναστασιάδης και το ΔΗΣΑΚΕΛ δεν είπαν την τελευταία τους λέξη......

Επειδή τα τετριμμένα έχουν ειπωθεί ή γραφτεί πολλάκις, ειδικά τους τελευταίους μήνες, είναι καιρός να μιλήσουμε διαφορετικά. Άλλωστε αυτό απαιτεί η ανάγκη, αυτό απαιτεί ο ελληνικός μας τρόπος, αυτό απαιτεί τούτος ο χώρος εδώ. Να αποτελέσει το διαφορετικό μέσα στη βάρβαρη κοινωνία του συμβιβασμού, του ρεαλισμού και του καθωσπρεπισμού, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Άρα, προσωπικά, πήραμε ήδη θέση στο δίλημμα που θέτει αυτή η συζήτηση: Μεγάλη αναταραχή θαυμάσια κατάσταση. Να το επεξηγήσουμε όμως, θεωρώντας εξαρχής πως δεν ήρθαμε εδώ για να μάθουμε τις τελευταίες εξελίξεις ή τις νομικές δικλείδες της όποιας λύσης.
Το πρώτο μέρος του κινηματογραφικού αριστουργήματος των Μάριο Πούτσο και Φράνσις Φορντ Κόπολα «Ο Νονός», ενώ ασχολείται κυρίως με την προσωπικότητα του Δον Βίτο Αντολίνι Κορλεόνε (ή του Μάρλον Μπράντο αν θέλετε), προϊδεάζει επαρκώς και για το τι θα ακολουθήσει στην ιστορία της ταινίας. Και αυτό συμβαίνει με δύο πράγματα: Αφενός με τη δολοφονία του Σαντίνο Κορλεόνε, του γιου και φυσικού διαδόχου του Νονού και αφετέρου με την ανάληψη της ηγεσίας της φαμίλιας από τον Μάικλ Κορλεόνε (ή τον Αλ Πατσίνο αν θέλετε), τον μικρότερο γιο της οικογένειας.

Το φινάλε του πρώτου μέρους είναι, κατά την ταπεινή μας άποψη (και ας μας διορθώσουν οι κρατούντες), τεράστιας σημασίας και θα προσπαθήσουμε να το συνδέσουμε με τη συζήτησή μας. Ο Μάικλ Κορλεόνε, έχοντας διαδεχθεί τον εκλιπόντα πατέρα του, τακτοποιεί τις οικογενειακές εκκρεμότητες, ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του αδερφού του Σόνι. Στη δολοφονία του Σόνι (όσοι θυμόμαστε) είχε εμπλακεί και ο σύζυγος της αδερφής του Μάικλ. Ο σύζυγος της Κόνι, λοιπόν, Κάρλο Ρίτσι, αρνείται κάθε εμπλοκή όταν τον συναντά ο νέος Νονός: «Ο Μπαρζίνι είναι νεκρός. Όπως και ο Φιλίπ Τατάλια. Ο Μο Γκριν. Ο Στράτσι. Ο Κούνεο. Σήμερα τακτοποίησα όλες τις οικογενειακές υποθέσεις, γι’ αυτό μη μου λες πως είσαι αθώος, Κάρλο. Παραδέξου τι έχεις κάνει», είναι μερικά από τα τελευταία λόγια του Μάικλ πριν στείλει τον προδότη στο αυτοκίνητο, όπου τον δολοφονεί ο Πήτερ Κλεμέντζα, από τους πιστούς της οικογένειας και νονός του Σαντίνο Κορλεόνε.
Ακολουθεί το ξέσπασμα της Κόνι Κορλεόνε, η οποία κατηγορεί τον αδερφό της για τον θάνατο του συζύγου της και φυσικά η τελευταία σκηνή του πρώτου μέρους του Νονού. Η Κέι Άνταμς, σύντροφος του Μάικλ και μη Ιταλίδα, απαιτεί εξηγήσεις. Ρωτά αν ο Μάικλ Κορλεόνε σκότωσε τον Κάρλο Ρίτσι όμως αρχικά παίρνει την απάντηση: «Μη ρωτάς για τις δουλειές μου» (Don’t ask me about my business). Ο Μάικλ, κτυπώντας το χέρι στο τραπέζι, δέχεται να απαντήσει «μόνο για μια φορά» και η Κέι αποδέχεται πλήρως το «ΟΧΙ» του, αγκαλιάζοντάς τον.
Πού θυμηθήκαμε τον «Νονό»; Όχι πως τον ξεχάσαμε αλλά ο χαρακτήρας και η πορεία του Μάικλ Κορλεόνε είναι εξαιρετικά διδαχτικά. Γυρίζοντας την πλάτη στην οικογένεια, ο Μάικλ ήθελε (αρχικά τουλάχιστον) να ζήσει σαν Αμερικάνος. Μεγαλούργησε στον αμερικανικό στρατό, τελείωσε τις σπουδές του και σχεδίαζε μια νόμιμη ζωή εν αντιθέσει με τη φαμίλια του. Όμως κατανοεί και αποδέχεται τις ευθύνες του. Κατανοεί την αλήθεια και τακτοποιεί τις οικογενειακές υποθέσεις. Και, ολοκληρώνοντας την τελευταία σκηνή του πρώτου μέρους, αφού αποχωρεί η Κέι από το γραφείο του, υποδέχεται τους συνεργάτες του, οι οποίοι τον αναγνωρίζουν ως Δον Κορλεόνε, φιλώντας το χέρι του.
Προς Θεού, όμως, δεν μαζευτήκαμε εδώ για να ιδρύσουμε την εθνικοαπελευθερωτική Κόζα Νόστρα, αν και αυτό θα ήταν μια κάποια λύση.
Όμως, σαν τον Μάικλ Κορλεόνε, πρέπει να αποδεχτούμε, όχι τη μοίρα μας, αλλά την αλήθεια, η οποία θα μας βοηθήσει να τακτοποιήσουμε τις δικές μας εκκρεμότητες. Και η αλήθεια είναι, αγαπητοί συνομήλικοι, πως η τήρηση του όποιου συντάγματος εξακολουθεί να επαφίεται στον πατριωτισμό μας.
Μπορούμε;
Ιδού η απορία. Μπορούμε να ανατρέψουμε το σκηνικό, το οποίο παραμένει επικίνδυνο ακόμα και μετά το προσωρινό ναυάγιο του Μοντ Πελεράν; Σταματώντας τις μεμψίμοιρες τοποθετήσεις και τους συλλογισμούς για το αν είναι καλός ή όχι ο Αναστασιάδης, αν υπάρχει καλή και κακή ομοσπονδία, αν υπάρχουν καλές και κακές εγγυήσεις, μπορούμε. Πηδώντας από την απαισιοδοξία της λογικής στην αισιοδοξία της βούλησης, μπορούμε να αναποδογυρίσουμε τον κόσμο και να φτιάξουμε μιαν άλλη κοινωνία, η οποία δεν θα αναγκάζεται να επαναλαμβάνει τα αυτονόητα: Η Τουρκία κατέχει την Κύπρο, Η Κύπρος είναι Ελλάδα, η Κερύνεια είναι δική μας, Πατρίδα ή Θάνατος, Ελευθερία ή Θάνατος. Μπορούμε να αναδείξουμε μιαν άλλη Κύπρο, μιαν άλλη Ελλάδα, οι οποίες δεν θα απαρνιούνται την ίδια τους την υπόσταση για χάρη οδυνηρών συμβιβασμών και πατριωτικών τάχα ρεαλισμών; Μπορούμε.
Τι να κάνουμε;
Καταργώντας τους ευσεβοποθισμούς και τις μεγαλομανίες μας, αν και είμαστε αρκετοί σε αυτή την αίθουσα για πολλά πράματα, καθίσταται απόλυτα αναγκαίο να είμαστε έτοιμοι. Να συνεννοηθούμε, διότι ο Αναστασιάδης και το ΔΗΣΑΚΕΛ δεν είπαν την τελευταία τους λέξη. Να κάνουμε ό,τι μπορούμε. Ατομικά ή, καλύτερα, συλλογικά να ξεπεράσουμε τα «μα» και να δημιουργήσουμε αντιστάσεις. Δεν είμαστε υπόλογοι κανενός και αυτό είναι ένα πλεονέκτημα. Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο, το οποίο, κατά το μαοϊκό «100 λουλούδια να ανθίσουν», θα έχει την ικανότητα να κινητοποιήσει τους Κερυνειώτες, τους Καρπασίτες, τους Μορφίτες, τους Παφίτες, του Βαρωσιώτες, τους Λευκωσιάτες και τους υπόλοιπους για να απαιτήσουν τα δέοντα; Μπορούμε. Μπορούμε, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες μας, να ξεκαθαρίσουμε πως θέλουμε δημοκρατικά όλα τα εδάφη και τα σπίτια αυτού του τόπου, χωρίς να συμπονούμε τάχα για τις ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι απολαμβάνουν τα λάφυρα της εισβολής και χωρίς να διερωτόμαστε (ακόμα και εμείς) αν έχουμε δίκαιο; Μπορούμε. Μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε πως και την επομένη ενός δημοψηφίσματος θα είμαστε στον δρόμο και θα απαιτούμε την Ελευθερία μας, χωρίς διπλωματικές ορολογίες και γραφειοκρατικά βάσανα; Μπορούμε. Μπορούμε να παραδεχτούμε (στους εαυτούς μας κυρίως) ότι πρέπει πάση θυσία να εφαρμοστεί η δικαιοσύνη, ακόμα κι αν θα το κάνει ο Κλεμέντζα για εμάς; Μπορούμε. Μπορούμε να καταλάβουμε πως είμαστε με την πλευρά του λαού και να μη χτίζουμε νέα βασίλεια βασισμένα στον ετεροπροσδιορισμό και στον αφορισμό; Μπορούμε.
Αλλά, πρώτα να τελειώσουν τα ψέματα. Κανένας δεν θα κάτσει στη θέση του αρχηγού, κανένας δεν θα εκφωνήσει πύρινους λόγους από μπαλκόνια παλατιών. Όλοι ή κανένας, αποδεχόμενοι την αναγκαιότητα της «αναταραχής», πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε (και περισσότερα) ούτως ώστε, έστω, να ανοίξουμε τον δρόμο για τους νέους αγώνες. Όλοι. «Μέσα στο λλίον το πολύν καθένας μας να ζήσει», όπως λέει ο ποιητής, και χωρίς μοιρολόγια και «δεύτερες σκέψεις», να αφήσουμε τα 100 λουλούδια να ανθίσουν και να διαβουλευτούμε. Ούτως ώστε, τελειώνοντας με τις αυταπάτες του φρόνιμου αγώνα, να μπορέσουμε να επαναφέρουμε τα αυτονόητα: Είμαστε Έλληνες, είμαστε Κερυνειώτες, είμαστε πρόσφυγες, είμαστε σκλαβωμένοι, «είμαστε δυο είμαστε δυο η ώρα σήμανε 8». Μπορούμε; Μπορούμε.
Αλέκος Μιχαηλίδης
1 Δεκεμβρίου 2016
*Εισήγηση που εκφωνήθηκε στο Βιβλιοπωλείον «Γιαλούσα» την 1η Δεκεμβρίου σε συζήτηση με τίτλο «Κυπριακό: Τι να κάνουμε;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου