Αμφιβάλω, άρα υπάρχω
του Κώστα Λάμπου*
Η συζήτηση περί ορθολογισμού, με
αντικείμενο την πηγή της Γνώσης γενικά, είναι τόσο παλιά όσο και η φιλοσοφία.
Οι φυσικοί ή οι υλιστές, ή οι εμπειριοκράτες φιλόσοφοι και οι επίγονοί τους
θεωρούν τη Γνώση ως αποτέλεσμα έρευνας, επεξεργασίας και ανάλυσης των
πληροφοριών που φέρνουν οι αισθήσεις από το εξωτερικό περιβάλλον στον εγκέφαλο
και παίρνουν την μορφή των αντίστοιχων εμπειριών των ανθρώπων που, ως επιστημονικά
έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη Γνώση, προσδιορίζυν την ατομική συμπεριφορά και
προσανατολίζουν την συλλογική δράση μας. Αντίθετα οι ιδεαλιστές, οι μεταφυσικοί
ή ορθολογιστές φιλόσοφοι θεωρούν ως κύρια πηγή της Γνώσης την ‘αποκάλυψη’,
δηλαδή τον ‘ορθό λόγο’ (ratio) που σχετίζεται με το λεγόμενο ‘φυσικό φως’, την
‘αθάνατη ψυχή’ και τελικά με το φετίχ της εξουσίας τον ‘θεό’[1], τον λεγόμενο
‘δημιουργό’ του κόσμου και των ανθρώπων.
Είναι προφανές ότι αυτή η διαμάχη
υπαγορεύεται από το γεγονός ότι οι δυό πλευρές διαφωνούν ως προς τον σκοπό και
τη χρησιμότητα της Γνώσης. Οι φυσικοί φιλόσοφοι αντιλαμβάνονται τη Γνώση ως
συλλογικό επίτευγμα και γι αυτό την θεωρούν χρήσιμη δύναμη εξυπηρέτησης του
κοινωνικού Είναι, του Εμείς, του Όλου και όχι αποκλειστικά και μόνο του ατόμου
ή του μέρους, γιατί η πείρα δείχνει ότι όταν ευημερεί το σύνολο, τότε ευημερούν
και τα άτομα, ενώ αντίθετα όταν η επιδίωξη είναι η ευημερία των ξεχωριστών
ατόμων τότε δεν ευημερούν όλα τα άτομα και το κοινωνικό σύνολο χάνει την συνοχή
και την ενότητά του, πράγμα που το οδηγεί στην παρακμή.
Αντίθετα οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι με
πρώτο και καλύτερο τον Πλάτωνα θεωρούν τη Γνώση ‘ως ανάμνηση της ψυχής από τη
θητεία της στο Επέκεινα’, δηλαδή κάτι σαν
‘δώρο θεού’ και την αντιλαμβάνονται ως εργαλείο ατομικής ευτυχίας ακόμα κι
αν αυτό εξασφαλίζεται σε βάρος της ευτυχίας των άλλων ανθρώπων, παραγνωρίζοντας
τελικά ότι η απόκτηση Γνώσης δεν είναι ένα ατομικό επίτευγμα, αλλά αποτέλεσμα
κοπιαστικής διαχρονικής κοινωνικής προσπάθειας.
Θεμελιωτής του ιδεαλιστικού ορθολογισμού
θεωρείται ο Καρτέσιος (René Descartes 1596-1650), ο οποίος δέχεται ότι στην
ανθρώπινη ψυχή υπάρχουν έμφυτες έννοιες που οδηγούν τον άνθρωπο σε αιώνιες
αλήθειες, ενώ θεωρούσε ότι οι αισθήσεις και η φαντασία είναι κατώτερες
γνωστικές δυνάμεις, τις οποίες δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε με την ίδια
βεβαιότητα.
Στην προσπάθειά του όμως να στραφεί εναντίον των σκεπτικιστών
κατάληξε στο συλλογισμό: «Μπορώ να
αμφιβάλλω για όλα τα πράγματα που με περιβάλλουν και για όλα όσα σκέφτομαι και
πιστεύω […], αλλά για ένα πράγμα σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να αμφιβάλλω,
δηλαδή για το ότι αμφιβάλλω». Αυτός ο συλλογισμός τον οδήγησε στο γνωστό ‘σκέπτομαι άρα υπάρχω’ (cogito ergo sum),
που διαβάζεται και ως αντιδόγμα, δηλαδή ότι ‘δεν μπορώ να πιστεύω πράγματα για
τα οποία δεν είμαι βέβαιος όταν δεν επαληθεύονται από τις αισθήσεις, τη Λογική,
την επιστήμη και το πείραμα και συνεπώς λογικά ορθότερο ακούγεται το: αμφιβάλλω άρα υπάρχω.
Στη διαδρομή αυτής της διαμάχης
πολλοί προσπάθησαν να συμβιβάσουν αυτές τις δυό αντιλήψεις περί ορθολογισμού
αλλά σκόνταψαν πάνω στον δογματισμό των ιδεαλιστών που εξέφραζε τα ήδη
διαμορφωμένα ξεχωριστά οικονομικά συμφέροντα των σκοταδιστικών και
εξουσιαστικών ιερατείων που δέσποζαν και συνεχίζουν να δεσπόζουν πάνω στις
επιμέρους κοινωνίες και στην ανθρωπότητα συνολικά.
Ο Ιμμάνουελ Καντ (1724-1804), λ. χ.
υποστήριξε ότι ‘υπάρχουν a priori έννοιες και Γνώση’, αλλά, για να
την διευρύνουμε σε επιστήμη αυτή την Γνώση και να την καταστήσουμε χρήσιμη,
οφείλουμε να την συσχετίσουμε με τα εμπειρικά δεδομένα. Τελικά αναγνωρίζεται
ότι ο τελικός σκοπός της Γνώσης είναι η αντιμετώπιση των αναγκών της κοινωνικής
πραγματικότητας και γι αυτό οφείλουμε να άρουμε την δυιστική αντίληψη για τον
άνθρωπο και να τον αποκαταστήσουμε ως ενιαίο Όλον, γιατί διαφορετικά ‘η νόηση
δίχως την αίσθηση είναι κουτσή, αλλά και η αίσθηση δίχως την νόηση είναι
τυφλή’. Με αυτήν την έννοια ο όρος ορθολογισμός αποβάλλει το μεταφυσικό φορτίο
του και αποκαθίσταται ως ορθός
κοινωνικός λόγος στα πλαίσια του οποίου σωστό, δηλαδή ορθολογικό είναι το
να μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θα ήθελες να σου κάνουν οι άλλοι, οπότε
στην αντίθετη περίπτωση μιλάμε για τον ανορθολογισμό, δηλαδή για το
αντικοινωνικό ατομικό ή/και ταξικό λάθος και για το έγκλημα.
Όπως ήταν φυσικό η φιλοσοφική συζήτηση
περί ορθολογισμού διαπέρασε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και ιδιαίτερα
τον τομέα της οικονομικής δραστηριότητας, όπου και συνεχίζεται ως συζήτηση περί
οικονομικού ορθολογισμού με την έννοια της ορθολογικής,
(και φυσικά όχι της ορθολογιστικής,
αφού άλλο πράγμα είναι η λογική και άλλο η λογιστική), σκέψης και πράξης.
Ο οικονομικός ορθολογισμός
θεμελιώνεται θεωρητικά πάνω στον βασικό
οικονομικό νόμο κάθε μορφής ζωής που ορίζεται ως προσπάθεια επίτευξης του
ποσοτικά και ποιοτικά άριστου (optimum) αποτελέσματος με τις λιγότερες
δυνατές θυσίες, πράγμα που
λογικά σημαίνει ήπια και κοινωνικά ελεγχόμενη οικονομική δραστηριότητα που με
τα αγαθά και τις υπηρεσίες της θα εξυπηρετεί την καθολική ευημερία, την
κοινωνική ισότητα, την πραγματική ελευθερία και την οικουμενική ειρήνη και όχι
την κοινωνική ανισότητα και την βίαιη εξουσία των λίγων και δυνατών πάνω στους
πολλούς και τους αδύναμους.
Τελικά
ορθολογισμός στην οικονομία δεν μπορεί παρά να σημαίνει ένα παραγωγικό και
καταναλωτικό μοντέλο:
1.
που τα μέσα
παραγωγής θα ανήκουν στο κοινωνικό σύνολο και η οικονομική δραστηριότητα θα
βρίσκεται υπό τον έλεγχο των κοινωνιών με στόχο την αλληλέγγυα συνεργασία και
την κοινωνική ισότητα σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο,
2.
που θα
ικανοποιεί με μέτρο και επάρκεια πραγματικές ανάγκες για την ομαλή σωματική και
πνευματική ανάπτυξη όλων των ανθρώπων,
3.
που δεν θα
πραγματοποιεί ιδιωτικό κέρδος, αλλά το αναγκαίο κοινωνικό πλεόνασμα για τη
βελτίωση των όρων ζωής και την πρόοδο της κοινωνίας,
4.
που δεν θα
σπαταλάει τους φυσικούς πόρους και δεν θα καταστρέφει το περιβάλλον
5.
που κανένας
δεν θα εκμεταλλεύεται κανέναν και δεν θα χωρίζει τις κοινωνίες σε ελάχιστα
αφεντικά και σε πολλούς δούλους και τελικά
6.
που η κάθε
γενιά θα κληροδοτεί στην επόμενη ολόκληρη την κληρονομιά της από την
προηγούμενη γενιά βελτιωμένη κατά την προστιθέμενη αξία που η ίδια δημιούργησε.
Δυστυχώς όμως παρατηρούμε ότι ενώ
όλες οι μορφές ζωής εφαρμόζουν ατομικά ή συλλογικά αυτόν τον βασικό οικονομικό
ορθολογισμό, στις εξουσιαστικές ανθρώπινες κοινωνίες ο οικονομικός ορθολογισμός
νοείται και εφαρμόζεται ανορθολογικά, γιατί η οικονομική δραστηριότητα της
κοινωνίας αναγκάζεται με την ωμή ή την θεσμική βία να κινείται προς την
μεγιστοποίηση του οφέλους των εξουσιαστών σε βάρος της εργαζόμενης κοινωνίας
και της Φύσης. Το αποτέλεσμα αυτού του οικονομικού ανορθολογισμού είναι η
καπιταλιστική βαρβαρότητα με χαρακτηριστικά τον φονικό ανταγωνισμό, τις
τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, την ανεργία, την πείνα, τους ασταμάτητους
καταστροφικούς πολέμους και την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Πυρήνας του οικονομικού
ανορθολογισμού είναι η ατομική ιδιοκτησία γενικά και ιδιαίτερα η ατομική
ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, η οποία αποπροσανατολίζει την παραγωγική
δραστηριότητα της κοινωνίας από την εξυπηρέτηση της καθολικής ευημερίας και της
ευτυχίας όλων των μελών της κοινωνίας προς τον πλουτισμό και την εξουσιαστική
επιβουλή της μειοψηφίας των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής πάνω στην εργαζόμενη
κοινωνία. Για να δικαιολογήσουν μάλιστα αυτόν τον οικονομικό και κοινωνικό
ανορθολογισμό το κεφάλαιο, τα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία και οι
θεωρητικοί απολογητές τους κατασκευάζουν ιδεολογήματα και θεωρίες περί
‘ιερότητας της ατομικής ιδιοκτησίας’, περί ‘αόρατου χεριού’ και ‘ελεύθερης
αγοράς’ τις οποίες επιβάλλουν με θεσμούς και μηχανισμούς βίας λεηλατώντας την
κοινωνία και τον άνθρωπο και καταπατώντας την μοναδική ιερότητα της ανθρώπινης
ζωής και της ζωής γενικά καθώς επίσης και την ιερότητα της Φύσης, της
Βιόσφαιρας στο βωμό της ασύδοτης, απάνθρωπης κερδομανιακής και καταστροφικής
εξουσίας τους[2].
Αυτή την ανορθολογική καπιταλιστική
πραγματικότητα οφείλουν οι σύγχρονες δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και
του Πολιτισμού να την αντικαταστήσουν με τον ορθολογισμό της αρμονικής
συνεργασίας μεταξύ κοινωνίας και Φύσης, της κοινωνικής ισότητας, της αταξικής
δημοκρατίας και του ουμανιστικού πολιτισμού[3]. Ακόμα κι αν, για
να συμβούν αυτά, χρειαστεί μια επανάσταση της επιστημονικά έγκυρης και
κοινωνικά χρήσιμης Γνώσης, μια καινούργια Αναγέννηση των επιστημών και του
πολιτισμού και ένας Νέος Ουμανιστικός Διαφωτισμός που θα καταλήγουν στον ουμανιστικό ορθολογισμό, αξίζει τον
κόπο, όταν η άλλη επιλογή είναι η καπιταλιστική βαρβαρότητα, γιατί το κέρδος θα
είναι ένας καλύτερος κόσμος και η συνέχιση του συναρπαστικού φαινόμενου της
ζωής σ’ αυτό το αναρχοατελεύτητο και μεγαλοπρεπές Σύμπαν.
[1] Βλέπε Λάμπος Κώστας, Θεός και
Κεφάλαιο, Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα
2015 και 2016.
[2] Βλέπε Λάμπος Κώστας, Αμερικανισμός
και παγκοσμιοποίηση. Οικονομία του Φόβου και της παρακμής, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, Αθήνα
2009.
[3] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Άμεση
Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η Μεγάλη Πορεία της ανθρωπότητας προς την
κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου