Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Ποιος διάλογος για ποια Παιδεία; (τρις)[1]



του Βένιου Αγγελόπουλου


   Πριν ένα χρόνο, η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την Παιδεία: Αφενός την κατάργηση των αντιδημοκρατικών νόμων Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου, αφετέρου μια σε βάθος μεταρρύθμιση του συστήματος, με αναβάθμιση του σχολείου (δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, Ενιαίο Λύκειο θεωρίας και πράξης, κατάργηση μεσοπρόθεσμα των Πανελληνίων Εξετάσεων, κ.ά.). Τα άμεσα μέτρα θα γίνονταν γρήγορα νόμος, το μακρόπνοο σχέδιο θα διασαφηνιζόταν μέσα από ζύμωση.
   Σήμερα το νομοσχέδιο για τα άμεσα μέτρα, έτοιμο σε γενικές γραμμές από την άνοιξη, έχει παραπεμφθεί στις καλένδες και ο υπουργός που το εισηγήθηκε (αλλά δεν το κατέθεσε στη Βουλή) έχει αποπεμφθεί μετά πολλών επαίνων. Επεξεργασία του μακρόπνοου μεταρρυθμιστικού σχεδίου δεν υπήρξε, ούτε καν στελέχωση των σχετικών οργάνων: τελείως πρόσφατα ο νέος υπουργός συγκρότησε όργανα που θα επεξεργαστούν το σχέδιο, χωρίς να υποδείξει τις κατευθύνσεις της πολιτικής ηγεσίας. Βέβαια, διάλογος χωρίς αρχικές τοποθετήσεις δεν μπορεί να υπάρξει: καθώς δεν έχουν ρητά εκφραστεί οι κυβερνητικές προθέσεις, η επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις επιτροπές δίνει βάσιμες ενδείξεις.

   Εξετάζοντας την Επιτροπή Διαλόγου (36 άτομα, με 2 δάσκαλους, έναν καθηγητή μέσης και 30 πανεπιστημιακούς – 5 από παιδαγωγικά τμήματα) διαπιστώνεται ότι η μεγάλη πλειοψηφία τους ούτε έχει αρθρογραφήσει ούτε αλλιώς παρέμβει σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής. Από τους λίγους με προϊστορία στο ζήτημα, και μάλιστα σημαντική, είναι ο πρόεδρος της Επιτροπής, Αντώνης Λιάκος, που υπήρξε βασικό στέλεχος του «εκσυγχρονιστικού» ρεύματος και πρωτεργάτης τα τελευταία χρόνια της σύγκλισης με το ΣΥΡΙΖΑ. Δεδομένου ότι η αντίθεση στο πρόγραμμα της Μπολόνιας ήταν σαφώς πλειοψηφική στο ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία δεκαπενταετία, ενώ ο ΑΛ ήταν ένθερμος υποστηρικτής του, ενδιαφέρον παρουσιάζει ποια συνισταμένη μπορεί να προκύψει. Η πιθανότητα να εγκαταλειφθεί από μεριάς ΣΥΡΙΖΑ η αντίσταση στη νεοφιλελεύθερη άποψη περί Παιδείας είναι μεγάλη – αλλά ας μην προτρέχουμε.
   Παραλείποντας προγενέστερες τοποθετήσεις του ΑΛ, ας εξετάσουμε τις πρόσφατες δηλώσεις και συνεντεύξεις του ως Πρόεδρος πλέον της Επιτροπής[2]. Ασχολείται κυρίως με διατυπώσεις αναγκών: Σχηματοποιώντας, στόχος είναι «η διάσωση της δημόσιας εκπαίδευσης και το άνοιγμα στις φτωχότερες τάξεις του πληθυσμού», η αντικατάσταση του συστήματος των Πανελλήνιων Εξετάσεων από ένα «αναβαθμισμένο ισχυρό Απολυτήριο Λυκείου», η αναμόρφωση των σπουδών των εκπαιδευτικών, η εξεύρεση πόρων για την Παιδεία. Συνοψίζοντας, η προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις απαιτήσεις της εποχής.
   Όλα αυτά είναι σωστά. Και αρκούντως γενικά, ώστε να μπορείς να στρίψεις το τιμόνι προς οποιαδήποτε κατεύθυνση (πόσο μάλλον που στη συγκεκριμένη συγκυρία οι προστάτιδες δυνάμεις θα έχουν τον τελευταίο λόγο και εδώ). Διότι οι «απαιτήσεις της εποχής» διαφέρουν κατά περίπτωση: Άλλοι δουλεύουν κι άλλοι καρπώνονται χρήμα, άλλοι διατάζουν κι άλλοι υπακούουν. Ζούμε σε μια εποχή όπου οι ανισότητες είναι τεράστιες, μεγαλύτερες από οποτεδήποτε άλλοτε. Θα γίνει η προσαρμογή σ’ αυτό με αποδοχή ή με αντίσταση στην αυξητική τάση των ανισοτήτων; Και πώς; Πώς συνολικά η κοινωνία θα τοποθετηθεί; Τι εφόδια, μέσω Παιδείας, θα έχει το άτομο (ο «μέσος άνθρωπος» καταρχήν, οι ειδικότερες κατηγορίες ενσυνεχεία), ώστε να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες και να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες της ζωής;
   Όταν τέτοια ερωτήματα δεν μπαίνουν, η απάντηση υπονοείται: Συμβιβαζόμαστε, ακολουθούμε το ρεύμα, κι ο καθένας ότι αρπάξει. Οι κοινωνίες δεν αλλάζουν, κι αν αλλάζουν το κάνουν με τη «φυσική ροή των πραγμάτων», στην οποία είναι ανώφελο να αντισταθεί ο καθείς. Ο καθείς, μόνος του. Το άτομο.
   Όμως το σχολείο, εκτός από γνώσεις ορίζει και ένα σύστημα αξιών, μαθαίνει στα παιδιά τη συμβίωση με τους άλλους και με το περιβάλλον. Τις βασικές αυτές επιλογές οφείλουν να εξυπηρετούν οι μέθοδοι διδασκαλίας, τα διδασκόμενα μαθήματα, τα αναλυτικά προγράμματα, οι κανονισμοί. Καθώς η προοπτική ατομικής προκοπής, που προβάλλεται από την κυρίαρχη ιδεολογία, είναι ακόμη εφικτή αλλά στατιστικά ολοένα πιο σπάνια, υποστηρίζω πως δεν επιτρέπεται το σχολείο να την υιοθετεί  ως κυρίαρχο πρότυπο. Ας θίξουμε λοιπόν, ενδεικτικά και σχηματικά, κάποιες επιλογές που επιμελώς δεν έχουν ρητά τεθεί από καμία κυβέρνηση[3].
-  Καθώς όλα σπρώχνουν προς τον ατομικισμό, για να υπάρξει ισορροπία μεταξύ συλλογικού και ατομικού εγώ, το σχολείο πρέπει να πριμοδοτήσει τη συνεργασία, την επικοινωνία και την κοινή δράση των παιδιών, την άμιλλα αντί του ανταγωνισμού. Να ανιχνεύσει και να ενισχύσει του καθενός την κλίση, να αξιοποιήσει τη φαντασία, τη μίμηση, την περιέργεια, τη δημιουργικότητα, να συνδυάσει τη μάθηση με το παιχνίδι, να καλλιεργήσει την απόλαυση της ανακάλυψης, της γνώσης, της μοιρασιάς με τους άλλους. Και να διαθέτει προς τούτο εκπαιδευτικούς κατάλληλα προετοιμασμένους.
-  Χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι ο καταιγισμός αλλεπάλληλων μηνυμάτων και παραστάσεων που δεχόμαστε, και που μειώνει τη δυνατότητα πρόσληψης και κρίσης, διαχωρισμού του σημαντικού από το ασήμαντο, του μερικού από το γενικό, κατανόησης αιτίων και αποτελεσμάτων. Το σημερινό σχολείο ασκείται στη συσσώρευση ασύνδετων γνώσεων που λησμονιούνται μετά την εξέταση, χωρίς δέσιμο κάθε χρονιάς με την επόμενη, κάθε μαθήματος με τα γειτονικά. Χρειάζεται λιγότερη ποσότητα, μεγαλύτερο βάθος και δομή στην ύλη και προσαρμογή στις αντιληπτικές ικανότητες κάθε ηλικίας. Η επικράτηση της παπαγαλίας συνιστά γενοκτονία.
-  Η σύγχρονη τεχνολογία παρέχει δυνατότητες που σε προηγούμενες εποχές θα χαρακτηρίζονταν μαγικές: με ένα πάτημα κουμπιού παράγεις και αναπαράγεις εικόνες ή ήχους, επικοινωνείς εκμηδενίζοντας την απόσταση, ταξιδεύεις σε ονειρεμένα μέρη και λύνεις κάθε λογής απορίες. Τα παιδιά χειρίζονται τα νέα μηχανήματα ευκολότερα από τους περισσότερους μεγάλους. Εθίζονται έτσι σε έναν κόσμο όπου η σχέση μεταξύ δράσης και αποτελέσματος είναι κρυμμένη και απρόσιτη, και η γνώση της προνόμιο μιας κάστας ειδικών. Ρόλος του σχολείου είναι όχι απλώς η εξοικείωση και χρήση, αλλά η απομυθοποίηση αυτής της μαγικής εικόνας, δείχνοντας στα παιδιά τους κρυφούς κρίκους της αιτιακής αλυσίδας, αλλά και τις παρενέργειες των ενεργειών.
   Όσο παρόμοια ερωτήματα δεν μπαίνουν στο τραπέζι, και θίγονται απλώς συμπτώματα και όχι πηγές της κακοδαιμονίας της εκπαίδευσης, και τούτος ο Διάλογος θα είναι φερετζές μιας πολιτικής που «προσαρμόζει» την Παιδεία στις επιταγές των «αγορών», μια Παιδεία-εμπόρευμα, με ποιότητα προσαρμοσμένη στο πορτοφόλι του κάθε πελάτη (όχι πολίτη).


[3] Προφανώς, συνθήματα τύπου «μαθητοκεντρικό σχολείο», «διαθεματική (sic) προσέγγιση», σε λάθος ερωτήσεις απαντούν και μάλλον συσκοτίζουν το πρόβλημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου