Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

«Εγώ είμαι Σαρλί, ο Αναστασίου είναι αντισημίτης»

Του Χρήστου Νάτση
Με έκπληξη παρακολούθησα στα κοινωνικά δίκτυα την επίθεση που δέχθηκε η κυριακάτικη γελοιογραφία του Τάσου Αναστασίου στην Αυγή, από εκπροσώπους κυρίως του Ακραίου Κέντρου, από αυτούς που σε όλους τους τόνους δήλωναν Σαρλί…


Μετά την δολοφονική επίθεση στο περιοδικό Σαρλί Εμπντό, στις 7 Ιανουαρίου, τέθηκε ξανά στο επίκεντρο της δημοσιότητας το ζήτημα της σάτιρας και της ελευθερίας της έκφρασης. Η άμεση αντίδραση των πολιτών της Δύσης, οι αυθόρμητες πορείες και ο βαθύς συγκλονισμός, ακολουθήθηκαν από την θετική και περιεχομενική επιβεβαίωση των αρχών της ελευθερίας της έκφρασης: δεν καταδικάστηκε απλώς η δολοφονική επίθεση με αρνητικό τρόπο (δεν μπορείς να σκοτώνεις όποιον σε ειρωνεύεται και σε σατιρίζει) αλλά προκρίθηκε το δικαίωμα στην βλασφημία. Έγινε αντικείμενο υπεράσπισης ο προνομιακός χώρος της δημιουργίας που δεν λαμβάνει υπόψη κανένα ταμπού κοσμοθεωρητικής ευαισθησίας, που προκαλεί και που σοκάρει. Γιατί θεωρείται πως αυτό το σοκ και αυτό το παραξένισμα αναδεικνύουν μέσω της απαρέσκειας του δέκτη αλληλουχίες συλλογισμών που ο τυφλός σεβασμός των αφηρημένων αρχών καταστέλλει και κρατά ανενεργούς, βυθίζοντάς τους στον βάλτο του κομφορμισμού. Το αιρετικό πνεύμα του Σαρλί Εμπντό, τέκνο της εποχής της αμφισβήτησης, χαιρετίστηκε ως βασική σταθερά του δυτικού τρόπου, αυτού που οι τρομοκράτες δολοφόνοι προσπαθούν να καταστρέψουν.


Με έκπληξη, έτσι, παρακολούθησα χθες και σήμερα στα κοινωνικά δίκτυα την επίθεση που δέχθηκε η κυριακάτικη γελοιογραφία του Τάσου Αναστασίου στην Αυγή, από εκπροσώπους κυρίως του Ακραίου Κέντρου, από αυτούς που σε όλους τους τόνους δήλωναν Σαρλί… Πλάι στις οιμωγές περί κατάπτωσης του επιπέδου της άλλοτε έγκριτης εφημερίδας, που συνοδεύονταν με τους χαρακτηρισμούς «κωλοφυλλάδα» και «βοθροεφημερίδα», έβλεπες κάτι σαν επιχείρημα: δεν μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί καμία αναλογία με το Ολοκαύτωμα, γιατί κάτι τέτοιο το υποβαθμίζει ως το απόλυτο γεγονός και το καθιστά μέσω της ρουτινοποίησης της αναφοράς ανεκτό. Με τον τρόπο αυτό δηλώνεται η περιφρούρηση ενός τόπου ως απρόσιτου από την βεβήλωση στο πλαίσιο της δημόσιας χρήσης του λόγου — ασχέτως πλαισίου και ασχέτως πρόθεσης.

Βέβαια, λένε οι τιμητές αυτού του κλεισίματος, δεν λέμε ότι σου απαγορεύουμε να μιλάς, απλώς σε καθιστούμε δια των χαρακτηρισμών μας ανάξιο συνομιλητή. Σε υποτιμούμε ηθικά, αλλά δεν θέλουμε να έχεις και κυρώσεις άλλου είδους.
Και όμως. Οι ηθικοί χαρακτηρισμοί είναι πάντα λογοκριτικοί. Αν είναι ντροπή της Αυγής να δημοσιεύει τέτοιες γελοιογραφίες, αυτό υποκρύβει ένα αίτημα να μην δημοσιεύει τέτοιες γελοιογραφίες, του ότι δεν πρέπει. Η απαξία του γελοιογράφου ως συνομιλητή είναι -για τη γελοιογραφία, αν και όχι, προφανώς, για τον γελοιογράφο- χειρότερη από την δολοφονία: στην δεύτερη περίπτωση υπάρχει μια ρητή αναγνώριση της εχθρότητας, στην πρώτη μια προσπάθεια περιστολής της στο χώρο της μη ορατότητας.

Τι κάνει όμως το ίδιο το σκίτσο; Σε παλαιότερο κείμενο, πάλι με αφορμή μια γελοιογραφία, έγραφα πως το σκίτσο καλεί σε αναστοχαστική κρίση. Κάνει πολιτική, εκφέρει ένα πολιτικό επιχείρημα, αλλά με την ειδική μορφή μιας εικονικής αναπαράστασης. Δεν εντάσσεται έτσι σε έναν κανόνα εκ των προτέρων. Αντίθετα, εκκινώντας από την πραγματικότητα της συγκεκριμένης κάθε φορά γελοιογραφίας, καλεί σε συγκρότηση ενός καθολικού κανόνα εκ νέου. Θέτει το ίδιο τους όρους της κριτικής του. Αυτό που καλείται έτσι να δει κάποιος είναι αν η χρήση των υλικών που χρησιμοποιεί στη γελοιογραφία ο Αναστασίου εξυπηρετεί την δημιουργία μιας αφήγησης με τρόπο υπονομευτικό της λειτουργίας της στο δημόσιο λόγο ή αν απλώς κοινοτοπεί, επανεγγράφοντας αντιδραστικά μοτίβα. Ο Αναστασίου σχεδιάζει ένα Σόιμπλε χωρίς αναφορά στο σωματικό γνώρισμα της αναπηρίας. Τον σχεδιάζει έτσι για να τονίσει την προτεραιότητα του ρόλου έναντι του προσώπου. Για να μεταβιβάσει την προσοχή στον λόγο που ο ρόλος εκφέρει: «Η διαπραγμάτευση άρχισε. Επιμένουμε στο σαπούνι από το λίπος σας. Συζητάμε για το λίπασμα από τις στάχτες σας». Δεν βλέπω εδώ τίποτα το αντισημιτικό και τίποτα το προσβλητικό. Βλέπω αντίθετα μια προκλητική μεν, αλλά απολύτως λειτουργική περιγραφή του ατελέσφορου πλαισίου διαπραγμάτευσης εντός του οποίου η Γερμανία κατέχει απόλυτη ισχύ. Και βλέπω επίσης την υπόδειξη μιας ανησυχίας με ιστορικές αναλογίες, που συνδέει τον ολοκληρωτισμό με τον ακραίο οικονομικό ανταγωνισμό. Καμία ηθικοποίηση σε αναπαραστατική μορφή, καμία φυσικοποίηση χαρακτηρισμών. Τόσο που κάνει να σκέφτεται κανείς πως αυτό που εντέλει ενόχλησε δεν είναι η προσβολή της αναφοράς στην αναλογία, αλλά το ίδιο το μήνυμα: η κριτική της διαπραγμάτευσης.
Αν το Σαρλί Εμπντό σόκαρε τους μουσουλμάνους εξτρεμιστές δίνοντας μορφή (κυριολεκτικά: σχεδιάζοντας και εικονοποιώντας) σε μια κριτική περιεχομένου (της εξουσιαστικής δομής που η απαγόρευση εικονοποίησης στηρίζει) εδώ, αντεστραμμένα, οι ευαισθητοποιημένοι φιλελεύθεροι και δημοκράτες του Ακραίου Κέντρου οφείλουν να θέσουν ζήτημα ενόχλησης επί της μορφής για να κρύψουν την αντίθεση επί του περιεχομένου, για να μην αναγκαστούν να το συζητήσουν. Εξεγείρονται απέναντι στην υπόνοια προσβολής για να μεταθέσουν την συζήτηση από το διακύβευμα, που είναι η πολιτική της ΕΕ σήμερα.. Εγκαθιδρύουν έτσι μια ανταγωνιστική αναλογία απέναντι σ’ αυτή του σκίτσου: Ολοκαύτωμα είναι να θέτουμε σε αμφισβήτηση το πεδίο των διαπραγματεύσων και να ωθούμε σε αναστοχασμό επί των προϋποθέσεών τους. Ολοκληρωτισμός είναι να θέτουμε επί τάπητος ερωτήματα συγκρότησης του πολιτικού συστήματος, να αμφισβητούμε τον τρόπο που οι αφηρημένες αξίες και αρχές της δημοκρατίας και της ευρώπης πραγματώνονται.
Kατά τραγική ειρωνεία οι επικριτές του Αναστασίου έρχονται να βεβαιώσουν πως ακόμα κι αν αυτοί δεν πολύ είναι Σαρλί, αν δεν μπορούν να ευθυγραμμίσουν τις διακηρύξεις με τις αντιδράσεις τους, αν το βέβηλο πνεύμα τους έχει όρια, είναι ωστόσο Σαρλί η γελοιογραφία που τους γελοιογραφεί. Μπορούν φυσικά να ξαναγίνουν κι αυτοί, αρκεί να την ακολουθήσουν και να κάνουν διάλογο μαζί τους.
Παραφράζοντας τον Λιούις Κάρολ: «Ω, δεν μπορείς να το αποφύγεις αυτό», είπε ο Γάτος, «είμαστε όλοι Σαρλί εδώ. Εγώ είμαι Σαρλί, εσύ είσαι Σαρλί». «Πώς ξέρεις ότι είμαι Σαρλί;», είπε η Αλίκη. «Πρέπει να είσαι», είπε ο Γάτος. «Αλλιώς δεν θα βρισκόσουν εδώ».
-